Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Οι ληστές των Χασίων

Λήσταρχοι
Το φαινόμενο της ληστείας, που ταλαιπώρησε την περιοχή μας το πρώτο τέταρτο του περασμένου αιώνα, είναι σήμερα σαν διήγηση συναρπαστικό. Η εποχή που έδρασαν οι ληστές, είναι η μεταβατική. H εποχή της παρακμής της Τουρκικής επικράτειας στην περιοχή μας στις αρχές του περασμένου αιώνα, και στη συνέχεια η εποχή που μετά τους πολέμους του 1912-13, το Ελληνικό κράτος προσπαθεί και εδώ να οργανωθεί. Πολλοί οι μελετητές, που προσπάθησαν να καταγράψουν και να αναλύσουν το φαινόμενο αυτό.



«Οι πολιτικές αναταραχές δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που καθόρισε το ληστοτροφικό χαρακτήρα της περιοχής μας. Ουσιαστικό ρόλο έπαιξε και η βαθειά ριζωμένη παράδοση του κλεφταρματολισμού, στο πλαίσιο της οποίας η προσφυγή στην άτακτη ένοπλη βία ήταν μια θεμιτή λύση. 
Οι συνθήκες γενικής ανασφάλειας και η απουσία κρατικών δομών για την υπεράσπιση των συμφερόντων του πληθυσμού ενθάρρυναν την εκδίκηση και την αυτοδικία γενικά ως τρόπο επίλυσης διαφορών. Πολλοί ληστές βγήκαν στο κλαρί με αφορμή κάποια σύγκρουση στην τοπική κοινωνία ή με το κράτος: διάπραξη εγκλήματος, αποφυγή της στρατιωτικής θητείας, μια κατηγορία για ζωοκλοπή ή απειλή από άλλους ληστές.

Στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα, μια εναλλακτική λύση ήταν η μετανάστευση. Τόσο ο ληστής, όσο και ο μετανάστης υπολόγιζε να αντισταθμίσει τη ζημιά που θα προκαλούσε στην οικογένεια η προσωρινή απουσία του με τους πρόσθετους πόρους που θα έφερνε κατά την επιστροφή. Σε πολλές περιπτώσεις όμως η «μη φρόνιμη» λύση ήταν προτιμότερη, γιατί ο μετανάστης κινδύνευε να χάσει το κομπόδεμά του πάλι από τους ληστές.




Στη δεκαετία του 1920 αυξήθηκε το ειδικό βάρος των καθαρά οικονομικών κινήτρων. Στην περίοδο αυτή η ληστεία ήταν ένας τρόπος αντίδρασης στις ανακατατάξεις που έφερε στην τοπική κοινωνία η ενσωμάτωσή της στο έθνος κράτος, στην επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, ιδίως των μεταβατικών κτηνοτρόφων και στην υποβάθμιση ενός παραδοσιακού τρόπου ζωής.

Οι ληστές για να επιβιώσουν, είχαν απόλυτη ανάγκη της υποστήριξης της τοπικής κοινωνίας. Αφενός τους προμήθευε τα είδη που είχαν ανάγκη, αφετέρου σχημάτιζε ένα αποτελεσματικό δίκτυο πληροφοριών.

Απέναντι στην τοπική κοινωνία οι ληστές είχαν μια κυριαρχική ικανότητα. Πρόσεχαν όμως να μην υπερβαίνουν τα κοινωνικά αποδεκτά όρια, τουλάχιστον στην περιοχή τους. Χαράτσωναν τον καθένα ανάλογα με αυτά που είχε. Παρά το γεγονός ότι η σχέση των κατοίκων με τους ληστές στηριζόταν κυρίως στο φόβο, βασιζόταν εξίσου σε μια συναίνεση. Οι ληστές ήταν γέννημα και θρέμμα της τοπικής κοινωνίας, της οποίας συμμερίζονταν εν μέρει τις κοινωνικές αξίες, Σημαντική θέση στο σύστημα των αξιών αυτών είχαν τα ηθικά πρότυπα του κλεφταρματολισμού: η προσωπική παλικαριά, η ανδροπρέπεια, η αυτοδικία, η κλοπή και το χαράτσι ως θεμιτές πρακτικές, η περιφρόνηση προς την κρατική εξουσία, η αλληλεγγύη προς το συγγενή, η μπέσα.

Η ληστεία περιορίστηκε με τα κατασταλτικά μέτρα του Βενιζέλου. Ιδιαίτερα αποτελεσματική ήταν η χορήγηση αμνηστίας και αμοιβής στους ληστές που σκότωναν κάποιον σύντροφό τους και τα μέτρα κατά των οικογενειών τους.

Το ληστρικό κύκλωμα όμως διαπότιζε ολόκληρη την τοπική κοινωνία, με την οποία συνδεόταν με ποικίλους τρόπους. Σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες, περιλάμβανε κι άλλες τρεις κατηγορίες. Κατ’ αρχάς οι «μυστικοί» ή «πολιτικάντηδες» κλέφτες, οι οποίοι δεν έκλεβαν οι ίδιοι αλλά προστάτευαν ληστές ή οργάνωναν εκ του ασφαλούς ληστείες ή μεγάλες επιχειρήσεις ζωοκλοπής, παίρνοντας συχνά και μερίδιο της λείας. Συνήθως είχαν σημαντική θέση στο χωριό τους και καλές σχέσεις με την αστυνομία. Κατά δεύτερο λόγο υπήρχε μια πολυπληθής ομάδα περιστασιακών κλεφτών ή «νυκτοληστών», οι οποίοι συμμετείχαν μόνο περιστασιακά σε μεγάλες επιχειρήσεις. Τρίτον, μέρος του κυκλώματος ήταν και οι χωροφύλακες στο διπλό τους ρόλο ως διώκτες και συνεργάτες ληστών.

Σε κοινωνίες στις οποίες η κεντρική εξουσία δεν είναι ισχυρή, οι ένοπλες «παρακοινωνικές ομάδες» αναλαμβάνουν συχνά το ρόλο «πολιτικών διαμεσολαβητών» ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και την τοπική κοινωνία. Ο πολιτικός ρόλος τους στηρίζεται τόσο στην κυριαρχική τους ικανότητα, με βάση την οπλική δύναμη, όσο και στους πολλαπλούς συγγενικούς και πελατειακούς δεσμούς που τους συνδέουν με την τοπική κοινωνία. Οι δεσμοί αυτοί, η αποδοχή των λαϊκών αξιών και η σύγκρουση με την κεντρική εξουσία τους εξασφαλίζει αρχικά μια λαϊκή νομιμότητα.

»1 «Οι ληστές ήταν άνθρωποι αναρχικοί φυγόδικοι και για να αποφύγουν τις συνέπειες του Νόμου έπαιρναν τα όπλα και βγαίνανε στα βουνά όπου στήναν τα λημέρια τους και ζούσαν με ληστείες και χαράτσι , σε βάρος των κατοίκων των ορεινών περιοχών και των κτηνοτρόφων, που αφθονούσαν στα βουνά την εποχή εκείνη.

Απ΄ αυτούς υπήρχαν δύο κατηγορίες ληστές. Αυτοί που φυγοδικούσαν επειδή έπραξαν εγκλήματα για λόγους τιμής, κι απ’ εκείνους που δημιουργούσαν σκοπίμως κάποιο μικρό έγκλημα, να βρούν αφορμή να πιάσουν το κλαρί και να ζήσουν εις βάρος των άλλων, με ληστείες και χαράτσια.

Οι πρώτοι καίτοι αναρχικοί, θεωρούνταν κλέφτες καλοί, διότι το μη χείρον βέλτιστον, οι άλλοι θεωρούνταν κλέφτες κακοί, διότι είχαν καταντήσει η μάστιγα της περιοχής. Ζητούσαν βαρύ χαράτσι, ατίμαζαν γυναίκες και κακοποιούσαν όσους αντιστέκονταν στα παράνομα θελήματά τους. Ενώ οι πρώτοι, οι θεωρούμενοι καλοί κλέφτες έβαζαν κι έπαιρναν λογικό χαράτσι από τους κατοίκους, έδιναν δωρεές σε αναξιοπαθούντες ανθρώπους φτωχούς, στις εκκλησίες, σε ορφανά, στα σχολεία κλπ. Επενέβαιναν και λύναν διαφορές μεταξύ των κατοίκων και έδιναν λύσεις σ’ αυτές. Επίσης έλυναν συνοριακές διαφορές των βοσκοτόπων μεταξύ κτηνοτρόφων, αγόραζαν κανένα ζευγάρι βόδια σε πολύ φτωχούς ανθρώπους, πάντρευαν με έξοδά τους και κανένα φτωχοκόριτσο ορφανό.»2

«Εκτός από την παρουσία πολλών εθνικών ομάδων, που προφανώς θα εμπόδιζαν την απρόσκοπτη λειτουργία του μηχανισμού και των θεσμών του νέου κράτους και συνεπαγωγικά θα αποτελούσαν υποβοηθητικό μοχλό στην εδραίωση της ληστείας, τη δύσκολη κατάσταση επέτεινε η ανυπαρξία σύγχρονων για την εποχή οδικών κόμβων και δρόμων επικοινωνίας.
Τα αίτια της ανάπτυξης ληστρικών κυκλωμάτων σε περιοχές που συγκέντρωναν ορισμένα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και ασκούνταν συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες σχετίζονταν με την εισβολή του εθνικού-σύγχρονου κράτους στην παραδοσιακή-αγροτική κοινωνία και την ανατροπή των ισορροπιών της.
Το κράτος προκειμένου να εδραιώσει και να αναπτύξει τους δικούς του μηχανισμούς και θεσμούς επιτίθεται στις τοπικές και κοινωνικές ιεραρχίες και ενισχύει την αποδιάρθρωση του κοινωνικού παραδοσιακού καταμερισμού ρόλων και αρμοδιοτήτων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι εμβόλιμες μέθοδοι καταστολής και αναγκαστικής μετακένωσης θεσμών και μηχανισμών οδηγούν στην ανάπτυξη κι ισχυροποίηση της ληστοκρατίας, η οποία εγγράφεται στις προσπάθειες της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας να αντιδράσει στις κρατικές μεθοδεύσεις, που στόχευαν στην ένταξη της υπαίθρου στο νέο οικονομικό - πολιτικό σύστημα, συχνά με μεθόδους που προσέβαλαν την αξιοπρέπειά της.

Στο ίδιο κύμα αυταρχικότητας και προσπάθειας επιβολής των νόμων, εντασσόταν η συμπεριφορά των οργάνων της τάξης που γεννούσαν στους κατοίκους εύλογα ερωτηματικά για την αναγκαιότητά τους.
Οι σχέσεις μεταξύ πολιτικών και ληστών ήταν ανεπτυγμένες και εδραιωμένες. Η παράβαση της μπέσας, του εθιμοτυπικού κώδικα τιμής που δίνει πίστη και διάρκεια στις ανθρώπινες σχέσεις, που συνέδεε τον παράνομο ληστή με το ‘φρόνιμο’ κοινωνικά και πολιτικά ηγέτη θεωρείτο σύμφωνα με τις κοινωνικές συμβάσεις προδοσία, και πιθανόν να επέσυρε την τιμωρία του ‘φρόνιμου’ από τον παράνομο ληστή.»

«Δεν βάνω χέρι να ληστέψω πτωχούς ανθρώπους, που δεν έχουν 500 τουλάχιστον λίρες και πάνω, για την οικογένεια τους και τον εαυτόν τους »
Λήσταρχος Καπετάν-Φώτης Γιαγκούλας (Ελλάδα, δεκαετία του '20)

Ομοιότητες μεταξύ των ληστών εκείνης της εποχής και των σημερινών, οιασδήποτε «μορφής», είναι μάταιο να αναζητηθούν. Πολύ δε περισσότερο, είναι αδύνατο να εντοπισθούν αντίστοιχοι κώδικες τιμής, αφού απλώς δεν υπάρχουν.

Ο Φώτης Γιαγκούλας συνήθιζε να λέει : «Οι κλέφτες θα ξοφλήσουν από τα βουνά και θα κατέβουν στις πόλεις».
Προφητικά τα λόγια του: Οι πιό επικίνδυνοι λήσταρχοι, κατέβηκαν στις πόλεις, και «ντύθηκαν» πολιτικοί, τραπεζίτες, επιχειρηματίες, χρηματιστές κλπ. Εδώ ζουν, μέχρι και στις μέρες μας. Αυξάνουν τα κεφάλαιά τους, χωρίς μάλιστα να κινδυνεύουν να χάσουν τα κεφάλια τους. Και αντίθετα με τον Γιαγκούλα, αυτοί δε δίνουν φράγκο, ακόμη κι εάν τα θύματά τους είναι "πτωχοί άνθρωποι, που δεν έχουν 500 τουλάχιστον λίρες και πάνω, για την οικογένεια τους και τον εαυτόν τους". Διότι, αυτοί δεν έχουν μπέσα.http://www.katakali.net/drupal/?q=listarxoi%2Foi-listes-ton-xasion

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου