Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

«ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΝ ΑΞΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΖΟΥΜΕ. ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΖΕΙ.»

image
Τα λόγια του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο απ’ το «Το αλάτι της γης» που δε θα ξεχάσω ποτέ.

Κείμενο: Κατερίνα Δήμα
Ξεκίνησα να ράψω μερικά λόγια γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ που ξανάδα χτες, και μέσα απ’ τη διαδρομή κατέληξα σ’ ένα προσωπικό βίωμα του παρελθόντος. Eίπα να το σβήσω, μα το άφησα. Σκέφτηκα πως όλα τα ίχνη της ανθρωποσύνης, της ευαλοσύνης, της προσωπικής κατάθεσης, της έκθεσης χάνονται πια από μόνα τους μέσα σ’ αυτή την χωρίς τέλος σκύλευση της αξιοπρέπειας και της ανθρωπιάς που ζούμε… Λες και οτιδήποτε τρωτό αναδεύεται μάταια μες στη φύση του πασχίζοντας να ταράξει την ασχήμια του «σήμερα» μέσα απ’ το «χτες». Μάταια γιατί πρέπει πια να θανατώνεται ακαριαία. Όμως η ιχνηλασία του παρελθόντος είναι η μόνη μαρτυρία ότι υπήρξαμε ως είδος. Κι εμείς, και τα αίσχη μας. Κι οι υπερβάσεις μας. Γι’ αυτό δεν το έσβησα.
Έναςακόμα κόσμος φωτίστηκε αλλιώτικα χτες μέσα απ’ αυτό το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ, «Το αλάτι της γης». Μια εμπειρία, ταξίδι ζωής με το φωτογράφο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο γεμάτο εικόνες από ανθρώπους και καταστάσεις αυτού του κόσμου που δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψεις, γιατί όπως κι αν το προσπαθήσεις δεν μπορείς να αποτυπώσεις το απόκοσμο δέος αυτής της μυσταγωγικής συναρμογής ασκήμιας κι ομορφιάς του τέρατος. Του ανθρώπινου τέρατος.
Και σ’ αυτή τη ντροπιαστική στιγμή της Ιστορίας που ζούμε ξανά σήμερα, με τόσο πόνο και θάνατο να ξεχειλίζει από παντού, αυτό το ντοκιμαντέρ είναι για μένα ό,τι πιο διαπεραστικό για την συνείδηση, τη συνειδητότητα, τις αισθήσεις.
Σε μια στιγμή μες στην αφήγησή του -γιατί αυτή είναι η έννοια της λέξης «αφήγηση» που βρωμίζει πια με αλλοιωμένο νόημα μέσα στα χυδαία στόματα πολιτικών και μεγαλοδημοσιογράφων-  ο Σαλγκάδο αφού μας έχει περάσει μέσα από όλη τη φρίκη που κατέγραψε ο ασπρόμαυρος φακός του στα πιο απόμακρα σημεία της γης, στην Αιθιοπία του 1984 στη Ρουάντα του 95 στα ορυχεία της Αφρικής, στα εργοστάσια της Ασίας, στους σκλάβους του χρυσού, στους σωρούς από τα πτώματα που στοιβάζονταν μέσα στις ερήμους των μετακινήσεων από λιμούς και πολέμους, εκεί που οι γονείς πετούσαν τα νεκρά παιδιά τους για να τα μαζεύουν οι μπουλντόζες και να τα ρίχνουν όλα μαζί σε σημεία σαν σκουπιδότοπους σκεπάζοντάς τα πρόχειρα με χώμα, εκεί όπου ο θάνατος είναι κομμάτι της καθημερινότητας πιο συνηθισμένο κι απ’ το νερό ή την τροφή, κι αφού μας έχει περάσει μέσα από όλα αυτά με έναν σπαρακτικό επιθανάτιο λυρισμό,  λέει απλά «μετά από όλα αυτά, οι άνθρωποι δεν αξίζουμε να ζούμε, κανείς μας δεν αξίζει να ζει».
Κι ύστερα διηγείται πώς γύρισε πίσω στο σπίτι που μεγάλωσε στη Βραζιλία γιατί απ’ όσα είχε δει δεν άντεχε πια «είχε αρρωστήσει η ψυχή του». Κι εκεί στο έρημο τοπίο που περικύκλωνε πλέον το πατρικό του σπίτι, σε μια γη καμμένη από την ξηρασία,  μαζί με τη σύντροφό του Λέλια και άλλους πολλούς, φύτεψαν χιλιάδες δέντρα ζωντανεύοντας ξανά το μεγάλο τροπικό δάσος που υπήρχε πριν την ξηρασία εκεί.  Τότε και μόνο τότε μπόρεσε να γυρίσει πάλι στη φωτογραφία.
Κι εκείνη τη στιγμή, μέσα στην απίστευτη συγκίνηση που με είχε βυθίσει γι’ άλλη μια φορά στις πιο απόκρημνες διαδρομές του εαυτού μου, εκεί που οι άνθρωποι πηγαίνουν μόνοι τους, σ’ αυτές τις μοναχικές επιστροφές στον εαυτό τους, δεν «είδα» με τα μάτια της μνήμης, και της σκέψης αλλά της αίσθησης… Επέστρεψα αιφνίδια κι αναπάντεχα, είκοσι χρόνια πριν σε μια στιγμή μου πολύ δύσκολη, μιας ασύλληπτα βαθιάς μελαγχολίας που με κατάτρωγε και μ΄έκανε να μη θέλω για βδομάδες ούτε να κουνηθώ.

Ethiopia, 1984
Καθόμουν και κοιτούσα το κενό με βλέμμα πιο άδειο κι απ’ την τρυπημένη γωνία του ταβανιού που μέσα είχε ένα μαύρο βάθος, και μάταια με επισκέπτονταν άνθρωποι προσπαθώντας να με συνεφέρουν, και μάταια ο σύντροφός μου σκαρφιζόταν πράγματα να με ταρακουνήσει. Εγώ ήμουν σίγουρη πως δεν θα γυρνούσα ποτέ πίσω στον κόσμο από κει. Πως είχα σκαλώσει σ’ ένα κενό του χωρόχρονου, και δεν μπορούσα να πάω ούτε πίσω ούτε μπρος, πως δεν είχα τη δύναμη ούτε να ζήσω, ούτε να πεθάνω, σαν φάντασμα, όπως λέω συχνά από τότε, που περιφερόταν εγκλωβισμένο στο κενό, χωρίς ένα πύργο να στοιχειώσει.

Κάπως σαν όλους τους κολασμένους της γης…
Πύργο δεν βρήκα τελικά, μα εκείνο που με σήκωσε απ’ την βαθιά καρέκλα άρνησης και της ζωής και του θανάτου, εκείνο το μοναδικό πράγμα που θέλησα να κάνω, ήταν μια εικόνα που μπήκε μέσα μου ξαφνικά και με πλημμύρισε… κάτι που ούτε είχα κάνει πριν, ούτε έκανα ξανά ποτέ μετά με τόση επιθυμία. Θέλησα να αλλάξω το χώμα στα φυτά που έβλεπα γύρω μου -κι ήταν πολλά- γιατί ξαφνικά όπως τα κοίταξα τα ένιωσα να ασφυκτιούν, σαν άνθρωποι που έπιναν το ίδιο τους το αίμα για να επιβιώσουν… Και θυμάμαι να σκάβω τις τεράστιες γλάστρες με τα γυμνά μου χέρια να στρώνω το φρέσκο χώμα χαϊδεύοντας τις ρίζες τους, και λίγο-λίγο να μου έρχεται ξανά η επιθυμία για να ζήσω.
Κάτι τόσο ιαματικό έχει η επαφή με τη γη, αυτή τη μεγάλη μάνα, κι ίσως μας ανακουφίζει ψιθυρίζοντας ήχους που ακούει μόνον η ψυχή και μαλακώνει, ώσπου να επιστρέψουμε οριστικά ξανά στην αγκαλιά της…
Τριάντα άνθρωποι όλοι κι όλοι Σαββατόβραδο στο σινεμά, το παλιό σινεμά, με το φτηνό εισιτήριο και τα ξεβαμμένα καθίσματα που τρίζουν, βγαλμένα από μια άλλη εποχή, κι οι πιο πολλοί πάνω από 60 χρονών. Λες κι η ενσυναίσθηση γερνάει και πεθαίνει μαζί μας…
Ήταν κι ένα δεκατετράχρονο παιδί, που από ένα σημείο και μετά θα στοιχημάτιζα πως θα ήθελε να φύγει, τόσο βαριές είναι οι εικόνες αυτές για την ψυχή, όμως ούτε κουνήθηκε, καθόταν εκεί παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα.  Ευτυχώς, για την μαρτυρία του «χτες» μέσα στο «αύριο»…
Ή του αύριο μέσα στο χτες.
ΠΗΓΗ:KOLLECTNEWS

1 σχόλιο: