Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Ευρωπαϊκή Ένωση, Έθνη-Κράτη (μέλη) και Ασφάλεια

Ξεκινώντας, στα σοβαρά, μια αναζήτηση για τα σύγχρονα χαρακτηριστικά και τη σύγχρονη μορφή του πολέμου, τη σχέση του με την πολιτική και τη διαπλοκή του διεθνούς πεδίου του με την εσωτερίκευσή του στην επιδίωξη κοινωνικοπολιτικής ομαλότητας των εθνών-κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρειάζεται να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο η ασφάλεια αναδεικνύεται σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη.
Το ίδιο συμβαίνει εξάλλου, με διαφορετικές πρακτικές, πολιτικές ή ταχύτητες (αλλά με μια ενιαία τάση για κυριαρχία της) σε ολόκληρο τον πλανήτη: από την εσωτερική κατάσταση στις ΗΠΑ ως τα στρατιωτικά τους μέτωπα σε όλο τον πλανήτη, από τις στρατιωτικές επεμβάσεις της Ρωσίας ως την άγρια εσωτερική πολιτική της, από την κανονικοποιημένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης εντός της ΕΕ ως τις πολλαπλές επεμβάσεις (από κοινού ή ξεχωριστά) των κρατών-μελών της σε Β. Αφρική και Μ. Ανατολή.
Μπορεί, τώρα, να γενικεύεται μια τέτοια συζήτηση στο δημόσιο λόγο, αυτή όμως δεν είναι καινούρια. Ήδη υπάρχει από το 2001 και πιο πριν, έχει σταθμούς στην Ευρώπη από την επίθεση στα Τρένα της Μαδρίτης (το 2003), ως τις επιθέσεις στο Λονδίνο το 2008 και ιδιαίτερα τα τρομακτικά συμβάντα στο Charlie Hebdo και το Μπατακλάν (στη Γαλλία). Κυρίως, δε, είναι κάτι περισσότερο από κουβέντα για τα αστικά επιτελεία της Ευρώπης και τους μηχανισμούς αποφάσεων της ή τους διεθνείς φορείς. Είναι σειρά μέτρων που λαμβάνονται με ρυθμό χιονοστιβάδας και πρακτικών που επιβάλλονται με ρυθμό πολυβόλου για πάνω από μια δεκαετία. Έχοντας οριοθετήσει τους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους αναπαραγωγής, τώρα επιχειρείται να επιβληθούν οριστικά ως στρατηγικό μοντέλο διακυβέρνησης: αποδεικνύοντας ότι η (κάθε) κυβέρνηση είναι μια στιγμή της συνέχειας του κράτους - και ειδικά του πολέμου, που διεξάγει μέσα από τους μηχανισμούς του, το κεφάλαιο εναντίον της εργασίας σε ολόκληρο των πλανήτη.
Είτε με τη μορφή εθνικών, εθνοτικών και θρησκευτικών ή πολιτισμικών αντιπαραθέσεων, είτεμε τη μορφή διακρατικών αντιπαραθέσεων και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, κεντρική θέση έχει η έννοια των ασύμμετρων απειλών, το πρόβλημα της άλυτης παγκόσμιας κρίσης -τόσο σε δύση όσο και ανατολή-, η άλυτη αντίφαση της υποτίμησης του προλεταριάτου σε οποιαδήποτε μορφή του, των γενικευμένων apartheid και της διαχείρισης των «περισσευούμενων πληθυσμών».

Διανοούμενοι, όπως ο Μπαλιμπάρ, εκπλήσσονται, αναρωτώμενοι: «είμαστε σε πόλεμο;»[1], προσπαθώντας να συμβιβάσουν τους αντιτρομοκρατικούς μηχανισμούς ασφάλειας με μια κίνηση για «ειρήνη και δικαιοσύνη». Άλλοι, όπως, ο Ζίζεκ να ζητούν την «επιστροφή της Ευρώπης στις ριζοσπαστικές δυτικές ρίζες της»[2], υπονοώντας την γαλλική επανάσταση - ξεχνώντας όμως τους αβράκωτους, τους ριζοσπάστες ορεινούς, τα κηρύγματα του Μποασί για την ελευθερία - κρατώντας μόνο τον Βοναπάρτη, τον εθνικισμό, τη στρατιωτική κινητοποίηση και την κρατικά δια-κηρυγμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης (πηγαίνοντας, δηλαδή, πιο πίσω από αυτό στο οποίο έκανε κριτική ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ).
Με οδηγό το ελληνικό κράτος και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η Ε.Ε. παραδίδει μαθήματα «βέλτιστων πρακτικών» διακυβέρνησης «εκτάκτου ανάγκης» σε όλο τον πλανήτη, θέτοντας το στρατό σε κεντρικό ρυθμιστή της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής ζωής, επιχειρώντας να κατασκευάσει από την αρχή μια νέα υποταγμένη εργατική γενιά, μέσα από τη διαχείριση του προσφυγικού και τις κοινές πρακτικές ενάντια στους αποκλεισμένους πληθυσμούς, κυρίως νεολαία, στο εσωτερικό της.
Μια εργατική τάξη που θα είναι ένα εύπλαστο εργατικό δυναμικό, χωρίς τα ιστορικά «βαρίδια» των αγώνων του 20ου, των επαναστατικών και εξεγερτικών δυνατοτήτων, των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Ένας νέος πληθυσμός πολιτών, που θα μπορεί να στηρίξει τα παγκόσμια γεωπολιτικά και πολεμικά σχέδια της ενωμένης Ευρώπης, πρώτα μέσα από την υποταγή του στους μονοδρόμους των πολιτικών της. Θα δούμε παρακάτω πώς αυτές οι πρακτικές ενοποιούν τους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, πως ανάγονται σε κύριες πολιτικές έννοιες που διαμορφώνουν νέους όρους ταξικής πάλης μέσα από την κυριαρχία του κεφαλαίου και των εθνικών κρατών επί των πληθυσμών τους.
Αν και σημαντικό, είναι άλλης τάξης ζήτημα η οριστική και απόλυτη ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής διανόησης στο πλέγμα των πολιτικών ασφαλείας και των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων της ΕΕ και η μετατροπή της, σε γενικές γραμμές, σε απολογητή τους. Πρέπει, όμως, να πούμε ότι η έκπληξη για μια ιδιότυπη κατάσταση πολέμου στην ευρωπαϊκή επικράτεια (και μιλώντας για επικράτεια -θα αναφερθούμε και παρακάτω- εννοούμε το υπερεθνικό σύνολο της εδαφικά προσδιορισμένης κρατικής κυριαρχίας των κρατών μελών της ΕΕ) έχει να κάνει με μια παραδοσιακή -θα τολμήσουμε να πούμε και ξεπερασμένη- αντίληψη της πλειοψηφίας της αριστεράς για μια σαφή διάκριση ανάμεσα στον πόλεμο, που είναι πάντα εξωτερικός και αφορά κυρίως διακρατικές συγκρούσεις, και την ασφάλεια, που είναι κατά βάση εσωτερική και αφορά την «ειρηνική» κατασταλτική διευθέτηση των ταξικών συγκρούσεων.
Στον πόλεμο, που συμβαίνει πάντα κάπου αλλού και αντιμετωπίζεται με ένα παραδοσιακό αντιπολεμικό κίνημα όπως σκεφτόμαστε συχνά για αυτά που έχουμε γνωρίσει από τον πόλεμο του Βιετνάμ ως τον πόλεμο του Ιράκ, και την εσωτερική ασφάλεια, που είναι πάντα μια περιορισμένη σχετικά εκδοχή του πολιτικού και αντιμετωπίζεται ως δημοκρατικό ζήτημα.
Η πραγματικότητα φαίνεται να είναι αρκετά διαφορετική εδώ και πολύ καιρό και μπορούμε να τη διακρίνουμε και στις σημερινές εξελίξεις αλλά και μέσα από τα καταστατικά κείμενα της Ε.Ε. για την Ευρωπαϊκή Στρατηγική και την Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΕΠΠΑ). Οι σημαντικότερες εξελίξεις, του τελευταίου καιρού έχουν να κάνουν με την άτυπη σύνοδο κορυφής των κρατών μελών της Ε.Ε. στην Μπρατισλάβα[3], τον Σεπτέμβρη, και με την παρουσίαση του κειμένου για τη νέα Ευρωπαϊκή Στρατηγική Άμυνας και Ασφάλειας που παρουσίασε η Φ. Μονγκερίνι, τον Ιούνιο[4]. Και τα δύο αυτά γεγονότα πρέπει να ειδωθούν ενιαία, όσον αφορά την προσπάθεια της Ε.Ε. να υπερβεί, από θετική σκοπιά για το αστικό σύστημα εξουσίας, την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας του 2003.

Εδώ χρειάζεται μια μικρή παρέκβαση. Αυτό που καθορίζει σήμερα την πολιτική ασφαλείας και άμυνας της ΕΕ είναι το ιδρυτικό κείμενο της ΚΕΠΠΑ, το 2003[5]. Είναι το κείμενο της λεγόμενης «στρατηγικής Σολάνα», το οποίο καθορίζει τον στρατηγικό πολιτικό χαρακτήρα της και θα συνεχίζει να το κάνει σε μεγάλο βαθμό για πολλά χρόνια ακόμα. Αξίζει να κρατήσουμε μια πολύ χαρακτηριστική στρατηγική διατύπωση, από αυτό το κείμενο:
«Με τις νέες απειλές που εμφανίζονται, η πρώτη γραμμή άμυνας θα είναι συχνά στο εξωτερικό[…]καμία από τις νέες απειλές δεν είναι καθαρά στρατιωτική, ούτε μπορούν ν’ αντιμετωπιστούν με αμιγώς στρατιωτικά μέσα. Κάθε μία χρειάζεται ένα μίγμα μέσων […] με ελέγχους των εξαγωγών και [… ] πολιτικές, οικονομικές και άλλες πιέσεις. Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας μπορεί να απαιτήσει ένα μίγμα ικανοτήτων συλλογής πληροφοριών και αστυνομικών, δικαστικών, στρατιωτικών και άλλων μέσων. Το ζητούμενο είναι να συνδυάσουμε τα διάφορα μέσα και ικανότητες: τα ευρωπαϊκά προγράμματα βοήθειας και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης, τις στρατιωτικές και μη στρατιωτικές δυνατότητες των κρατών μελών[…] Όλα αυτά μπορούν να έχουν επίπτωση στην ασφάλειά μας και στην ασφάλεια των τρίτων χωρών. Η ασφάλεια είναι η πρώτη προϋπόθεση της ανάπτυξης
Αν και μέρος της αριστεράς συνηθίζει να αναλύει την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης ως μια προσωρινή -εν ίδει παθολογικού συμπτώματος- κατάσταση στον αντίποδα των ομαλών συνθηκών και σε διακριτότητα από αυτές, φαίνεται πώς αυτό έχει ξεπεραστεί από την ΕΕ εδώ και περίπου δυο δεκαετίες. Αντίθετα, η εσωτερική κυριαρχία των κρατών ενοποιείται με την στρατιωτική τους λειτουργία, τα έθνη-κράτη υποτάσσονται στον γεω-πολιτικό καταμερισμό της ένωσης αλλά ταυτόχρονα ισχυροποιείται η κυριαρχία των δομών τους επί των κοινωνικών σχηματισμών. Με αυτό τον τρόπο ενοποιείται και η ιμπεριαλιστική λειτουργία με την εσωτερική ασφάλεια και την ανάπτυξη.

Το σημείο εκκίνησης της νέας σημερινής Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφαλείας είναι διαφορετικό από εκείνο του 2003, που άρχιζε με τη φράση: «Η Ευρώπη δεν ήταν ποτέ τόσο ευημερούσα, με ασφάλεια και ελευθερία». Ο «κόσμος» της Μογκερίνι, είναι πιο σύνθετος, αμφισβητούμενος, ίσως δυστοπικός, και πολύπλοκος: «Η ΕΕ δεν λειτουργεί πλέον σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, αλλά αντιμετωπίζει μια σειρά από σοβαρές εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις. Η πραγματική δύναμη της νέας στρατηγικής έγκειται στο εκτεταμένο πεδίο της. Η δράση της ΕΕ πρέπει να γίνει πιο συντονισμένη σε όλες τις εσωτερικές κ εξωτερικές πολιτικές».
Από την αρχή, λοιπόν, είναι σαφές ότι η νέα στρατηγική θα παρεκκλίνει από την προηγούμενη του 2003, που είχε καταστεί ξεπερασμένη. Δύο σημαντικοί παράγοντες κατέστησαν την ανανέωση της έκδοσης του 2003 επιβεβλημένη. 
Αφενός, η παλιά διάκριση, μεταξύ εξωτερικής διαχείρισης κρίσεων από την ΕΕ και οι αυξημένες απαιτήσεις για εσωτερική ασφάλεια που ήταν παλιά -και σε ένα βαθμό- δύο διαφορετικά θέματα, κατέστη παρωχημένη. Η αστάθεια και οι συγκρούσεις στη Μ. Ανατολή και την Αφρική έχουν σημαντική επίπτωση στην ασφάλεια μέσα στην Ευρώπη όχι πλέον μέσω κάποιων «δευτερογενών επιπτώσεων» όπως η μετανάστευση, το διεθνές έγκλημα και η τρομοκρατία. Η σύνδεση των εξωτερικών και εσωτερικών πολιτικών ασφάλειας και των μέσων της, είναι μια αναγκαιότητα για την αντιμετώπιση αυτών των δευτερογενών επιπτώσεων και ίδια για την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτίων τους. Αυτή η σύνδεση είναι ήδη ορατή σε αντιτρομοκρατικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα εντός αλλά και εκτός της Ευρώπης. Η ίδια αρχή ισχύει και για το προσφυγικό. Ωστόσο, η σύνδεση αυτή θα συνδυαστεί με πιο επιθετική αντιμετώπιση των ίδιων των εστιών της μετανάστευσης, σε μεγαλύτερο βαθμό επέμβασης στις εμφύλιες συγκρούσεις και τα κυβερνητικά μοντέλα και τις προσπάθειες σταθεροποίησης, είτε μιλάμε για την κατάσταση σε Συρία και Λιβύη, είτε για τα ρεύματα που έχουν οικονομικούς λόγους, ανθρωπιστικές καταστροφές ή επικείμενο υπερπληθυσμό (π.χ. υποσαχάρια Αφρική)[6].
Αφετέρου, ακριβώς επειδή η δημοκρατία και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενοποιούνται,  οι προκλήσεις για την ασφάλεια του συστήματος είναι πια πολυδιάστατες. Το ίδιο είναι και η απάντηση. Όλα τα διαθέσιμα εργαλεία πρέπει να συγκεντρωθούν σε μια κοινή προσέγγιση και έναν κοινό σκοπό. Δεδομένου ότι η ΕΕ, σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ, έχει μια ευρεία σειρά ευθυνών σε όλους τους τομείς διακυβέρνησης (κι όχι μόνο το στρατιωτικό), αυτό απαιτεί μια πολύ ευρύτερη στρατηγική. Ταυτόχρονα, έχει σημαντικές συνέπειες για τη σχέση ΕΕ-ΝΑΤΟ, η οποία θα πρέπει να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον ασφαλείας. 
Βλέπουμε ότι, εντός μιας διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης, οι φιγούρες του μετανάστη, του τζιχαντιστή, του αντάρτη των πόλεων, του απεργού, του διαδηλωτή και του ποινικού εγκληματία ταυτίζονται πλέον στο δημόσιο λόγο, που είναι πλέον ένας λόγος ασφαλείας. Όλοι είναι δυνάμει ένοχοι/ες, κομμάτι μιας ασαφούς φιγούρας εσωτερικού εχθρού που απειλεί την ομαλότητα των σύγχρονων δημοκρατιών. Έτσι αντιμετωπίζει η ΕΕ το προλεταριάτο, που ασφυκτιά κάτω από τη βαρβαρότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, σήμερα.
Μπορεί η αντιπαράθεση, για παράδειγμα, με τη Ρωσία πρωτευόντως, την Κίνα ευρύτερα, ή τα BRICKS κλπ να είναι κρίσιμη και κεντρική στα πλαίσια μιας κοινής ευρωατλαντικής πολιτικής, ή αντίστοιχα σημαντικός (πολιτικά και οικονομικά) να είναι ο ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ στα πλαίσια των εσωτερικών της αντιθέσεων, ωστόσο καμία τέτοια μάχη δεν μπορεί να δοθεί αν δεν έχει πριν υπάρξει σκληρή επιβολή της τάξης και της ασφάλειας με πολεμικούς όρους απέναντι σε ολόκληρες κοινωνικές κατηγορίες ή/και πολιτικούς αντιπάλους, που θεωρούνται εχθροί ή περισσεύουν. Αντίστοιχα είναι τα προβλήματα και στους υπόλοιπους «εχθρούς» και «φίλους», αντιπάλους και συμμάχους στη διεθνή σκακιέρα. Αυτό είναι και το βαθύτερο σημείο ενότητας του ιμπεριαλιστικού πλέγματος, σε σχέση με τις εσωτερικές του αντιθέσεις, που είναι δευτερεύουσες από την άποψη του επείγοντος. Οι μεγάλες γεωπολιτικές κόντρες και διαιρέσεις θα διεξαχθούν μεταξύ διακρατικών στρατοπέδων, μόνο στο βαθμό που από κοινού αυτά θα διασφαλίσουν ότι μπορούν να επιβληθούν στους υποτελείς πληθυσμούς τους, να επιτύχουν αγριότερους και πιο ομαλούς όρους εκμετάλλευσης. Μάλιστα, τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα σε αυτή τη διεθνή σκακιέρα ορίζονται πρώτα από τη νίκη τους επί του εσωτερικού εχθρού.
 Για να το πούμε διαφορετικά: η ΚΕΠΠΑ θέτει μια βασική προϋπόθεση, η οποία δεν έχει ακόμα αμφισβητηθεί με ταξικούς όρους: Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις χρειάζονται για την ομαλή παγκόσμια ροή του κεφαλαίου, αναγκαία για την κοινωνική ευημερία του πρώτου κόσμου των καπιταλιστικών μητροπόλεων. Η πολιτική της μηδενικής ανοχής χρειάζεται για την κοινωνική ομαλότητα αυτού του κόσμου έναντι ενός πλανητικού ωκεανού κοινωνικών υποκειμένων που αντιδρούν βίαια στις αναδιαρθρώσεις της παγκόσμιας αγοράς εργασίας, τη διάλυση κοινωνικών παροχών, την έκρηξη των περιφερειακών πολέμων.
«Πεδίο πολέμου είναι κάθε πεδίο που έχει αξία»[7], διατείνονται οι στρατηγικοί αναλυτές των think-tanks που σχεδιάζουν για λογαριασμό της ΕΕ και του ελληνικού κράτους (όπως το ινστιτούτο Levi). Γι’ αυτό και κυρίαρχη μορφή του πολέμου σήμερα είναι ο υβριδικός πόλεμος, ο πόλεμος που συνδυάζει συμβατικά και μη συμβατικά μέσα διεξαγωγής του, και κυρίαρχο στρατιωτικό δόγμα είναι η αντιμετώπιση των ασύμμετρων απειλών, δηλαδή του εσωτερικού εχθρού, του εχθρού-λαού[8].

Στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής στη Μπρατισλάβα προδιαγράφτηκε αυτό το  επικίνδυνο παρόν και μέλλον για τους λαούς της Ευρώπης και όχι μόνο.  Οι ηγέτες της Ε.Ε. συζήτησαν και πήραν επείγουσες αποφάσεις με γνώμονα το συνολικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση. Η Γερμανίδα Καγκελάριος, Μέρκελ, δήλωσε, κατά την συνέντευξη τύπου μετά ην ολοκλήρωση της συνόδου, ότι συμφωνήθηκε να παρουσιαστεί ένα νέο σχέδιο για την επανεκκίνηση της Ευρώπης ήδη τον Μάρτιο του 2017.
Το κεντρικό σημείο της παρέμβασης του Γιουνκέρ ήταν ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε μια κρίσιμη συγκυρία, η οποία εκλαμβάνεται ως ευκαιρία από το ευρωπαϊκό αστικό κατεστημένο. Σκοπός είναι η φυγή μπροστά, μέσω του Τομέα Πολέμου/Καταστολής.  Η Ε.Ε., με τη Γερμανία σε πρωταγωνιστικό ρόλο, θέλει να μετατρέψει την οικονομική της δύναμη σε στρατιωτική ισχύ έτοιμη να δράσει παγκόσμια. Μετά από 25 χρόνια αναζητήσεων και αποτυχημένων προσπαθειών, επιχειρεί να επιβάλλει ένα πρωτόγνωρο αυταρχικό καθεστώς στο εσωτερικό της και να προχωρήσει σε νέες επεμβάσεις διεκδικώντας ολοένα διευρυμένο μερίδιο από την ιμπεριαλιστική λεία. Είτε σε συνεργασία με ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, είτε -κυρίως- αυτοτελώς, καθώς θα στηρίζεται στις ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις. 
Είναι λοιπόν ένας αγώνας παγκόσμιας ισχύος και διασφάλισης των συμφερόντων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, είτε με την Καταστολή, είτε με τον Πόλεμο. Είναι ενδεικτικό και εξίσου αποκαλυπτικό της συνάφειας μεταξύ Πολέμου-Καταστολής ότι ο ευρωπαϊκός στόλος που συμμετέχει στην Επιχείρηση Αθηνά, για την παρεμπόδιση των προσφύγων, ουσιαστικά ενισχύει στρατιωτικά τα ευρωπαϊκά επενδυτικά σχέδια στην Αφρική. Η ΕΕ έχει ήδη ξεκινήσει Επενδυτικό Σχέδιο για την Αφρική και τις Γειτονικές Χώρες, συγκεντρώνοντας ήδη 44 δισ. ευρώ σε επενδύσεις[9]. Ο στόχος είναι να φθάσει μέχρι και τα 88 δισ. ευρώ. Τι σημαίνει αυτό το επενδυτικό σχέδιο; Μια ιδέα μας δίνεται όταν ακούμε ότι σχεδιάζεται η δημιουργία τεράστιου στρατοπέδου συγκέντρωσης στη Λιβύη. Ουσιαστικά, το προσφυγικό ζήτημα γίνεται μοχλός ιμπεριαλιστικής επέμβασης εφ’ όλης της ύλης: πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά. Από πού θα προκύψουν αυτά τα κεφάλαια; Φυσικά από την αφαίμαξη των ευρωπαϊκών λαών, για να χρηματοδοτήσουν τα μοντέλα καταστροφής των αραβικών και αφρικανικών.
Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας συνδυάζεται με διαρθρωτικές αλλαγές στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία. Ήδη δημιουργείται Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, «ώστε να απογειώσουμε την έρευνα και την καινοτομία». Ως πρώτο βήμα ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, κ. Κατάινεν, προτείνει τα κράτη-μέλη να επιτρέψουν στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB), που συνήθως χρηματοδοτεί έργα υποδομής, να χρηματοδοτήσει και αμυντικά έργα. Σύμφωνα με τα λόγια του: «Αντί να χρηματοδοτεί πυροβόλα ή τανκς, τα προγράμματα μπορεί να είναι πιο καινοτόμα και ορισμένες φορές στο όριο μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής χρήσης», προσθέτοντας ότι η τροποποίηση του καταστατικού της ΕΙΒ θα μπορούσε να επιτευχθεί έως τα τέλη του 2016. Μεσοπρόθεσμα ο στόχος είναι να υπάρξει μια δομή παρόμοια με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, που θα επιτρέπει στα κράτη-μέλη να αντλούν χρήματα από τις αγορές με «ευρωπαϊκά αμυντικά ομόλογα»[10].
Αυτή είναι και η ουσία του νέου γύρου ανάπτυξης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, με τον Καμμένο και τον Τσίπρα, ήδη επιχειρεί να εισάγει μια εκδοχή αυτού του μοντέλου με την απόπειρα να αντιγράψει μια παραλλαγή του μοντέλου του Ισραήλ. Αυτό το νόημα έχουν τα νομοσχέδια για την αλλαγή της στρατιωτικής θητείας, και της στράτευσης στα 18, για την εργασιακή εκμετάλλευση των φαντάρων, για την είσοδο των ενόπλων δυνάμεων με ξεχωριστές έδρες στα ελληνικά πανεπιστήμια, με την ιδιωτικοποίηση της περιουσίας τους και την εξασφάλιση νέων αγορών όπλων και συμβολαίων για την ελληνική βιομηχανία πολέμου. Η πίτα που ανοίγεται είναι μεγάλη και το ελληνικό κεφάλαιο θέλει επιθετικά να εξασφαλίσει ρόλο σε αυτή.
Τέλος, ο Γιουνκέρ θέλει να γίνει η Μογκερίνι «Ευρωπαία  Υπουργός Εξωτερικών, μέσω της οποίας όλες οι διπλωματικές υπηρεσίες των μεγάλων και των μικρών χωρών αδιακρίτως θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αποκτήσουν πλεονεκτήματα στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. Αυτός είναι ο λόγος που απευθύνω έκκληση για τη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη Συρία».[…].
Η ΕΕ βλέπει to Brexit ως ευκαιρία[11]. Η αποχώρηση της Βρετανίας, που ανέκαθεν προτιμούσε να στηρίζεται στο ΝΑΤΟ, προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να προχωρήσει το θέμα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Δεν είναι δικά μας λόγια, αλλά κεντρικών διπλωματικών πηγών και αξιωματούχων της ίδιας της ΕΕ. Εξάλλου είναι σαφές ότι αυτή η έξοδος είναι μακράν διαφορετική -και δεν πρόκειται να συμβεί παρά σε έναν περιορισμένο βαθμό- από αυτό που φαντάστηκαν οι ίδιοι οι βρετανοί που την ψήφισαν αλλά και όσοι την χαιρέτησαν.

Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, για να συνοψίσουμε, η Σύνοδος της Μπρατισλάβα κατέληξε στα εξής:   
Ø Δημιουργία μόνιμου Ευρωπαϊκού Στρατηγείου με δυο σκέλη: διπλωματικό & στρατιωτικό.
Ø  Τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., θα αποδεσμεύσουν στρατιωτικές Μονάδες και μέσα (μαχητικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία), που θα είναι στη διάθεση του Κεντρικού Αρχηγείου και θα είναι στην διοικητική κορυφή της ΚΕΠΠΑ.
Ø  Θα δημιουργηθεί ένας αμιγώς ευρωπαϊκός στρατιωτικός μηχανισμός. Παρότι θα είναι συμπληρωματικός του ΝΑΤΟ, θα έχει, διοικητική και επιχειρησιακή αυτοτέλεια.  Δηλαδή θα μπορεί η Ε.Ε. να αναλαμβάνει και στρατιωτικές αποστολές. Προβλέπεται, επίσης, η ασφάλεια και ο έλεγχος των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε., από ευρωπαϊκές αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις.
Ø  Μεγάλη έμφαση θα δοθεί στον τομέα της συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών, σχετικά με την ασφάλεια, τη δράση τρομοκρατικών ομάδων και μεμονωμένων ατόμων, στην Κυβερνο-άμυνα και στα δορυφορικά πληροφοριακά συστήματα με έμφαση στον τομέα των στρατιωτικών πληροφοριών. Φυσικά,  η συνεργασία με το ΝΑΤΟ, στον τομέα, των επεξεργασμένων πληροφοριών, είναι μονόδρομος.
Ø Επιπλέον θα ιδρυθεί μια Στρατιωτική Ακαδημία, που θα εμπνεύσει  στους στρατιωτικούς των κρατών-μελών της Ε.Ε., τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πνεύματος!  
Ø Τέλος, θα δημιουργηθεί ένα ξεχωριστό ταμείο, που θα καλύπτει τις αμυντικές δαπάνες  για την οργάνωση και τις αποστολές του Ευρωστρατού, αλλά και για την στρατιωτική έρευνα και την κατασκευή  εξελιγμένων   οπλικών συστήματα με ευρωπαϊκή ταυτότητα. Στο ταμείο για την ευρωπαϊκή άμυνα θα συνεισφέρουν όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Το σχέδιο προβλέπει ότι χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία θα δημιουργήσουν μόνιμες στρατιωτικές δομές που θα ενεργούν για λογαριασμό της ΕΕ στο πλαίσιο μιας ρήτρας στη Συνθήκη της Λισαβόνας που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ. Οι προτάσεις περιλαμβάνουν «την αντιμετώπιση των διαδικαστικών, οικονομικών και πολιτικών εμποδίων» για την ανάπτυξη των ομάδων μάχης της ΕΕ που αποτελούνται από 18 εθνικά τάγματα τα οποία ποτέ δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικές αποστολές. Το χρονοδιάγραμμα για το σχέδιο συζητήθηκε στη συνάντηση και μένει να διευκρινιστεί.

Οι εταίροι, επίσης, επιβεβαίωσαν ότι θα ενισχύσουν την προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ κι επιδιώκουν την άμεση ανάπτυξη ενός νέου ευρωπαϊκού σώματος συνοριοφυλάκων. Η Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή θα απαρτίζεται από τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και τις εθνικές αρχές και ακτοφυλακές που είναι υπεύθυνες για τη διαχείριση των συνόρων. Ήδη, το πρώτο πλάνο εφαρμόζεται: 200 επιπλέον συνοριοφύλακες και 50 επιπλέον οχήματα να εγκαθίστανται στα εξωτερικά σύνορα της Βουλγαρίας.

Όπως η επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου και του αστικού κόσμου με την ΕΕ είναι στρατηγικής φύσης, ασχέτως αν υπάρχει ή όχι ζήτημα παραμονής της χώρας στο Ευρώ και την Ευρωζώνη, η ελληνική κυβέρνηση, λειτουργεί και σχεδιάζει σε πλήρη ταύτιση με τους πολεμικούς-κατασταλτικούς σχεδιασμούς του ευρωπαϊκού αστικού κατεστημένου. 
Σε αρκετές περιπτώσεις, το ελληνικό κράτος καθοδηγεί τις εξελίξεις στον άξονα της «ασφάλειας», κυρίως ως προς την ενίσχυση της αντιτρομοκρατικής συνεργασίας. Τα κλιμάκια της Europol & της Frontex, πχ, στα ελληνικά νησιά από το καλοκαίρι, για την καταγραφή και ταυτοποίηση των στοιχείων των προσφύγων, και την αναζήτηση «τρομοκρατών», σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές, αποτελεί πρωτοβουλία της κυβέρνησης και όχι μια απώλεια ελέγχου της εθνικής καταγραφής έναντι των «εξωτερικών θεσμών». Συνιστά ένα γιγαντιαίο έργο, πολιτικό και τεχνικό, διαχείρισης πληθυσμών, ενοποίησης των διαδικασιών ελέγχου σε ευρωπαϊκό επίπεδο και άρα ενίσχυσης των εθνικών δυνατοτήτων με χρήση διακρατικών μέσων και μεγεθών κλίμακας.
Αντίστοιχα, το σχέδιο μιας κοινής ευρωπαϊκής ακτοφυλακής και συνοριοφυλακής είναι πάγιος στόχος των ελληνικών κυβερνήσεων (ας θυμηθούμε δηλώσεις Σαμαρά το 2013 για τα ελληνικά σύνορα ως σύνορα της Ευρώπης, αντίστοιχες με τις σημερινές του Κοτζιά του Τόσκα, του Καμμένου και του Τσίπρα), που θέλει να διαμοιράσει το κόστος που προκύπτει από το ρόλο που θέλει να παίξει εντός της ΕΕ.
Αντίστοιχα, και η πρωτοβουλία πρόσκλησης του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, δεν αποτελεί απλά μια λύση έκτακτης ανάγκης στα πλαίσια της «απώλειας εθνικής κυριαρχίας». Αντίθετα αποτελεί απόπειρα διασφάλισης της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας, με αποδοτικότερο τρόπο για τα οικονομικά του ελληνικού κράτους, για τη διαχείριση του ταξικού ζητήματος στο εσωτερικό του και για την επιβεβαίωση της στρατηγικής του συμμαχίας ως κύριο όπλο, είτε ευρύτερα στην περιοχή είτε στα πλαίσια του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Πρέπει να σκεφτούμε ότι η νέα Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφαλείας δεν είναι αντιπαραθετική με το νέο ΝΑΤΟ. Αντίθετα, αποτελεί έκφραση ενός νέου καταμερισμού εργασίας μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΚΕΠΠΑ, όπου η Ευρώπη έρχεται σε εκ νέου στενή σχέση με το ΝΑΤΟ και επικεντρώνει τις προσπάθειές της στην Άμυνα εντός, όμως, του πλαισίου της Συμμαχίας, διεκδικώντας αυτοτελή ρόλο. Η Ευρώπη θέτοντας τις βάσεις για μια «κοινότητα ασφάλειας»[12], αναλαμβάνει την ευθύνη για τα θέματα πολιτικής προστασίας και χαμηλής έντασης δράσεις, ενώ το ΝΑΤΟ κρατά την κυρίαρχη δομή για την στρατιωτική άμυνα της Ευρώπης. Σε αυτή τη νέα κατανομή θέλει εξ αρχής να βρει προνομιακή θέση το ελληνικό κράτος και κεφάλαιο. Εξάλλου, ο Κωσταράκος είναι αυτός που έχει αναλάβει την άμεση συγκρότηση του Ευρωστρατού.
Το ελληνικό κράτος, και αυτό αποτελεί πραγματική εθνική στρατηγική επιλογή όλου του συνταγματικού τόξου, από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ως τη ΝΔ και από το ΠΑΣΟΚ ως τη ΧΑ, θέλει να παίξει κεντρικό ρόλο στην αναβάθμιση της αυτόνομης περιφερειακής πολιτικής ασφαλείας της ΕΕ σε παγκόσμιο επίπεδο. Με το νέο ΝΑΤΟ, τη βαθύτερη πρόσδεση με τους μηχανισμούς της ΕΕ και το στρατηγικό άξονα με Κύπρο-Αίγυπτο-Ισραήλ, θέλει να αναδειχθεί σε κύριο ρυθμιστή του περιφερειακού συστήματος ασφαλείας της ΕΕ στο τρίγωνο Καύκασος-Μέση Ανατολή-Β. Αφρική, κυρίως απέναντι στην Τουρκία που αποτελεί και το βασικό ανταγωνιστή στην ΝΑ Μεσόγειο.
Έχοντας πετύχει, με διαδοχικές οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές, μνημόνια και διαρθρωτικές αλλαγές, το τσάκισμα της εργατικής τάξης στο εσωτερικό, και περιμένοντας να ευοδώσουν τα σενάρια για ένα νέο γύρο ανάπτυξης που θα φέρει την ελληνική οικονομία στα επίπεδα του 2009 ως το 2024, με μια τεράστια όμως υποτίμηση του εργατικού δυναμικού και αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, το ελληνικό κεφάλαιο επιδιώκει να πάρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη λεία από τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και τη νέα γιγαντιαία μοιρασιά που επίκειται. Αυτό το νόημα έχει η καλύτερα από ποτέ συντονισμένη απόπειρα να πετύχουν την ισραηλινοποίηση του ελληνικού κράτους - για να γίνει η Ελλάδα αυτό που ανέκαθεν ονειρευόταν η πολύπλοκη αστική της τάξη: ένα «Ισραήλ των Βαλκανίων»[13].

Είναι, λοιπόν, σαφές ότι το ζήτημα του ρόλου και του χαρακτήρα της καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης, του πολέμου και της καταστολής, του προσφυγικού ζητήματος και των επιδιώξεων της ελληνικής άρχουσας τάξης είναι αλληλένδετα.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δηλώνει παρών.
Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία – Ευρωπαϊκό στρατηγείο Λάρισας. Αντίστοιχα στο Μάλι.
Μέση Ανατολή – Βάση Σούδας για ΝΑΤΟ και Γαλλία-Γερμανία
Υποβρύχιο και υποστήριξη στη Λιβύη
Πλοία, υποβρύχια και αεροπορικά μέσα στις επιχειρήσεις ΝΑΤΟ-ΕΥΡΩΣΤΟΛΟΥ στη Μεσόγειο.
Καθοδηγητικός ρόλος στη Σομαλία (Ευρωπαϊκός και νατοϊκός στόλος) – εκεί επί της ουσίας διαφυλάσσει και τα συμφέροντα των ελλήνων εφοπλιστών.
Μάλιστα, έφτασε να χαρακτηρίσει «εθνικό συμφέρον» την συμμετοχή των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στους βάρβαρους πολέμους και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.   
Το 2011, ο πρώην Α/ΓΕΕΘΑ Ι. Γιάγκος συμμετείχε στην σύσκεψη, στην Ντόχα του Κατάρ, των Αρχηγών Άμυνας Κρατών που απάρτισαν την Συμμαχία των Προθύμων που διεξήγαγε την επιχείρηση Unified Protector στη Λιβύη είχε θέσει θέμα συμμετοχής των ελλήνων επιχειρηματιών στην ανοικοδόμηση της Λιβύης, και αυτή η συμμετοχή, που κόστιζε (μόνο αυτή!) ένα εκατομμύριο ευρώ ημερησίως στον προϋπολογισμό, έφερε πολλαπλά κέρδη για όλο το ελληνικό κεφάλαιο[14]. Σήμερα, ένας άλλος πρώην Α/ΓΕΕΘΑ, ο Κωσταράκος είναι ο καταρχήν εκπρόσωπος του ελληνικού αστικού κατεστημένου στην ΕΕ έχοντας αναλάβει αποκλειστικά το ενιαίο σχέδιο ενοποίησης άμυνας και ασφάλειας του Ευρωστρατού (σε συνεργασία, απευθείας, με την Μονγκερίνι).
Ο Καμμένος, όμως, είναι ο καλύτερος εκφραστής της συνέχειας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, μαζί με τον Κοτζιά, μιλώντας πρόσφατα στον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδας, προαναγγέλλοντας νέα μεγάλη επέμβαση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αυτή τη φορά στη Συρία, αλλά και τη βαθύτερη διαπλοκή της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της πολεμικής προετοιμασίας και του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού μέσα κι έξω από τα ελληνικά σύνορα: «Είναι βέβαιο ότι και με τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες θα δούμε τη συνεργασία δυνάμεων, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες με τη Ρωσία, που πιστεύω ότι θα βοηθήσει στην επίλυση της κρίσης στη Συρία. Αυτό σημαίνει ότι η Συρία, η οποία έχει καταστραφεί από τον πόλεμο που έχουν δημιουργήσει οι τζιχαντιστές του ISIS, θα είναι μια χώρα που θα ζητήσει τη βοήθεια των φίλων και συμμαχικών χωρών για την αναδιοργάνωσή της. Έναν κύριο ρόλο θα παίξει η Ελλάδα. Δηλαδή, η ανασυγκρότηση της Συρίας, αν εμείς είμαστε έτοιμοι και αν εσείς συνεργαστείτε και προετοιμαστείτε, μπορεί κατά ένα μεγάλο μέρος της να είναι στα χέρια μας. Σε αυτό, λοιπόν, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, θα είμαστε εδώ, προκειμένου να σας βοηθήσουμε,  να σχεδιάσουμε τις ανάγκες που θα υπάρξουν είτε σε κατασκευαστικές εταιρείες, είτε σε εταιρείες αμυντικού υλικού, είτε σε εταιρείες τροφοδοσίας. Για αυτές τις ημέρες προετοιμαζόμαστε και για αυτό έχουμε μία στενή συνεργασία με τις διπλωματικές μας αρχές, οι οποίες έχουν λάβει συγκεκριμένες εντολές από την κυβέρνηση να υπηρετήσουν τις ελληνικές επιχειρηματικές ανάγκες»[15].

Ουσιαστικά, για μια ακόμη φορά αποκαλύπτεται ότι η γενικευμένη ταξική αστική επίθεση εις βάρος των εργαζόμενων σε όλη την Ευρώπη συναντά τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό και τον πολεμικό τυχοδιωκτισμό.  Οι εργαζόμενοι, λοιπόν, δεν έχουν να υπερασπίσουν κανένα «εθνικό συμφέρον», καμιά «ευρωπαϊκή ιδέα». Όλα αυτά αποτελούν διαφορετικές εκδοχές της άγριας επίθεσης του αστικού κόσμου, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, εις βάρος των δυνάμεων της εργασίας.

Εδώ θα θέσουμε μερικές σκέψεις: Υπάρχει δικό μας ταξικό καθήκον και, αν ναι, ποιο είναι αυτό;

Πρώτον, να μπλοκάρουμε την συμμετοχή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μπλοκάρουμε το αξιόμαχο (πχ μπλοκάρισμα του Ευρωπαϊκού στρατηγείου της Λάρισας, Μπλοκάρισμα της Σούδας και του Ακτίου, της 71 ΑΜ ΤΑΞ κλπ).
Πρέπει το εργατικό κίνημα να θέσει κεντρικό του επίδικο την αντιμετώπιση των δογμάτων άμυνας/ασφάλειας τα οποία ήδη στρέφονται και θα γίνει σαφές και στο άμεσο μέλλον εναντίον του.

Πρέπει να αμφισβητηθεί και να μπλοκαριστεί η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, την οποία από την πλευρά της ΕΕ, που καταρχάς εφαρμόζει η Ελλάδα. Μπλοκάρισμα της καταγραφής, διαλογής και εγκλεισμού των προσφύγων. Κατάργηση και διάλυση των hot spot και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Πρέπει να σκεφτούμε τις μαζικές αρνήσεις των φαντάρων και του Δικτύου Σπάρτακος, τη μάχη που δόθηκε –και δίνεται- μες στα στρατόπεδα, και να σκεφτούμε πώς αυτό μπορεί να γενικευτεί ως πρακτική του εργατικού κινήματος. Εδώ, πρέπει να σκεφτούμε ότι τα τείχη, το κλείσιμο των συνόρων με εξελιγμένο και βάρβαρο στρατιωτικό εξοπλισμό, όσα περιγράφηκαν παραπάνω κλπ, δεν είναι απλά μια προσωρινή διαχείριση μιας έκρηξης προσφυγικών ροών. Πρέπει, πρώτα να καταλάβουμε ότι αυτές θα είναι μόνιμες και πολύ πιο μαζικές τις επόμενες δεκαετίες. Πρέπει, όμως, να καταλάβουμε ότι είναι και το κεντρικό ζήτημα της ενοποίησης των δογμάτων άμυνας-ασφάλειας. Οι «φράχτες», τα «τείχη» και τα «στρατόπεδα συγκέντρωσης» δεν είναι κυρίως για τους πρόσφυγες: είναι κυρίως για το σημερινό ή μελλοντικό σύνολο των αποκλεισμένων πληθυσμών, των κοινωνικών κατηγοριών που θα βιώνουν τα κρατικά και διακρατικά μοντέλα «μηδενικής ανοχής», των «εσωτερικών εχθρών», των οποίων μια συγκεκριμένη εκδοχή είναι το μεταναστευτικό. Η στρατιωτικοποίηση των συνόρων είναι μέρος μιας ευρύτερης πρακτικής της κοινωνικής και πολιτικής στρατιωτικοποίησης της εσωτερικής ζωής της ευρωπαϊκής περιφέρειας, σε όλες τις εκδοχές της και σε οποιοδήποτε μέλλον (ΕΕ με ΟΝΕ ή χωρίς, πολλαπλών ταχυτήτων, διαφορετικών αστικών σχεδίων κλπ). Πρέπει να αντιμετωπιστεί τόσο σαν πολεμική και κατασταλτική πρακτική όσο και σαν ζήτημα κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού τόσο εθνικά όσο και ευρωπαϊκά.

Όλο το μοντέλο παραγωγικής ανασυγκρότησης πρέπει να αμφισβητηθεί. Τόσο γιατί τσακίζει εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα και ανάγκες (και οικοδομείται πάνω στο τσάκισμά τους) όσο και γιατί αποτελεί υλική βάση του κοινωνικού, διακρατικού και ασύμμετρου πολέμου που ήδη διεξάγει η ΕΕ, το ελληνικό κράτος, το ΝΑΤΟ κλπ.

Το αντιπολεμικό, το αντιρατσιστικό και το αντιφασιστικό κίνημα πρέπει να γίνουν οργανικό κομμάτι του εργατικού κινήματος με τη μορφή συγκότησης πολυεθνικών κοινοτήτων αγώνα απέναντι στην εθνική και διακρατική πολιτική. Από 2 σκοπιές:
1) την κοινή συγκρότηση και ζωή ντόπιων και μεταναστών ή εθνοτικών-μειονοτικών ομάδων στα όργανα και τις συλλογικότητας ενός ταξικά ανασυγκροτημένου και νέου εργατικού κινήματος
2) Με την ανεύρεση, ενίσχυση και οργανική σχέση με αντικαπιταλιστικά κινήματα και εργατικούς αγώνες στην Τουρκία, στα Βαλκάνια, τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική. Απέναντι στην ιερά συμμαχία του ελληνικού κράτους (ΕΕ-ΝΑΤΟ-ΟΑΣΕ κλπ) πρέπει να εφεύρουμε τη δική μας διεθνή των κινημάτων. Για να αντιπαρατεθεί το «έθνος» των προλετάριων απέναντι στο «έθνος» των εργοδοτών και του κεφαλαίου.
Αυτό, όμως, σημαίνει ότι πρέπει από σήμερα να επιδιώξουμε να ηττηθεί οπ «εχθρός στην ίδια μας τη χώρα», κάτι που με τη σειρά του σημαίνει βάθεμα της κρίσης: από κοινωνική καταστροφή του εργαζόμενου λαού να γίνει πολιτική κρίση αδυναμίας του αστικού συστήματος να κυβερνήσει.

Αυτή την έννοια έχει και το Κίνημα μέσα κι έξω από το στρατό. Όχι μια ειδική δράση των φαντάρων, του ΔΕΦΣ και ενός μέρους των αλληλέγγυων. Αλλά οργανική δράση και λειτουργία του εργατικού κινήματος, που σπάει τους μηχανισμούς ασφαλείας και αμφισβητεί τους εθνικούς στόχους και συμφέροντα.

Η εξέλιξη του Brexit δείχνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει συντεταγμένη εθνική αποχώρηση από την ΕΕ παρά μόνο με συμφωνίες κυρίων που διασφαλίζουν τους όρους ακραίας εκμετάλλευσης των λαών. Πρέπει, λοιπόν, τώρα να κλιμακώσουμε την προσπάθεια συγκρότησης ενός σύγχρονου εργατικού διεθνιστικού κινήματος για την ανατροπή της αστικής πολιτικής και της κυβέρνησης της αντεργατικής λαίλαπας, του Κοινοβουλευτικού Ολοκληρωτισμού και του Πολέμου. Άμεσος στόχος μπορεί να είναι μόνο η αντι-καπιταλιστική αποδέσμευση από ΕΕ και ΝΑΤΟ, ο αγώνας για τη διάλυση τους. 
ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΩΝ
ΤΗΛ. ΕΠΙΚ. 6932955437




[6] Χαρακτηριστική συνέντευξη Κοτζιά στον Α. Παπαχελά, στον ΣΚΑΪ (1/3/2016). Ιδιαίτερη προσοχή αξίζει στο μέρος από το 44ο λεπτό κι έπειτα: https://youtu.be/9GCMeeqaN-w?t=44m11s
[11] «Η απόφαση της Μ. Βρετανίας ακολουθήσει το δικό της δρόμο, μπορεί να ανοίξει την πόρτα σε μια πραγματική ενίσχυση της ΚΠΑΑ και σε βαθύτερη συνεργασία στο τομέα της άμυνας εντός της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, η αποχώρηση της χώρας μπορεί να αποτελέσει αφορμή για αδυναμία γεφύρωσης των αποκλινόντων συμφερόντων στα θέματα ασφαλείας ανάμεσα στις ανατολικές χώρες και τα κράτη μέλη του νότου. Ακόμα και αυτό, όμως, στο βαθμό που θα σημάνει τη βούληση ενός μικρότερου μπλοκ ομάδων να κινηθούν προς τα εμπρός μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία εμβάθυνσης της αμυντικής συνεργασίας είτε με τις ήδη υπάρχουσες δομές και δυνατότητες συνεργασίας είτε με νέες».
[13] Από αυτή τη σκοπιά αξίζει να διαβαστεί παλαιότερη απάντηση της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης στο site tribune.gr, ειδικά το δεύτερο μέρος: http://diktiospartakos.blogspot.gr/2015/11/blog-post_163.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου