Οπως όλοι θυμούνται, η μεμονωμένη αυτή (κι άσχετη προς το σκοπό της διαδήλωσης) ενέργεια είχε αξιοποιηθεί επικοινωνιακά από την κυβέρνηση Καραμανλή, για τη «νομιμοποίηση» της κτηνώδους καταστολής του συλλαλητηρίου από τα ΜΑΤ.
Με ρεπορτάζ μας στον «Ιό» (18/3/07) είχαμε, τότε, συγκρίνει τη γενικευμένη υστερία των ΜΜΕ απέναντι στην «προσβολή» του μνημείου με την ψύχραιμη διαχείριση ενός παρόμοιου περιστατικού πριν από δέκα περίπου χρόνια. Εκτιμούσαμε δε ότι η υπερπροβολή του συγκεκριμένου συμβάντος εμπεριείχε τον κίνδυνο δημιουργίας μιας νέας «παράδοσης», ανάλογης με το κάψιμο των σημαιών, «στοχοποιώντας» το ίδιο το μνημείο.
Και η μεν «παράδοση» αυτή έμεινε, ευτυχώς, μόνο στα λόγια κάποιων αντιεξουσιαστικών συνθημάτων. Να, όμως, που το περιστατικό του 2007 προσφέρει την αφορμή για την καθιέρωση μιας ακόμη επετείου «εθνικής μνήμης», με προφανή μάλιστα στόχο τον «εσωτερικό εχθρό» της πατρίδας μας.
Αντίθετα μάλιστα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, αυτός ο εσωτερικός εχθρός δεν περιορίζεται στους «κουκουλοφόρους», αλλά αγκαλιάζει ευρύτερες κατηγορίες πολιτών. Το ξεκαθάρισε χωρίς περιστροφές ο ίδιος ο πρόεδρος του «Συλλόγου Ευζώνων», Ανδρέας Κακαλέτρης, περιγράφοντας στο φιλόξενο μαγκαζίνο του «Σκάι» (8.3.09) το ιστορικό των -κατ' αυτόν- πρόσφατων «βεβηλώσεων» του μνημείου:
«Σε κάποια διαδήλωση τρεις νεαροί πήγαν να κάψουν τη σκοπιά του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου. Και μετά από μία βδομάδα, κάποιοι άλλοι πήγαν να βάλουν τα αποκαΐδια της Πάρνηθας πάνω στο Μνημείο. Το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου δεν είναι για διαδηλώσεις και τέτοια πράγματα. Είναι για σεβασμό. Εκεί είναι όλη η Ιστορία της Ελλάδας μας. Κι όποιος είναι Ελληνας πρέπει να περνάει από κει και να καμαρώνει αυτά τα παιδιά που καθόντουνε μία ώρα ακίνητοι για να τιμήσουνε τους νεκρούς μας».
Το μήνυμα είναι, λοιπόν, σαφές: Η «Ιστορία της Ελλάδας μας» περιορίζεται σε μάχες και πεσόντες στρατιωτικούς. Δεν χωράει ούτε την εγκληματική καταστροφή του φυσικού της τοπίου, ούτε την πλούσια παράδοση του τόπου σε λαϊκές πράξεις αντίστασης στην αυθαιρεσία των κρατούντων.
Το ιστορικό του «Συλλόγου Ευζώνων» θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει κάποια πράγματα. Σύμφωνα με δηλώσεις του κ. Κακαλέτρη στην «Espresso» (27.11.08), «στην αρχή απαρτιζόταν μόνο από άτομα που υπηρέτησαν στην Προεδρική Φρουρά από το 1968 έως το 1972» - στη διάρκεια, δηλαδή, της χούντας και μόνον αυτής!
Η συγκεκριμένη ανάγνωση της ιστορίας, όχι μόνο του τόπου αλλά και του ίδιου του μνημείου, δεν υιοθετείται, φυσικά, απ' όλους. Με αφορμή μάλιστα το κάψιμο της σκοπιάς, διαβάσαμε και ακούσαμε μύρια όσα για τους συμβολισμούς που περικλείει το κενοτάφιο του «Αγνώστου». Κάποιος διακήρυξε π.χ. ότι βλέπει σ' αυτό το μικρασιάτη πρόσφυγα κι ελασίτη παππού του, ενώ άλλοι το θέλουν να ενσαρκώνει το διαχρονικό «αντιστασιακό πνεύμα του Ελληνισμού» επί χιλιετίες.
Οι ρίζες μιας παρεξήγησης
Δυστυχώς, όλες αυτές οι προσεγγίσεις (που στην πραγματικότητα αναφέρονται όχι στο μνημείο, αλλά στη γενική ιδέα του καθενός περί πατριωτισμού) αποδεικνύονται βαθιά αντιιστορικές. Γιατί ο «Αγνωστος Στρατιώτης» συμβολίζει συγκεκριμένα πράγματα κι έχει τη δική του ιστορία. Κι αυτά, είτε το θέλουμε είτε όχι, τον φέρνουν πολύ κοντά στις αντιλήψεις του «Συλλόγου Ευζώνων».
*Κατ' αρχήν, το μνημείο δεν αφορά κανενός είδους «αντίσταση». Χτίστηκε για να τιμήσει αποκλειστικά και μόνο πεσόντες στρατιωτικούς των τακτικών ενόπλων δυνάμεων, που σκοτώθηκαν υπακούοντας σε διαταγές των ανωτέρων τους. Αν μη τι άλλο, το διαπιστώνουμε από τα ονόματα των μαχών κι εκστρατειών που αναγράφονται πάνω στο μνημείο: δεν αφορούν ούτε την Αντίσταση του 1941-44 (σε οποιαδήποτε εκδοχή της) αλλά ούτε καν το Εικοσιένα.
*Το αρχικό πάνθεο περιελάμβανε μόνο μάχες της δεκαετίας 1912-1922. Αργότερα προστέθηκαν ο ελληνοϊταλικός κι ελληνογερμανικός πόλεμος του 1940-41, η δράση του στρατού της Μέσης Ανατολής (Ελ Αλαμέιν, Ρίμινι), οι νίκες του «εθνικού στρατού» κατά των «συμμοριτών» στον Εμφύλιο, ακόμη κι ο καθαρά ιμπεριαλιστικός πόλεμος της Κορέας. Ελέω εθνικής συμφιλίωσης ο Γράμμος και το Βίτσι σβήστηκαν κάποια στιγμή, για να αντικατασταθούν, τώρα τελευταία, απ' την κυπριακή τραγωδία του 1974.
*Δεν πρόκειται, φυσικά, για ελληνική ιδιομορφία. Η ιδέα της λατρείας του «Αγνωστου Στρατιώτη» εμφανίστηκε στις χώρες της αναπτυγμένης Δύσης τη δεκαετία του '20, ακριβώς ως απάντηση του πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου στο γενικευμένο αντιπολεμικό αίσθημα που προκάλεσε η μαζική ανθρωποσφαγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και στην κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση που επέφερε αυτή η καταλυτική εμπειρία.
Υπήρξαν φυσικά και δευτερεύοντες στόχοι, στο πλαίσιο πάντα της καταπολέμησης του «εσωτερικού εχθρού». Στη Γαλλία π.χ., ο ενταφιασμός του «Αγνώστου Στρατιώτη» στην Αψίδα του Θριάμβου το Νοέμβριο του 1920 ήταν πρωτοβουλία της φιλομοναρχικής δεξιάς, για να επισκιαστεί η 50ή επέτειος της Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, αξιοποιήθηκε για να αναστηλωθεί το κύρος μιας στρατιωτικής ηγεσίας στιγματισμένης από τις εκατόμβες του Βερντέν. Οπως το έθεσε την επομένη της τελετής εκείνης η σοσιαλιστική «Humanite» (12/11/20), «η δόξα του άγνωστου στρατιώτη χρησίμευσε χθες για την απόδοση τιμών σε στρατιωτικούς υπερβολικά γνωστούς»...
- Παρόμοια συλλογιστική καθόρισε την ανέγερση των αντίστοιχων μνημείων και στις άλλες χώρες: Αγγλία (1920), ΗΠΑ (1921), Πορτογαλία (1921), Ρουμανία (1923), Πολωνία (1925) κ.ο.κ. Σοσιαλιστές και κομμουνιστές υπήρξαν αντίθετα εχθρικοί απέναντι σ' ένα εγχείρημα που καθαγίαζε την ανθρωποσφαγή και την τυφλή στρατιωτική πειθαρχία.
Ακόμη και στη Σοβιετική Ενωση, με την ισχυρή στρατιωτική παράδοση, μνημείο του «Αγνώστου Στρατιώτη» εγκαινιάστηκε μόλις το 1967.
*Εκτός από αυτά τα πολιτικοϊδεολογικά συμφραζόμενα, ο Αγνωστος Στρατιώτης έχει επιπλέον τη δική του, ιστορία. Κι αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην ουσιαστική «βεβήλωσή» του από δικτατορικά καθεστώτα και κυβερνήσεις δωσιλόγων, που τον «τίμησαν» δεόντως στο πέρασμα του χρόνου. Ούτε στους κάθε λογής περαστικούς ξένους ηγέτες, χασάπηδες και μη, που καταθέτουν εκεί βάσει πρωτοκόλλου τα στεφάνια τους.
Εγκαίνια με αντιδράσεις
Αυτό καθεαυτό, το μνημείο έχει συνδεθεί με δύο από τις πιο μαύρες σελίδες της νεοελληνικής Ιστορίας: την ανάπτυξη του εγχώριου φασισμού στα χρόνια του Μεσοπολέμου και τη δημιουργία των δωσιλογικών Ταγμάτων Ασφαλείας (των γνωστών «γερμανοτσολιάδων») επί Κατοχής.
Η αρχική ιδέα για ένα μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, σύμφωνα με το αγγλογαλλικό πρότυπο της εποχής, ανήκε στο δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο. Αυτός ήταν που αποφάσισε τον Ιανουάριο του 1926 την κατασκευή του μπροστά στο κτίριο των ανακτόρων, το οποίο είχε μετατρέψει σε υπουργείο Στρατιωτικών.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας τα μεν παλαιά ανάκτορα στέγασαν τελικά τη Βουλή, τα δε σχέδια για τον Αγνωστο Στρατιώτη επικυρώθηκαν έπειτα από πολλές διαβουλεύσεις, διχογνωμίες και αντιδράσεις. Τα σχετικά κονδύλια διατέθηκαν με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου τον Ιούλιο του 1928, οι χωματουργικές εργασίες ξεκίνησαν τον επόμενο Απρίλιο και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν την 25η Μαρτίου 1932.
Οπως άλλωστε εξηγούσε η «Ακρόπολις» την παραμονή της τελετής, λόγοι πρωτοκόλλου επέβαλαν συν τοις άλλοις την ανέγερσή του: «Από την εποχή που ετερματίσθη ο πόλεμός μας με τους Τούρκους, πολλές φορές οι ξένοι επίσημοι που επεσκέπτοντο τας Αθήνας ευρίσκοντο σε δίλημμα πού έπρεπε να καταθέσουν τα στεφάνια που συνηθίζεται να καταθέτουν στον τάφο του αγνώστου στρατιώτου. Κι έτσι εγυρνούσαν από τον ανδριάντα του Ρήγα του Φεραίου και του Γρηγορίου Ε' στο ηρώο των πεσόντων». Προκειμένου να πάψει αυτή η αμήχανη περιήγηση, χαλάλι λοιπόν τα 6.500.000 δρχ. της εποχής που η Ελλάδα των προσφύγων ξόδεψε για την αναμόρφωση της πλατείας των παλιών ανακτόρων.
Η επιλογή του χώρου προκάλεσε, ωστόσο, πολλές διαφωνίες. Από τους περισσότερους καλλιτέχνες της εποχής θεωρήθηκε ότι η πολυκοσμία μεταξύ Συντάγματος και Βουλής καταστρέφει την αυτοσυγκέντρωση που απαιτεί η αναπόληση των πεσόντων. Δείγμα, κι αυτό, ότι η κοινή γνώμη δεν είχε ακόμη συνδέσει νοερά τη ζωντανή ακόμα μνήμη των νεκρών της με φανταχτερές πλην ανούσιες τελετές.
Ακόμη σοβαρότερες ενστάσεις προκάλεσε, ωστόσο, η συγκεκριμένη μορφή του μνημείου. Στην καλύτερη περίπτωση, ο τύπος το πήρε στο ψιλό, κάνοντας λόγο για «τερατούργημα». Στη χειρότερη, το Σωματείο Ελλήνων Γλυπτών διαμαρτυρήθηκε ομόφωνα «διά το διαπραχθέν ανοσιούργημα εις βάρος της ελληνικής τέχνης», περιγελώντας «το ξαπλωμένο κακότεχνο πτώμα», την «αμελέτητον διαρύθμισιν» του χώρου και τα «ακαλαίσθητα γράμματα και χάλκινες ασπίδες» που το κοσμούν.
«Ουδέποτε η κατακραυγή του κοινού ήτο τόσον ομόθυμος εις ζήτημα καλαισθησίας και ουδέποτε ο καλλιτεχνικός κόσμος ήτο τόσο σύμφωνος εις εξέγερσιν», διαπιστώνει έτσι πρωτοσέλιδο σχόλιο των «Αθηναϊκών Νέων». «Βεβαίως δεν δυνάμεθα τώρα πλέον να συστήσωμεν την ανατίναξιν του μανδροτοίχου που εξεθεμελίωσε το απέριττον και απλούν αρχιτεκτονικόν σύνολον των παλαιών ανακτόρων και την νέαν περιφοράν του αγνώστου στρατιώτου προς ανεύρεσιν καλλιτέρου τάφου. Αλλά η απόξεσις τουλάχιστον του γλυπτού εξαμβλώματος είναι επιβεβλημένη». Λιγότερο ευγενικοί, αναγνώστες της ίδιας εφημερίδας θα εισηγηθούν -επωνύμως- την ανατίναξή του.
Στο ξεφώνημα αυτό οφειλόταν πιθανότατα η σχετικά υποβαθμισμένη εκπροσώπηση της Πολιτείας στα αποκαλυπτήρια. Τόσο ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος όσο κι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης απέφυγαν να παραστούν, προφασιζόμενοι ασθένεια.
Εντελώς διαφορετικής τάξης υπήρξαν οι αντιδράσεις της τότε αριστεράς.
«Ο κυνισμός και η αναίδεια της κεφαλαιοκρατίας δεν έχει όρια», διακήρυξε πρωτοσέλιδα ο «Ριζοσπάστης» την παραμονή της τελετής. «Αφού σκότωσε χιλιάδες χωρικών στα διάφορα μακελιά της, ερήμωσε και κατέστρεψε πλούσιες χώρες, ξεσπίτωσε και απεκατέστησε δεκάδες χιλιάδες προσφύγων στα νεκροταφεία, αφήνει και ζητιανεύουν στους δρόμους τους "ήρωες" και τα θύματα των ληστρικών της πολέμων, οργανώνει τώρα τα αποκαλυπτήρια του "αγνώστου στρατιώτου". Για να τιμήσει τη μνήμη των αδικοσκοτωμένων παιδιών του λαού».
Την ώρα των αποκαλυπτηρίων, το ΚΚΕ επιχείρησε να οργανώσει αντιπολεμικά συλλαλητήρια. Οι συγκεντρώσεις του, ωστόσο, απαγορεύθηκαν και στην Αθήνα η αστυνομία συνέλαβε «προληπτικά» 75 άτομα. Στη Θεσσαλονίκη, αντίθετα, 600 κομμουνιστές έκαναν πορεία στο κέντρο της πόλης. «Τραγουδώντας τη Διεθνή», διαβάζουμε στο «Ριζοσπάστη» της επομένης, «οι διαδηλωτές τράβηξαν προς την οδό Τσιμισκή. Εκεί επετέθησαν με πέτρες ενάντια στη βιτρίνα του καταστήματος Παπαγιαννοπούλου όπου βρισκόταν μια πολεμική εικόνα και την έσπασαν. Μερικοί χωροφύλακες που βρίσκουνταν εκεί δεν τόλμησαν να επέμβουν».
Σε αντίποινα, μέλη της φασιστικής «Εθνικής Ενώσεως Ελλάς» (ΕΕΕ) θα καταστρέψουν το μεσημέρι την τοπική Λέσχη Ιδιωτικών Υπαλλήλων.
Μουσολίνι αλά ελληνικά
Ευθύς μετά τα αποκαλυπτήριά του, το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη μετατράπηκε σε πόλο έλξης και σημείο επίδειξης των ποικιλόμορφων εγχώριων φασιστικών οργανώσεων.
Στις 24.4.1932 παρήλασαν π.χ. μπροστά του οι ένστολοι φαιοχίτωνες της «Εθνικιστικής Οργανώσεως Ελλάδος» του Αλέξανδρου Γιάνναρου (Π. Στεριώτης, «Προσπάθειαι άξιαι τιμής», σ. 85-86). Το αποκορύφωμα όμως ήρθε στις 24 Ιουνίου 1933 με το ημιεπίσημο, τρομοκρατικό «προσκύνημα» της βορειοελλαδικής ΕΕΕ.
«Κατά την εορτήν των αποκαλυπτηρίων του μνημείου του αγνώστου στρατιώτου η ΕΕΕ θα αντιπροσωπευθή με 2.000 μέλη της κρανοφόρα. Θα γίνη η προς τας Αθήνας πορεία», διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε επιστολή του Αναστασίου Νταλίπη, στελέχους της φασιστικής οργάνωσης, προς το Φίλιππο Δραγούμη (8.2.1932). Τελικά, η οργάνωση εκπροσωπήθηκε απλώς στην τελετή, η δε «πορεία προς τας Αθήνας» (που φιλοδοξούσε ν' αποτελέσει το εγχώριο ισοδύναμο της νικηφόρας «πορείας προς τη Ρώμη» των ταγμάτων του Μουσολίνι το 1922) αναβλήθηκε για την επόμενη χρονιά.
Στόχος του καθαρά παρακρατικού αυτού εγχειρήματος ήταν η μεταφορά στην πρωτεύουσα του κλίματος τρομοκρατίας κατά της αριστεράς και των συνδικάτων που οι «χαλυβδόκρανοι» της ΕΕΕ είχαν ήδη επιβάλει στη Θεσσαλονίκη μετά τον εμπρησμό της εβραϊκής φτωχογειτονιάς του Κάμπελ (29.6.31). «Η κάθοδος αύτη των εθνικιστών εις την πρωτεύουσαν», μας πληροφορεί μ' ενθουσιασμό το «Εθνος» (25.6.33), «έχει τον χαρακτήραν επιδείξεως όλων των υγιών στοιχείων της χώρας, τα οποία αντιπροσωπεύουν την αντίδρασιν κατά των ανατρεπτικών προπαγανδών και την προσήλωσιν εις τας ιδέας της πατρίδος, της θρησκείας και της οικογενείας».
Από το ίδιο ρεπορτάζ μαθαίνουμε πως η μεταφορά των 2.500 περίπου φασιστών έγινε «διά δύο ειδικών αμαξοστοιχιών, εξ εκείνων αι οποίαι συνήθως χρησιμοποιούνται διά την μεταφοράν στρατού εν καιρώ επιστρατεύσεως». Στην Αθήνα τους υποδέχτηκαν 600 ομοϊδεάτες τους και... οι αρχές.
Επικεφαλής της πορείας των φαιοχιτώνων απ' το Σταθμό Λαρίσης μέχρι το Σύνταγμα τέθηκε η φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων. Στον Αγνωστο Στρατιώτη τούς περίμεναν παραταγμένα τμήματα ευζώνων κι η μπάντα της προεδρικής φρουράς, ο πρόεδρος της Γερουσίας Στυλιανός Γονατάς, οι υπουργοί Εσωτερικών Ιωάννης Ράλλης και Δικαιοσύνης Σπυρίδων Ταλιαδούρος, ο φρούραρχος Μπακόπουλος «και πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί της ενταύθα φρουράς» («Ελ. Βήμα»). Την επιμνημόσυνη δοξολογία έψαλε ο Βεροίας Πολύκαρπος με τη μισή Ιερά Σύνοδο.
Η τελετή κορυφώθηκε με κατάθεση στεφάνου και την ορκωμοσία των «αλκίμων», της νεολαίας της ΕΕΕ, «ενώ η μουσική ανέκρουε τον Εθνικόν Υμνον και τον Υμνον των Εθνικιστών» («Καθημερινή»). Ακολούθησε ομιλία στελέχους της ΕΕΕ κατά του «εξωτερικού κι εσωτερικού εχθρού» και παρέλαση των χαλυβδόκρανων «προ των επισήμων, ισταμένων προ του μνημείου» («Εθνος»). Επικεφαλής των φασιστικών τμημάτων βάδιζαν οι εύζωνοι της φρουράς («Καθημερινή»).
Για την πάταξη των αντιφασιστικών εκδηλώσεων της αριστεράς κινητοποιήθηκε όλη η αστυνομία της πρωτεύουσας, σε αγαστή συνεργασία με τους χαλυβδόκρανους. Οι τελευταίοι αφέθηκαν ελεύθεροι ακόμη και να πυροβολούν εναντίον των αντιφρονούντων.
Ματωμένη ιστορία
«Ενώ η αμαξοστοιχία διήρχετο την οδόν Κωνσταντινουπόλεως», διαβάζουμε π.χ. στο «Εθνος» (25.6.33), «δύο κομμουνισταί, οι Αρ. Πιστόλης και Αν. Χατζίσκος ή Πικραμένος, εμούτζωσαν τους εθνικιστάς. Οι εθνικισταί επυροβόλησαν εναντίον των και ετραυμάτισαν σοβαρώς εις την οσφυακήν χώραν τον Χατζίσκον ή Πικραμένον, όστις και μετεφέρθη εις το Δημοτικόν Νοσοκομείον. Ο Πιστόλης εστράπη εις φυγήν μη συλληφθείς». Οσο για το φασίστα που πυροβόλησε, αυτός όχι μόνο δεν συνελήφθη, αλλά ούτε καν αναζητήθηκε.
Ο τελικός απολογισμός ήταν ένας τουλάχιστον νεκρός (ο εργάτης Π. Θωμόπουλος) από αστυνομική σφαίρα κατά τη διάρκεια οδομαχιών έξω απ' το Βαρβάκειο, δύο βαριά τραυματισμένοι από σφαίρες, δεκάδες χτυπημένοι από γκλομπ και πάνω από 200 αντιφασίστες συλληφθέντες.
Μία ακόμη ματωμένη σελίδα της δημοκρατικής Ιστορίας του τόπου, για την οποία δεν έχει στηθεί -φυσικά- κανένα μνημείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου