Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Δωσιλογισμός: η υπέρβαση ενός ταμπού

Τάσος Κωστόπουλος | 25.10.2015
αναδημοσίευση από efsyn.gr
Είμεθα ελεύθεροι να διοικήσωμεν τα εσωτερικά μας κατά την ιδίαν ημών θέλησιν” Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, κατοχικός πρωθυπουργός (διάγγελμα για την ανάληψη των καθηκόντων του, 2.12.1942)
Eκ των πραγ­μά­των, οι εθνι­κές επέ­τειοι δεν προ­σφέ­ρο­νται συ­νή­θως για ιδιαί­τε­ρα αυ­το­κρι­τι­κές ανα­γνώ­σεις του πα­ρελ­θό­ντος.
Οχι μόνο οι πα­νη­γυ­ρι­κοί αλλά και τα επε­τεια­κά αφιε­ρώ­μα­τα των ΜΜΕ δύ­σκο­λα απο­φα­σί­ζουν να θί­ξουν πτυ­χές αυτού του πα­ρελ­θό­ντος που αντι­φά­σκουν με ό,τι έχει πα­ρα­δο­σια­κά ανα­γο­ρευ­τεί σε «νόημα της ημέ­ρας».
Η 28η Οκτω­βρί­ου δεν απο­τε­λεί εξαί­ρε­ση σ’ αυτό τον κα­νό­να. Επέ­τειος που πρω­το­τι­μή­θη­κε μα­χη­τι­κά –ως αντι­στα­σια­κή πράξη– στη διάρ­κεια της γερ­μα­νοϊ­τα­λι­κής κα­το­χής, για να θε­σπι­στεί αμέ­σως μετά τον πό­λε­μο ως δεύ­τε­ρη εθνι­κή εορτή, υπήρ­ξε μεν εξαρ­χής αντι­κεί­με­νο διεκ­δί­κη­σης με­τα­ξύ των αντί­πα­λων πο­λι­τι­κών πα­ρα­τά­ξε­ων της επο­χής, δίχως όμως ν’ αμ­φι­σβη­τη­θεί η «παλ­λαϊ­κή» διά­στα­ση της αντί­στα­σης του ελ­λη­νι­κού λαού στους ει­σβο­λείς.

Πλευ­ρές του ελ­λη­νοϊ­τα­λι­κού κι ελ­λη­νο­γερ­μα­νι­κού πο­λέ­μου του 1940-41 όπως η προ­λη­πτι­κή κα­τα­στο­λή του (πραγ­μα­τι­κού ή ει­κα­ζό­με­νου) «εσω­τε­ρι­κού εχθρού» από τις με­τα­ξι­κές αρχές, οι κοι­νω­νι­κές ή άλλες αντι­θέ­σεις στο εσω­τε­ρι­κό του ελ­λη­νι­κού στρα­τού, οι λι­πο­τα­ξί­ες και πα­ρεμ­φε­ρείς αντι­η­ρω­ι­κές πρα­κτι­κές (αυ­το­τραυ­μα­τι­σμοί, αυ­το­μο­λή­σεις, αι­σχρο­κέρ­δεια, εκτε­λέ­σεις αιχ­μα­λώ­των) ή η σχέση του ελ­λη­νι­κού στρα­τού –ως δύ­να­μης κα­το­χής– με τον ντό­πιο αλ­βα­νι­κό πλη­θυ­σμό πα­ρα­μέ­νουν μέχρι σή­με­ρα τα­μπού για την ελ­λη­νι­κή ιστο­ριο­γρα­φία.

Οπως τα­μπού πα­ρέ­με­νε μέχρι πριν από λίγα χρό­νια ένα ακόμη κε­ντρι­κό­τε­ρο ζή­τη­μα της ευ­ρύ­τε­ρης πε­ριό­δου: η ανοι­χτή συ­νερ­γα­σία μιας με­ρί­δας του ελ­λη­νι­κού πλη­θυ­σμού με τον κα­τα­κτη­τή.
Οι λόγοι της σιω­πής

Η σιωπή που κά­λυ­πτε μέχρι πρό­σφα­τα το δω­σι­λο­γι­κό φαι­νό­με­νο δεν είναι κα­θό­λου δύ­σκο­λο να ερ­μη­νευ­θεί. Η εν­σω­μά­τω­ση της πλειο­νό­τη­τας των δω­σι­λό­γων στο με­τα­πο­λε­μι­κό κρά­τος των εθνι­κο­φρό­νων (είτε μέσω της υπη­ρε­σια­κής επα­νε­κτί­μη­σης της συμ­βο­λής τους στον κα­το­χι­κό αντι­κομ­μου­νι­στι­κό αγώνα είτε ως απόρ­ροια της οι­κο­νο­μι­κής ισχύ­ος που απέ­κτη­σαν -ή δια­τή­ρη­σαν- στη διάρ­κεια της Κα­το­χής) συ­νι­στού­σε από μόνη της ισχυ­ρό αντι­κί­νη­τρο για ν’ ασχο­λη­θεί κα­νείς μ’ αυτή τη σκο­τει­νή πτυχή της πρό­σφα­της ιστο­ρί­ας.

Στη διάρ­κεια μά­λι­στα της δι­κτα­το­ρί­ας, όσοι συ­νερ­γά­στη­καν ένο­πλα με τους ναζί επι­βρα­βεύ­θη­καν από την πο­λι­τεία με την επί­ση­μη ανα­γνώ­ρι­σή τους (Ν.Δ. 179/1969) ως «αντι­στα­σια­κών» –όχι βέ­βαια ενα­ντί­ον του Αξονα, αλλά κατά του «αντε­θνι­κώς δρά­σα­ντος» ΕΑ­Μι­κού κι­νή­μα­τος που, εν μέσω εχθρι­κής κα­το­χής, «απο­σκο­πού­σε εις την επι­βο­λήν κα­θε­στώ­τος δια­φο­ρε­τι­κού του νο­μί­μου τοιού­του»!

Από την άλλη, το γε­γο­νός ότι το με­τα­πο­λε­μι­κό ελ­λη­νι­κό κρά­τος δεν αντλού­σε τη νο­μι­μό­τη­τά του από τις δω­σι­λο­γι­κές αλλά από τις εξό­ρι­στες βα­σι­λι­κές κυ­βερ­νή­σεις και τις εγ­χώ­ριες δε­ξιές αντι­στα­σια­κές ορ­γα­νώ­σεις υπο­χρέ­ω­σε τους πάλαι ποτέ συ­νερ­γά­τες του κα­τα­κτη­τή σε μια ιδιό­τυ­πη αυ­το­λο­γο­κρι­σία για τα κα­το­χι­κά τους πε­πραγ­μέ­να.

Ακόμη και στο απο­κο­ρύ­φω­μα της χού­ντας, τον Ιού­νιο του 1970, οι νε­κρο­λο­γί­ες του β΄ αντι­προ­έ­δρου της Δη­μη­τρί­ου Πα­τί­λη απέ­φυ­γαν κάθε μνεία στη δράση του εκλι­πό­ντος ως αξιω­μα­τι­κού των Ταγ­μά­των Ασφα­λεί­ας, υμνώ­ντας αντ’ αυτού κά­ποιες απροσ­διό­ρι­στες «αντι­στα­σια­κές» δάφ­νες του επί Κα­το­χής.

Στην αντί­πε­ρα όχθη, το αί­τη­μα για νο­μο­θε­τι­κή ανα­γνώ­ρι­ση (και) της ΕΑ­Μι­κής αντί­στα­σης, εκ­κρε­μές επί δε­κα­ε­τί­ες, σε συν­δυα­σμό με τη δα­μό­κλειο σπάθη της εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κής νο­μο­θε­σί­ας που απα­γό­ρευε κάθε «κομ­μου­νι­στι­κή προ­πα­γάν­δα» και ποι­νι­κο­ποιού­σε την «ανα­μό­χλευ­ση παθών» από τους ητ­τη­μέ­νους, λει­τουρ­γού­σε εξί­σου απο­τρε­πτι­κά για την αμ­φι­σβή­τη­ση του ιδε­ο­λο­γή­μα­τος της πάν­δη­μης αντί­στα­σης στον κα­τα­κτη­τή.

Οταν ήρθε το πλή­ρω­μα του χρό­νου, ο Ν. 1285/82 πε­ριο­ρί­στη­κε έτσι στην απα­ρίθ­μη­ση των όντως αντι­στα­σια­κών ορ­γα­νώ­σε­ων και την κα­τάρ­γη­ση της αντί­στοι­χης χου­ντι­κής νο­μο­θε­σί­ας, για λό­γους όμως σκο­πι­μό­τη­τας δεν έθιξε κα­θό­λου τις πα­ρο­χές και τα υλικά ωφε­λή­μα­τα που είχαν απο­νε­μη­θεί βάσει αυτής της τε­λευ­ταί­ας.

Με απο­τέ­λε­σμα κά­ποιες γκρο­τέ­σκες σκη­νές –όπως όταν, εν έτει 1991, η Δι­καιο­σύ­νη κλή­θη­κε ν’ απο­φαν­θεί σε ποιαν από τις δυο χήρες ενός δί­γα­μου ταγ­μα­τα­σφα­λί­τη, εξα­φα­νι­σμέ­νου μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, ανήκε η σύ­ντα­ξη «αντι­στα­σια­κού» που είχε εκ­δο­θεί στο όνομά του.
Η αφύ­πνι­ση του εν­δια­φέ­ρο­ντος

Η φάση της σιω­πής τερ­μα­τί­στη­κε ου­σια­στι­κά μέσα στο πρώτο μισό της πε­ρα­σμέ­νης δε­κα­ε­τί­ας, με την εμ­φά­νι­ση ενός κύ­κλου ερευ­νη­τών, αυ­το­προσ­διο­ρι­ζό­με­νου ως «το νέο κύμα» της ελ­λη­νι­κής πο­λι­τι­κής επι­στή­μης και ιστο­ριο­γρα­φί­ας, που ει­σή­γα­γαν και στη χώρα μας την υφι­στά­με­νη προ πολ­λού στη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη σχολή (Ερικ Νόλτε, Φραν­σουά Φιρέ κ.λπ.) μιας φαι­νο­με­νι­κά ου­δέ­τε­ρης προ­σέγ­γι­σης του «ευ­ρω­παϊ­κού εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου», όπου ο φα­σι­σμός και ο ένο­πλος δω­σι­λο­γι­σμός νο­μι­μο­ποιού­νται σαν μια «αμυ­ντι­κή» πρω­τί­στως βία απέ­να­ντι στην κομ­μου­νι­στι­κή (κι αντι­φα­σι­στι­κή) «τρο­μο­κρα­τία».

Επί­ση­μη ιδρυ­τι­κή πράξη του «κύ­μα­τος» απο­τέ­λε­σε μια δι­σέ­λι­δη προ­γραμ­μα­τι­κή δια­κή­ρυ­ξη που δη­μο­σιεύ­θη­κε στα «Νέα» με την υπο­γρα­φή των πα­νε­πι­στη­μια­κών κα­θη­γη­τών πο­λι­τι­κής επι­στή­μης Στάθη Κα­λύ­βα και Νίκου Μα­ραν­τζί­δη (20.3.2004), πυ­ρο­δο­τώ­ντας έναν έντο­νο επι­στη­μο­νι­κό διά­λο­γο που κρά­τη­σε αρ­κε­τούς μήνες.

Οπως επι­βε­βαιώ­νε­ται από με­τα­γε­νέ­στε­ρο ισπα­νό­γλωσ­σο απο­λο­γι­στι­κό κεί­με­νο του Κα­λύ­βα, με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τίτλο «Πώς με­τα­τρά­πη­κα σε ανα­θε­ω­ρη­τή, δίχως να ξέρω τι σή­μαι­νε αυτό» (περ. «Alcores», 4 [2007], σ.125-42), η εν λόγω δια­κή­ρυ­ξη προ­έ­κυ­ψε ως εσπευ­σμέ­νη –και γι’ αυτό πο­λι­τι­κά ανε­πι­τυ­χής– απά­ντη­ση σε πρό­σφα­το άρθρο του «Ιού» που επι­σή­μα­νε τις σχε­τι­κές τά­σεις («Η νέα δεξιά ιστο­ριο­γρα­φία. Οι ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες δι­καιώ­νο­νται», «Κυ­ρια­κά­τι­κη Ελευ­θε­ρο­τυ­πία», 26.10.2003).

Ακο­λού­θη­σαν η διε­νέρ­γεια ει­δι­κού συ­νε­δρί­ου στη Σα­μο­θρά­κη (Ιού­λιος 2004) και η ανα­θέρ­μαν­ση του σχε­τι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος, με την έκ­δο­ση βι­βλί­ων και τη δη­μο­σί­ευ­ση επι­στη­μο­νι­κών άρ­θρων που είτε ανα­φέ­ρο­νταν ει­δι­κά στον δω­σι­λο­γι­σμό είτε τον πε­ρι­λάμ­βα­ναν ως ου­σια­στι­κή πτυχή της αφή­γη­σης.

Με το χρο­νι­κό βάθος μιας δε­κα­ε­τί­ας να επι­τρέ­πει πια την εξα­γω­γή συ­μπε­ρα­σμά­των, εύ­κο­λα δια­πι­στώ­νει κα­νείς πως η θο­ρυ­βώ­δης εμ­φά­νι­ση του «νέου κύ­μα­τος» τε­λι­κά «ώδι­νεν όρος και έτε­κεν μυν».

Οι θια­σώ­τες του πε­ριο­ρί­στη­καν λί­γο-πο­λύ στην προ­σπά­θεια απο­κα­θή­λω­σης της αντι­φα­σι­στι­κής αντί­στα­σης, ανα­θερ­μαί­νο­ντας τη με­τεμ­φυ­λια­κή αντι­κομ­μου­νι­στι­κή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία περί «ερυ­θρού τρό­μου» και ΕΑ­Μι­κών φρι­κα­λε­ο­τή­των αλλά απο­φεύ­γο­ντας ν’ ασχο­λη­θούν με την ου­σια­στι­κή με­λέ­τη του δω­σι­λο­γι­κού φαι­νο­μέ­νου –την οι­κο­νο­μι­κή του βάση, τις κοι­νω­νι­κές συμ­μα­χί­ες που αυτό οι­κο­δό­μη­σε ή προ­σπά­θη­σε να οι­κο­δο­μή­σει, τις ιδε­ο­λο­γι­κές επε­ξερ­γα­σί­ες που επέν­δυ­σαν τις πρα­κτι­κές του.

Απε­να­ντί­ας, η προ­σφυ­γή στην «προ­φο­ρι­κή ιστο­ρία» χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε συχνά για να προσ­δώ­σει αυ­ξη­μέ­νη φε­ρεγ­γυό­τη­τα στις τω­ρι­νές αφη­γή­σεις (και δι­καιο­λο­γί­ες) πάλαι ποτέ δω­σι­λό­γων, με συ­νει­δη­τό πα­ρα­γκω­νι­σμό των αυ­θε­ντι­κών τεκ­μη­ρί­ων της επο­χής.
Πριν και μετά τα μνη­μό­νια

Ση­μα­ντι­κό­τε­ρη απο­δει­κνύ­ε­ται η κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία που κλή­θη­κε να εκ­πλη­ρώ­σει η πο­λι­τι­κή αυτή απο­κα­τά­στα­ση του δω­σι­λο­γι­σμού.

Εμπει­ρι­κά δια­πι­στώ­νου­με ότι, σε μια πρώτη φάση, το «νέο κύμα» έγινε εν­θου­σιω­δώς δεκτό από δυο κυ­ρί­ως πο­λι­τι­κοϊ­δε­ο­λο­γι­κούς χώ­ρους.

Ο πρώ­τος ήταν φυ­σι­κά η ακρο­δε­ξιά, που την ίδια ακρι­βώς εποχή έβγαι­νε από το με­τα­πο­λι­τευ­τι­κό πε­ρι­θώ­ριο διεκ­δι­κώ­ντας μια θέση στο πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό˙ το έργο του Μα­ραν­τζί­δη δια­φη­μί­στη­κε έτσι την πε­ρα­σμέ­νη δε­κα­ε­τία από τα έντυ­πα της Χρυ­σής Αυγής ως βα­σι­κό συ­στα­τι­κό στοι­χείο μιας «αντι­κομ­μου­νι­στι­κής βι­βλιο­θή­κης».

Ο δεύ­τε­ρος χώρος που αγκά­λια­σε το εγ­χεί­ρη­μα ήταν το «εκ­συγ­χρο­νι­στι­κό ΠΑΣΟΚ»: μια με­σο­α­στι­κή γενιά, αρι­στε­ρών συχνά κα­τα­βο­λών, που ένιω­θε πλέον την ανά­γκη ν’ απο­κα­θη­λώ­σει ορι­στι­κά τις νε­α­νι­κές της ανα­φο­ρές στον Αρη Βε­λου­χιώ­τη, αντι­κα­θι­στώ­ντας τις με ιδε­ο­λο­γή­μα­τα συμ­βα­τό­τε­ρα προς την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της τότε «ισχυ­ρής Ελ­λά­δας».

Η κε­ντρο­δε­ξιά, αντί­θε­τα, άρ­γη­σε κάπως να κα­βα­λή­σει το κύμα, αφο­σιω­μέ­νη καθώς ήταν στην κάρ­πω­ση της προ­σό­δου από την «εθνι­κή συμ­φι­λί­ω­ση» των προη­γού­με­νων χρό­νων.

Η τομή θα ση­μειω­θεί εδώ με την επι­βο­λή των μνη­μο­νί­ων και τη δια­μόρ­φω­ση ενός ενιαί­ου «φι­λο­μνη­μο­νια­κού» χώρου που ανα­ζη­τού­σε –κι αυτός– ιδε­ο­λο­γι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση της πο­λι­τι­κής στά­σης του μέσω των κα­τάλ­λη­λων ανα­δρο­μών στο ιστο­ρι­κό πα­ρελ­θόν.

Υπαρ­κτό από καιρό στους χώ­ρους της εκλαϊ­κευ­τι­κής «δη­μό­σιας ιστο­ρί­ας» (και πα­ραϊ­στο­ρί­ας), ένα άλλο ρεύμα που ανα­βαθ­μί­στη­κε επι­κοι­νω­νια­κά στην τρέ­χου­σα συ­γκυ­ρία αξί­ζει επί­σης να ση­μειω­θεί.

Ο λόγος για τη σκαν­δα­λο­θη­ρι­κή διεύ­ρυν­ση και διά­χυ­ση της έν­νοιας του «δω­σι­λο­γι­σμού», ώστε αυτή να πε­ρι­λαμ­βά­νει σχε­δόν κάθε αν­θρώ­πι­νη δρα­στη­ριό­τη­τα σε συν­θή­κες ξένης κα­το­χής, αλλά και τη δια­πλο­κή αυτού του φαι­νο­μέ­νου με τις προ­σπά­θειες των γόνων επι­φα­νών συ­νερ­γα­τών του κα­τα­κτη­τή (Σω­τή­ριος Γκο­τζα­μά­νης, Ιω­άν­νης Βουλ­πιώ­της) ν’ απο­κα­τα­στή­σουν τη μνήμη των γο­νιών τους.

Κα­θό­λου ευ­κα­τα­φρό­νη­το, το φαι­νό­με­νο αυτό θα μας απα­σχο­λή­σει ανα­λυ­τι­κά σε κά­ποιο άλλο αφιέ­ρω­μα.

Από την άλλη, πρέ­πει κα­νείς να ομο­λο­γή­σει πως ο θό­ρυ­βος της πε­ρα­σμέ­νης δε­κα­ε­τί­ας γύρω από το «νέο κύμα» είχε τε­λι­κά ορι­σμέ­νες πολύ θε­τι­κές πα­ρε­νέρ­γειες.

Πρό­σφε­ρε κατ’ αρχάς το ερέ­θι­σμα για τη συγ­γρα­φή ή την έκ­δο­ση πο­λύ­τι­μων μαρ­τυ­ριών, που για πρώτη φορά επι­κε­ντρώ­θη­καν τόσο ανα­λυ­τι­κά σε ζη­τή­μα­τα όπως ο δω­σι­λο­γι­σμός και η εα­μι­κή βία.

Ιδίως ο «Κόκ­κι­νος επι­τά­φιος» της Γιό­νας Μι­κέ-Παϊ­δού­ση (Αθήνα 2008, εκδ. Βι­βλιό­ρα­μα), μια εκ­πλη­κτι­κά ζω­ντα­νή και πλού­σια σε πλη­ρο­φο­ρί­ες σκια­γρά­φη­ση της κα­το­χι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στην αρ­βα­νί­τι­κη εν­δο­χώ­ρα της Αρ­γο­λί­δας, αξί­ζει πολύ να δια­βα­στεί σε αντι­πα­ρα­βο­λή με τις επε­ξερ­γα­σί­ες του Κα­λύ­βα για την ίδια πε­ριο­χή.

Σε μια δεύ­τε­ρη φάση, η όλη συ­ζή­τη­ση προ­σέλ­κυ­σε το εν­δια­φέ­ρον μιας πλειά­δας αξιό­λο­γων νέων επι­στη­μό­νων, η ου­σια­στι­κή με­λέ­τη του δω­σι­λο­γι­σμού από τους οποί­ους έχει ήδη αρ­χί­σει ν’ απο­δί­δει καρ­πούς. Ιδιαί­τε­ρη θέση με­τα­ξύ όσων έχουν ήδη εκ­δο­θεί κα­τέ­χει η δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του Δη­μή­τρη Κου­σου­ρή («Δίκες των δο­σι­λό­γων, 1944-1949. Δι­καιο­σύ­νη, συ­νέ­χεια του κρά­τους και εθνι­κή μνήμη», Αθήνα 2014, εκδ. Πόλις).

Επ’ αυτού, αρ­μο­διό­τε­ροι να μι­λή­σουν είναι ωστό­σο οι πα­νε­πι­στη­μια­κοί δά­σκα­λοι που ασχο­λού­νται επαγ­γελ­μα­τι­κά με το ζή­τη­μα.

Ο κα­το­χι­κός πρω­θυ­πουρ­γός Ιω­άν­νης Ράλ­λης και το ευ­ζω­νι­κό σύ­νταγ­μα Αθη­νών τι­μούν στον Αγνω­στο Στρα­τιώ­τη τη χι­τλε­ρι­κή «Ημέρα των Ηρώων» (12.3.1944) | ΦΩΤ.: ΤΑΚΗΣ ΨΑ­ΡΑ­ΚΗΣ, «ΝΤΟ­ΚΟΥ­ΜΕ­ΝΤΑ ΚΑ­ΤΟ­ΧΗΣ ΤΗΣ ΓΕΡ­ΜΑ­ΝΙ­ΚΗΣ ΠΡΟ­ΠΑ­ΓΑΝ­ΔΑΣ» (1980)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου