Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Η Βία είναι η ουσία του Νόμου

guncontrolΕγώ διάλογο δεν κάνω. Δεν ξέρω τι εννοεί ο καθένας διότι η ρήση του κ. Παρασκευόπουλου είναι πολύ καλή. Λέει να κάνουμε διάλογο για να μην υπάρχει βία. Για να σταματήσουμε τη βία. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί είναι η βία. Είναι οι ίδιοι η βία. Δεν είναι ότι θέτουν ένα αίτημα, το απορρίπτεις και υπάρχει ένταση. Εδώ χρησιμοποιούν τη βία για να συζητήσεις μετά το ενδεχόμενο αίτημα. Οπότε διάλογος δεν πρέπει να γίνει για κανέναν λόγο. Η δημοκρατία δεν κάνει διάλογο με αυτούς που δεν έχουν πρόσωπα.
 Γιάννης Πανούσης
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τη συνέντευξη του υπουργού δημόσια τάξης στο Πρώτο Θέμα. Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, συνέχεια της ιδεολογίας που παράγει η εξουσία τα τελευταία χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης, ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή αντι-βίας εκδηλώνεται από τους καταπιεσμένους, και κύρια από την εργατική τάξη, ως απάντηση στη σφοδρή ταξική υποτίμηση των τελευταίων ετών. Από την εξέγερση του 2008 ακόμα.
Μπορεί να είναι μια φράση εντυπώσεων που δεν μπορεί να ”τεκμηριωθεί”, όπως για παράδειγμα η θεωρία των δύο άκρων. Παρ΄ όλα αυτά εδώ υπάρχει ένα ποιοτικό άλμα, ίσως, σε σχέση με την κατεστημένη θεωρία για τα πολιτικά άκρα. Αυτό συνίσταται στο γεγονός πως μερίδα πολιτών, οι αναρχικοί,  ταυτίζονται με τη βία, αποτελούν οι ίδιοι τη βία.
Ο Πανούσης που είναι καθηγητής και σίγουρα ξέρει πολύ καλά τι λέει, μας πληροφορεί πως πλέον η βία, δεν είναι μέσο για την εξυπηρέτηση σκοπών, δεν εδράζεται στις νομικές κατηγορίες του κράτους, αλλά σηματοδοτεί την ύ π α ρ ξ η μιας συγκεκριμένης μερίδας πολιτών, των αναρχικών. Αυτό, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και καινοτομία στον αστερισμό του εξουσιαστικού λόγου των τελευταίων ετών. Δεν είναι όμως. Είναι απλά η αντίδραση στην αμφισβήτηση του μονοπωλίου.
Σαφέστατα, ο σκοπός του υπουργού δημόσιας τάξης και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι συγκεκριμένος. Σε κάθε περίπτωση ό,τι διατυπώνεται έχει σχέση αποκλειστικά με τη φαινομενικότητα της πραγματικότητας, έτσι όπως αυτή κατασκευάζεται από τον ιδεολογικό μηχανισμό των αφεντικών, ή αλλιώς το θέαμα. Ο σκοπός, φυσικά, δεν είναι άλλος από την καταστολή. Δεν είναι άλλος από την νομιμοποίηση της βίας της εξουσίας η οποία θα κληθεί να συμμορφώσει το υποκείμενο εκείνο που αμφισβητεί, με τη δράση του, την κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Και έχει ενδιαφέρον το γεγονός πως ο υπουργός δημόσιας τάξης αναγκάζεται να μπει στη διαδικασία δικαιολόγησης, στη διαδικασία νομιμοποίησης της βίας που το Κράτος του έτσι κι αλλιώς νομιμοποιείται να ασκεί – ή μήπως δεν είναι, πλέον, τόσο απλά τα πράγματα;
Καθώς διάβαζα την, πολύ πλούσια σε εξαγωγή συμπερασμάτων, συνέντευξή του, μου ήρθε στο νου το κείμενο του Walter Benjamin, Για μια Κριτική της Βίας. Το οποίο θα έλεγα πως αποτελεί απάντηση όχι μόνο στις γελοιότητες του επιστήμονα της καταστολής Πανούση, αλλά συνολικά στην ιδεολογική παραγωγή της εξουσίας και τα κατά καιρούς εφευρήματά της: από τηντρομοκρατία μέχρι τη θεωρία των δυο άκρων και την καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται. 
Ωστόσο, θα μοιραστώ μόνο το κομμάτι εκείνο που μιλά για την αστυνομία, τον ρόλο της και τη σχέση της με τη βία, μιας και ο Πανούσης είναι ο υπουργός της. Πριν όμως, θα ήθελα να μοιραστώ μερικά σχόλια του Φώτη Τερζάκη για το κείμενο αυτό του Benjamin (που σε κάθε περίπτωση πρέπει να διαβαστεί ολόκληρο για να γίνει κατανοητό και το παρακάτω απόσπασμα), από τοΕρμηνευτικά για τη Σχολή της Φραγκφούρτης. 
Απόσπασμα από το Ερμηνευτικά για τη Σχολή της Φραγκφούρτης: Βία του νόμου και βία της απολύτωσης
– Φώτης Τερζάκης
Σε αυτό το στάδιο της σκέψης του ο Benjamin είναι εμφανώς επηρεασμένος από τον βολονταριστικό αναρχισμό του Georges Sorel, τον οποίο επιδιώκει να υποβάλλει σε μια πιο λεπτή εννοιολογική επεξεργασία. Δύο θέσεις το Sorel υιοθετούνται εμφανώς στο συγκεκριμένο κείμενο: η ουσιώδης ταύτιση του νόμου και βίας και η ιδέα μιας επανασταστικής αντι-βίας ελεύθερης από σκοπούς, ως μορφή στιγμιαίας και λυτρωτικής αυτοέκφρασης. Ο Benjamin δείχνει ότι ο νόμος, το δίκαιο και κάθε μορφή συμβολαίου εν γένει είναι προϊόντα μιας βίας η οποία σε πρώτη φάση είναι απαραίτητη για να τα επιβάλει, και εν συνεχεία διαρκώς παρούσα και επικρεμάμενη ώστε να τα διατηρεί. Θα δείξει με μεγάλη οξυδέρκεια ότι κατ’ αυτή την έννοια η βία δεν είναι κάτι το εξωτερικό, κάτι που συνοδεύει, όπως θα λέγαμε, τον νόμο αλλά η ίδια του η ουσία, η διαδικασία της οποίας αυτός αποτελεί αποκρυστάλλωμα.
[…]
Σύμφωνα με μια τέτοια οπτική που θεωρεί ότι το δίκαιο γεννιέται αναγκαστικά από τη βία, και μόνο απ’ αυτήν, μπορεί να δειχθεί πως ισχύει εξίσου και το αντίστροφο: ότι κάθε μορφή βίας είναι δυνάμει φορέας επανανομοθέτησης. Ιδού λοιπόν τι είναι εκείνο που οι πολιτικές οντότητες τρέμουν απέναντι στις ανεξέλεγκτες εκδηλώσεις βίας, τί είναι εκείνο που θέλουν να κατοχυρώσουν μέσ’ από την ιδιοποίηση για λογαριασμό τους του μονοπωλίου της βίας: δεν φοβούνται τόσο τα πρακτικά αποτελέσματα μιας οιασδήποτε βίαιης ενέργειας όσο το γεγονός ότι, μέσω αυτής, κάποιος άλλος αναδεικνύεται σε δυνητικό υποκείμενο νομοθεσίας.
 Απόσπασμα από το Για μια κριτική της βίας*
– Walter Benjamin
Λαμβάνοντας μια πολύ πιο ανώμαλη μικτή μορφή, σε σύγκριση με τη θανατική ποινή, εμφανιζόμενα, κατά κάποιο τρόπο, υπό μορφή φασματικού κράματος, τα δύο αυτά είδη βίας [1] συναντώνται και σ’ έναν άλλο θεσμό τού σύγχρονου κράτους, την αστυνομία. Και ναι μεν πρόκειται εδώ για μορφή βίας που ασκείται προς ικανοποίηση νομικών σκοπών (με το δικαίωμα έκδοσης διατάξεων [Verfügungsrecht]), αλλά η εν λόγω αρμοδιότητα θα συνοδεύεται από εκτεταμένη εξουσία διακριτικής ευχέρειας καθορισμού των σκοπών αυτών (οπότε θα πρόκειται ουσιαστικά για κανονιστικές αρμοδιότητες [Verordnungsrecht]).
Το όνειδος μιας τέτοιας εξουσίας — πράγμα το οποίο ελάχιστοι κατανοούν, διότι, παρ’ όλο που οι προβλεπόμενες από τον νόμο αρμοδιότητες τής αστυνομίας σπανίως επαρκούν τουλάχιστον όσον αφορά τις πλέον βάναυσες επεμβάσεις στις οποίες αυτή προβαίνει, η αστυνομία έχει ωστόσο ουσιαστικά εξουσιοδοτηθεί να δρα ανεξέλεγκτα στις πλέον ευάλωτες περιοχές και εναντίον σωφρόνων πολιτών, κατά των οποίων το κράτος δεν δύναται να στραφεί βάσει των νόμων — έγκειται στο ότι, αναφορικά με την εν λόγω εξουσία, αίρεται η ισχύουσα διάκριση ανάμεσα στη βία που θεσπίζει και σε εκείνη που διαφυλάττει το δίκαιο. Αν για την πρώτη μορφή εξουσίας απαραίτητη προϋπόθεση είναι το να έχει αποδείξει την αξία της μέσω τής κατίσχυσής της, η δεύτερη υπόκειται στον περιορισμό ότι δεν θα θέσει νέους σκοπούς. Η αστυνομική εξουσία όμως απαλλάσσεται από την υποχρέωση τήρησης των δύο αυτών όρων.
Η αστυνομική εξουσία θεσπίζει αφενός δίκαιο — εφόσον χαρακτηριστική της λειτουργία δεν είναι βεβαίως η δημοσίευση και θέση σε ισχύ των νόμων, αλλά η έκδοση διατάξεων που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — και, αφετέρου, είναι εξουσία που διαφυλάττει το δίκαιο, διότι τίθεται στη διάθεση των αντίστοιχων σκοπών. Ο ισχυρισμός δε ότι οι σκοποί τής αστυνομικής εξουσίας πάντοτε ταυτίζονται, ή έστω συνδέονται, με αυτούς του ευρύτερου δικαίου είναι απολύτως αναληθής. Εκείνο που μάλλον ισχύει είναι ότι στο «δίκαιο» τής αστυνομίας εντοπίζεται, στην πραγματικότητα, το σημείο εκείνο όπου το κράτος, είτε λόγω αδυναμίας, είτε λόγω των εγγενών συσχετισμών στο εσωτερικό κάθε έννομης τάξης, δεν μπορεί πλέον να εγγυηθεί μέσω τής έννομης τάξης την ικανοποίηση των εμπειρικών σκοπών που επιθυμεί με κάθε τίμημα να επιτύχει. Ως εκ τούτου, όταν η αστυνομία δεν θα αρκείται απλώς στο να επιτηρεί ή να παρενοχλεί βάναυσα τον πολίτη — χωρίς την παραμικρή σχέση με την ικανοποίηση οποιωνδήποτε νομικών σκοπών — στα πλαίσια μιας ήδη ρυθμιζόμενης από πολλές διατάξεις καθημερινότητας, θα επεμβαίνει «χάριν ασφαλείας» σε πολυάριθμες άλλες περιπτώσεις, όπου δεν είναι καθόλου σαφής η ισχύουσα νομική κατάσταση.
Σε αντίθεση με το δίκαιο, το οποίο αναγνωρίζει στην κατά τόπο και χρόνο προσδιορισμένη «απόφαση» μια μεταφυσική κατηγορία, μέσω τής οποίας είναι δυνατόν να εγερθεί αξίωση κριτικής, η εξέταση του θεσμού της αστυνομίας δεν καταλήγει σε τίποτε το ουσιώδες. Η εξουσία της είναι άμορφη, όπως ακριβώς είναι διάχυτη, φασματική και δυσεντόπιστη η παρουσία της στη ζωή όλων των πολιτισμένων κρατών. Και ενώ θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι, σε επίπεδο μεμονωμένων χαρακτηριστικών, η αστυνομία φαίνεται να είναι παντού η ίδια, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το πνεύμα της είναι λιγότερο καταστρεπτικό, όταν εκπροσωπεί, στην απόλυτη μοναρχία, την εξουσία του ανώτερου άρχοντα (στο πρόσωπο τού οποίου συνενώνονται η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία), εν συγκρίσει με τις δημοκρατίες, όπου η ύπαρξη της, εφόσον δεν εξυψώνεται μέσα από μια τέτοια σχέση, εκδηλώνει την πλέον εκφυλισμένη μορφή βίας που μπορεί να συλλάβει κανείς.
* το κείμενο αυτό γράφτηκε μετά το τέλους του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της ήττας της συμβουλιακής επανάστασης στη Γερμανία, το 1921.
1-  τα δύο είδη βίας που αναφέρει ο Benjamin είναι η βία που θεσπίζει και η βία που διαφυλάττει το δίκαιο
το απόσπασμα από το κείμενο του Benjamin εδώ, όπου υπάρχει και ολόκληρο.
mpaxala

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου