Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Η Αριστερά και η 25η Μαρτίου Γράφουν: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς

Η επετειακή ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στο Πανεπιστήμιο προκάλεσε ως γνωστόν την οργή του τέως πρύτανη (και νυν βουλευτή Επικρατείας της Ν.Δ.) Θόδωρου Φορτσάκη, που κατήγγειλε προκαταβολικά τη «βεβήλωση» του χώρου από το μίασμα της πολιτικής και δεν δίστασε να συγκρίνει έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο. Εκτός από την προβληματική σχέση του κ. Φορτσάκη με τους δημοκρατικούς θεσμούς, η αντίδραση αυτή επιβεβαιώνει επιπλέον την ουσιαστική άγνοιά του για τη νεότερη ελληνική Ιστορία και την ιδιάζουσα θέση που οι αποτιμήσεις του 1821 κατείχαν πάντα στον δημόσιο λόγο των ηγετών της Αριστεράς.
Κι όμως, αρκεί ένα απλό ξεφύλλισμα των κομματικών εντύπων της τελευταίας εκατονταετίας για να διαπιστώσει κανείς ότι τα κύρια άρθρα της 25ης Μαρτίου υπογράφονταν συχνά από τους ίδιους τους ηγέτες του ΚΚΕ ή της ΕΔΑ, κατά παρέκκλιση της συνήθους δημοσιογραφικής πρακτικής. Η δημόσια τοποθέτηση απέναντι στη συγκεκριμένη επέτειο εκλαμβανόταν δηλαδή ως κεφαλαιώδες ζήτημα, καθώς συμπύκνωνε την οριοθέτηση του αντίστοιχου πολιτικού φορέα τόσο απέναντι στο ελληνικό κράτος (που από το 1894 μέχρι το 1974 επιφύλασσε ατέλειωτες διώξεις σε όσους ευαγγελίζονταν μια ριζική κοινωνική αλλαγή) όσο και απέναντι στην ιδέα της επανάστασης, νικηφόρο αλλά ανολοκλήρωτο υπόδειγμα της οποίας θεωρούνταν το 1821.
Η ανολοκλήρωτη επανάσταση
Το πρώτο επετειακό κύριο άρθρο του «Ριζοσπάστη» (25.3.1918), «εφημερίδος δημοκρατικών αρχών» κι όχι ακόμη οργάνου του ΚΚΕ, υπογράφεται από τον σοσιαλιστή Νίκο Γιαννιό και σκιαγραφεί την παλιγγενεσία ως μια άκαρπη απόπειρα εξευρωπαϊσμού: «Εφορούσαμε τσαρούχι στο πόδι και κουμπούραν στο ζωνάρι κατά το 1821, είμασταν άξεστοι, αλλά είμασταν τίμιοι. Είχαμε ένα ιδανικό. Να ελευθερωθούμε από τον Τούρκο και να γίνουμε σαν τους Φράγκους περιηγητάς που βλέπαμε τότε να περιηγούνται τα βουνά μας. Ο πολιτισμός που ημέρωνε τα πρόσωπα και γλύκαινε τα μάτια μας τραβούσε, γιατί από παλιές τηλεπάθειες τον ενοιώθαμε τότε μέσα μας. Και μίαν 25 Μαρτίου, σαν και σήμερα, εορτάσαμε την ανεξαρτησία της φωτόλουστης πατρίδας μας. [...] Εγινε αυτό; Εμπήκαμε, είμεθα τώρα το 1918 στη σειρά των πεπολιτισμένων εθνών; Αλλοίμονο, δεν έγινε. Στα εκατό χρόνια που πέρασαν δεν εγίναμε τελειώτεροι από τους πολεμιστές του 21. Φορούμε κολλάρο, μονόκλ και ψηλό καπέλλο, αλλά εμείναμε αγριοκάτσικα χωρίς πια την αγνότητα ψυχής των γενναιοκάρδων του 21. [...] Ενας άγριος ατομισμός, μία μανία προς το ατομικό κέρδος, προς την υλικήν ατομικήν καλοζωίαν, μετέτρεψεν τον Νεοέλληνα εις μπακάλην γαντοφορεμένον, με μόνον του ιδανικόν το εξωτερικό χρύσωμα, τον μαϊμουδισμόν». Ευτυχώς όμως, εκτιμά ο αρθρογράφος, «τα όργια των διεφθαρμένων τάξεων δεν άγγιξαν παρά μόνον ένα μικρό μέρος του Ελληνικού λαού», στα λαϊκά δε στρώματα «υπάρχουν όλα τα στοιχεία προς έναν πραγματικόν εκπολιτισμόν του Ελληνικού έθνους».
Η θεώρηση του 1821 μέσα από το πρίσμα της ταξικής πάλης από τη νέα γενιά σοσιαλιστών διανοουμένων έθεσε τέλος σ’ αυτού του είδους τις επιδερμικές προσεγγίσεις. Καθοριστική τομή αποτέλεσαν τα βιβλία του Γεωργίου Σκληρού «Το κοινωνικόν μας ζήτημα» (1907) και «Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού» (1919). Εκτιμώντας ότι το 1821 «κατά βάθος ήτο αστική επανάστασις» η οποία «έφερε και πολλά αρχοντικά πολεμικά ημιφεουδαλικά στοιχεία, τεθέντα μετά του κλήρου επικεφαλής του κινήματος», ο Τραπεζούντιος διανοητής σκιαγράφησε τις αντίπαλες παρατάξεις που προέκυψαν από αυτή τη διαδικασία ως την πολιτική έκφραση ανταγωνιστικών κοινωνικών συμμαχιών: το φιλελεύθερο «αγγλικό κόμμα» ως εκπρόσωπο του νησιώτικου εφοπλιστικού κεφαλαίου, το μοναρχικό «ρωσικό» ως προϊόν της συμμαχίας των Πελοποννήσιων γαιοκτημόνων και πολέμαρχων, το δε «γαλλικό» ως απόρροια του επαμφοτερίζοντος ατομικισμού των αρματολών καπεταναίων της Ρούμελης. Τελική κατάληξη αυτών των αντιθέσεων, διαπιστώνει, υπήρξε η κοινωνική επικράτηση μιας ανεξέλεγκτης «ολιγαρίθμου ελληνικής πλουτοκρατίας, κρυπτομένης όπισθεν φιλελευθέρου λαϊκού πολιτεύματος αφ’ ενός, αφ΄ετέρου δε όπισθεν μεγάλων ιστορικών παραδόσεων και πομπωδών λέξεων» που καθήλωσαν το νεοσύστατο κράτος σε μια στείρα προσκόλληση στο παρελθόν.
Το έργο του Σκληρού ολοκλήρωσε ο δημοσιογράφος Γιάνης Κορδάτος, μέχρι πρότινος γ.γ. του ΚΚΕ, με το βιβλίο του «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821» (1924). Η πρώτη αυτή απόπειρα συνολικής ερμηνείας της εθνεγερσίας με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού έριξε το γάντι στην επίσημη ιστοριογραφία και, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε αφηνιασμένες αντιδράσεις. Η Ιερά Σύνοδος ανέθεσε μάλιστα στον θεολόγο Παναγιώτη Τρεμπέλα να απαντήσει με ειδικό σύγγραμμα, υπερασπιζόμενος τον «φεουδαρχικό» -κι όχι αστικό- χαρακτήρα της επανάστασης («Ο ιστορικός υλισμός εξ επόψεως φιλοσοφικής», Αθήναι 1925, ιδίως σ.72-80).
Διαφορετικής τάξης διαχείριση του παρελθόντος απαιτούσε η επετειακή αρθρογραφία του κομματικού Τύπου. Τα ψήγματα ιστορικής ανάλυσης συνταιριάζονται εδώ με την επισήμανση πως η εθνική απελευθέρωση δεν απέτρεψε ένα καθεστώς ταξικής εκμετάλλευσης, η ανατροπή του οποίου αποτελεί καθήκον του αναδυόμενου εργατικού κινήματος και των συμμάχων του.
«Τον Τούρκο αγά αντεκατέστησε ο Ελλην τσιφλικούχος και τον Τούρκον βασιβουζούκον ο Ελλην χωροφύλαξ» διαπιστώνει στο κύριο άρθρο του ο «Ριζοσπάστης» (25.3.1920), «εφημερίς σοσιαλιστική» πλέον. «Από την εθνικήν απελευθέρωσιν, που εχάρισεν εις τας οικογενείας που διηύθυναν την επανάστασιν τσιφλίκια και εις τους εμπόρους μας την ελευθερίαν των εμπορικών οδών, ο ελληνικός λαός, ο εργατικός και ο αγροτικός, τίποτε δεν εκατάλαβε. Εξίσου σκλάβος στη γη και στο εργοστάσιο, δούλος πολιτικώς των διεφθαρμένων αστικών κομμάτων, δούλος οικονομικώς των ταλλαράδων του, που κληρονομικώς κυβερνούν τον τόπον, δούλος πνευματικώς των παπάδων, παλεύει τα εκατό αυτά χρόνια, βασανισμένος και δυστυχισμένος, βυθισμένος στην πλέον απελπιστική αμάθεια και την δεισιδαιμονία. Η τάξις των διανοουμένων του, πουλημένη ως το κόκκαλο στην διεφθαρμένη κυβερνώσα τάξη, δεν έκαμε άλλο παρά να επεξεργάζεται τα διανοητικά και οικονομικά του δεσμά».
«Οτι η Επανάστασις του 1821 ήτο μία επανάστασις, εις ήν εσήκωσε το Εθνος η συμφεροντολογία των μικροαστών και των εμπόρων της εποχής, οίτινες έχοντες εις χείρας των την οικονομικήν ζωήν της χώρας είχον συμφέρον ν’ αποκτήσουν και την πολιτικήν εξουσίαν, είναι αναμφισβήτητον και χιλιοειπωμένον ήδη» εξηγεί την επόμενη χρονιά ο Α.Δ.Σ[ίδερις], μέλος της Κ.Ε. του ΣΕΚΕ επιφορτισμένο με την επιμόρφωση των κομματικών μελών. «Δεν έχει τι να εορτάση ο Ελληνικός λαός εις την σημερινήν εορτήν. [...] Η ελευθερία ήν επόθησαν οι επαναστάται του 1821 δεν υπάρχει εντός του αστικού καθεστώτος. Τουναντίον δουλεία απόλυτος και μεγάλη ολίγων εφοπλιστών, τραπεζιτών, μεγαλεμπόρων και τσιφλικούχων κρατεί εφ’ όλης της χώρας. Αυτή είναι η ελευθερία ήν εορτάζουν σήμερον οι αστοί, οι νέοι κατακτηταί επί του έθνους ολοκλήρου».
Το 1922 το κύριο άρθρο του «επίσημου οργάνου του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ» υπογράφεται από τον Κορδάτο και καταγγέλλει τον προπαγανδιστικό χαρακτήρα της κυρίαρχης ιστοριογραφίας: «Το σχολείον και η εκκλησία 100 χρόνια τώρα ειργάσθησαν υπερανθρώπως δια να καταστήσουν την ημέραν αυτήν εξόχως μεγάλην. Η αστική κυβερνώσα τάξις δεν ηδύνατο παρά να πλαστογραφήση τα πραγματικά αίτια της Ελληνικής Επαναστάσεως του 21 και να παρουσιάση αυτήν ως καθαρώς Εθνικόν απελευθερωτικόν κίνημα κατά των Τούρκων. Παρείδε επίτηδες τα οικονομικά αίτια που επροκάλεσαν την εξέγερσιν και τους αγώνας του 21 και διαστρεβλώσασα τα γεγονότα εδίδαξεν εις τον λαόν εντελώς τ’ αντίθετα απ’ όσα συνέβησαν πριν και κατά την Επανάστασιν». Ταυτόχρονα, τονίζει τις ιδεολογικές επιπτώσεις της κούρασης «του πολύ λαού» από δέκα χρόνια αδιάκοπων πολέμων: «Ο σημερινός εορτασμός, ενώ άλλοτε υπό το κράτος της αγνοίας και των προλήψεων επροκάλει ρίγη ενθουσιασμού, εφέτος εις κάθε γωνίαν, όταν αι σάλπιγγες θα ηχούν τα εμβατήρια, αι χήραι και τα ορφανά του πολέμου θα καταρώνται τον Δολοφόνον, οι εργάται θα αποδοκιμάζουν τον Τύραννον, οι χωρικοί θα αναθεματίζουν τον Φορομπήχτην». Λίγο πριν από την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, το κείμενο του Κορδάτου έχει υποστεί το ψαλίδι της προληπτικής λογοκρισίας –όπως θα λογοκριθεί και ολόκληρο το επετειακό άρθρο της επόμενης χρονιάς.
Από την ίδια πένα προέρχεται μάλλον και το ανώνυμο επετειακό άρθρο του 1924, που καταλήγει στο συμπέρασμα πως «οι Ελληνες εργάται κατά την σημερινήν ‘Εθνικήν’ εορτήν των αστών δεν θα λησμονήσουν ότι πρέπει να κάμουν και αυτοί το δικό των 21».
Η ταξική καταγγελία
Η «μπολσεβικοποίηση» του ΚΚΕ μετά το 1924 και η ανάληψη της καθοδήγησής του από την μπαρουτοκαπνισμένη γενιά των «παλιών πολεμιστών» θα προσδώσουν ένα έντονο αντιμιλιταριστικό-αντιεθνικιστικό χρώμα στις επετειακές αναφορές των επόμενων χρόνων. Η αλλαγή τόνου είναι εμφανής στο φύλλο της 25.3.1925:
«Προγράμματα, παράτες, δεξιώσεις, επίσημοι, ανεπίσημοι, κυανόλευκες, λάβαρα. Η πατρίδα γιορτάζει. Η πατρίδα συγκινημένη αναθυμάται τους περασμένους αγώνες, που την ανάστησαν από τη σκλαβιά. Εστι δε πατρίδα ο Μητροπολίτης που θα κάνει τη δοξολογία, οι επίσημοι που θα τήνε παρακολουθήσουν. Οποία συγκίνηση, οποίοι άνδρες! Και δικαιολογημένη η χαρά τους των ανθρώπων! Πώς θα μπορούσαν αυτοί να είναι πρωθυπουργοί και υπουργοί, αν δε χυνότανε τότε το αίμα του κοσμάκη για να κληροδοτήσει μια τραγική ιστορία σκλαβωμένης λευτεριάς, πάνω στην οποία οι νέοι άνδρες του έθνους να γράψουν την ένδοξο ιστορία της πολιτικής τους και στρατιωτικής τους σταδιοδρομίας; Κι οι μπακάληδες της Ομόνοιας και των Χαυτείων πώς θα μπορούσανε να έχουν τα μέγαρά τους σήμερα για να διαλαλούνε τον πατριωτισμό τους, κρεμώντας τις γαλανόλευκές τους στους μακρούς κοντούς, αν δε χυνότανε τότε το αίμα του χωριάτη να του δώσει λευτεριά; [...]
Δικαίωμά τους των επισήμων να γιορτάζουν και των μπακάληδων να κρεμούνε παντιέρες. Μα και δικαίωμά του αυτού του λαού να ζητήσει αυτή την κυανόλευκη ξεκρεμώντας την από τους επίσημους κοντούς της λεύτερης ‘πατρίδας’ να τη βαφτίσει μέσα στο αίμα του που έβαψε τον άτιμο δρόμο της και να την υψώσει μια μέρα κατακόκκινη στον καινούριο ήλιο που θ’ανατείλει μια μέρα, μια μεγάλη μέρα...»
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και τα επετειακά δημοσιεύματα των επόμενων χρόνων: «Η σημερινή μέρα είνε μέρα αγαλλίασης, μέρα χαράς, μέρα πανηγυρισμού για την μπουρζουαζία. Για την εργατική τάξη και για τους φτωχούς χωρικούς είνε σύμβολο καταπίεσης, εκμετάλλευσης, σκλαβιάς» (1931). «Κάθε χρόνο, τη μέρα αυτή, η ελληνική κεφαλαιοκρατία, η τάξη των βδελλών και των παρασίτων, γιορτάζει την ελευθερία της να ρουφά τον ιδρώτα και το αίμα των εργατών και των φτωχών χωρικών. Και κάθε χρόνο τη μέρα αυτή η ελληνική κεφαλαιοκρατία καλεί τους σκλάβους της, τους εργάτες, τους αγρότες, τις εθνικές μειονότητες, να γιορτάσουν την ‘ελευθερία’ τους να λιώνουν στη δουλειά στο εργοστάσιο και στον κάμπο για να στρογγυλαίνουνε οι κοιλιές των παρασίτων, να λιποθυμούν, να αυτοχτονούν και να πεθαίνουν άνεργοι σαν τα σκυλιά στους δρόμους, να πετσοκόβουνται στους Σαγγάριους και στις Ουκρανίες» (1933).
Αξιοσημείωτη είναι η απόχρωση του άρθρου της 25.3.1932, με την υπογραφή «Κ.» που χρησιμοποιούσε ο νεοδιόριστος -τότε- ηγέτης του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης. Τόσο για την απόφανσή του πως «το εικοσιένα είνε ένας σταθμός στη νεοελληνική ιστορία ή πιο σωστά στη ρωμαίικη ιστορία, γιατί οι αρχαίοι Ελληνες με τους σημερινούς ρωμηούς δεν έχουν κανέναν απολύτως φυλετικό δεσμό», όσο και για τη ρητή αναζήτηση συνέχειας ανάμεσα στη συνωμοτικότητα των Φιλικών και το «κόμμα νέου τύπου»: «Η εσωτερική οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας, με τα τρομοκρατικά μέσα που καθιέρωσε και επέβαλε ενάντια στους προδότες και αποστάτες και με τα πετυχημένα συνθήματα που λανσάρισε για να τραβήξει μαζί της τις πλατειές μάζες του αγροτικού πληθυσμού, δίνουν στην οργάνωση αυτή εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον».
Παρεμφερείς προσεγγίσεις υιοθετούν και τα ετερόδοξα αριστερά έντυπα της εποχής. «Η πατρίδα των αστών γιορτάζει σήμερα», θυμίζει στις 25.3.1932 η αρχειομαρξιστική «Πάλη των Τάξεων». «Μουσικές και παρελάσεις θα χαιρετίσουν την επέτειο της ‘απελευθέρωσής’ της. Κι οι μάζες των καταπιεζομένων, οι πεινασμένες κι εξαθλιωμένες μάζες των εργατών και των χωρικών, καλούνται κι αυτές να ξεχάσουν την πείνα και την εξαθλίωσή τους και να πάρουν μέρος στο εθνικό πανηγύρι. Καλούνται να χαιρετίσουν κι αυτές την ‘εθνική παλιγγενεσία’, την ‘απελευθέρωση της ελληνικής πατρίδας’.
»Ποιας πατρίδας; Εκείνης εν ονόματι της οποίας πεινούν. Εκείνης εν ονόματι της οποίας βογγάνε κάτω απ’ την πιο άγρια εκμετάλλευση μιας φούχτας κοινωνικών παρασίτων. Εκείνης εν ονόματι της οποίας τ’ αδέρφια τους, οι πατεράδες τους έσπειραν τα κόκκαλά τους στα πολεμικά πεδία για να τα μεταβάλουν σε χρυσάφι οι τραπεζίτες, οι τοκογλύφοι, οι βιομήχανοι και οι έμποροι. Της πατρίδας εν ονόματι της οποίας στενάζουν κάτω απ’ τη μαύρη τρομοκρατία και καταπίεση. [...] Μα οι μάζες των καταπιεζομένων καμμιά σχέση δεν έχουν μ’ αυτή την ‘πατρίδα’. Τη μισούν γιατί είνε η πατρίδα των εχθρών τους».
Με διαφορετικό λεξιλόγιο κι αφορμή τα εκατοντάχρονα της παλιγγενεσίας, ο «Σοσιαλισμός» του Στρατή Σωμερίτη αποφαίνεται πάλι (30.3.1930) πως «η αστική τάξη της χώρας μας έχει όλο το δικαίωμα να εκδηλώνει τη χαρά της και την υπερηφάνεια της γι’ αυτό, αφού κατόρθωσε, χρησιμοποιώντας το αίμα του Ελληνα αγρότη και εργάτη, να κάμη ένα βήμα γενναίο ιστορικής προόδου»˙ θυμίζει όμως ταυτόχρονα «την βάρβαρη υποδούλωση που η νικήτρια αστική τάξη ασκεί έκτοτε ενάντια στον εργαζόμενο λαό» και διακηρύσσει πως «έργο τώρα του λαού αυτού, του εργάτη, του αγρότη και του υπαλλήλου είναι ν’ αποτινάξη με τη σειρά του τον καπιταλιστικό ζυγό».
Στη σκιά της Αντίστασης
Το σχήμα της ανολοκλήρωτης επανάστασης αποδείχθηκε ίσως λειτουργικό στις συνθήκες του Μεσοπολέμου, κατέληξε όμως σε πλήρη υπαγωγή της κομματικής ιστοριογραφίας στις προτεραιότητες της τρέχουσας πολιτικής στοχοθεσίας. Η διαδοχή των παλιών πολεμιστών στην ηγεσία του ΚΚΕ από τη νέα φουρνιά στελεχών σοβιετικής διαπαιδαγώγησης συνοδεύτηκε έτσι από την εγκατάλειψη του χαρακτηρισμού του 1821 ως αστικής επανάστασης και την προβολή ενός νέου ερμηνευτικού σχήματος, που τόνιζε το «λαϊκοδημοκρατικό» της χαρακτήρα. Η νέα γραμμή θα δημοσιοποιηθεί με μια οξύτατη επίθεση του Γιάννη Ζέβγου κατά του Κορδάτου από τις στήλες της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης» (Οκτώβριος 1933) κι αποτυπώνεται καθαρά στο ανώνυμο επετειακό κύριο άρθρο του «Ριζοσπάστη» το 1936: «Απ’ την επανάσταση του 1821 η Ελλάδα», διαβάζουμε, «δε βγήκε με λαϊκό δημοκρατικό πολιτικό καθεστώς, όπως τ’ ονειρεύτηκαν οι λαϊκοί ήρωες και πρωταγωνιστές της, μα με την επιβολή του αστικοτσιφλικάδικου κράτους με κορωνίδα τις ξένες δυναστείες! [...] Η επαναστατική κληρονομιά του 1821 ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην εργατική τάξη, στον εργαζόμενο Λαό».
Η πραγματική τομή σημειώθηκε ωστόσο εδώ με το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα του 1941-44, «το νέο 1821», στο πλαίσιο του οποίου η 25η Μαρτίου θα γιορταστεί με μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην ξένη κατοχή (1942-43) κι επιθέσεις του ΕΛΑΣ στα προπύργια των ένοπλων συνεργατών του κατακτητή (1944). Παρά την ηγεμονική παρουσία του ΚΚΕ στα καθοδηγητικά κλιμάκια της αντίστασης, η κοσμογονική εμπειρία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, η μαζική συμμετοχή χιλιάδων μαχητών βενιζελικής ή μοναρχικής προέλευσης κι ο αποδεκατισμός των προπολεμικών στελεχών από τα κατοχικά εκτελεστικά αποσπάσματα διέκοψαν ουσιαστικά κάθε αίσθηση συνέχειας με τις θεωρητικές αναζητήσεις των προηγούμενων δεκαετιών.
Η μεταβολή αυτή αντανακλάται και στα μετακατοχικά επετειακά αφιερώματα του «Ριζοσπάστη». «Περάσαμε μια περίοδο που ανάστησε ολοζώντανο και μεγαλόπρεπο και συνταρακτικό το 1821» διακηρύσσει ο Ζέβγος το 1945. «Είναι η δεύτερη μεγάλη απελευθερωτική και δημοκρατική εξόρμηση του έθνους. Δεύτερη επική ανάταση. Είναι το Κίνημα Αντίστασης» που έθεσε ως στόχο «να συμπληρώσει το έργο των πατέρων μας. Να ολοκληρώσει το 1821». Την επόμενη χρονιά η Κ.Ε. του ΕΑΜ συγκρίνει στο διάγγελμά της τη λευκή τρομοκρατία της Δεξιάς με τα πεπραγμένα της Βαυαροκρατίας έναν αιώνα πριν: «Οπως στα 1821 οι εθνικοί λαϊκοί αγωνιστές παραμερίστηκαν, διώχθηκαν, φυλακίσθηκαν, συκοφαντήθηκαν και καταφρονήθηκαν, έτσι και σήμερα το εθνικό Κίνημα Αντιστάσεως παραγνωρίζεται σκόπιμα και κατασυκοφαντείται, οι αγωνιστές σαπίζουν στις φυλακές». Αλλά και το 1947, με τον Εμφύλιο να έχει πια δρομολογηθεί, το κύριο άρθρο του κομματικού οργάνου διαπιστώνει ότι «ποτέ μια Εθνική Εορτή δεν είχε για ένα λαό τόσο ουσιαστικό περιεχόμενο, όσο για τον ελληνικό λαό η 25η Μαρτίου σήμερα», καθώς «το μεγάλο 21 ο ελληνικός λαός δεν το γιορτάζει μόνο. Το ζει».
Η ήττα του ΔΣΕ το 1949 όχι μόνο δεν τροποποίησε αλλά, αντίθετα, προσέδωσε νέα δυναμική σ’ αυτό το σχήμα: «Να ελευθερωθούν οι δεσμώται αγωνισταί-συνεχισταί του 1821» απαιτεί το επετειακό πρωτοσέλιδο της «Αυγής» εν έτει 1961, ενώ το 1962 άρθρο του καθηγητή Κιτσίκη στην ίδια εφημερίδα συγκρίνει το ΝΑΤΟ με την Ιερά Συμμαχία.
Προς την ίδια κατεύθυνση συνέβαλε ο κυπριακός αγώνας του 1955-59 και οι μαζικές διαδηλώσεις στα αστικά κέντρα, με τις οποίες εκφράστηκε όχι μόνο η αλληλεγγύη προς τους αλύτρωτους αδελφούς αλλά και η ανταπόδοση για τη στρατιωτική συντριβή του ΕΑΜ από τους Βρετανούς το 1944. «Ετσι γιορτάσθηκε η εθνική μας επέτειος. Ενας τεράστιος χείμαρρος σπουδαστών φωνάζοντας ‘Κάτω οι Άγγλοι’ ξεχύνεται στους δρόμους της Αθήνας. Συμπλοκές με την αστυνομίαν» πανηγυρίζει πρωτοσέλιδα η «Αυγή» της 25.3.1955. Το 1956 μια εντυπωσιακή εικονογράφηση συγκρίνει τη σφαγή της Χίου με την καταστολή της ΕΟΚΑ, ενώ το 1957 το κύριο άρθρο διαπιστώνει πως «το Εικοσιένα συνεχίζεται» στη μεγαλόνησο.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης το αίτημα για επίσημη αναγνώριση της εαμικής Αντίστασης θα σημαδέψει τους γιορτασμούς όχι μόνο της 28ης Οκτωβρίου, αλλά και της 25ης Μαρτίου. Η απόπειρα των αντιστασιακών σωματείων να παρελάσουν το 1980, με την πολιτική κάλυψη δημοτικών συμβουλίων του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς, κατέληξε σε μαζικές συλλήψεις και ξυλοδαρμούς από τα ΜΑΤ.
Το 1821, πηγή έμπνευσης στον αντιμνημονιακό αγώνα του 2010-2012 | 
Το κλείσιμο του κύκλου
Πολύ περισσότερο από την αρθρογραφία του κομματικού Τύπου, τη συλλογική εικόνα του κόσμου της Αριστεράς για το 1821 θα διαμορφώσει ωστόσο μεταπολεμικά ο εκδοτικός οργασμός που παρατηρείται στον χώρο της «δημόσιας Ιστορίας», με κοινή συνισταμένη την αγιοποίηση του στρατιωτικού σκέλους της επανάστασης και την καταγγελία των πολιτικών φορέων του (αγγλόφιλου) φιλελευθερισμού. Την ολοκληρωτική, μ’ άλλα λόγια, αντιστροφή του σχήματος που είχαν επεξεργαστεί ο Σκληρός κι ο Κορδάτος μισόν αιώνα νωρίτερα.
Ο ίδιος ο Κορδάτος επανεξέδωσε το 1946 το -κλασικό πλέον- σύγγραμμά του, προσθέτοντας ένα κεφάλαιο για «τη συμβολή των αγροτολαϊκών μαζών στον εθνικό αγώνα» στο οποίο αναθεωρούσε διακριτικά τα αρχικά πορίσματά του. Αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της νέας οπτικής υπήρξαν «Το προδομένο Εικοσιένα» του Κώστα Βαλέτα (1946), ο «Καραϊσκάκης» του Δημήτρη Φτιάδη (1956) και το δημοφιλές αλλά ελάχιστα αξιόπιστο «Το 21 και η αλήθεια» του Γιάννη Σκαρίμπα (1971). Ενδεχομένως λόγω του όγκου του ο αξιόλογος τετράτομος «Εσωτερικός Αγώνας» του Τάκη Σταματόπουλου (1957-75) επηρέασε πολύ λιγότερο τις σχετικές ζυμώσεις.
Στους αντίποδες αυτής της συλλογιστικής ένα άλλο ρεύμα θ’ αναζητήσει ξανά, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και δώθε, τις ευρωπαϊκές ρίζες της εθνεγερσίας στο ρεύμα του Διαφωτισμού που προηγήθηκε της ένοπλης εξέγερσης. Λιγότερο δημοφιλές στη λαϊκή βάση της Αριστεράς, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με τα μεταπολεμικά αντιδυτικά στερεότυπα, το ρεύμα αυτό έμελλε να γειωθεί σε ευρύτερους κύκλους μόνο μετά το 1992 και τις ανακλαστικές αντιδράσεις που προκάλεσε η αναβίωση του παραδοσιακού, δεξιόστροφου εθνικισμού γύρω από το Μακεδονικό. Ακόμη και τότε ωστόσο το ’21 ελάχιστα απασχόλησε τους αναθεωρητές ιστορικούς που ανέλαβαν να τα βάλουν με τα κυρίαρχα «πατριωτικά» στερεότυπα.
Διαβάστε:
► Χριστίνα Κουλούρη
«Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου» (Κομοτηνή 1995, εκδ. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης).
Οι πολιτικές χρήσεις της 25ης Μαρτίου κατά τα πρώτα χρόνια μετά την καθιέρωσή της ως εθνικής γιορτής από το καθεστώς του Οθωνα.
► Ι. Κ. Κορδάτος
«Η κοινωνική σημασία της επαναστάσεως του 1821» (Αθηναι 1924, εκδ. οίκος Γ. Βασιλείου).
Η πρωτοπόρα ανάλυση της ελληνικής επανάστασης με βάση τη μαρξιστική μέθοδο, από τον ιστορικό που διετέλεσε γραμματέας του ΚΚΕ από το 1920 ώς το 1924. Στο εμπόριο κυκλοφορεί δυστυχώς μόνο η μεταγενέστερη εκδοχή του έργου, που εκδόθηκε το 1946.
► Φίλιππος Ηλιού
«Ο χαρακτήρας της επανάστασης του 1821. Γιάννης Ζεύγος - Γιάννης Κορδάτος» (Αντί, τχ.43-44 & 46 [17.4, 1.5 & 29.5.1976]).
Εκτενής παράθεση αποσπασμάτων από τη δημόσια αντιπαράθεση του 1933-34 που οριοθέτησε τις δυο αντιθετικές ερμηνείες του 1821 στους κόλπους της ελληνικής Αριστεράς. Την παρουσίαση κλείνει το κλασικό -πλέον- κείμενο του επιμελητή για την «ιδεολογική χρήση της Ιστορίας» (τχ.46, σ.31-4).
► Γιώργος Βαλέτας
«Το προδομένο εικοσιένα» (Αθήνα 1946, εκδ. Κορυδαλλού).
Πολιτική αποκατάσταση του (συντηρητικού και φιλομοναρχικού) στρατιωτικού σκέλους της επανάστασης ως προπάτορα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
► Τάκης Σταματόπουλος
«Ο εσωτερικός αγώνας. Η ταξική πάλη πριν και κατά την επανάσταση του 1821» (4 τ., Αθήνα 1979, εκδ. Κάλβος).
Η εκτενέστερη μελέτη των εμφύλιων συγκρούσεων που σημάδεψαν την επανάσταση και καθόρισαν την έκβασή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου