Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ-Rheinmetall: Από τον Β’ ΠΠ στο σήμερα (ΦΩΤΟ)

Rheinmetall_history_14
Την επέτειο των 125 χρόνων ζωής του εόρτασε ο γερμανικός όμιλος Rheinmetall που με την ευκαιρία της επετείου έδωσε στη δημοσιότητα ανακοίνωση τύπου και σειρά φωτογραφιών από διάφορες χρονικές περιόδους.

Υπενθυμίζεται, ότι ο όμιλος Rheinmetall δραστηριοποιείται σε δύο κύριους τομείς, την άμυνα και την αυτοκινητοβιομηχανία. Ειδικότερα η KSPG AG, που αποτελεί τον βραχίονα του ομίλου που δραστηριοποιείται στην αυτοκινητοβιομηχανία, αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές συστημάτων και εξαρτημάτων κινητήρων που εφοδιάζει τις μεγάλες παγκόσμιες αυτοκινητοβιομηχανίες.
Ο όμιλος ιδρύθηκε ως ανώνυμη εταιρία το 1889 και από τότε η μετοχή της ήταν γενικά εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Μάλιστα για τα γερμανικά επιχειρηματικά δεδομένα αποτελεί μία από τις λίγες περιπτώσεις ανωνύμων εταιριών που η ζωή της αριθμεί περισσότερο από έναν αιώνα, ειδικότερα αν ληφθεί υπόψιν ότι με το πέρας των δύο παγκοσμίων πολέμων, το 1918 και το 1945, ουσιαστικά ο όμιλος ξεκίνησε από το μηδέν.

Ο ιδρυτής της εταιρίας ήταν ο δραστηριοποιούμενος στη χαλυβουργία και τα ορυχεία όμιλος Hörder Bergwerks- und Hüttenverein και ο σκοπός ήταν η εκτέλεση μίας μεγάλης παραγγελίας πυρομαχικών που είχε ανατεθεί από την τότε γερμανική κυβέρνηση. Η ιδρυτική πράξη της νέας εταιρίας με την ονομασία “Rheinische Metallwaaren- und Maschinenfabrik Actiengesellschaft” με ημερομηνία 13 Απριλίου 1889 και η καταχώρηση της στο εμπορικό μητρώο έγινε έναν περίπου μήνα αργότερα, στις 7 Μαΐου.
Η νέα εταιρία άρχισε να λειτουργεί στις 3 Σεπτεμβρίου 1889 σε εγκαταστάσεις που ενοικίασε στην οδό Tal στην περιοχή Bilk του Düsseldorf (όπου σήμερα εδρεύει η διοίκηση του ομίλου). Η σύμβαση αφορούσε την παραγωγή φυσιγγίων για το κινητού ουραίου τυφέκιο τύπου 88 (Gewehr 88) που κατασκευάζονταν από αριθμό Γερμανών κατασκευαστών συμπεριλαμβανομένου και του Πρωσικού Βασιλικού Εργοστασίου Όπλων στο Spandau.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η νέα εταιρία, υπό την ηγεσία του μηχανικού Heinrich Ehrhardt, ο οποίος συμμετείχε στην ανάπτυξη του πυροβόλου άνευ οπισθοδρόμησης, τεχνολογία επέτρεψε την εισαγωγή σε υπηρεσία των ταχυβόλων πυροβόλων, επέκτεινε δραματικά τις δραστηριότητες της. Κατά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Rheinmetall ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος, μετά τον όμιλο Krupp, παραγωγός βαρέων πυροβόλων και πυρομαχικών για τον Στρατό και το Ναυτικό της Γερμανίας. Μετά το 1918 η εταιρία εξαναγκάστηκε από τους όρους συνθηκολόγησης της Γερμανίας να στραφεί στην παραγωγή πολιτικών προϊόντων (μηχανές τρένων, μηχανήματα γραφείου, άροτρα ατμού, κ.λπ.), όμως το 1921 άρχισε εκ νέου την παραγωγή όπλων και πυρομαχικών.
Ακολούθησε η συγχώνευση με τη Borsig, τον ιστορικό κατασκευαστή μηχανών τρένων του Βερολίνου και η δημιουργία του ομίλου Rheinmetall-Borsig AG που είχε εγκαταστάσεις παραγωγής σε όλη τη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ο όμιλος Rheinmetall-Borsig κατέκτησε κυρίαρχο ρόλο στον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, αλλά σύντομα εθνικοποιήθηκε από του Ναζί και τέθηκε υπό από τον απόλυτο έλεγχο του ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων Reichswerke Hermann Göring. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πολλές από τις παραγωγικές εγκαταστάσεις της Rheinmetall-Borsig καταστράφηκαν από τους συμμαχικούς στρατηγικούς βομβαρδισμούς.
Με τη συμμαχική νίκη και την κατάληψη της Γερμανίας από τις νικήτριες δυνάμεις στον όμιλο επιβλήθηκε απαγόρευση κάθε παραγωγικής δραστηριότητας ενώ πάγωσαν όλα τα περιουσιακά του στοιχεία. Ταυτόχρονα η δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία) αλλά και η ενσωμάτωση των πρώην ανατολικών γερμανικών εδαφών στη σύγχρονη Πολωνία συνοδεύτηκε από κατ’ ουσία κατάσχεση επιπλέον παραγωγικών εγκαταστάσεων που βρίσκονταν σε αυτές τις γεωγραφικές περιοχές.
Η επόμενη δεκαετία βρήκε το υπό κρατικό έλεγχο εναπομείναν μέρος του ομίλου Rheinmetall-Borsig AG να δραστηριοποιείται στην παραγωγή πολιτικών προϊόντων, να ιδιωτικοποιείται μέσω της πώλησης των μετοχών του ομίλου Rheinmetall στον όμιλο Röchling και να διαχωρίζεται από τη Borsig. Έτσι, το 1956 ο όμιλος Rheinmetall, ελεύθερος από δεσμεύσεις, ήταν έτοιμος να δραστηριοποιηθεί στον αμυντικό τομέα, με βάση τα κελεύσματα της τότε γερμανικής κυβέρνησης η οποία με την πώληση των μετοχών στον όμιλο Röchling ζήτησε ταυτόχρονα και τη μετατροπή της Rheinmetall σε παραγωγό αμυντικών συστημάτων ώστε να υποστηρίξει τον εξοπλισμό των μεταπολεμικών ενόπλων δυνάμεων της Γερμανίας, της Bundeswehr.
Σε πρώτη φάση η Rheinmetall άρχισε την παραγωγή φορητού οπλισμού (πολυβόλα γενικής χρήσης MG-42/MG-3 και τυφέκια G3) και πυροβόλων διαμετρήματος 20 χλστ. για τον εξοπλισμό του πρώτου μεταπολεμικού γερμανικού τεθωρακισμένου οχήματος μάχης (ΤΟΜΑ), του Schützenpanzer Lang HS.30 (γνωστού και ως Schützenpanzer 12-3). Το 1964 η Rheinmetall, βασισμένη στην πολυετή τεχνολογία και εμπειρία άρχισε την παραγωγή πυροβόλων με ιδιαίτερη επικέντρωση στα πυροβόλα αρμάτων μάχης. Ακόμη και σήμερα το διαμετρήματος 120 χλστ. πυροβόλο L44 και τα παράγωγα του (όπως το L55 που εξοπλίζει τα ελληνικά Leopard 2HEL) αποτελεί παγκόσμιο υπόδειγμα (σημειώνεται ότι το αμερικανικό άρμα μάχης M1 Abrams φέρει την αμερικανική παραλλαγή του L44 που είναι τυποποιημένη ως M256A1).
Επίσης, την ίδια δεκαετία η Rheinmetall άρχισε τη διαφοροποίηση της και την ενεργοποίηση της στον πολιτικό τομέα με την απόκτηση εταιριών στους τομείς της μηχανολογίας και των ηλεκτρονικών. Ιδιαίτερα σημαντική αποδείχθηκε η απόκτηση της Pierburg (1986) και της Kolbenschmidt (1997), των δύο εταιριών που συνιστούν τη σημερινή KSPG AG.
Σήμερα, οι δύο κλάδοι του ομίλου Rheinmetall AG (άμυνα, αυτοκινητοβιομηχανία) απασχολούν περίπου 25.000 εργαζόμενους σε 34 εγκαταστάσεις σε όλο τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένων των Καναδά, ΗΠΑ, Βραζιλία, Αυστραλία, Κίνα και Νότια Αφρική) εκ των οποίων οι 10.500 εδρεύουν στη Γερμανία.
Ο αμυντικός βραχίονας του ομίλου αναπτύσσει και παράγει πληθώρα συστημάτων όπως τα τεθωρακισμένα τροχοφόρα τεθωρακισμένα οχήματα Fuchs/Fox και Boxer, το σύστημα μελλοντικού μαχητή Gladius (που έχει υιοθετηθεί από τη Bundeswehr), το νέο γερμανικό ΤΟΜΑ Schützenpanzer Puma που θα αντικαταστήσει το Marder, το σύστημα αντιαεροπορικής άμυνας Mantis (που επίσης έχει τη δυνατότητα εμπλοκής βλημάτων όλμων, πυροβολικού και ρουκετών), το κέντρο ασκήσεων διπλής ενεργείας GUZ (όπου σε ετήσια βάση εκπαιδεύονται περί τους 15.000 στρατιώτες του Στρατού της Γερμανίας) κ.λπ.
Περιττό να σημειωθεί, ότι προϊόντα του ομίλου Rheinmetall βρίσκονται σε υπηρεσία και με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (αντιαεροπορικά πυροβόλα RH-202 Mk. 20, συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας εγγύς βεληνεκούς ASRAD-Hellas, συστήματα διοίκησης και ελέγχου (ΣΔΕ) ΗΝΙΟΧΟΣ, πυροβόλα L44 και L55 των 120 χλστ. (άρματα μάχης Leopard 2A4 και Leopard 2HEL), πυροβόλα L52 (αυτοκινούμενα οβιδοβόλα PzH-2000GR), πυρομαχικά αρμάτων και πυρομαχικών (DM33A2, DM53A1, DM63, DM63A1, DM12A2, DM702 SMART, RH-40, κ.λ.π.). Ταυτόχρονα επενδύοντας σε ετήσια βάση περί τα 70 εκατ. ευρώ για έρευνα και ανάπτυξη ο όμιλος σχεδιάζει και αναπτύσσει νέας τεχνολογίας οπλικά συστήματα (όπλα λέιζερ, μικροκυμάτων, κ.λπ.).http://www.defence-point.gr/news/?p=111086


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου