Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Νόμοι στο Ιράκ μετά την εισβολή των ΗΠΑ: Προαγγελία θανάτου για τα δικαιώματα των γυναικών

Νόμοι στο Ιράκ μετά την εισβολή των ΗΠΑ:  Προαγγελία θανάτου για τα δικαιώματα των γυναικών
Μια Ιρακινή γυναίκα περπατά κοντά στα συντρίμμια, στον απόηχο της έκρηξης στη συνοικία Ουρ στην ανατολική Βαγδάτη, στις 18 Φεβρουαρίου 2014. (Φωτογραφία: AFP-Ahmed al-Rubaye)
Υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θρησκευτικοί ηγέτες είναι εξοργισμένοι μετά από μια συντριπτική πλειοψηφία του Ιρακινού Συμβουλίου των Υπουργών που τον περασμένο μήνα ψήφισε υπέρ ενός αμφιλεγόμενου νομοσχεδίου προσωπικής κατάστασης, το οποίο νομιμοποιεί έμμεσα την παιδεραστία, το βιασμό, την πορνεία, εφόσον εμπίπτουν εντός των ορίων ενός γάμου βασισμένου στη σαρία.
Πριν από την εισβολή των ΗΠΑ το 2003, οι ιρακινές γυναίκες απολάμβαναν ευνοϊκές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που μειώθηκαν απότομα κατά την τελευταία δεκαετία, και τελειώνουν με αυτό το νέο σχέδιο νόμου το οποίο απειλεί να αφαιρέσει από τις γυναίκες τα στοιχειώδη δικαιώματά τους.
Το σχέδιο νόμου, που υποβλήθηκε από τον υπουργό Δικαιοσύνης Hassan al – Shimari και εγκρίθηκε από 21 από τους 29 υπουργούς, μειώνει τη νόμιμη ηλικία γάμου έως 9 ετών για τις γυναίκες και 15 ετών για τους άνδρες (άρθρο 16), επιτρέπει άνευ όρων την πολυγαμία (άρθρο 104), ορίζει ότι οι γυναίκες άνω των 18 ετών θα πρέπει να συνεχίζουν να έχουν την πατρική συγκατάθεση για το γάμο και δίνει στο σύζυγο το δικαίωμα στη σεξουαλική επαφή, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση της συζύγου του (άρθρο 101).

Επιπλέον, το νομοσχέδιο δεν επιτρέπει σε μια γυναίκα να φύγει από τη συζυγική εστία ή να εργαστεί χωρίς την άδεια του συζύγου της. Ο νόμος ορίζει ακόμη, ότι δεν απαιτείται από τον σύζυγο να στηρίζει οικονομικά τη σύζυγό του, αν αυτή βρίσκεται σε κατάσταση όπου δεν θα είναι σε θέση να τον ικανοποιήσει σεξουαλικά (άρθρο 126). Ο νόμος ορίζει επίσης, ότι ο πατέρας είναι ο μοναδικός κηδεμόνας των παιδιών του από την ηλικία των δύο ετών σε περιπτώσεις διαζυγίου και απαγορεύει στους μουσουλμάνους το γάμο με μη μουσουλμάνους (άρθρο 63).

«Αδιάντροπα ταπεινωτική»

Πιστεύεται ότι ενώ στο παρελθόν το Ιράκ ήταν στην πρώτη γραμμή των δικαιωμάτων των γυναικών, σήμερα κατατάσσεται πλέον στην 21η θέση από τα 22 αραβικά κράτη, σε μια δημοσκόπηση 336 εμπειρογνωμόνων σε θέματα φύλου που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2013, από το Ίδρυμα Thomson Reuters.

Πριν από την εισβολή των ΗΠΑ το 2003, οι ιρακινές γυναίκες απολάμβαναν ευνοϊκές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που μειώθηκαν απότομα κατά την τελευταία δεκαετία, και τώρα τελειώνουν με αυτό το νέο σχέδιο νόμου το οποίο απειλεί να αφαιρέσει από τις γυναίκες ακόμη και τα στοιχειώδη δικαιώματά τους.
Η Yasmine Jawad, μια ανεξάρτητη ιρακινή κοινωνιολόγος και κοινωνική ερευνήτρια για τις γυναίκες και την ανάπτυξη, είπε στο Al-Akhbar ότι ο νόμος «είναι το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του Ιράκ.»

«Ο νόμος περιλαμβάνει διατάξεις που ξεδιάντροπα υποβαθμίζουν και ατιμάζουν τις γυναίκες», είπε στο Al-Akhbar η Hanaa Edwar, εξέχουσα υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών στο Ιράκ και γενική γραμματέας της ιρακινής Ένωσης al-Amal.

Η Edwar υποστηρίζεται από την Yanar Mohammed, πρόεδρο της Οργάνωσης για την Ελευθερία των Γυναικών στο Ιράκ και κορυφαία κοσμική ακτιβίστρια, η οποία είπε «το νομοσχέδιο κακοποιεί τα δικαιώματα των παιδιών και τη σωματική τους ακεραιότητα”.

Το νομοσχέδιο έχει ονομαστεί «Νόμος Jaafari» από το σχολείο του Ισλάμ του Shia Jaafari, το οποίο, όπως ισχυρίζονται μερικοί, είναι η βάση πολλών από τους υποστηρικτές του νόμου. Ωστόσο, πολλοί Σιίτες κληρικοί στη Νατζάφ, συμπεριλαμβανομένου του ανώτατου κληρικού της Νατζάφ Ayatollah Ali al-Sistani, έχουν ήδη διαχωρίσει τη θέση τους από αυτό, ενώ άλλοι έχουν δηλώσει ότι δεν έχει καμία σχέση με το σχολείο του Jaafari.

Επιπλέον, εάν εγκριθεί, ο νόμος θα εφαρμοστεί μόνο για τους Ιρακινούς Σιίτες μουσουλμάνους, την πλειοψηφία του πληθυσμού, διαιρώντας τα μέχρι τώρα ενοποιημένα δικαστήρια σε θρησκευτικά δικαστήρια με κληρικούς δικαστές.

«Ο νόμος αυτός χρησιμεύει ως κατάλληλη βάση για την καταστροφή και τη διαίρεση της χώρας κάτω από θρησκευτικά και αιρετικά προσχήματα, είπε στο Al-Abkhaz ο Haitham al-Nahi, γενικός διευθυντής του Αραβικού Οργανισμού Διερμηνείας,» είναι αυτό ακριβώς που ήλπιζαν οι ΗΠΑ τελικά να συμβεί».

Μετά την εισβολή στο Ιράκ

Οι ΗΠΑ υποκίνησαν αποτελεσματικά τη θρησκευτική βία, βάθυναν τις εθνοτικές διαιρέσεις και στερεοποίησαν την ισλαμική πολιτική εξουσία με την υποστήριξη των δεξιών ισλαμικών δυνάμεων, προκειμένου να ανακόψουν τα κινήματα της αριστεράς που απειλούσαν τον καπιταλισμό και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία στη Μέση Ανατολή.
«Η ελευθερία για τον Ιρακινό λαό έχει μεγάλη ηθική αξία και είναι ένας μεγάλος στρατηγικός στόχος… Θα μπορούσαν κάποια μέρα να συνταχθούν με ένα δημοκρατικό Αφγανιστάν και μια δημοκρατική Παλαιστίνη, ενθαρρύνοντας μεταρρυθμίσεις σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο… Τα έθνη αυτά μπορεί να δείξουν με το παράδειγμά τους ότι ο σεβασμός για τις γυναίκες….. μπορεί να θριαμβεύσει στη Μέση Ανατολή και πέραν αυτής» δήλωνε στα Ηνωμένα Έθνη ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ George W. Bush τον Σεπτέμβριο του 2002, μόλις λίγους μήνες πριν από την εισβολή του στο Ιράκ.

Στην ενδέκατη επέτειο από την εισβολή των ΗΠΑ και την κατοχή του Ιράκ, -ένας πόλεμος που θεωρείται παράνομος από τη διεθνή κοινότητα και ο οποίος άφησε πίσω του δύο εκατομμύρια χήρες και πέντε εκατομμύρια ορφανά, προκάλεσε συγκρούσεις μεταξύ θρησκευτικών ομάδων και ενδυνάμωσε θρήσκους φανατικούς – ο προτεινόμενος «Νόμος Ja’afari» αποδεικνύει ότι οι γυναίκες του Ιράκ είναι κάθε άλλο παρά «σεβαστές» και «απελευθερωμένες».

«Οι ΗΠΑ είχαν αποφασίσει να εξαφανίσουν τα δικαιώματα των γυναικών» δήλωσε η Yanar Mohammed στους δημοσιογράφους το 2010.

Καλλιεργώντας συμμαχίες με θρησκευτικές ομάδες, ο Μπους και η κυβέρνησή του επιζήτησε την πλήρη καταστροφή των εθνικιστικών κινημάτων του Ιράκ, συμπεριλαμβανομένων των κινημάτων για τα δικαιωμάτων των γυναικών, διορίζοντας από την πρώτη μέρα υπάλλήλους όχι για την αξία τους, αλλά με κριτήρια θρησκευτικά και εθνοτικά.

Με αυτόν τον τρόπο, οι ΗΠΑ υποκίνησαν αποτελεσματικά τη θρησκευτική βία, βάθυναν τις εθνοτικές διαιρέσεις και σταθεροποίησαν την ισλαμική πολιτική εξουσία υποστηρίζοντας δεξιές ισλαμικές δυνάμεις, προκειμένου να ανακόψουν τα κινήματα της αριστεράς που απειλούσε τον καπιταλισμό και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία στη Μέση Ανατολή.

Παρά τη ρητορική περί «δικαιωμάτων των γυναικών» και «απελευθέρωσης» οι πρακτικές των ΗΠΑ βοήθησαν στον εξισλαμισμό της κυβέρνησης- μαριονέτας. Η ιρακινή κυβέρνηση-μαριονέτα έχει δημιουργήσει μια ακραία θεοκρατία, πιέζοντας για νόμους που βασίζονται στο ψήφισμα 137 και στο νέο, δημιουργημένο από τις ΗΠΑ σύνταγμα του Ιράκ.

«Το σχέδιο νόμου περί προσωπικής κατάστασης βασίζεται στο ψήφισμα 137 που έθεσε το οικογενειακό δίκαιο κάτω από τους κανόνες της σαρία και κατήργησε νόμους που έρχονταν σε αντίθεση με τους «καθιερωμένους κανόνες» του Ισλάμ, δήλωσε σε τοπικά ΜΜΕ ο Ammar Tohme, επικεφαλής του Κοινοβουλευτικού μπλοκ Fadhila, υπερασπιζόμενος το σχέδιο νόμου.

Τον Δεκέμβριο του 2003, μόλις λίγους μήνες μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, μέλη του Κυβερνητικού Συμβουλίου του Ιράκ επιλεγμένα από τις ΗΠΑ, ψήφισαν κεκλεισμένων των θυρών για το ψήφισμα 137 στον -διαλυμένο τώρα- Μεταβατικό Διοικητικό Νόμο, ο οποίος ακύρωσε τον κοσμικό νομικό κώδικα του Ιράκ και άφηνε αόριστα να εννοηθεί ότι κάθε θρησκευτική κοινότητα μπορεί να εφαρμόσει τη δική της παράδοση.

«Αλλά το ψήφισμα 137 ανατράπηκε μετά από ισχυρή αντιπολίτευση από ομάδες ιρακινών γυναικών που πίεσαν τον Πολ Μπρέμερ, τον διαχειριστή της Προσωρινής Αρχής του Ιράκ, να απορρίψει την ψηφοφορία», επιβεβαίωσε ο al-Nahi.

«Η έγκριση του σχεδίου νόμου είναι ο πυρήνας της ελευθερίας. Με βάση το άρθρο 41 του νέου ιρακινού συντάγματος, κάθε άτομο του ιρακινού λαού έχει το δικαίωμα να ρυθμίζει την προσωπική του κατάστασή, σύμφωνα με τις οδηγίες της θρησκείας και του δόγματός του», δήλωσε σε τοπικά ΜΜΕ ο Hussein al-Muraabi, νομοθέτης και ηγέτης του κόμματος Fadhila.
«Ειδικότερα, το άρθρο 41 του νέου Συντάγματος στο οποίο βασίζεται αυτός ο νόμος, δεν έχει εγκριθεί από τα μέλη του κοινοβουλίου και δεν έχει τροποποιηθεί ακόμη», σχολίασε η Edwar, «πράγμα που κάνει την πρόταση αυτή παράνομη».
Ο προτεινόμενος νόμος είναι ασυμβίβαστος με το άρθρο 14 του νέου Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «οι Ιρακινοί είναι ίσοι ενώπιον του νόμου χωρίς διακρίσεις με βάση το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα, την εθνικότητα, την καταγωγή, το χρώμα, τη θρησκεία, την αίρεση, τις πεποιθήσεις ή τις απόψεις, την οικονομική ή την κοινωνική θέση,» και το άρθρο 13 που ορίζει ότι αυτός είναι ο «υπέρτατος νόμος» ​​στο Ιράκ και ότι «δεν θα πρέπει να θεσπιστεί κανένας νόμος που θα έρχεται σε αντίθεση με αυτό το σύνταγμα.»

Παραβίαση των διεθνών νόμων

Ο «Νόμος Jaafari» όχι μόνο αντίκειται στην τοπική νομοθεσία, αλλά παραβιάζει και τη διεθνή νομοθεσία.
Η εξάλειψη της φτώχειας και η ενθάρρυνση της εκπαίδευσης είναι αυτό που προστατεύει τις γυναίκες και αντιστρέφει το αυξανόμενο πρόβλημα του Ιράκ, τους γάμους παιδιών. Η Basma al-Khateeb, εργαζόμενη σε ανθρωπιστική οργάνωση και ακτιβίστρια των δικαιωμάτων των γυναικών, που αντιπροσώπευσε μια συμμαχία περισσότερων από 100 Ιρακινών ΜΚΟ στην 57η σύνοδο της Επιτροπής για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW) στη Γενεύη, είπε στο al-Akhbar ότι «το Υπουργικό Συμβούλιο του Ιράκ πρέπει να αποσύρει το νέο σχέδιο νόμου και να εξασφαλίσει ότι το νομικό πλαίσιο του Ιράκ θα προστατεύει τις γυναίκες και τα κορίτσια, σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις του.»

Το σχέδιο νόμου παραβιάζει την CEDAW την οποία επικύρωσε το Ιράκ το 1986, δίνοντας λιγότερα δικαιώματα στις γυναίκες και τα κορίτσια με βάση το φύλο τους, και τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού την οποία το Ιράκ επικύρωσε το 1994, με την νομιμοποίηση του γάμου των παιδιών, βάζοντας τα κορίτσια σε κίνδυνο σεξουαλικής κακοποίησης, και μη βασίζοντας τις αποφάσεις κηδεμονίας στο καλύτερο συμφέρον του παιδιού.
Ωστόσο, ο al-Shimari ο οποίος είχε προτείνει το νόμο, εξακολουθεί να επιμένει ότι το νομοσχέδιο «προστατεύει τις γυναίκες από αδικίες» και αποτρέπει τον παράνομο γάμο των παιδιών, που είχε αυξηθεί από την εισβολή των ΗΠΑ, εκτός των καθορισμένων νομικών συστημάτων.

Άλλοι νομοθέτες έχουν επίσης εκφράσει την υποστήριξή τους σε αυτό, υποστηρίζοντας ότι δεν παραβιάζει τα δικαιώματα των πολιτών.

«Ο νόμος Jaafari δεν δεσμεύει όλους τους μουσουλμάνους να συμμορφωθούν με αυτόν. Δεν αναιρεί τον Νόμο 1959 περί Προσωπικής Κατάστασης, αλλά μάλλον επιτρέπει την πολυπολιτισμικότητα και την ελευθερία επιλογής για όλους τους πολίτες», δήλωσε ο Amir al-Kanani, ένας εξέχων επίσημος ανώτερος υπάλληλος του κινήματος Sadrist.
Οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαφωνούν.

«Η κατάργηση της φτώχειας και η ενθάρρυνση της εκπαίδευσης είναι αυτό που προστατεύει τις γυναίκες και αντιστρέφει το αυξανόμενο πρόβλημα του Ιράκ, των γάμο παιδιών», σχολίασε η Edwar, «η νομιμοποίηση αυτών των πρακτικών είναι μια μορφή ενθάρρυνσης και όχι πρόληψης».

«Αν περάσει ο Νόμος Jaafari θα είναι ένα καταστροφικό και γεμάτο διακρίσεις βήμα και θα πισωγυρίσει τα δικαιώματα των γυναικών και των κοριτσιών στο Ιράκ,» δήλωσε ο Joe Stork, αναπληρωτής διευθυντής της Human Rights Watch στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. «Αυτός ο νόμος για την Προσωπική Κατάσταση θα εδραιώσει μόνο την διαίρεση του Ιράκ, ενώ η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι υποστηρίζει τα ίσα δικαιώματα για όλους».

Η Νadje al-Ali, καθηγητρια των σπουδών φύλου στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών στο Λονδίνο και συν-συγγραφέας του βιβλίου «Τι είδους ελευθερία; Οι γυναίκες και η κατοχή του Ιράκ «, είπε στο Al-Akhbar, ότι «ο νόμος επιδιώκει κοινωνικό και πολιτικό συντηρητισμό καθώς και θρησκευτικό αυταρχισμό, όχι θρησκευτική ελευθερία».

Ομοίως, σύμφωνα με την πρώτη σκιώδη έκθεση του Ιράκ που υποβλήθηκε στο CEDAW από το συνασπισμό τον περασμένο μήνα, η ιδέα ότι ο νόμος γιορτάζει την ελευθερία της επιλογής είναι «νομικά ένας παραπλανητικός ισχυρισμός».
Η έκθεση θεωρεί ότι ο νόμος είναι «ένα πρώτο βήμα για την έκδοση περισσότερων νόμων για κάθε θρησκεία και για κάθε θρησκευτική διαίρεση», παρόμοια με εκείνη του Λιβάνου, «τη χώρα που δεν έχει δει καμία ειρήνη και σταθερότητα από την ανεξαρτησία της…. όπου οι πολλοί νόμοι Προσωπικής Κατάστασης είναι οι θεμέλιοι λίθοι που προκαλούν την απουσία εθνικισμού μεταξύ του Λιβανέζων και αιτία προκλήσεων των πιο αιματηρών θρησκευτικών συγκρούσεων που έγιναν ποτέ».

«Οι άνθρωποι πρέπει να έχουν την ελευθερία να επιλέξουν το νόμο προσωπικής κατάστασης που να είναι σύμφωνος με το θρησκευτικό τους δόγμα», πρόσθεσε ο al-Shimari, «δεν πρέπει να αναγκάζουμε τους πιστούς να υποτάσσονται σε νομοθεσίες που δεν συνάδουν με τις θεμελιώδεις διατάξεις του Ισλάμ».

Κάνοντας βήματα προς τα πίσω

Ο Σύλλογος Λογίων Μουσουλμάνων του Ιράκ έχει επίσης εκφράσει την αποδοκιμασία του για το νέο σχέδιο νόμου. Την περασμένη εβδομάδα ο σύλλογος εξέδωσε μια ανακοίνωση, υποστηρίζοντας ότι η ήδη υπάρχουσα νομοθεσία του 1959 εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολιτών της χώρας καθώς είναι «το αποτέλεσμα της διαβούλευσης με ειδικούς στο νόμο της Σαρία και του αστικού δικαίου που εκπροσωπούν όλο τον Ιρακινό λαό».

Αυτή η επιδείνωση της ασφάλειας και της σταθερότητας έχει προωθήσει μια αύξηση σε έναν θρησκευτικά οδηγούμενο πολιτικό εξτρεμισμό, ο οποίος είχε μια βαθιά επίδραση στα δικαιώματα των γυναικών.

Το ισχύον δίκαιο Προσωπικής Κατάστασης του Ιράκ, ο νόμος 188 που εκδόθηκε το 1959 όταν οι Ιρακινοί ανέτρεψαν την από τους Βρετανούς επιβαλλομένη μοναρχία, » θεωρείται ότι είναι η πιο προστατευτική για τα δικαιώματα των γυναικών στις αραβικές χώρες «, δήλωσε ο al-Ali.

Ο νόμος του 1959 ως ο πιο προοδευτικός στη Μέση Ανατολή

Θεωρούμενος ως ο πιό προοδευτικός στη Μέση Ανατολή, με σεβασμό στα δικαιώματα των γυναικών, ο νόμος του 1959 απαγορεύει το γάμο κάτω από την ηλικία των 18 ετών για άνδρες και γυναίκες, περιορίζει την πολυγαμία, απαγορεύει τους αναγκαστικούς γάμους, προστατεύει τις γυναίκες από την ενδοοικογενειακή βία και τη σεξουαλική παρενόχληση, καθορίζει τουλάχιστον μερική ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, δεδομένου ότι εξασφαλίζει την ισότητα αρσενικού και θηλυκού εργατικού δυναμικού και της ίσης αμοιβής, χορηγεί στις γυναίκες άδεια μητρότητας με αποδοχές, και αρνείται την ευνοιοκρατία για τους άνδρες στην κληρονομιά, το διαζύγιο και την επιμέλεια του παιδιού.

Ο νόμος προωθεί επίσης τη συνοχή μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων «εξαλείφοντας τη διαφορετική μεταχείριση των Σουνιτών και των Σιιτών στο πλαίσιο του νόμου» και επιτρέποντας ένας μουσουλμάνος άνδρας να παντρευτεί μια μη μουσουλμάνα γυναίκα χωρίς περιορισμούς.
Το 1976 το Ιράκ θέσπισε την υποχρεωτική εκπαίδευση και για τα δύο φύλα. Το 1979 ψηφίστηκε η νομοθεσία του Ιράκ για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού, και το 1982 το Ιράκ έλαβε το βραβείο των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαιδευτική, Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση (UNESCO) για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού και μέχρι το 1985, το ποσοστό του γυναικείου μορφωτικού επιπέδου ήταν 87 τοις εκατό, το υψηλότερο στην περιοχή.

Δεν ήταν παρά μέχρι τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991 που η ηγεσία των ΗΠΑ επέβαλε οικονομικές κυρώσεις κατά του καθεστώτος όταν τα δικαιώματα των γυναικών στο Ιράκ άρχισαν να επιδεινώνονται.

Ο πόλεμος των ΗΠΑ και η κατοχή απλά συνεχίζουν αυτό που οι κυρώσεις είχαν ήδη αρχίσει.

Το Ιράκ, το οποίο άρχισε να υποφέρει από βομβιστές αυτοκτονίας μόνο μετά την είσοδο των Δυτικών δυνάμεων το 2003, έχει μέχρι στιγμής βιώσει πάνω από 1.500 επιθέσεις, οι περισσότερες αποτέλεσμα εθνοτικών και θρησκευτικών ανταγωνισμών και φραξιονιστικής νοοτροπίας.

Αυτή η επιδείνωση της ασφάλειας και της σταθερότητας έχει προωθήσει μια αύξηση σε έναν θρησκευτικά καθοδηγούμενο πολιτικό εξτρεμισμό, ο οποίος είχε μια βαθιά επίδραση στα δικαιώματα των γυναικών.

«Αυτή είναι η κληρονομιά της αμερικανικής «απελευθέρωσης» του Ιράκ, επιβεβαίωσε ο» al-Nahal.

«Ο νόμος έχει φτιαχτεί για να χρησιμοποιηθεί από πολιτικές δυνάμεις που ελπίζουν να συγκεντρώσουν οφέλη στις επερχόμενες εκλογές,» πρόσθεσε ο al-Khateeb, «δίνει περισσότερη δύναμη στα θρησκευτικά ιδρύματα και μεγαλύτερη κυριαρχία στις φυλετικές εξεγέρσεις, η οποία προσελκύει τους θρησκευόμενους ψηφοφόρους.»

Παρ’ όλα αυτά, το κοινοβούλιο πρέπει ακόμη να κυρώσει το προτεινόμενο νομοσχέδιο πριν αυτό γίνει νόμος, που είναι απίθανο να συμβεί παρά μόνο μετά από τις βουλευτικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 30 Απριλίου 2014, και αφού οι υπέρτατες Σιιτικές θρησκευτικές αρχές (marji’iya) εγκρίνουν το σχέδιο, πράγμα το οποίο δεν έχει γίνει ακόμη.

» Όλη μου η οικογένεια είναι Σιίτες και όλοι καταγγέλλουν αυτό το νόμο» αναφώνησε ο Jawad, «τα σεχταριστικά πολιτικά κόμματα χρησιμοποιούν το Ισλάμ ως κάλυμμα για τις απεχθείς τους παραβιάσεις των δικαιωμάτων των γυναικών.

20 Μαρτίου 2014

****************************************

Το Κίνημα Sadrist (είναι ένα ιρακινό ισλαμιστικό εθνικό κίνημα με επικεφαλής τον Muqtada al-Sadr. Το κίνημα αντλεί ευρεία υποστήριξη από όλη την ιρακινή κοινωνία και ιδιαίτερα από τους φτωχούς σιίτες της χώρας. Το πιο σημαντικό πρόσωπο στον καθορισμό των στόχων και της φιλοσοφίας του κινήματος ήταν ο Μέγιστος Αγιατολάχ Mohammad Mohammad Sadeq al-Sadr. Είχε προηγηθεί ο Mohammad Baqir al-Sadr που άσκησε μεγάλη επιρροή. Το κίνημα είναι θρησκευτικό και λαϊκιστικό. Στόχος του είναι μια κοινωνία που διατάσσεται από το συνδυασμό των θρησκευτικών νόμων και των εθίμων της φυλής. Το Κόμμα της Ισλαμικής Αρετής είναι ένας μικρότερος, αντίπαλος κλάδος του κινήματος Sadrist.

H Nadje Sadig Al-Ali είναι η συγγραφέας του βιβλίου “Ιρακινές Γυναίκες: Ανομολόγητες Ιστορίες Από το 1948 έως σήμερα”, και συν-συγγραφέας με τον Nicola Pratt του “Tι είδους ελευθερία; Οι γυναίκες και η κατοχή του Ιράκ”. Γεννημένη από Ιρακινό πατέρα και Γερμανίδα μητέρα και έχοντας ζήσει στην Αίγυπτο για πολλά χρόνια όπου συμμετείχε στο Κίνημα των Αιγυπτίων Γυναικών, η Al-Ali είναι επίσης καθηγήτρια Σπουδών Φύλου στο Εργαστήριο Σπουδών Φύλου στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (SOAS).

Η Al-Ali αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα (BA), το Πανεπιστήμιο του Καΐρου (ΜΑ) και έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα από το Τμήμα Ανθρωπολογίας της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου το 1998. Προς το παρόν προεδρεύει στο Κέντρο Σπουδών Φύλου στο SOAS. Είναι επίσης Πρόεδρος του Συνδέσμου Σπουδών για τις Γυναίκες της Μέσης Ανατολής (AMEWS), και μέλος της Συλλογικής Φεμινιστικής Επιθεώρησης.

Παράλληλα με την ακαδημαϊκή της καριέρα, η Nadje Al-Ali είναι πολιτική ακτιβίστρια και ήταν μία από τις ιδρύτριες της ΙρακινοΒρετανικής οργάνωση “Δράστε Μαζί: Δράση γυναικών για το Ιράκ το 2000”. Είναι επίσης μέλος του παραρτήματος του Λονδίνου “Γυναίκες στα Μαύρα”, ένα παγκόσμιο δίκτυο γυναικών που είναι κατά του πολέμου και της βίας.

Πολλές από τις εκδόσεις της αντικατοπτρίζουν τις ζωές των Ιρακινών γυναικών και των πρόσφατων αγώνων να εκφράσουν τις απόψεις τους κατά τη διάρκεια της υπό αμερικανική ηγεσία εισβολής στο Ιράκ.

Αναδημοσίευση από ΤΕΛΕΣΙΛΛΑ

http://www.pialfa.gr/?p=5104

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου