Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Η γερμανική επανάσταση 1918 -1923

168180_160472623998988_5810968_n
Στις 4 Νοέμβρη 1918, μια αυθόρμητη εξέγερση των ναυτών στη βάση του γερμανικού πολεμικού ναυτικού στο Κίελο, σηματοδότησε την έκρηξη της γερμανικής επανάστασης, μιας επανάστασης που άλλαξε την πορεία της ιστορίας όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά σε όλο τον κόσμο. Η γερμανική άρχουσα τάξη υποχρεώθηκε να σταματήσει τον πόλεμο, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγες μέρες να τελειώσει και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Από το 1918 ως το 1923 τα συμβούλια των εργατών αντιπροσώπων βρέθηκαν να κυβερνούν πόλεις και περιοχές από το Βλαδιβοστόκ ως το Βερολίνο και από τη Βαλτική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. 
Όλα έδειχναν ότι η Γερμανία θα ακολουθούσε τα χνάρια της επαναστατημένης Ρωσίας και ότι η ελπίδα των ρωσων για μια ευρωπαϊκή σοσιαλιστική ομοσπονδία που, στηριγμένη από τη μία στους τεράστιους γεωργικούς πόρους της Ρωσίας και στην παντοδύναμη βιομηχανία της Γερμανίας από την άλλη, θα μπορούσε όχι μόνο να σώσει από την καταστροφή το απομονωμένο και αδύναμο σοβιετικό κράτος, αλλά και με τη φλογερή της πνοή να σπρώξει και όλο τον υπόλοιπο κόσμο στην πορεία για την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση. Τα πράγματα όμως δεν είχαν τέτοια εξέλιξη. Παρά τις τεράστιες μάχες και τον ασύγκριτο ηρωισμό των επαναστατημένων μαζών, η γερμανική επανάσταση ηττήθηκε και οι συνέπειες της ήττας αυτής ήταν τραγικές. Πρώτον, άφησε τη ρωσική επανάσταση απομονωμένη, αποδεκατισμένη και οικονομικά κατεστραμμένη μετά τον εμφύλιο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη γραφειοκρατικοποίηση του εργατικού κράτους, τη σταλινική αντεπανάσταση και την εγκαθίδρυση μιας νέας εξουσίας: του κρατικού καπιταλισμού. Δεύτερο, τη διέξοδο από την τεράστια κρίση του γερμανικού καπιταλισμού την οποία δεν μπόρεσαν να δώσουν οι επαναστάτες από τα κάτω, την έδωσαν οι καπιταλιστές από τα πάνω. Όχι βέβαια με τη θνησιγενή «δημοκρατία της Βαϊμάρης», αλλά επιλέγοντας το πιο γερό τους χαρτί: τους ναζί. Η ήττα της επανάστασης στη Γερμανία δεν ήταν αναπόφευκτη, ούτε η πορεία προς αυτήν ευθύγραμμη. Ήταν αποτέλεσμα σκληρής πάλης, ιδεολογικών μαχών και πολιτικών επιλογών, που δίνουν έναν πλούτο μαθημάτων τόσο σε επίπεδο στρατηγικής όσο και τακτικής. Μαθημάτων που οποιοσδήποτε παλεύει σήμερα για να αλλάξει αυτόν τον κόσμο πρέπει να πάρει. Η ανάπτυξη του γερμανικού καπιταλισμού Στα τέλη του 18ου αιώνα η γερμανική αυτοκρατορία απαρτιζόταν από ένα παζλ μικρότερων κρατών, πριγκηπάτων και ελεύθερων πόλεων, με κυριότερο το Πρωσικό κράτος. Όλοι αυτοί αποδέχονταν την εξουσία του Κάιζερ, διατηρώντας όμως κάποιες τοπικές εξουσίες. Η κεντρική κυβέρνηση οριζόταν από τον αυτοκράτορα, ενώ το κοινοβούλιο (δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι άντρες) το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ψηφίζει τα κυβερνητικά νομοσχέδια. Παράλληλα όμως με αυτή την εικόνα του σχεδόν απόλυτου δεσποτισμού υπήρχε η πραγματικότητα της αλματώδους ανάπτυξης του γερμανικού καπιταλισμού, που με 40 χρόνια συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης ξεπέρασε ακόμα και την παραγωγή της Βρετανίας, κάνοντας τη Γερμανία την πιο ισχυρή βιομηχανική χώρα της Ευρώπης. Αποτέλεσμα αυτού του οικονομικού «θαύματος» ήταν οι φιλελεύθεροι αστοί, που το 1848 είχαν αποτύχει να πάρουν την εξουσία, να μετατραπούν σε ένθερμους υποστηρικτές της μοναρχίας, αφήνοντας ως μόνους αντιπολιτευόμενους τους σοσιαλδημοκράτες. Το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) ήταν ο κύριος εκφραστής σχεδόν όλων των οργανωμένων εργατών και υπήρξε η μεγαλύτερη οργάνωση στην ιστορία με αναφορά στην επανάσταση. Με ένα εκατομμύριο μέλη, τέσσερα εκατομμύρια ψηφοφόρους, δύο εκατομμύρια μέλη στα συνδικάτα που καθοδηγούσε, 110 βουλευτές, 90 καθημερινές εφημερίδες, 267 δημοσιογράφους, 3.000 επαγγελματίες, οργάνωση νεολαίας, οργάνωση γυναικών, βιβλιοθήκες, αθλητικούς συλλόγους, επιμορφωτικά κέντρα, σχολεία κ.ά., το SPD ήταν το καμάρι της σοσιαλιστικής διεθνούς και πρότυπο οργάνωσης για τους σοσιαλιστές σε όλο τον κόσμο. Το γιγάντεμα του κόμματος όμως δεν είχε αντιστοιχία και στους κοινωνικούς αγώνες. Από το 1880 ως το 1914 οι απεργίες στη Γερμανία ήταν ελάχιστες και οι δυνατότητες για αντιπαράθεση με το κράτος, ώστε να δοκιμαστεί στην πράξη η πολιτική του κόμματος, περιορισμένες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η δουλειά των σοσιαλιστών να περιστρέφεται γύρω από την καθημερινή ρουτίνα (εκδόσεις, συγκεντρώσεις, όμιλοι) είτε γύρω από περιφερειακές εκλογικές διαδικασίες. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες μια σειρά από στελέχη του κόμματος και ιδιαίτερα τα ηγετικά έφτασαν να θεωρούν τη ρουτίνα αυτή αυτοσκοπό, μεταθέτοντας την πάλη για την ανατροπή του συστήματος στο μέλλον. Ταυτόχρονα όμως, εξαιτίας του αποκλεισμού του SPD από την κεντρική πολιτική σκηνή, με τους περιοριστικούς νόμους του καγκελάριου Μπίσμαρκ, δεν υπήρχε και λόγος για οριστική ρήξη με τις αρχές του μαρξισμού. Όταν όμως οι περιοριστικοί νόμοι αποσύρθηκαν και το κόμμα βγήκε από την παρανομία, ξέσπασε η εσωτερική μάχη για τον προσανατολισμό του. Οι τρεις τάσεις στο SPD Η αριστερή, με επικεφαλής τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ που, κρατώντας την παράδοση του μαρξισμού, υποστήριζαν ότι οι αγώνες για οικονομικές διεκδικήσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον αγώνα για την κοινωνική ανατροπή, ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεφύγει από την έμφυτη τάση του για δημιουργία όλο και μεγαλύτερων κρίσεων, που οδηγούν τον ίδιο, αλλά και την κοινωνία, στην καταστροφή. Τέλος τόνιζαν τον κίνδυνο που προέκυπτε από την κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών των ευρωπαϊκών δυνάμεων και εναντιωνόντουσαν στο γερμανικό μιλιταρισμό και τις αποικιοκρατικές βλέψεις της γερμανικής άρχουσας τάξης. Στο κέντρο, πολλά ηγετικά στελέχη, όπως ο Μπέμπελ και ο Κάουτσκι, ταλαντεύονταν ανάμεσα στην κοινοβουλευτική νομιμότητα και την πάλη για το σοσιαλισμό. Από τη μια μεριά πίστευαν στο στόχο του σοσιαλισμού, από την άλλη όμως φοβόντουσαν ότι οι «ακραίες» θέσεις της αριστερής φράξιας θα έδιναν αφορμή στο κράτος να επαναφέρει τα περιοριστικά μέτρα, απαγορεύοντας τη λειτουργία του κόμματος και καταστρέφοντας το οικοδόμημα που μια ζωή πάλευαν να χτίσουν. Στη δεξιά τάση, ο Μπερνστάιν, ο Έμπερτ και άλλοι σημαντικοί ηγέτες του SPD αρνιόντουσαν το μαρξισμό, ταυτίζοντας τα συμφέροντα της εργατικής τάξης με την ανάπτυξη του γερμανικού καπιταλισμού και την επέκταση του γερμανικού μιλιταρισμού. Παρ’ όλες όμως τις διαφορές τους, οι τάσεις αυτές ποτέ δεν εκφράστηκαν ανοιχτά σαν πολιτικές φράξιες. Έτσι το κόμμα φαινόταν αφοσιωμένο στη σοσιαλιστική προοπτική. Η πλασματική εικόνα της ενότητας του κόμματος διατηρήθηκε μέχρι την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην αριστερή πτέρυγα του SPD υπήρχε μια σειρά ανθρώπων που είχαν επίγνωση των προβλημάτων της πολιτικής της ηγεσίας του κόμματος, αντιδρούσαν όμως ως μονάδες, μένοντας μόνο στις καταγγελίες, χωρίς καμία προσπάθεια συντονισμού. Ακόμα και η Ρόζα Λούξεμπουργκ πίστευε ότι οποιαδήποτε τέτοια κίνηση, μέσα ή έξω από το SPD, θα ήταν καταστροφική, οδηγώντας τους επαναστάτες στην απομόνωση. Πίστευε ότι μια έξαρση των εργατικών αγώνων θα επανέφερε το κόμμα σε επαναστατική τροχιά, χωρίς την ανάγκη οργανωμένης εσωτερικής πολιτικής πάλης. Στα τέλη του 1913 η αυξανόμενη ένταση της εσωκομματικής πάλης οδήγησε τη Ρόζα και τους συντρόφους της στην έκδοση ενός περιοδικού, όπου θα συγκεντρώνονταν οι απόψεις τους και οι προτάσεις τους για τις πολιτικές επιλογές του κόμματος. Ακόμα όμως κι έτσι, το περιοδικό ήταν μάλλον ένα τετράδιο ιδεών παρά ο πυρήνας μιας συγκροτημένης ομάδας. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος Το 1914, ο γερμανικός καπιταλισμός ήταν ο ισχυρότερος στην Ευρώπη και ο δεύτερος στον κόσμο. Ασφυκτιούσε όμως στα στενά όρια του γερμανικού κράτους. Οι κύριοι ανταγωνιστές του, ο αγγλικός και ο γαλλικός καπιταλισμός, παρότι πιο αδύναμοι είχαν υπό τον έλεγχό τους αχανείς εκτάσεις σε όλο τον πλανήτη για τη διοχέτευση των εμπορευμάτων τους και για την προμήθεια πρώτων υλών, εκτάσεις που ο γερμανικός καπιταλισμός ήθελε για λογαριασμό του. Για να αμυνθούν στη γερμανική επιθετικότητα, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι συμμάχησαν με την τσαρική Ρωσία και οι Γερμανοί με την Αυστροουγγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστρίας, από έναν Σέρβο εθνικιστή, ήταν ο σπινθήρας στην μπαρουταποθήκη των ανταγωνιζόμενων εθνικισμών. Η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία υποστήριξαν τη Σερβία, στην οποία επιτέθηκαν οι Γερμανοί με τους συμμάχους τους. Μέσα σε λίγες μόνο μέρες, ο μισός αιώνας καπιταλιστικής ειρήνης και ευημερίας έγινε συντρίμμια, οδηγώντας την ανθρωπότητα στο μεγαλύτερο σφαγείο της ιστορίας της. «Το ταξικά συνειδητοποιημένο γερμανικό προλεταριάτο υψώνει την πιο φλογερή πνοή διαμαρτυρίας ενάντια στις μηχανορραφίες των πολεμοκάπηλων. Ούτε μια σταγόνα αίματος γερμανού φαντάρου δεν πρέπει να χυθεί για την ικανοποίηση της δίψας για εξουσία της αυστριακής κυρίαρχης κλίκας, προς όφελος των ιμπεριαλιστών κερδοσκόπων». Αυτή ήταν η πρώτη απάντηση του SPD στο ξέσπασμα του πολέμου, σύμφωνη με το μέχρι τότε πρόγραμμά του. Όμως λίγο αργότερα έρχεται η πλήρης προδοσία του σοσιαλισμού. «Πολλά, αν όχι τα πάντα, θα κριθούν για το λαό μας και την ειρηνική του ανάπτυξη από μια νίκη επί του ρωσικού δεσποτισμού. Το καθήκον μας είναι να απομακρύνουμε αυτό τον κίνδυνο, να εξασφαλίσουμε την ανεξαρτησία και τον πολιτισμό της χώρας μας. Σε αυτή την ώρα του κινδύνου, δεν θα αφήσουμε την πατρίδα αβοήθητη». Ανάμεσα σε αυτά τα δύο κείμενα, που έβγαλε η ηγεσία του SPD, μεσολάβησαν μόνο 10 μέρες. Όσο χρειάστηκε για να κηρύξει η Αυστρία πόλεμο στη Σερβία, τόσο χρειάστηκε για να γονατίσει ο γίγαντας της σοσιαλδημοκρατίας μπροστά στο φάντασμα της εθνικής ενότητας, υπερψηφίζοντας στο κοινοβούλιο τις πολεμικές πιστώσεις. Εκατοντάδες σοβινιστικά συλλαλητήρια έγιναν σε όλη τη χώρα, πλήθη νέων περίμεναν με ενθουσιασμό τη στρατολόγηση, ενώ τα πογκρόμ ενάντια σε «κατασκόπους», «σαμποτέρ» και «βομβιστές» ήταν καθημερινή εικόνα τη ζωής στη Γερμανία. Τα συνδικάτα, ακολουθώντας το SPD, κήρυξαν «κοινωνική ανακωχή», ενώ σε όλες τις οργανώσεις της εργατικής τάξης είχαν πάρει τον έλεγχο οι απολογητές του πολέμου. Η πλειοψηφία των μελών του κόμματος, στην καλύτερη περίπτωση, απέρριπτε τον επεκτατικό πόλεμο, υπερασπίζοντας όμως τον πόλεμο «εθνικής άμυνας». Τα λίγα μέλη της ηγεσίας του SPD που ήταν ενάντια στον πόλεμο, η Ρόζα, η Κλάρα Τσέτκιν, ο Λίμπκνεχτ, ο Μέριγκ, ήταν απομονωμένα, χωρίς μηχανισμό διακίνησης των ιδεών τους. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι η πρώτη δημόσια αντιπαράθεση για τον πόλεμο έγινε το Δεκέμβρη, 4 μήνες μετά την έναρξη του πολέμου, όταν στο κοινοβούλιο ο Λίμπκνεχτ καταψήφισε τις πολεμικές πιστώσεις και κάποιες εφημερίδες του εξωτερικού δημοσίευσαν αντιπολεμικά άρθρα. Ήταν τέτοιο το μέγεθος της προδοσίας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ώστε, όταν τα πρακτικά των αποφάσεων του γερμανικού κοινοβουλίου δημοσιεύτηκαν στη Ρωσία, ο ίδιος ο Λένιν –περιβόητος για τη διορατικότητά του– αρνήθηκε να τα πιστέψει και τα κατήγγειλε ως πλαστά και προϊόντα του γερμανικού επιτελείου. Αυτό όμως που δεν κατάφερε να κάνει η σοσιαλδημοκρατία, άρχισε να το κάνει ο ίδιος ο πόλεμος. Με την έναρξη του πολέμου υπήρχε σε όλα τα επιτελεία η πεποίθηση ότι ο πόλεμος δεν θα κρατούσε πολύ. Ο οικονομικός υπολογισμός της γερμανικής κυβέρνησης για τις πολεμικές δαπάνες είχε φόντο 9 μηνών, καθώς οι πιο αισιόδοξοι έκαναν λόγο για μια πορεία 6 εβδομάδων προς το Παρίσι. Τα προβλήματα διεξαγωγής ενός μακροχρόνιου «οικονομικού πολέμου» δεν είχαν καν μελετηθεί. Όταν το γερμανικό επιτελείο συνειδητοποίησε ότι ο πόλεμος θα κρατούσε χρόνια, αναγκάστηκε να λεηλατήσει τη γερμανική οικονομία για τις ανάγκες της πολεμικής μηχανής. Χιλιάδες μικρές φάμπρικες και βιοτεχνίες έκλεισαν και η υλικοτεχνική τους υποδομή μεταφέρθηκε σε κεντρικές μονάδες, καταστρέφοντας τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής βιομηχανίας. Εκατομμύρια αγρότες και εργάτες γης επιστρατεύτηκαν, αφήνοντας τα χωράφια ακαλλιέργητα, με αποτέλεσμα ο εφοδιασμός σε τρόφιμα να μειωθεί σταδιακά στο 1/5 μέχρι το χειμώνα του 1917, οπότε κατέρρευσε τελείως. Στα εργοστάσια τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Με ένα νόμο του 1916, που προέβλεπε τη βιομηχανική επιστράτευση των εργατών με τη δικαιοδοσία του στρατού, όλα τα προπολεμικά κέρδη της εργατικής τάξης, οικονομικά και πολιτικά, εξατμίστηκαν και υποχρεώθηκαν να επιβιώνουν με δελτία τροφίμων. Ταυτόχρονα η επιστράτευση στο μέτωπο όλο και περισσότερων εργατών ανάγκασε τις γυναίκες να πάρουν τη θέση τους στα εργοστάσια. Το 1916, από τα 9 εκατομμύρια βιομηχανικών εργατών, τα 4,3 εκατομμύρια ήταν γυναίκες, ενώ πάνω από το μισό των ανθρακωρύχων ήταν μετανάστες ή αιχμάλωτοι. Μέσα σε λίγους μήνες τα σαράντα χρόνια «ευημερίας» έγιναν συντρίμμια, αφήνοντας τη θέση τους τον εφιάλτη της πείνας. Οι χιλιάδες νεκροί του πολέμου, οι στρατιώτες που στην άδειά τους μετέφεραν τη φρίκη των χαρακωμάτων, η κερδοσκοπία, άρχισαν σιγά σιγά να αλλάζουν τη διάθεση του κόσμου και ο ενθουσιασμός για τον πόλεμο να γίνεται απάθεια ή οργή για τις συνέπειές του. Από τις αρχές του 1915 το κλίμα υπέρ του πολέμου εξαφανίστηκε και άρχισαν οι πρώτες διαδηλώσεις στους δρόμους. Οι περισσότερες από αυτές ήταν αυθόρμητες και αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες που διαμαρτύρονταν για την έλλειψη τροφίμων, για τις συνεχείς αυξήσεις, ή για τις ελλιπείς μερίδες των δελτίων και πολλές φορές είχαν ως κατάληξη τη σύγκρουση με την αστυνομία. Η αλλαγή αυτή στη διάθεση των μαζών έδινε θάρρος σε αυτούς που είχαν από την αρχή αντιταχθεί στον πόλεμο κι έτσι ξεσπούσαν όλο και πιο συχνά και πολιτικές διαδηλώσεις. Σε μια σειρά από τοπικές οργανώσεις του SPD άρχισε το θέμα του πολέμου να συζητείται ανοιχτά και να μπαίνουν πιέσεις στις τοπικές εφημερίδες και στους τοπικούς βουλευτές να ψηφίσουν ενάντια στον πόλεμο. Στο Βερολίνο, η ομάδα της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ μπόρεσε να καλέσει σε διαδήλωση την πρωτοχρονιά του 1916. Όταν ο Λίμπκνεχτ ξεκίνησε την ομιλία του μπροστά σε χιλιάδες εργάτες, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο μέτωπο, παρόλο που ήταν πάνω από 40 χρονών. Την ημέρα της δίκης του, 55.000 εργάτες κατέβηκαν σε απεργία συμπαράστασης. Στο ίδιο το κοινοβούλιο και κάτω από τις πιέσεις της βάσης, εκτός από τον Λίμπκνεχτ άλλοι 19 βουλευτές του SPD ψήφισαν κατά των πολεμικών πιστώσεων. Η επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία και η κατάρρευση του Τσάρου, στέρησε από το γερμανικό μιλιταρισμό κάθε δικαιολογία για κίνδυνο από τον «τσαρικό ολοκληρωτισμό» και από τη δεξιά σοσιαλδημοκρατία τα περί «εθνικής άμυνας». Γινόταν κάθε μέρα όλο και πιο καθαρό ότι ο πραγματικός σκοπός του πολέμου ήταν η αύξηση της σφαίρας επιρροής του γερμανικού καπιταλισμού. Κάτω από την πίεση των γεγονότων, μια ομάδα ιστορικών στελεχών του SPD, το λεγόμενο «κέντρο», άρχισε να κάνει λόγο για την ανάγκη άμεσης ειρήνης. Όμως η φιλοπόλεμη πλειοψηφία στην ηγεσία το κόμματος δεν άφησε κανένα περιθώριο στην αντιπολίτευση και, αφού απέσπασε τον έλεγχο των πιο σημαντικών εφημερίδων, διέγραψε όλους τους διαφωνούντες, οδηγώντας τους στη δημιουργία ενός νέου κόμματος, του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματους (USPD). Στο νέο αυτό σχηματισμό εντάχθηκε και η αριστερή πτέρυγα του SPD που ακόμα και αυτή τη στιγμή παρέμενε ανοργάνωτη και πολυδιασπασμένη. Το Νοέμβρη του 1918 άρχισαν να ξεσπούν απεργίες στη Βιέννη, στη Βουδαπέστη, στο Κίελο, στο Μόναχο. Σε λίγες μέρες εξαπλώθηκαν σε όλη τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες απεργούσαν με αιτήματα τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Νέα εργατικά συμβούλια δημιουργήθηκαν για την εκπροσώπησή τους. Η απάντηση του κράτους ήταν σκληρή. Επιβάλλοντας το στρατιωτικό νόμο, συνέλαβε τους αρχηγούς των εργατών και 1 στους 10 εργάτες τους έστειλε στο μέτωπο. Η επανάσταση Το καλοκαίρι του 1918 ο γερμανικός στρατός έκανε μια μεγάλη επίθεση στο Δυτικό Μέτωπο και, εκμεταλλευόμενος την απόσυρση της επαναστατικής Ρωσίας από τον πόλεμο, έριξε όλες τις δυνάμεις και τους πόρους του στη μεγαλύτερη επίθεση του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τα αποτελέσματα ήταν τόσο καταστροφικά, ώστε έχασε κάθε δυνατότητα συνέχισης του πολέμου. Η συζήτηση πια στο γενικό επιτελείο και στην κυβέρνηση ήταν το πώς θα απέτρεπαν την ολοκληρωτική κατάρρευση του μετώπου με μια συμβιβαστική ειρήνη. Το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου οι αρχηγοί του επιτελείου Λούτεντορφ και Χίντενμπουργκ συναντήθηκαν με τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο και ζήτησαν την παραίτησή του. Στη θέση του σχηματίστηκε κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρίγκηπα της Βάδης. Στην κυβέρνηση αυτή συμμετείχαν όλα τα αστικά κόμματα, μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας και, έπειτα από πρόσκληση, και οι ηγέτες του SPD με επικεφαλής το γραμματέα του κόμματος Έμπερτ, ο οποίος σε έναν ακόμα χαρακτηριστικό συμβιβασμό δήλωσε: «Αν δεν έρθουμε σε συνεννόηση με τα αστικά κόμματα… τότε θα έχουμε αποδεχθεί τις επαναστατικές τακτικές… Μια τέτοια εξέλιξη θα μας φέρει σε μια κατάσταση σαν κι αυτή που βίωσε η Ρωσία». Σκοπός της κυβέρνησης ήταν η διατήρηση του θεσμού της μοναρχίας, ο τερματισμός του πολέμου με μια συμβιβαστική ειρήνη και η επίδοση κάποιων παροχών στους εργάτες. Απέτυχαν και στα δύο. Η Αντάντ και ιδιαίτερα οι Γάλλοι, γνωρίζοντας την άθλια κατάσταση του γερμανικού στρατού, δεν είχαν κανένα σκοπό να βιαστούν να συμβιβαστούν και, αποσκοπώντας στο διαμελισμό της αυτοκρατορίας, ανάγκαζαν το γερμανικό επιτελείο να στέλνει χιλιάδες στρατιώτες στο θάνατο, χωρίς καμιά ελπίδα νίκης. Ταυτόχρονα ο οικονομικός μαρασμός της οικονομίας, εξαιτίας του πολέμου, δεν άφηνε περιθώρια βελτίωσης του εργατικού εισοδήματος. Η νέα κυβέρνηση απαντούσε σε όλα αυτά με την ίδια σκληρή αποφασιστικότητα και, χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους με την παλιά, συνδαύλιζε ακόμα περισσότερο την οργή των μαζών. Τον Οκτώβρη του 1918, σε μια απελπισμένη προσπάθεια, αφού δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα νίκης, το γενικό επιτελείο αποφάσισε να ρίξει στη μάχη το στόλο, το μοναδικό λειτουργικό του σχηματισμό. Οι ναύτες, γνωρίζοντας πολύ καλά τις συνέπειες μιας ναυμαχίας και απρόθυμοι να θυσιαστούν για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και της αριστοκρατίας, κατέλαβαν τα πλοία και σταμάτησαν κάθε δράση τους. Όταν η κυβέρνηση τους επιτέθηκε, απάντησαν με τα όπλα τους. Η γερμανική επανάσταση είχε αρχίσει. Μέσα σε λίγες μέρες όλη η Γερμανία βρέθηκε σε αναβρασμό. Από τη μια άκρη της χώρας ως την άλλη φτιάχνονταν εργατικά συμβούλια και στρατιωτικές επιτροπές, τα δημόσια κτίρια καταλαμβάνονταν, οι υπηρεσίες πέρασαν στα χέρια των επαναστατημένων εργατών και στρατιωτών, τα στρατόπεδα, τα εργοστάσια, οι δρόμοι γέμισαν με κόκκινες σημαίες και συνθήματα, που προπαγάνδιζαν την εργατική δημοκρατία. Στα εργοστάσια, οργισμένοι από πέντε χρόνια πολέμου και στερήσεων, οι εργάτες προχώρησαν σε γενικές απεργίες και πήραν τον έλεγχο της παραγωγής. Η μόνη πραγματική εξουσία σε ολόκληρη τη χώρα βρισκόταν στα χέρια των εργατικών και στρατιωτικών επιτροπών, ενώ τόσο οι τοπικές κυβερνήσεις όσο και το Ράιχσταγκ είχαν καταρρεύσει. Οι ηγέτες του SPD, φοβούμενοι την κλιμάκωση της επανάστασης και εκμεταλλευόμενοι την οργή του κόσμου, οδήγησαν σε παραίτηση την κυβέρνηση του πρίγκιπα Μαξ και δημιούργησαν μια καινούργια, όπου τα υπουργεία ήταν μοιρασμένα ανάμεσα στα δύο μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα (SPD-USPD) και η νέα αυτή «σοσιαλιστική» κυβέρνηση ανακήρυξε τη Γερμανική Δημοκρατία. Στις 11 Αυγούστου ψηφίστηκε το σύνταγμα του νέου καθεστώτος στην πόλη Βαϊμάρη (γι’ αυτό και ονομάστηκε «Δημοκρατία της Βαϊμάρης»). Οι ηγέτες του Σπάρτακου προειδοποίησαν ότι η επανάσταση έχει πολύ δρόμο ακόμη και ότι η νέα κυβέρνηση σκοπό της έχει να υπονομεύσει και να καταστείλει την εξέγερση, όμως για την πλειοψηφία των εργατών και στρατιωτών η επανάσταση φαινόταν να έχει νικήσει. Η αυθόρμητη εξέγερσή τους είχε ανατρέψει το παλιό μισητό καθεστώς και παρότι δεν ήταν σίγουροι για το τι ήθελαν σχετικά με το μέλλον, είχαν εμπιστοσύνη στους σοσιαλδημοκράτες, αφού για χρόνια ολόκληρα τους αναγνώριζαν ως την Αριστερά της χώρας. Η εμπιστοσύνη αυτή μάλιστα ήταν πολύ πιο διαδεδομένη στους εργάτες που δεν είχαν προηγούμενη πολιτική και συνδικαλιστική εμπειρία, που πρώτη φορά μέσα στη θύελλα της επανάστασης τραβήχτηκαν στην πολιτική και δεν γνώριζαν κανέναν άλλο σοσιαλιστικό κόμμα από το SPD. Η νέα κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη το αριστερό της προσωπείο και την επαναστατική της φρασεολογία, τοποθέτησε στην ηγεσία όλων των επιτροπών και συμβουλίων δικούς της ανθρώπους για να τους έχει υπό τον έλεγχό της και κατήγγειλε την πολεμική των Σπαρτακιστών ως διαλυτική και διασπαστική. Ταυτόχρονα διατήρησε όλους τους θεσμούς του παλιού καθεστώτος: το στρατό, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, την κρατική γραφειοκρατία… Τα πράγματα όμως δεν ήταν εύκολα για τη νέα κυβέρνηση. Παρά την υπογραφή της ειρήνης και την έξοδο από τον πόλεμο, η οικονομία της χώρας ήταν διαλυμένη. Η εξάρθρωση της βιομηχανίας για τις ανάγκες του πολέμου, η καταστροφή της γεωργικής παραγωγής, τα χαμένα εδάφη, οι πολεμικές αποζημιώσεις, ο έλεγχος της Αντάντ στις πρώτες ύλες, οι χιλιάδες αποστρατευμένοι που έμεναν άνεργοι, ήταν κρίσιμα προβλήματα που δεν μπορούσαν να λυθούν εύκολα. Από τη μια μεριά οι αξιωματικοί και οι καπιταλιστές ζητούσαν πειθαρχία, σκληρότερα μέτρα και ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και των κερδών τους, ενώ από την άλλη οι στρατιώτες και οι εργάτες περίμεναν βελτίωση της ζωής τους σαν αποτέλεσμα της εξέγερσής τους. Όποτε όμως η κυβέρνηση έφτανε σε αδιέξοδο, υποστήριζε τους πρώτους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή απαξίωσή της από τις μάζες, που στρέφονταν κατά κύριο λόγο προς τους αριστερούς ανεξάρτητους του USPD και λιγότερο προς το νεοϊδρυθέν Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, KPD (το οποίο είχαν δημιουργήσει οι Σπαρτακιστές και η ομάδα της Βρέμης). Η αγανάκτηση από την πολιτική της κυβέρνησης άρχισε να εκφράζεται σε ολόκληρη τη χώρα με απεργίες και διαδηλώσεις, πολλές από τις οποίες ήταν και ένοπλες. Η καταστολή Στην προσπάθειά της να επιβάλει την τάξη, η νέα κυβέρνηση διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στις στρατιωτικές μονάδες της δημοκρατίας κι έτσι έβαλε μπρος ένα σχέδιο για τη δημιουργία πιστών παραστρατιωτικών σωμάτων. Τους εθελοντές για τα σώματα αυτά τους βρήκε στα πρόσωπα των αποστρατευμένων αξιωματικών και των επαγγελματιών στρατιωτών των ειδικών τμημάτων. Τα τάγματα αυτά εφόδου (frei korps) εφοδιάζονταν και χρηματοδοτούνταν από τις εύπορες τάξεις και κάποια από τα μέλη τους, όπως ο Ρούντολφ Ες, στο μέλλον θα έπαιζαν σπουδαίο ρόλο δίπλα στον Αδόλφο Χίτλερ. Η έντονη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών, από τις αυξανόμενες απεργίες, ανάγκασε τους ανεξάρτητους (USPD) να παραιτηθούν από την κυβέρνηση, πράγμα που οδήγησε από τη μια την κυβέρνηση σε μεγαλύτερη κρίση και από την άλλη όλο και μεγαλύτερα ακροατήρια προς τη μεριά των κομμουνιστών. Από τις αρχές του Γενάρη του 1919 η κατάσταση στο Βερολίνο ήταν έκρυθμη. Κάθε μέρα γίνονταν διαδηλώσεις και πολιτικές συγκεντρώσεις από χιλιάδες εργάτες. Η κυβέρνηση, φοβούμενη ότι θα έχανε κάθε έλεγχο, έψαχνε μια αφορμή για να συντρίψει τους επαναστάτες, όσο ακόμα δεν είχαν σημαντική επιρροή. Η αφορμή αυτή βρέθηκε στις 6 του Γενάρη. Απέλυσε το διοικητή της αστυνομίας του Βερολίνου και μέλος του USPD και τον αντικατέστησε με έναν μοναρχικό αξιωματικό. Χιλιάδες αγανακτισμένοι εργάτες βγήκαν στους δρόμους στα πρόθυρα της εξέγερσης. Η Ρόζα Λουξεμπουργκ ήταν αντίθετη σε μια πρόωρη εξέγερση, όμως οι δυνάμεις του (διχασμένου και στο εσωτερικό του) KPD ήταν πολύ μικρές για να τη συγκρατήσουν. Οι εργάτες κατέλαβαν κυβερνητικά κτίρια και το κέντρο της πόλης, δίνοντας στην κυβέρνηση την ευκαιρία που ζητούσε. Στην αρχή άρχισε να σπέρνει τη διχόνοια ανάμεσα στους εργάτες, καταγγέλλοντας τους κομμουνιστές για αιματοχυσία και πρόκληση εμφυλίου πολέμου και στη συνέχεια διέταξε τις πιστές της δυνάμεις να επιτεθούν. Όσο η κυβέρνηση ετοιμαζόταν για μάχη, η ηγεσία των ανεξάρτητων καλούσε σε ειρηνευτικές συνομιλίες αντί να οργανώνει τους εργάτες, ενώ η ηγεσία των κομμουνιστών δεν είχε ακόμα πλήρη εικόνα για το τι είχε συμβεί. Όταν η επίθεση άρχισε, λίγα μπορούσαν να γίνουν. Σε λίγες μέρες η εξέγερση κάμφθηκε. Αυτό όμως δεν αρκούσε στην κυβέρνηση. Διέταξε τα τάγματα εφόδου να μπουν στην πόλη. Με την υποστήριξη αρμάτων μάχης και πυροβολικού, επιτέθηκαν στα κτίρια που ήλεγχαν οι επαναστάτες, βυθίζοντας την πόλη σε ένα λουτρό αίματος. Όταν τα όπλα σταμάτησαν, η κύρια εφημερίδα του SPD έγραψε: «Εκατοντάδες πτώματα στη σειρά, προλετάριοι. Ο Καρλ, η Ρόζα, ο Ράντεκ και Σία, ούτε ένας από αυτούς δεν κείτεται εκεί, προλετάριοι». Αυτό ήταν αρκετό, ώστε οι δολοφόνοι των ταγμάτων εφόδου να πάρουν το μήνυμα. Δυο μέρες μετά, η Ρόζα και ο Λίμπκνεχτ, που είχαν αρνηθεί να εγκαταλείψουν την πόλη, συνελήφθησαν, δολοφονήθηκαν με μια σφαίρα στο κεφάλι και τα σώματά τους πετάχτηκαν στο ποτάμι. Η αντεπανάσταση ξεκινούσε. Στις 13 Μάρτη του 1920 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα. Φάλαγγες στρατιωτών και κυρίως των παραστρατιωτικών «ταγμάτων εφόδου», υπό την καθοδήγηση των ίδιων στρατηγών που είχαν στηρίξει μέχρι τότε την κυβέρνηση και καταστείλει τις εργατικές εξεγέρσεις, μπήκαν στο Βερολίνο. Η κυβέρνηση βρέθηκε τελείως ανίσχυρη. Όσοι αξιωματικοί δεν είχαν πάρει μέρος στο πραξικόπημα, αρνήθηκαν να την υποστηρίξουν, παραμένοντας ουδέτεροι, μέχρι να δουν προς τα πού θα γύρει η πλάστιγγα. Οι πραξικοπηματίες δημιούργησαν αμέσως νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον Καπ και τη στήριξη όλων των αστικών κομμάτων. Την απάντηση, που δεν μπόρεσε να δώσει η κυβέρνηση στο πραξικόπημα, την έδωσαν οι εργάτες, αντιδρώντας αυθόρμητα με γενική απεργία. Ήταν τέτοια η πίεση της βάσης, που τη γενική απεργία προσυπέγραψε και η ηγεσία του SPD, αρνούμενη να στείλει εκπροσώπους στη νέα κυβέρνηση. Ο αντίκτυπος της απεργίας ήταν τεράστιος. Με σχεδόν καθολική συμμετοχή, κόπηκε η παροχή αερίου και ηλεκτρικού, σταμάτησε ο σιδηρόδρομος, καθώς και η τροφοδότηση των πόλεων με τρόφιμα και πρώτες ύλες. Ακόμα και στις τράπεζες και τα υπουργεία οι κατώτεροι υπάλληλοι απεργούσαν, καθιστώντας τη λειτουργία του κράτους αδύνατη. Τα πράγματα όμως δεν σταμάτησαν εκεί. Σε όλη τη Γερμανία οι εργάτες εξοπλίζονταν για να αντεπιτεθούν. Η κυβέρνηση των πραξικοπηματιών έκανε τα πράγματα πιο εύκολα, διατάζοντας τα στρατεύματά της να επιτεθούν στους απεργούς. Από εκείνη τη στιγμή και για πρώτη φορά τα κόμματα της Αριστεράς ενώθηκαν, οδηγώντας τους εργάτες στην αντεπίθεση. Οι εργάτες της Γερμανίας τσάκισαν το πραξικόπημα του Επιτελείου και της αστικής τάξης και για μια φορά ακόμα πήραν την εξουσία στα χέρια τους. Το βασικό πρόβλημα όμως, όπως και στην επανάσταση του Γενάρη, ήταν το τι έπρεπε να κάνουν τώρα. Το SPD ήθελε μια κυβέρνηση ενότητας ακόμα και με τα αστικά κόμματα, το USPD μια καθαρή «σοσιαλιστική» κυβέρνηση ενώ το KPD ήταν διχασμένο. Η πλειοψηφία δεν ήθελε καμιά συμμετοχή στην κυβέρνηση, ώστε να μην επωμιστεί τις ευθύνες της αστικής διαχείρισης, και υποστήριζε το ρόλο των συμβουλίων, παρότι η ηγεσία τους ήταν στα χέρια σοσιαλδημοκρατών, γιατί σαν μοντέλο ήταν σωστό και γιατί είχαν την υποστήριξη της πλειοψηφίας των εργατών. Δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από τη βάση των μελών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, γιατί πίστευαν ότι οι απόψεις τους μπορούν να τους κερδίσουν. Η μειοψηφία του KPD, για λόγους αρχής, δεν ήθελε καμιά επαφή με τα δύο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, προβάλλοντας μια υπεραριστερή κριτική. Οι διαμάχες αυτές στο τέλος οδήγησαν το κόμμα στη διάσπαση. Όλες αυτές οι χρονοβόρες διαδικασίες ανάμεσα στην Αριστερά έδωσαν το περιθώριο στη δεξιά σοσιαλδημοκρατία να σταθεί ξανά στα πόδια της και να σχηματίσει νέα κυβέρνηση. Στηριζόμενη στους αξιωματικούς και στους σχηματισμούς που είτε την είχαν προδώσει, είτε είχαν αρνηθεί να τη βοηθήσουν, άρχισε σιγά σιγά να επαναφέρει τη χώρα στον κοινοβουλευτικό δρόμο. Σταμάτησε να υποστηρίζει τις απεργίες, προβοκάρισε τα συμβούλια, που είχαν δημιουργηθεί και, παίρνοντας τον έλεγχο από τις πολιτοφυλακές, τον έδωσε πίσω στην αστυνομία και το στρατό. Πότε με αριστερές υποσχέσεις, πότε με προβοκάτσιες και πότε με τη βία, κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο σε ολόκληρη σχεδόν τη Γερμανία, στηριζόμενη κατά πολύ και στα μεσαία στρώματα, που εκδήλωναν απέχθεια προς την έλλειψη «σταθερότητας». Μόλις κατάφερε να διασπάσει την ενότητα των εργατών, ακολούθησε την ίδια συνταγή με το Γενάρη. Εξαπέλυσε τα τάγματα εφόδου και τις διάφορες εθελοντικές ακροδεξιές συμμορίες ενάντια στους εργάτες. Τα κύματα βίας που ακολούθησαν, τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες, οι συλλήψεις, έκαμψαν το φρόνημα των εργατών, οι οποίοι, μετά την ανατροπή του πραξικοπήματος, στην πλειοψηφία τους δεν είχαν καθαρό κάποιο στόχο πάλης. Η οικονομική καταστροφή της Γερμανίας όξυνε ολοένα και περισσότερο την πόλωση, σπρώχνοντας μεγάλα κομμάτια ή στο KPD ή στην άκρα Δεξιά. Το μάρκο είχε υποτιμηθεί τόσες φορές που στην ουσία είχε χάσει την αξία του, οι μισθοί είχαν πέσει σε λιγότερο από το μισό της αξίας που είχαν το 1914, οι οικονομίες της μεσαίας τάξης είχαν εξανεμιστεί. Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να πιέσει άλλο με φορολογία την εργατική τάξη, η οποία ζούσε στα όρια της επιβίωσης. Από την άλλη, κάθε προσπάθεια για φορολογία των καπιταλιστών σκόνταφτε στα τεχνάσματά τους, που οδηγούσαν σε μεγαλύτερη κρίση. Έτσι μια μικρή μερίδα πλούταινε με ρυθμούς πρωτοφανείς, ενώ η πλειοψηφία οδηγούνταν στην εξαθλίωση. Η μία κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη, χωρίς να υπάρχει ελπίδα διεξόδου. Η βάση της σοσιαλδημοκρατίας, κουρασμένη από κενές υποσχέσεις προσχωρούσε όλο και περισσότερο προς τους κομμουνιστές, ενώ τα μεσαία στρώματα γίνονταν ακροατήριο για τους ακροδεξιούς εθνικιστές που, εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες, μάζευαν δυσαρέσκεια. Τα ακροδεξιά κόμματα, μη συμμετέχοντας στην κυβέρνηση, έκαναν κριτική στην ανικανότητα των δημοκρατών πολιτικών, στις πολεμικές αποζημιώσεις, που έπρεπε να πληρώνει η χώρα, στην κατοχή μεγάλων τμημάτων του Ράιχ από Γάλλους και Πολωνούς, βρίσκοντας απήχηση στους νεόπτωχους μικροαστούς, καθώς τους έστρεφαν ενάντια στους εργάτες με τη δικαιολογία ότι οι απεργίες ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την κρίση. Σε πολλές περιπτώσεις ομάδες ένοπλων ακροδεξιών επιτέθηκαν και σκότωσαν διαδηλωτές, μέλη συνδικάτων και κομμουνιστές. Οι κομμουνιστές κατάλαβαν τον κίνδυνο και άρχισαν να προπαγανδίζουν το ενιαίο μέτωπο ενάντια στη φασιστική απειλή. Με απόφαση του KPD, οργανώθηκαν τμήματα εργατών για την υπεράσπιση των διαδηλώσεων και των απεργιών, οι γνωστές κόκκινες εκατονταρχίες, στις οποίες συμμετείχαν και μέλη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Τα τμήματα αυτά των εργατών συχνά συγκρούονταν με ακροδεξιές ομάδες, που επιτίθονταν ακόμα και σε άμαχα γυναικόπαιδα. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες πόλωσης, σιγά σιγά το Κομμουνιστικό Κόμμα άρχισε να παίρνει την πλειοψηφία στα συνδικάτα και στις εργοστασιακές επιτροπές, αφού η σοσιαλδημοκρατία είχε χάσει κάθε δυνατότητα ακόμα και να διαπραγματεύεται μίνιμουμ διεκδικήσεις. Χιλιάδες εργάτες, αντιλαμβανόμενοι τη φασιστική απειλή, εντάχθηκαν στις κόκκινες εκατονταρχίες. Οι απεργίες διαρκείας ανάγκασαν την κυβέρνηση σε παραίτηση. Ακόμα και στους πιο δύσπιστους έγινε φανερή η ομοιότητα της κατάστασης με το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία. Οι Ρώσοι εργάτες, παρά τα 10 χρόνια απομόνωσης, εμφυλίου και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, ενθουσιασμένοι με την προοπτική μιας διεθνούς επανάστασης, αποφάσισαν με μαζικές συνελεύσεις να στείλουν τμήμα του μισθού τους στους Γερμανούς συντρόφους τους και άρχισαν να οργανώνονται για να πάνε στη Γερμανία και να πολεμήσουν στις διεθνείς ταξιαρχίες. Παρά τον ενθουσιασμό των μαζών, όμως, το πολιτικό και στρατηγικό έλλειμμα της ηγεσίας του KPD έγινε για άλλη μια φορά φανερό και σε συνδυασμό με τις οδηγίες του γραφειοκρατικοποημένου, σε σημαντικό βαθμό πλέον, κέντρου των Μπολσεβίκων έβαλε φρένο στις επαναστατικές διαθέσεις. Αντί να μείνει στη Γερμανία και να οργανώσει τη δράση του κόμματος, έχασε μήνες στη Ρωσία, διαφωνώντας με το τι πρέπει να γίνει. Ο Τρότσκι πίεζε με όλες του τις δυνάμεις, ώστε το γερμανικό κόμμα να μπει στη μάχη το συντομότερο δυνατό. Ο Ζηνόβιεφ και ο Στάλιν περίμεναν (όπως και τον Οκτώβρη του ’17), ώσπου οι συσχετισμοί να γύρουν υπέρ του κόμματος. Πρότειναν στους Γερμανούς κομμουνιστές να περιμένουν να κερδίσουν με το μέρος τους τις αριστερές πτέρυγες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, να πάρουν την εξουσία τμηματικά στα διάφορα κρατίδια και στη συνέχεια να επιδιώξουν την κατάληψη της κεντρικής εξουσίας. Το τραγικό όμως ήταν ότι η γερμανική αστική τάξη, που δεν περίμενε να λύσουν τις διαφορές τους οι επαναστάτες, σιγά σιγά ανασυγκρότησε τις δυνάμεις της. Δημιούργησε μια καινούργια κυβέρνηση, ανασυγκρότησε το στρατό και τις παραστρατιωτικές ομάδες και κήρυξε στρατιωτικό νόμο, τσακίζοντας άγρια τους εργάτες. Όπως έλεγε ο Τρότσκι, δεν αρκεί να ξέρεις να κραδαίνεις ένα σπαθί, πρέπει να ξέρεις και πώς να το χρησιμοποιείς. Το 1923 έκλεισε μια επαναστατική εποχή για τη Γερμανία. Έκλεισε η δυνατότητα της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού. Όμως αυτό ήταν προσωρινό. Η απογοήτευση και η ήττα των εργατών επέτρεψε στο γερμανικό καπιταλισμό να πάρει κάποιες ανάσες, βοηθούμενος και από μια πρόσκαιρη οικονομική ανάκαμψη τα επόμενα χρόνια. Όμως η κρίση του 1929 χτύπησε άγρια τη Γερμανία (όπως και όλο τον κόσμο). Η ταξική πόλωση έφτασε και πάλι στα ύψη. Ήταν φανερό ότι δυο ενδεχόμενα μπορούσαν να συμβούν: είτε οι εργάτες να πάρουν την εξουσία με την ηγεσία του KPD, είτε οι καπιταλιστές να ανοίξουν το δρόμο στο ναζιστικό καθεστώς, για να επιβάλλει την «τάξη». Όμως το KPD, δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και αυτή τη φορά όχι από απειρία και διχογνωμίες, όπως το 1923, αλλά από την καταστροφική σταλινική πολιτική που είχε επιβληθεί στο κόμμα στο μεταξύ. Ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία το 1933 με τη στήριξη των παραδοσιακών αστικών κομμάτων και η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» έλαβε τέλος. Όχι προς την αριστερή ελπίδα για το σοσιαλισμό, που γέννησε η επανάσταση, αλλά προς την πιο αντιδραστική αντεπαναστατική απελπισία. Άρχιζε πια η βαρβαρότητα του ναζισμού. Πηγη:http://www.dea.org.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου