Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Το ΝΑΤΟ αχρείαστο όσο ποτέ


Του Θόδωρου Παρασκευόπουλου
«Αν η Ελλάδα δεν ήταν στο ΝΑΤΟ, πώς θα μπορούσα να πω στον Ερντογάν ότι υπάρχει μόνο μία Κύπρος;», αναρωτήθηκε ο Αντώνης Σαμαράς, μιλώντας στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Και ο Ευάγγελος Βενιζέλος στη δική του ομιλία εκεί, υπογράμμισε ότι στη διάσκεψη συμμετείχαν εκπρόσωποι 58 κρατών, που είναι κατά διάφορους τρόπους συνδεδεμένα με το ΝΑΤΟ. Ο Σαμαράς, μάλιστα, είπε ότι και η Κύπρος θέλει να μπει στο ΝΑΤΟ, πράγμα απολύτως ανακριβές, γιατί ο πρόεδρος Αναστασιάδης  θέλει να βάλει τη χώρα του στον «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη», αλλά είναι αμφίβολο αν αυτό περνάει από την κυπριακή Βουλή. 
Τα αποφθέγματα του ηγετικού διδύμου της ελληνικής κυβέρνησης μάλλον αμηχανία μαρτυρούν, διότι αυτό που είπε στην κατ’ ιδίαν συνάντησή τους ο Σαμαράς στον Ερντογάν (ο οποίος, σημειωτέον, τυπικά δεν έχει καμία εξουσία ως πρόεδρος της Δημοκρατίας) θα μπορούσε να του το πει, και του το έχουν πει κι άλλοι έλληνες αξιωματούχοι, και σε άλλη συνάντησή τους,. Άλλωστε, έλληνες υπουργοί και πρωθυπουργοί έχουν παρευρεθεί και σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ξένων συναδέλφων τους. Η αμηχανία οφείλεται στο ότι κανείς δεν μπορεί να πει συγκεκριμένα τι ωφελείται η Ελλάδα από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ – και δεν εννοώ ένα αφηρημένο «εθνικό συμφέρον», αλλά συγκεκριμένα και υπό το υφιστάμενο κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς.

Δεν ήταν πάντα έτσι

 Πριν από το 1989 η επίκληση του κομμουνιστικού ή του από «Βορράν κινδύνου» είχε βάση, κι ας μην είχε σχεδιάσει ποτέ η Βουλγαρία ή το Σύμφωνο της Βαρσοβίας πόλεμο κατά της Ελλάδας. Η δυνατότητα να μεταβληθεί ο Ψυχρός Πόλεμος σε θερμό ήταν, βλέπετε, μικρή μεν αλλά όχι ανύπαρκτη. Προπάντων όμως, το ΝΑΤΟ ήταν εργαλείο του Ψυχρού Πολέμου και η Ελλάδα, δηλαδή η αστική εξουσία στην Ελλάδα, είχε συμφέρον να νικήσει σε αυτόν τον πόλεμο η καπιταλιστική Δύση.
Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά και το ΝΑΤΟ έχει άλλον ρόλο. Αν δούμε τη μετεξέλιξη της Συμμαχίας μετά τη διεθνή επικράτηση του καπιταλισμού, διακρίνουμε την επιδίωξη να διατηρηθεί η ηγεμονία των ΗΠΑ – που οικοδομήθηκε στους δύο μεγάλους πολέμους του 20ου αιώνα και στον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτή η ηγεμονία είχε πάντα δύο πυλώνες: την οικονομική και τη στρατιωτική ισχύ. Σήμερα, η οικονομική ισχύς των ΗΠΑ έχει καμφθεί σε σημαντικό βαθμό, αν και παραμένουν η οικονομικά ισχυρότερη χώρα στον πλανήτη. Η στρατιωτική τους ισχύς, αντίθετα, έχει μεγαλώσει, ιδίως μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την οικονομική κατάρρευση της Ρωσίας στην πρώτη δεκαετία μετά το 1989. Η οικονομική ανάκαμψη της Ρωσίας είναι βέβαια αδιαμφισβήτητη, ιδίως λόγω της μεγάλης ανόδου της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου έκτοτε, αλλά παρά ταύτα και η Ρωσία του Πούτιν παραμένει μια δευτερεύουσα οικονομική δύναμη, ενώ τη στρατιωτική της ισχύ τη συμπαρέσυρε η οικονομική κάμψη. Άλλωστε, και η Σοβιετική Ένωση δεν είχε υπάρξει ποτέ στρατιωτική υπερδύναμη με το νόημα της δυνατότητας να παρεμβαίνει όπου γης με συμβατικά μέσα ούτε είχε επιδιώξει να γίνει και για τη Ρωσία είναι πολύ αργά: κανένα κράτος στον κόσμο δεν μπορεί στο ορατό μέλλον να συγκριθεί με τη θηριώδη συμβατική στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ που εξοπλίζονται για επεμβάσεις και επεμβαίνουν επί πάνω από έναν αιώνα.

Η στρατικοποίηση των διεθνών σχέσεων

Για να διατηρήσει όμως τη σημασία της αυτή η θηριώδης στρατιωτική ισχύς, ενώ η σχετική οικονομική ισχύς του κατόχου της φθίνει, χρειάζεται να στρατιωτικοποιηθούν οι διεθνείς σχέσεις, και αυτόν ακριβώς τον σκοπό υπηρετεί το νέο δόγμα και η επέκταση της ευθύνης του ΝΑΤΟ (από την ίδια τη Συμμαχία βέβαια) σε ολόκληρη την υφήλιο. Εδώ εμφανίζονται δύο νέοι παράγοντες που ο ένας ενισχύει και ο άλλος αποδυναμώνει αυτόν τον νέο ρόλο του ΝΑΤΟ. Ο ένας παράγων είναι οι λεγόμενες «ασύμμετρες απειλές». Ενώ οι ένοπλες ομάδες στον δυτικό κόσμο (Γερμανία, Ιταλία, Ελλάδα, Γαλλία) από τη δεκαετία του 1980 ως τα σήμερα ποτέ δεν απείλησαν αληθινά την κρατική εξουσία, στην Ασία και την Αφρική, τις πιο καταπιεσμένες περιοχές του πλανήτη, ο ίδιος ο Ψυχρός Πόλεμος και η προσπάθεια, προπάντων των ΗΠΑ να «αναχαιτίσουν τον κομμουνισμό» και να ανατρέψουν καθεστώτα που δεν τους ήταν αρεστά, γέννησαν, εξέθρεψαν και εξόπλισαν δυνάμεις που κατόπιν έγιναν ανεξέλεγκτες, Η Αλ Κάιντα στο πρόσφατο παρελθόν, το Χαλιφάτο στη Συρία και το Ιράκ, το Μπόκο Χαράμ και το Μουτζάο στη Νιγηρία, το Τσαντ και το Μαλί με τη στρατιωτική δράση τους ενισχύουν τη συνοχή του ΝΑΤΟ, κι ας μην επεμβαίνει το ίδιο, με εξαίρεση το Αφγανιστάν, για την αντιμετώπισή τους. Από την άλλη, η ίδια η κατάρρευση του αντιπάλου, της Σοβιετικής Ένωσης, επέδρασε αποσυνθετικά, γιατί οι Ευρωπαίοι ξέρουν ότι ένας στρατιωτικοποιημένος κόσμος τούς υποχρεώνει να σύρονται πίσω από τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, το ΝΑΤΟ τα τελευταία χρόνια δεν μπόρεσε να συμφωνήσει σε συγκεκριμένες ενέργειες, π.χ. στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών των μελών του ή στην ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι τα μεγάλα κράτη μέλη παραιτούνται από ένοπλες δραστηριότητες εκτός συνόρων, όπως δείχνει η πολιτική της Βρετανίας και της Γαλλίας και η σταδιακή αλλαγή της γερμανικής πολιτικής στην κατεύθυνση μεγαλύτερης συμμετοχής σε τέτοιες ενέργειες.

Η ενεργοποίηση λόγω Ουκρανίας

Το συμβάν που επανενεργοποίησε τη Συμμαχία δεν ήταν μια μακρινή κρίση ή μια τρομοκρατική επίθεση, αλλά η ουκρανική κρίση. Η ενίσχυση της ουκρανικής αντιπολίτευσης τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τη Γερμανία και η άμεση αναγνώριση του πραξικοπήματος από τις χώρες του ΝΑΤΟ ήταν ίσως απερίσκεπτες ενέργειες. Δεν είχαν υπολογίσει πόσο έντονα θα αντιδρούσε η Ρωσία – όπως, αντίθετα - το είχαν υπολογίσει τα ευρωπαϊκά κράτη στην περίπτωση της Γεωργίας. Αλλά η Ουκρανία είναι πολύ καλή μπουκιά και συνορεύει με τη Δυτική Ευρώπη, κι έτσι δεν μπόρεσαν να πολιτευτούν ψύχραιμα. Σε αυτή την περίπτωση φάνηκαν αμέσως οι ενδονατοϊκές αντιθέσεις, όπως δείχνει π.χ. ο δισταγμός των Γερμανών να δεχτούν την παραβίαση της συμφωνίας του 1997 με τη Ρωσία που αποκλείει την ανάπτυξη ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων στα δυτικά σύνορα της. Αλλά και στην περίπτωση του Χαλιφάτου φαίνονται οι ενδονατοϊκές αντιθέσεις, αφού τα κράτη μέλη του δεν συμφώνησαν σε ενιαίο τρόπο καταστολής του στρατού που προελαύνει στο Ιράκ και στη Συρία.

Η Ελλάδα και το ΝΑΤΟ
Για την ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική όλα αυτά έχουν αφενός μικρή σημασία, διότι αυτή, τουλάχιστον στα λόγια, ενδιαφέρεται για την αντιμετώπιση της ενισχυόμενης Τουρκίας, που η σημασία της για τις ΗΠΑ ενισχύεται μιας και είναι η μόνη νατοϊκή ισλαμική χώρα και συνορεύει με το Ιράκ και με τη Συρία, δηλαδή με το νεοπαγές Χαλιφάτο. Αφετέρου όμως είναι επικίνδυνα, γιατί την εμπλέκουν σε μια διαμάχη Δύσης-Ρωσίας, η οποία για τις μεγάλες δυτικές χώρες είναι ζωτικής σημασίας – γιατί θέλουν να επεκτείνουν τη ζώνη της επιρροής τους – για την Ελλάδα όμως είναι μια εμπλοκή κάθε άλλο παρά χρειαζούμενη.
Πώς, λοιπόν, μπορεί και χρειάζεται να πολιτευτεί μια ελληνική κυβέρνηση της Αριστεράς; Η εύκολη απάντηση είναι: «να αποχωρήσει αμέσως από το ΝΑΤΟ». Αυτό όμως περιέχει δύο κινδύνους: ο πρώτος είναι να ανοίξει ένα μέτωπο που δεν το χρειάζεται, να .έρθει δηλαδή σε σύγκρουση ,με τις ισχυρότερες δυνάμεις του δυτικού κόσμου, τη στιγμή που έχει να παλέψει με το εσωτερικό αντίπαλο, με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και με την ηγεσία της ΕΕ για τα ζητήματα του χρέους, της απασχόλησης, της ανάπτυξης, αλλά – όπως θα φανεί σύντομα – και της πολιτικής τάξης πραγμάτων. Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να δημιουργηθεί ένα κενό στο συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή που θα οξύνει τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, αντί να τις κατευνάσει και θα έχει επενέργειες, και για τη χώρα μας, που δύσκολα μπορούν να υπολογιστούν.
Νομίζω ότι ο Δημήτρης Κουτσούμπας, στη συνέντευξή του στη ΔΕΘ, έδωσε μια ρεαλιστική απάντηση, πολύ κοντά στη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, αφού, βέβαια, προηγουμένως τον επέκρινε: «Όταν είσαι μέσα (εννοεί στο ΝΑΤΟ) ή θα πεις αποδεσμεύομαι ή λέω όχι σε αυτά τα μέτρα κάθε φορά που τα παίρνει και θα είναι συγκεκριμένη η τοποθέτηση». Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για την απαγόρευση εγκατάστασης, στάθμευσης ή διέλευσης όπλων μαζικής καταστροφής, για τη άρνηση διευκολύνσεων σε περίπτωση επίθεσης εναντίον οποιασδήποτε χώρας, για την απαγόρευση της αποστολής ελληνικής ένοπλης δύναμης εκτός συνόρων είναι στοιχεία που αδρανοποιούν την ιδιότητα του κράτους μέλους του ΝΑΤΟ και θα ενισχύσουν τη θέση και το κύρος της Ελλάδας στις διεθνείς σχέσεις. Παράλληλα, ενισχύουν την προσπάθεια για διάλυση του ΝΑΤΟ, αφού το αποδυναμώνουν, έστω και λίγο. Αν αυτή η στρατιωτική πολιτική συνοδευτεί από ενεργή βαλκανική πολιτική ασφάλειας και συνεργασίας, το σύνολο θα είναι περισσότερο από όσα μπορεί να περιμένει κανείς από ένα μικρό κράτος σε μια δύσκολη περιοχή του κόσμου.http://www.epohi.gr/portal/politiki/17615-to-nato-axreiasto-oso-pote

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου