Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Η Χρυσή Αυγή και το πεδίο του κοινωνικού.

Το κείμενο αφιερώνεται στους Εβραίους συνανθρώπους μας που μαρτύρησαν στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, εκεί όπου η ναζιστική «πράξη» έτεινε στην απόλυτη εκμηδένιση του ανθρώπινου όντος. Εκεί όπου ο «πανταχού παρών» θάνατος επικάλυψε τον «αγέρα».
«Κοπέλες του Μαουτχάουζεν, κοπέλες του Μπέλσεν, μην είδατε την αγάπη μου; Την είδαμε στην παγερή πλατεία μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι, με κίτρινο άστρο στην καρδιά». (Ιάκωβος Καμπανέλλης, Άσμα Ασμάτων, 1965).
Η βεβήλωση του μνημείου του Ολοκαυτώματος στην Αθήνα από την εθνικιστική οργάνωση ‘Ανένταχτοι Μαιάνδριοι Εθνικιστές’ θέτει επί τάπητος το ζήτημα της «ολικής» αντιμετώπισης του φασισμού-ναζισμού, που πλέον προσλαμβάνει και οργανωτικά χαρακτηριστικά πέριξ της Χρυσής Αυγής. Η βεβήλωση του μνημείου του Ολοκαυτώματος στην Αθήνα σηματοδοτεί την εμφάνιση του συγκεκριμένου μορφώματος στο πεδίο του κοινωνικού. 
Και ακριβώς οι φασιστικές-νεοναζιστικές δομές επιδιώκουν την δραστηριοποίηση τους στο πεδίο της εκφοράς και της αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων, αναζητώντας κοινωνική νομιμοποίηση και ισχύ. Και η συγκεκριμένη κοινωνική ισχύς δεν αποκρυσταλλώνεται μόνο στο εκλογικό επίπεδο, (βλ. την εκλογική ‘καταγραφή’ του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής) αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο, ήτοι στο επίπεδο της ιδεολογικής κίνησης τμήματος του μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων.
 Με αυτόν τον τρόπο, ο λόγος του μίσους και του αποκλεισμού και  η «πράξη» μίας προσίδιας προσπάθειας «εκμηδένισης» του «διαφορετικού», (φυλετικά, πολιτικά-ιδεολογικά, σεξουαλικά), διαχέονται ως ιδεολογικές «ρηγματώσεις» σε ένα τμήμα του κοινωνικού μπλοκ των λαϊκών-καταπιεσμένων τάξεων. Η κοινωνική, πολιτική, εκλογική και ιδεολογική σύμφυση φασιστικών-νεοναζιστικών «δομών» και μερίδας της μικροαστικής τάξης καθώς και του εργατικού μπλοκ αποτυπώνεται και αποκρυσταλλώνεται στις «γωνίες» του αστικού χώρου, εκεί όπου ο περιώνυμος «άλλος» ως βασική ανθρώπινη «μονάδα» «συναντά» τις ρήξεις και τις εγκάρσιες τομές που χαράσσει η νεοναζιστική βία, βία ταυτόχρονα λεκτική και σωματική.
 Η κοινωνική ισχύς και «ενέργεια» που αντλεί συγκεκριμένα η Χρυσή Αυγή επαναχαράσσει τα όρια της δράσης και της δραστηριοποίησης της. Και η νεοναζιστική βία, βία λεκτική και σωματική, αποκτά κοινωνικές διαστάσεις και προεκτάσεις ασκούμενη ως «βίαιη ενέργεια» ενάντια στους περιώνυμους «άλλους». Η κοινωνική ισχύς ενσωματώνεται στα χαρακτηριστικά εκείνα που ορίζουν και προσδιορίζουν συνάμα το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής. Η φασιστική-νεοναζιστική βία τέμνει και ανατέμνει το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι αναδιαμορφώνοντας το όλο πλαίσιο του αστικού χώρου.
«Τυπικά η Χρυσή Αυγή αυτοπροβάλλεται ως η οργάνωση των ‘ελλήνων εθνικιστών’. Αν και δεν είναι λίγες οι φορές που στις σελίδες της φυλλάδας τους συναντά κανείς υμνολόγια για το ‘εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες’ (‘Εθνικό Σοσιαλιστικό’ λεγόταν το κόμμα του Χίτλερ, οι Ναζί), το αποκρουστικό φασιστικό τους πρόσωπο αποκαλύπτεται μέσα από την ίδια τους τη δράση».[1]
 Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως η κοινωνική συμμαχία που έχει συγκροτήσει το νεοναζιστικό μόρφωμα αναδιατάσσει το εύρος της κίνησης της, καθότι το «βήμα» που πραγματοποιεί συμφύεται οργανικά πλέον με την «βίαιη» πράξη του νεοναζιστικής οργάνωσης. Ως βία ως κοινωνική αποτύπωση, ως νόημα που «συναντά» την «σκιώδη» κοινωνική έγκληση εκφέρεται ως κρισιακή τομή που φέρει και «μετατοπίζει» το αποτυπώματα της κρίσης πάνω στην ίδια την ζωή των «διαφορετικών».
 «Η κρίση δημιουργεί κρίση υποκειμενοποίησης. Το τεράστιο αυτό έλλειμμα, το κενό στο εσωτερικό των υπάρξεων χωρίς όρους ύπαρξης εικονοποιείται από το φασισμό στον φοβερό, φρικαλέο, μολυσματικό, θανατηφόρο αλλά και σαν το θάνατο ανίκητο «Εβραίο μέσα σου» των Χρυσαυγιτών. Για να εξαλειφθεί, να  «γεμίσει», πρέπει αυτή η επιθυμία θανάτου να στραφεί προς τα έξω, προς τον Εβραίο έξω σου και προς το κάθε ομοίωμα Εβραίου, μετανάστη, ομοφυλόφιλου, «μη κανονικού», γύρω σου».[2]
 Η νεοναζιστική λεκτική και σωματική βία, μετασχηματίστηκε σε «ημικοινωνική» στο βαθμό που έτεινε να ενσωματώσει την έγκληση τμήματος των μικροαστικών τάξεων, καθώς και ενός τμήματος της εργατικής σφαίρας. Η διαδικασία ενός δομικού και προσίδιου βίαιου και «ημικοινωνικού» μετασχηματισμού, «εγγίζει» τον λόγο του ρατσισμού και του μίσους. Σε αυτή την περίπτωση, η ιδεολογική νεοναζιστική εκφορά, αφού πρώτα «εκκολάφθηκε» και «νομιμοποιήθηκε»  εντός του πλαισίου της κυρίαρχης ιδεολογίας, εν συνεχεία διαχύθηκε ως ιδεολογικό «σύστημα» σε μερίδα των μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων, κάτι που συνέτεινε εκ των προτέρων σε μία ιδεολογική «νομιμοποίηση» των βίαιων  πράξεων της Χρυσής Αυγής.
 Για αυτό ακριβώς χρησιμοποιούμε τον όρο «ημικοινωνική» βία, εννοώντας ακριβώς την νεοναζιστική βία που σχετίζεται με την «έμμεση» έγκληση και συναρμογή μερίδας των μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων.  Η ιδεολογική-κοινωνική «νομιμοποίηση» των βίαιων πράξεων του νεοναζιστικού μορφώματος όρισε και προσδιόρισε συνάμα την κίνηση ενός τμήματος των μικροαστικών στρωμάτων την περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης.
 Ο Νίκος Πουλαντζάς με εξαιρετική σαφήνεια διατύπωσε την εξής παρατήρηση: «Ωστόσο, τα πράγματα δεν σταματούν εδώ: οι μικροαστοί απογοητεύονται από τη σοσιαλδημοκρατία που δεν καταφέρνει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα τους. Με την αρχή της διαδικασίας του εκφασισμού, η μικροαστική τάξη εγκαταλείπει τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά στο σύνολο της αντιμετωπίζει την αστάθεια και την ηγεμονιακή αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων και τμημάτων, αδυναμία που χαρακτηρίζει την κρίση εκπροσώπησης των αστικών κομμάτων. Τα αστικά κόμματα, ενώ συνδέονταν άμεσα με τα ταξικά συμφέροντα του άρχοντος συγκροτήματος, ήταν ταυτόχρονα οι εκπρόσωποι της μικροαστικής τάξης, γιατί η τελευταία δεν μπορούσε ν’ αναδείξει δικό της κόμμα».[3]
Η συγκεκριμένη παρατήρηση είναι εξαιρετικά διαυγής και δραματικά επίκαιρη. Φυσικά, δεν υπάρχει η διαδικασία του σταδιακού εκφασισμού, αλλά είναι η κρισιακή κίνηση και φορά μέρους της μικροαστικής τάξης που αφενός μεν τροφοδοτεί με κοινωνική ισχύ και «ενέργεια» το φασιστικό-νεοναζιστικό φαινόμενο, αφετέρου δε «εγκολπώνεται» ως κοινωνική δομή μέρος των νεοναζιστικών πολιτικών-ιδεολογικών προταγμάτων, επιδιώκοντας να αποκρυσταλλωθεί ως δομή στο πεδίο του κοινωνικού.
 Η κρίση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, ήτοι η κοινωνική, πολιτική και εκλογική απίσχνανση του άλλοτε ηγεμονικού ΠΑΣΟΚ, διαμόρφωσε τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση και την διαμόρφωση εγκάρσιων τομών και ρήξεων. Σε αυτό το πλαίσιο «απελευθερώθηκαν» κοινωνικές δυνάμεις που άλλοτε αποτελούσαν οργανικό κομμάτι της διευρυμένης κοινωνικής συμμαχίας που είχε συγκροτήσει το ΠΑΣΟΚ.
 Και επειδή καμία κοινωνική τάξη δεν συγκροτείται και δεν τοποθετείται  «μεταφυσικά», δύναται να λεχθεί ότι ήταν η μνημονιακή διαχείριση των ενεργών και τρεχουσών «ροών» της βαθιάς οικονομικής κρίσης αυτή που προκάλεσε μία προσίδια και δομική απόκλιση και αποστοίχιση σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων.
Η μικροαστική τάξη ήρε τα χαρακτηριστικά μίας απρόσκοπτης και διευρυμένης αναπαραγωγής, κάτι που συνέβαλλε στο να μετατοπιστεί δομικά προς την κατεύθυνση μίας εκ νέου κρίσιμης και «κρισιακής» ανανοηματοδότησης του κοινωνικού της ρόλου. Μία μερίδα της μικροαστικής τάξης (αλλά και του εργατικού μπλοκ) αναζήτησε την απολεσθείσα κοινωνική της δύναμη και ισχύ.
Έτσι, στοιχήθηκε με τον λόγο και την πράξη του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, σε μία κίνηση και διαδικασία αντίστροφης φοράς: η κοινωνική ισχύς και η ιδεολογική-κοινωνική «νομιμοποίηση» που προσέφερε στο βίαιο λεκτικό και σωματικό πρόταγμα της Χρυσής Αυγής, αναδιέταξε και οριοθέτησε εκ νέου μερίδα της μικροαστικής τάξης.
 Με άλλα λόγια διατυπωμένο, η προσκόλληση στη Χρυσή Αυγή στηρίχθηκε στο πεδίο της ανασυγκρότησης τμήματος της μικροαστικής τάξης, ήτοι στο πεδίο της εκ «επανάκτησης» των διευρυμένων όρων κοινωνικής αναπαραγωγής της. Και το συγκρεκριμένο κοινωνικό τμήμα συνάντησε, στο πλαίσιο του πολιτικού οικοδομήματος, το «αντεστραμμένο» πολιτικό του «είδωλο».
 Η ως άνω «αρμονική» σύμφυση προσέλαβε δομικά χαρακτηριστικά, καθότι επέδειξε διάρκεια και αντοχή την εξόχως κρίσιμη στιγμή: την στιγμή της βίας που έφθασε έως την φυσική εξόντωση του νεαρού αντιφασίστα μουσικού Παύλου Φύσσα. (Σεπτέμβριος 2013, Κερατσίνι). Η φασιστική δομή γίνεται το κόμμα ενός τμήματος των μικροαστικών στρωμάτων, το κόμμα που «ενοποιεί» και ρυθμίζει τα συμφέροντα της την «κρισιακή» χρονική περίοδο.
 Το προτσές της κοινωνικής κίνησης δεν είναι ευθύγραμμο και γραμμικό. Η φασιστική-νεοναζιστική έγκληση επηρέασε και ένα κομμάτι του εργατικού μπλοκ, ευρύτερα του μπλοκ των λαϊκών-καταπιεσμένων τάξεων. Απαιτείται η καθημερινή δραστηριοποίηση του εργατικού και αντιφασιστικού κινήματος, μία δραστηριοποίηση που θα έχει στόχο της κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική «εκρίζωση» του νεοναζιστικού μορφώματος.

Σίμος Ανδρονίδης είμαι υποψήφιος διδάκτορας στο ΑΠΘ.
Λάβαμε και δημοσιεύουμε το συγκεκριμένο κείμενο συμβολή στο εργατικό και αντιφασιστικό κίνημα
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ


[1] Βλ.σχετικά, Πίττας Κώστας, ‘Η φασιστική απειλή και η πάλη για να την  τσακίσουμε’. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα, 2011, σελ. 18.
[2] Βλ.σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Φρίκη μιας Παρωδίας. Τρεις ομιλίες για τη «Χρυσή Αυγή»,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2013, σελ. 25.
[3] Βλ.σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον Φασισμό’, Μετάφραση: Αγριαντώνη Χριστίνα, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2006, σελ. 273.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου