«Δεν είναι κακοί, δεν είναι ανόητοι, δεν είναι αμόρφωτοι αυτοί που είναι φτωχοί. Απλώς κάνουν λάθος επιλογές σε κρίσιμες στιγμές». Δεν ξέρω αν η Αντιγόνη Λυμπεράκη θα επαναλάμβανε σήμερα την παραπάνω εκτίμηση που είχε κάνει τις παραμονές του δημοψηφίσματος του περασμένου καλοκαιριού, πάντως τα διεθνή αλλά και τα εγχώρια ΜΜΕ βρίθουν παρόμοιων προσεγγίσεων μετά το σοκ της εκλογής Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.
Παράλληλα, δίνουν και παίρνουν για μια ακόμη φορά οι κατάρες απέναντι στο λαϊκισμό, τον οποίο τα απανταχού κυρίαρχα think tank δείχνουν να θεωρούν ως κύριο υπεύθυνο για το νέο κακό που έπεσε στο κεφάλι τους. Με ακριβώς τον ίδιο τρόπο είχαν επιχειρήσει άλλωστε να ερμηνεύσουν πριν από λίγους μήνες την απροσδόκητη ετυμηγορία του βρετανικού δημοψηφίσματος. Το πιο πιθανό είναι πως δε θέλησαν να αποκωδικοποιήσουν το μήνυμα που εξέπεμψε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, οπότε η ιστορία επαναλήφθηκε έχοντας μάλιστα ανατριχιαστικά κοινές λεπτομέρειες.
Κι όμως, τα αδιέξοδα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων ήταν και είναι ορατά «δια γυμνού οφθαλμού», τόσο στην Ευρώπη όσο και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα όσων αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές, επέλεξε να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ αντί εκείνων της εργατικής τάξης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην άνθιση πολιτικών φαινομένων όπως του Ντόναλντ Τραμπ, του Νάιτζελ Φάρατζ ή της Μαρί Λεπέν.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ κατάφερε, λοιπόν, να «δει» τα όλο διογκούμενα αδιέξοδα των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων της αμερικάνικης κοινωνίας, διαβλέποντας και το κενό πολιτικής εκπροσώπησής τους. Κάπως έτσι, δίπλα στις ρατσιστικές και ξενοφοβικές κορώνες που εκτόξευε κάθε λίγο, έβαζε στη ρητορεία του ως βασική προτεραιότητα τη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας μέσω του επαναπατρισμού κεφαλαίων, υποσχόμενος παράλληλα πως θα «βάλει τους πλούσιους να πληρώσουν».
Από την άλλη, η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος επέλεξε να επιβάλει μια ομολογουμένως «σκοτεινή υποψηφιότητα», όπως αυτή της Χίλαρι Κλίντον, αποκλείοντας με συνοπτικές διαδικασίες εκείνη του Μπέρνι Σάντερς, παρότι είχε πολύ περισσότερες πιθανότητες για τελική επικράτηση. Την ώρα λοιπόν που ο αντίπαλός της ισχυριζόταν πως θα δώσει «μάχη μέχρι τελικής πτώσεως» για τη μείωση της ανεργίας, η υποψήφια των Δημοκρατικών επένδυε στο γεγονός πως θα γινόταν η πρώτη γυναίκα Αμερικανίδα Πρόεδρος. Επιπλέον, αδυνατώντας να κόψει γέφυρες με κυρίαρχους εκπροσώπους του οικονομικού κατεστημένου, αδυνατούσε να δώσει στα χαμηλότερα στρώματα κάποια περαιτέρω προοπτική έναντι του Τραμπ πέραν του σεβασμού των κοινωνικών δικαιωμάτων των μεταναστών και των γυναικών. Κάτι τέτοιο, όπως αποδείχτηκε στην πράξη, δεν ήταν αρκετό.
Συνεπώς, δε φταίει προφανώς ούτε η αμορφωσιά, ούτε η ανοησία, ούτε η τάση των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων να κάνουν «λάθος επιλογές». Όσο οι προοδευτικές δυνάμεις αδιαφορούν επιδεικτικά μπροστά στην εμφανή αγωνία των συγκεκριμένων τμημάτων για επιβίωση, όσο αποφεύγουν να συνδεθούν με τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, η πολιτική ηγεμονία της ακροδεξιάς θα φαντάζει αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η εκλογή Τραμπ κι η εντεινόμενη κοινωνική ένταση που ακολούθησε πιθανότατα είναι μόνο η αρχή.
Μέσα στον ορυμαγδό αναλύσεων, μεγάλο ενδιαφέρον είχε η αναφορά πολλών στην σημειολογική αντίθεση όσον αφορά στην ημερομηνία εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ (υποσχέθηκε τη δημιουργία τείχους στα σύνορα με το Μεξικό), καθώς την ίδια ακριβώς ημερομηνία, 26 χρόνια νωρίτερα, έπεφτε το Τείχος του Βερολίνου. Δεν μπορεί κανείς βέβαια να μην παρατηρήσει πως σε αυτό το διάστημα οι κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό της Γερμανίας εντάθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε νοσταλγοί του Χίτλερ να δράττουν σήμερα την ευκαιρία να βρεθούν πάλι στο πολιτικό προσκήνιο, 71 χρόνια μετά την ήττα του Ναζισμού.
Του Σόιμπλε πάντως του φταίει ο «δημαγωγικός λαϊκισμός»...
Αλέξανδρος Ζέρβας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου