Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Από τη νοσταλγία στην προπαγάνδα

Η επίσημη πρόσκληση του Αραφάτ από τον Αντρέα ως κομβική στιγμή της «διεθνούς τρομοκρατίας στην Ελλάδα» | Φωτ: Τάσος Κωστόπουλος
Συντάκτης:
Τάσος Κωστόπουλος«Ραντεβού με την ιστορία μας»
Τίτλος του φυλλαδίου που σου δίνουν στην είσοδο της GR80s

Eπτά χρόνια μετά την κατάδυση της ελληνικής κοινωνίας στο καθαρτήριο των μνημονίων, η δεκαετία του 1980 αναδεικνύεται σε αντικείμενο συλλογικής νοσταλγίας: μια εποχή σχετικής ευμάρειας (δίχως τις νεοπλουτίστικες ακρότητες και έντονες κοινωνικές αντιθέσεις του 1998-2008), συλλογικότητας και -κυρίως- μεγάλης αισιοδοξίας.

Σε αντίθεση δε με τα δικτατορικά καθεστώτα του ύστερου «υπαρκτού σοσιαλισμού», η κοινωνική ασφάλεια των οποίων γεννά αντίστοιχα συναισθήματα σε εκατομμύρια εκπτωχευμένους Ανατολικοευρωπαίους, τα ελληνικά ’80s υπήρξαν μια εποχή διαρκούς εκδημοκρατισμού, καθώς η αγωνία των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων για ενδεχόμενο πραξικόπημα παραχωρούσε σταδιακά τη θέση της σε μια αίσθηση αέναης θεσμικής βελτίωσης.

Πολλά πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά, φυσικά.

Αυτό που κυριαρχούσε όμως ήταν η διάχυτη πεποίθηση ότι τα πάντα μπορούσαν να αλλάξουν και η διάθεση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας να επιφέρει αυτές τις αλλαγές.

Για τους περισσότερους η λέξη «μεταρρύθμιση» σήμαινε κάτι κατ' αρχήν θετικό, έστω κι αν η αντιδιαστολή «οράματος» και «εφικτού», επικυρωμένη με κάθε επισημότητα από τα πρωθυπουργικά χείλη, επιβεβαίωνε συχνά τα όρια αυτού του τελευταίου.

Πολύ μακρινές όντως εποχές, αν αναλογιστούμε ότι στις επόμενες δεκαετίες η ίδια λέξη προσέλαβε όλο και αρνητικότερο για τους πολλούς περιεχόμενο, για να εξισωθεί την τελευταία επταετία με την καταστροφική αποδόμηση μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Με κάθε επαγγελία εξόδου από το μνημονιακό τούνελ να ακούγεται πια σαν κακόγουστο ανέκδοτο, ποιος δεν νοσταλγεί εκείνα τα χρόνια;

Η έκθεση «GR80s. Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη» είχε ως εκ τούτου εξασφαλισμένη δημοφιλία.

Πόσο μάλλον αφού σ’ αυτή την κοινωνικά επικαθορισμένη νοσταλγία προστίθενται και οι διαχρονικές εκφάνσεις του ίδιου αισθήματος.

Για όσους είναι σήμερα 45-70 ετών, για τον μισό δηλαδή ενεργό πληθυσμό της χώρας, η δεκαετία του 1980 ταυτίζεται με την εφηβική ηλικία ή τα χρόνια της νιότης τους·κάθε νοερή επιστροφή εκεί, μέσω της επαφής με γνώριμες εικόνες και εμβληματικά μικροαντικείμενα (από την παιδική «μελόντικα» μέχρι τα κομματικά αυτοκόλλητα που επικολλούνταν οπουδήποτε, ως επιβεβαίωση μιας στράτευσης που αποδείχθηκε συχνά βραχύβια), προκαλεί ευνόητες συγκινήσεις.

Οσο για τους νεότερους, που προσλαμβάνουν τα ’80s ως μια σχεδόν μυθική εποχή, η έκθεση πρόσφερε την ευκαιρία μιας συνολικότερης αφήγησης, πέρα από (ή συμπληρωματικά προς) τις αποσπασματικές αναμνήσεις της γενιάς των γονιών τους.
Ενας είναι ο εχθρός

Τι όμως ακριβώς «θυμούνται» οι παλιότεροι και μαθαίνουν οι νεότεροι επισκεπτόμενοι την GR80s;

Κάθε ανακατασκευή του παρελθόντος αντανακλά, ως γνωστόν, συγκεκριμένες κάθε φορά ιδεολογικές κατευθύνσεις που επικαθορίζουν την επιλογή, την ιεράρχηση και την ερμηνεία όσων στιγμών αυτού του παρελθόντος κρίνονται αξιομνημόνευτες ή -ακόμη περισσότερο- εμβληματικές.

Η GR80s ούτε μπορούσε ούτε θέλησε να αποτελέσει εξαίρεση στον κανόνα.

«Το ταξίδι που προτείνει η έκθεση στον επισκέπτη είναι μια επιστροφή στο σήμερα με τα μάτια του πρόσφατου παρελθόντος», διαβάζουμε στον πρόλογο του καταλόγου της, με την υπογραφή των καθηγητών Βασίλη Βαμβακά και Παναγή Παναγιωτόπουλου, που είχαν τη γενική επιμέλειά της (σ. 17).

Διαφωτιστικότερος είναι ο επίσημος ιστότοπος της έκθεσης:

«Η δεκαετία του ’80 αποτελεί το πρόσωπο μιας εποχής εξιδανικεύσεων που χαρακτηρίζεται από ανοδική κοινωνική κινητικότητα και ευημερία αλλά ταυτόχρονα συμβολίζει και μια διαδρομή που οδηγεί στη σημερινή κρίση. Στόχος της έκθεσης δεν είναι η καλλιέργεια συναισθημάτων νοσταλγίας για το παρελθόν ή η ανάδειξη ευθυνών αλλά η παρακολούθηση μιας πολυσήμαντης περιόδου της σύγχρονης Ιστορίας μας, η οποία σημάδεψε τις ενεργές, σήμερα, γενιές και ίσως καθορίσει και το μέλλον των νεότερων».

Το παρελθόν με τα μάτια του παρόντος και το παρόν με τα μάτια του παρελθόντος, μέσα όμως από ένα προκαθορισμένο σχήμα: αυτό της «διαδρομής που οδηγεί στη σημερινή κρίση», ως απόρροια της γενικευμένης «κοινωνικής κινητικότητας και ευημερίας» που ακολούθησε την εκλογική τομή του 1981 – και όχι του πολύ μεταγενέστερου πάρτι της Ολυμπιάδας, των πανάκριβων εξοπλιστικών προγραμμάτων μετά τα Ιμια ή των λεόντειων «Συμπράξεων Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα» που ξεζούμισαν τα κρατικά ταμεία καθ’ οδόν προς τη χρεοκοπία του 2010.

Καθόλου συμπτωματικά, η κόκκινη κλωστή που διαπερνά το κύριο σώμα της έκθεσης συμπυκνώνεται στη γελοιοποίηση, την απαξίωση ή και την ανοιχτή καταγγελία του «λαϊκισμού» της περιόδου.

Οπως πάντα, καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος των επιμελητών που επιλέχθηκαν για να στήσουν καθένα από τα 17 περίπτερα που αγκαλιάζουν κάθε πτυχή της επίμαχης δεκαετίας – από την πολιτική μέχρι τις έμφυλες ταυτότητες, τις νέες τεχνολογίες ή τη μόδα.

Ως συνήθως, η γκάμα αυτών των συντελεστών εμφανίζει αξιοσημείωτες διαβαθμίσεις όσον αφορά τη σοβαρότητα ή την ταύτισή τους με το κεντρικό σχήμα.

Σε λιγότερο κομβικές θεματολογίες συναντάς αξιόλογους επιστήμονες, ενώ σε άλλες, επιστήμονες αξιόλογους μεν, επιφορτισμένους όμως με ζητήματα άσχετα με το αντικείμενό τους.

Δεν συμβαίνει το ίδιο με το κεντρικό περίπτερο «Πολιτική», που σε υποδέχεται στην αρχή της έκθεσης και καταλαμβάνει περίπου το ένα πέμπτο του συνολικού χώρου των εκθεμάτων, με πέντε διαφορετικές ενότητες.

Ως επιμελητές του επιλέχθηκαν ένας καθηγητής Ιστορίας στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Πελοποννήσου, τακτικός αρθρογράφος της «Καθημερινής», και μια υποψήφια διδάκτωρ που έχει υποστηρίξει με κάθε σοβαρότητα πως η δεκαετία του 1940 «δεν αποτελούσε σημείο αναφοράς» για το ΠΑΣΟΚ μέχρι τις εκλογές του 1981 και την «ψηφοθηρική» αναγνώριση της ΕΑΜικής αντίστασης.

Από τους χορηγούς ξεχωρίζει το γερμανικό Ιδρυμα Φρίντριχ Εμπερτ, επίσημο θινκ τανκ του συγκυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που σαφώς επισκιάζει κάποιες δευτεροκλασάτες ιδιωτικές εταιρείες.

Μεταξύ των «στρατηγικών χορηγών επικοινωνίας» διακρίνουμε πάλι τον ΔΟΛ, την ΕΡΤ, το «Αθηνόραμα», τη «LIFO» και την εγχώρια Huffington Post.

Το Ιδρυμα Ωνάση εμφανίζεται, τέλος, ως συνδιοργανωτής μ’ ένα «παράλληλο πρόγραμμα δράσεων» στη Στέγη του.

Σ’ ένα τετρασέλιδο δεν είναι φυσικά δυνατό να ασχοληθούμε με όλο το εύρος της GR80s, ούτε με πτυχές της (όπως η μόδα ή τα αθλητικά) για τις οποίες ο γράφων έχει μαύρα μεσάνυχτα.

Θα περιοριστούμε έτσι σε όσα δίνουν τον τόνο, εγχαράσσοντας αντιλήψεις και στάσεις απέναντι στις σημερινές αντιθέσεις.
«Θεσμοί» και «καθηλώσεις»

Βασική ιδέα που αναδύεται από την ενότητα «Πολιτική» είναι μια υπόρρητη αναμέτρηση ανάμεσα στον ανορθολογισμό του «φανατισμού» και του «λαϊκισμού», από τη μια, και τον εγγενή ορθολογισμό των «φιλελεύθερων λύσεων», από την άλλη.

Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις της εποχής σκιαγραφούνται όχι ως αντανάκλαση της σύγκρουσης κοινωνικών τάξεων με αντιθετικά συμφέροντα, αλλά ως έκφανση μιας παιδιάστικης ανωριμότητας.

Εξ ου και το εργατικό κίνημα απουσιάζει παντελώς από το κεντρικό αφήγημα, εξορισμένο σ’ ένα μίζερο σκοτεινό δωματιάκι στην άκρη του πουθενά, ενταγμένο στην ενότητα «Λαϊκότητα και εργατικές διεκδικήσεις», αλλά χωροταξικά διαχωρισμένο ακόμη κι απ’ αυτήν – στην ίδια «μπας κλας» αίθουσα μ’ ένα συνοικιακό κομμωτήριο, βίους αγίων και τις λούμπεν εικονογραφημένες τσόντες «Ζάκουλα», η ευτέλεια των οποίων συνάδει προφανώς με τα ήθη των προλεταρίων και των αιτημάτων τους.


Οσο για το εργατικό κίνημα της εποχής, παράπλευρη και φτωχική πτυχή της λαϊκότητας του «Ζάκουλα», ο επισκέπτης χρειάζεται ικανότητες εξερευνητή για να το ανακαλύψει στα έγκατα του πάλαι ποτέ εργοστασίου | Φωτ: Τάσος Κωστόπουλος

Οσα στο περίπτερο απλώς υπονοούνται, στον κατάλογο της έκθεσης διακηρύσσονται υψηλόφωνα.

«Μολονότι», διαβάζουμε, «οι νέοι κυβερνώντες έδειχναν να μην κατανοούν ότι στον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη που ανέτελλε, δεν υπήρχε τρίτος δρόμος ανάμεσα στις αναπτυγμένες δημοκρατίες της Δύσης και τις αναπτυσσόμενες ημι-δημοκρατίες ή δικτατορίες του υπόλοιπου κόσμου», και «παρά τις κοινωνικές πιέσεις για επικράτηση των άτυπων κανόνων έναντι των τυπικών», «οι θεσμοί προώθησαν μια βαθιά εκσυγχρονιστική παρέμβαση που εκκρεμούσε δεκαετίες» (σ. 22-23).

Ας αγνοήσουμε τον αναχρονισμό περί «παγκοσμιοποιημένου πλανήτη», σε μια εποχή που κυριαρχούσε ακόμη ο διπολισμός και το Κίνημα των Αδεσμεύτων αποτελούσε υπολογίσιμο παράγοντα.

Τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου, τον εκδημοκρατισμό των ΑΕΙ, την ισότητα των δύο φύλων, τις αλλαγές στον στρατό (κατάργηση της στολής εξόδου και της πρόσθετης υπηρεσίας για τον πρώτο μήνα «φυλακών»), την εξάλειψη οπισθοδρομικών διατάξεων όπως το Ν.Δ. 4000 (υποχρεωτική φυλάκιση ανηλίκων για μικροαδικήματα όπως εξύβριση ή φθορά ξένης ιδιοκτησίας, αν η διάπραξή τους μαρτυρούσε «προκλητικότητα έναντι της κοινωνίας») και τόσα άλλα δεν τα επέβαλε λοιπόν η συμμαχία του «λαϊκίστικου» ΠΑΣΟΚ με την Αριστερά, σε ανοιχτή και μόνιμη αντιπαράθεση με τη Δεξιά και τα ερείσματά της στο βαθύ κράτος, από την Εκκλησία και τους αξιωματικούς μέχρι το Συμβούλιο Επικρατείας.

Τα προώθησαν «οι θεσμοί», έτσι γενικώς. Ποιοι «θεσμοί»; Μήπως ο Τόμσεν κι η παρέα του;

Εξίσου εύγλωττη είναι η αδυναμία απόφανσης, αν «συνειδητά ή ασυνείδητα» η Ν.Δ. του Αβέρωφ «νομιμοποίησε» την επιλογή του ΠΑΣΟΚ για υπερπροβολή «ενός ιδεολογικοποιημένου παρελθόντος που είχε ως πρακτικό αποτέλεσμα να δημιουργεί ψυχικές καθηλώσεις και να εμποδίζει την επένδυση στο μέλλον» (σ. 21).


Τα «έιτις» όπως έχουν χαραχθεί στη μνήμη ενός μέσου ΔΑΠίτη: το νεύμα του «σιδερένιου» προς τη Μιμή |Φωτ: Τάσος Κωστόπουλος

Κεντρικό έκθεμα του κεντρικού περιπτέρου, μια μακέτα από πλεϊμομπίλ αναπαριστά την πανηγυρική επάνοδο του Αντρέα στο Ελληνικό μετά την εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στο Λονδίνο (22/10/1988) – ακριβέστερα, τη στιγμή που ο ερωτύλος πρωθυπουργός προσβάλλει τα σεμνότυφα ανακλαστικά της τότε ελληνικής κοινωνίας, γνέφοντας στην εξωγαμιαία γκόμενα και όχι (ακόμη) νόμιμη σύζυγό του να σταθεί δημοσίως στο πλευρό του.

Η αναγόρευση αυτής της στιγμής σε κορυφαίο έκθεμα που συμπυκνώνει το νόημα της δεκαετίας δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαία.

Οπως δεν είναι τυχαίο και το γειτονικό έκθεμα μιας άδειας κούτας πάμπερς, δίχως την παραμικρή επεξήγηση (αντίθετα π.χ. με το «παπάκι», που συνδέεται ρητά με το σχετικό προεκλογικό σύνθημα του 1985).


Τα πάμπερς του Μαμανέα στο κέντρο της αφήγησης, ως συμπύκνωση μιας «χαμένης δεκαετίας». | Φωτ: Τάσος Κωστόπουλος

«Τα Pampers. Αποκαλύψεις για τη μέθοδο του σκανδάλου Κοσκωτά», διευκρινίζει παραδίπλα λακωνικά -και σιβυλλικά- το ταμπλό «Πολιτική φθορά».

Πόσοι να θυμούνται πως η έμπρακτη διάψευση της μαρτυρίας ενός αφερέγγυου σωματοφύλακα για «πάμπερς με πεντοχίλιαρα» εξελίχθηκε δικαστικά σε αχίλλειο πτέρνα της δίωξης του Αντρέα;

Εκτός απ’ τους καλούς και τους κακούς, υπάρχουν όμως και οι άριστοι: με την ίδρυση της ΕΑΡ το 1987, διαβάζουμε στον κατάλογο (σ. 96), «αρθρώνεται για πρώτη φορά αριστερός, ορθολογικός και τεκμηριωμένος λόγος πέραν της κομμουνιστικής διαλέκτου».
Η αέναη «διόρθωση»

«Κοινωνικό κράτος. Η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (1981-89) ταυτίζεται με τη δημιουργία δομών πρόνοιας και μέριμνας που, ακόμη κι αν σήμερα αποδεικνύονται ξεπερασμένες και αναποτελεσματικές, ξεκινούν με καλούς οιωνούς», διατυμπανίζει η κεντρική πινακίδα του ομώνυμου περιπτέρου.

Στις επόμενες δύο παραγράφους ξεκαθαρίζεται πως «οι κρατικές πολιτικές για τη νεολαία και την τρίτη ηλικία θα καταλήξουν σε κομματική και πελατειακή ιδιοποίηση», ενώ οι αλλαγές στην Παιδεία οδήγησαν «σε εξίσωση του εκπαιδευτικού έργου προς τα κάτω».

Η ίδρυση του υφυπουργείου Νέας Γενιάς εικονογραφείται, τέλος, όχι με το παρθενικό φυλλάδιό του που δαιμονοποιήθηκε από τη Δεξιά επειδή ενθάρρυνε τη νεανική αμφισβήτηση, αλλά με άσχετη μεταγενέστερη αφίσα που διακηρύσσει: «Είμαι νέος - ψηφίζω ΠΑΣΟΚ».

Στον κατάλογο διαβάζουμε πάλι πως όλα αυτά «έγιναν καταλύτες της κατάρρευσης που βιώνουμε σήμερα», καθώς «η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε μια παρατεταμένη διαδικασία διόρθωσης αστοχιών, πολλές από τις οποίες έχουν τις ρίζες τους σε επιλογές εκείνης της εποχής» (σ. 37).

Λίγο παρακάτω πληροφορούμαστε πως «η αίσθηση της ευμάρειας» που παρήγαγαν οι κοινωνικές παροχές της πρώτης πασοκικής τετραετίας «δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση» – σε αντίθεση με τα προγράμματα λιτότητας των Σημίτη (1985) και Μητσοτάκη (1990), που δυστυχώς αποδείχθηκαν «σχετικά βραχύβια και τα θετικά αποτελέσματά τους σύντομα αντιστράφηκαν» (σ. 43).

Το μόνο διάγραμμα του κεφαλαίου περί οικονομίας που μένει ασχολίαστο είναι αυτό που δείχνει πως επί Μητσοτάκη (με τα «θετικά αποτελέσματα») το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε από 60% του ΑΕΠ το 1989 σε 115% το 1993.
Γεμίσαμε αραπάδες


Φωτ: Τάσος Κωστόπουλος

Αρκετά προσεκτική, η εξιστόρηση της εγχώριας αριστερής τρομοκρατίας γειτονεύει με την ενότητα «Αστυνομία και καταστολή».

Κι εδώ όμως, το όλο σχήμα υπακούει στην καταγγελία του ατελούς εκσυγχρονισμού.

Ο χαφιεδισμός της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που επιβεβαιώθηκε με την τραγελαφική υπόθεση Ντάνου Κρυστάλλη, αποδίδεται λ.χ. σε επιβίωση «μιας παλιάς μεθοδολογίας καταστολής και προσπάθειας ελέγχου μέσα από ξεπερασμένες μεθόδους» – και όχι σε διαχρονικές πρακτικές των υπηρεσιών ασφαλείας.

Να υποθέσουμε ότι δύο πανεπιστημιακοί καθηγητές δεν έχουν πάρει χαμπάρι τι συμβαίνει μ’ αυτού του είδους τις «διεισδύσεις» σε όλη την αναπτυγμένη Δύση;

Δεν συμβαίνει καθόλου το ίδιο με την ενότητα «Διεθνής τρομοκρατία στην Ελλάδα», που θυμίζει έκθεση της ψυχροπολεμικής CIA.

«Η Ελλάδα γίνεται ορμητήριο της αραβικής τρομοκρατίας και σημείο επέκτασης των συγκρούσεων που ταλανίζουν τη Μέση Ανατολή», μας πληροφορεί η κεντρική ταμπέλα του περιπτέρου, ξεκαθαρίζοντας πως «η αδυναμία καταπολέμησης της τρομοκρατίας και φύλαξης των αεροδρομίων δεν έχει μόνο επιχειρησιακές αιτίες, αλλά πρέπει να τοποθετηθεί στον ιδεολογικό ορίζοντα της “Αλλαγής” και του αντιαμερικανισμού».

Η πλοκή των εκθεμάτων εικονογραφεί και αποσαφηνίζει αυτή την αιτιώδη συνάφεια:η πρόσκληση του Αραφάτ στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1981, η παρουσία του στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ και η «αναγνώριση της PLO από την Ελλάδα», ως μέρος ή αιτία της εμπλοκής μας στα γρανάζια της «διεθνούς τρομοκρατίας»· μια παλαιστινιακή μαντίλα ως σύμβολο τρομοκρατικής δράσης· η επίσκεψη Παπανδρέου στη Λιβύη και η μεσολάβησή του το 1984 μεταξύ Μιτεράν και Καντάφι (πρωτοβουλία που εξόργισε τότε τις ΗΠΑ και καταγγέλθηκε από τη Ν.Δ.), κάτι σαν ηθική αυτουργία στους φόνους αντικαθεστωτικών από το καθεστώς της Τρίπολης.

Αποκορύφωμα, ο ενοφθαλμισμός στην ίδια ενότητα μιας παντελώς άσχετης με τον ελλαδικό χώρο καταστροφής αμερικανικού τζάμπο πάνω από το Λόκερμπι της Σκοτίας, που αποδόθηκε σε λιβυκό δάκτυλο.

Ακόμη κατηγορηματικότερο είναι το αντίστοιχο κεφάλαιο του καταλόγου της έκθεσης, με τίτλο «Η βία που ξεχάστηκε: Ελλάδα και αραβική τρομοκρατία» :

«Στην Ελλάδα συντελέστηκε μια εξαγωγή της μεσανατολικής βίας και ταυτοχρόνως η χώρα έγινε εφαλτήριο σφοδρών τρομοκρατικών επιθέσεων κατά δυτικών στόχων. [...] Την περίοδο εκείνη η ελληνική επικράτεια μετατρέπεται σε μια μεσανατολική προέκταση», καθώς «η Αθήνα είχε μετατραπεί σε τόπο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ ενόπλων ομάδων και υπηρεσιών».

Απερίφραστα καυτηριάζεται ακόμη και η «αδιαφορία» της ελληνικής κοινωνίας για το αιματηρό τέλος μιας αεροπειρατείας στο αεροδρόμιο της Μάλτας, ύστερα από επέμβαση Αιγύπτιων κομάντος (24/11/1985), μολονότι μεταξύ των θυμάτων συγκαταλέγονταν και κάποιοι συμπατριώτες μας:

«Ο πολιτικός και κοινωνικός φιλοαραβισμός του πασοκισμού, η ηγεμονική αντι-ιμπεριαλιστική κουλτούρα και η κάμψη των αιτημάτων ασφαλείας των πολιτών προς το κράτος θα οδηγήσουν στην αντίληψη πως ήταν περίπου αναπόφευκτες απώλειες μιας “θεομηνίας”» (σ. 26).

Κάπου τα 'χουμε ξανακούσει τελευταία όλα αυτά.

Ο Φαήλος κι ο Κασιδιάρης μας τα λένε βέβαια συνήθως σε αποχρώσεις κάπως πιο μπρουτάλ. Ο Μάκης Βορίδης όμως;
Λάθη κατά συρροή
Μικρό δείγμα από μικρά και μεγάλα λάθη της έκθεσης που μας χτύπησαν στο μάτι:


Φωτ: Τάσος Κωστόπουλος


 Πασίγνωστα εμβληματικά γεγονότα του 1989, όπως η πτώση του Τείχους του Βερολίνου ή το κάψιμο των ατομικών φακέλων κοινωνικών φρονημάτων στη Χαλυβουργική, έχουν μεταφερθεί στο 1990.


 Η νομιμοποίηση των αμβλώσεων τοποθετείται στο 1985. Στην πραγματικότητα έγινε με τον Ν.1609 της 3ης Ιουλίου 1986.


 Τα «Καλιαρντά» του Ηλία Πετρόπουλου «κυκλοφορούν το 1982», κατά την έκθεση. Στην πραγματικότητα βγήκαν επί χούντας, το 1971.


 Η ελληνική μετάφραση της «Ιστορίας της σεξουαλικότητας» του Φουκό φέρεται να εκδόθηκε το 1989, αντί του ορθού 1978.


Φωτ: Τάσος Κωστόπουλος


 «1989. Αποκαλύψεις για Κουτσόγιωργα εξώφυλλο των Times», διαβάζουμε πάνω από τη φωτογραφία ενός περιπτέρου με τη χειρόγραφη ταμπέλα: «ΤΙΜΕ τέλος».



Αγραμματοσύνη που βγάζει μάτι, καθώς οι επιμελητές μπέρδεψαν το αμερικανικό περιοδικό ΤΙΜΕ με τη λονδρέζικη εφημερίδα The Times!

Πρόκειται φυσικά για το πασίγνωστο εξώφυλλο της ευρωπαϊκής έκδοσης του ΤΙΜΕ (13/3/89) με τη φάτσα -και δηλώσεις- του φυγόδικου (και προφυλακισμένου τότε στις ΗΠΑ) τραπεζίτη Κοσκωτά.

Οπως εξηγεί το οικείο λήμμα του καταλόγου της έκθεσης, οι αναφερόμενες «αποκαλύψεις» δεν έγιναν από κάποιο ξένο έντυπο αλλά από τον ημέτερο νεοδημοκρατικό «Ελεύθερο Τύπο» – και απλώς «πήραν παγκόσμιες διαστάσεις, όταν το περιοδικό ΤΙΜΕ κυκλοφόρησε με εξώφυλλο “The Looting of Greece”».

Η αγραμματοσύνη ξαναχτυπά και εδώ, καθώς ο τίτλος του λήμματος κάνει πάλι λόγο για «τους Times» (σ. 99).


 Το 12ο Συνέδριο του 1987 περιγράφεται ως «εναρμόνιση του ΚΚΕ με την περεστρόικα», ενώ συνέβη το ακριβώς αντίθετο: σαρωτική επικράτηση των ορθόδοξων μαρξιστών-λενινιστών.

Εξ ου και η μικροσκοπική ΕΑΡ του Κύρκου χρησιμοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα ως πολιορκητικός κριός προκειμένου να ανατραπεί αυτός ο συσχετισμός.


 «1990. Η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ θριαμβεύει στα ΑΕΙ». Πρώτη δύναμη των φοιτητικών εκλογών ήταν, πάντως, από το 1987.

Παρόμοιες ανακρίβειες συναντάμε και στον κατάλογο της έκθεσης.

Η διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού τοποθετείται π.χ. «το 1987-88» (σ. 109).

Στην πραγματικότητα ξεκίνησε με το 4ο Συνέδριο του 1986 και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1987 με την ίδρυση της ΕΑΡ και του ΚΚΕσ.-Α.Α.

Η επεισοδιακή πάλι διαδήλωση αριστερών και αντιεξουσιαστών έξω από το «Κάραβελ», κατά της πρώτης επίσκεψης Λεπέν, δεν έγινε στις 5/12/1984 (σ. 108) αλλά μια μέρα νωρίτερα.

Μια μέρα έξω πέφτει και η αναφορά στο μακελειό της Μάλτας (σ. 105).

Με ιστορικά λάθη ισοδυναμούν ουσιαστικά και κάποιες κρίσιμες παραλείψεις, καθώς παράγουν λανθασμένη εικόνα για τα ενεργά υποκείμενα και τους συσχετισμούς της εποχής.

Από τις γυναικείες οργανώσεις της Μεταπολίτευσης, στο περίπτερο των «έμφυλων ταυτοτήτων» μνημονεύονται λ.χ. μόνο η πασοκική ΕΓΕ και η ΟΓΕ του ΚΚΕ (1976).

Αγνοείται απεναντίας η Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών, που ιδρύθηκε πριν απ’ αυτές (το 1975) ως η κατεξοχήν πρωτοπόρα οργάνωση αυτής της κατηγορίας.

Παράλειψη που διορθώθηκε μεν στο χρονολόγιο του Καταλόγου, όχι όμως και στην ίδια την έκθεση.

Προχειρότητα προδίδει επίσης η συχνή επιστράτευση άσχετων τεκμηρίων.

Η χρήση κομπιούτερ στις εκλογές του 1981 «τεκμηριώνεται» με άρθρο των «Νέων» για τις εκλογές του 1985, φωτογραφία από την επίθεση των ΜΑΤ στο πανσπουδαστικό συλλαλητήριο της 13/11/1987 χρησιμοποιείται ως εικονογράφηση του «θανάτου εργάτη ύστερα από αστυνομική απώθηση διαδήλωσης» στις 3/9/1986, ενώ στο περίπτερο «Πολιτική» η κατάληψη του Χημείου από αντιεξουσιαστές τον Μάιο του 1985 εικονογραφείται με ρεπορτάζ των «Νέων» από τις καταλήψεις στέγης του 1981 και τις μαζικές συγκρούσεις του 1991 μετά τη δολοφονία Τεμπονέρα.

Στο περίπτερο «αστυνομία και καταστολή», οι φωτογραφίες των δύο καταλήψεων του Χημείου το 1985 έχουν μπει ανάποδα και συμπληρώνονται με φωτογραφία τραυματισμένου σπουδαστή από το φοιτητικό συλλαλητήριο της 13/11/1987 και προεκλογική αφίσα της ΟΝΝΕΔ που τυπώθηκε την άνοιξη του 1990.

Ο αφοπλισμός νεαρού Τούρκου «αεροπειρατή» (με όπλο ένα πακέτο... στόκο αντί για βόμβα) από τις Μονάδες Ειδικών Αποστολών στο αεροδρόμιο του Ελληνικού το 1983 εικονογραφείται πάλι με τις «αύρες» και τα ΜΑΤ που επέβαλαν το 1976 την απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου προς την αμερικανική πρεσβεία.


 «1984. Για πρώτη φορά ψηφίζουν και οι νέοι άνω των 18» μας πληροφορεί άλλο έκθεμα, με φωτογραφία από συγκέντρωση της... ΕΔΗΚ – κόμματος που κατέβηκε για πρώτη και τελευταία φορά σε εκλογές το 1977.


 Κάποιοι αναχρονισμοί βγάζουν μάτι: «Οι εκσυγχρονιστές του Κύρκου αποφασίζουν νέο κόμμα» εν έτει 1986, μια δεκαετία προτού ο όρος «εκσυγχρονιστής» εισαχθεί στο πολιτικό λεξιλόγιο επί Σημίτη.


 Υπάρχουν όμως και χειρότερα. Στο περίπτερο «Ιδεολογία» που επιμελήθηκε ο καθηγητής Νικόλας Σεβαστάκης, το αριστερό περιοδικό «Σχολιαστής» φιγουράρει δίπλα στο «ΚΛΙΚ» του Πέτρου Κωστόπουλου, κάτω από την κοινή λεζάντα «Ενα ΚΛΙΚ προς την αποϊδεολογικοποίηση».

Το δε ριζοσπαστικό οικολογικό περιοδικό «Οικοτοπία» χρησιμοποιείται στην ίδια ενότητα ως εικονογράφηση του θέματος «New Age ιδέες, οδηγοί αυτοεκπλήρωσης, ευτυχίας και αρμονίας»!

Πολλά από τα παραπάνω -όχι όλα- θα μπορούσαν ίσως να συγχωρηθούν αν εντοπίζονταν σε κάποιο συγκυριακό κείμενο, ο συντάκτης του οποίου δεν είχε πολλά περιθώρια για τη σχετική διασταύρωση.

Είναι όμως ανεπίτρεπτα σε μια ειδική διοργάνωση, οι συντελεστές της οποίας είχαν μπροστά τους και άφθονο χρόνο και διόλου ευκαταφρόνητα μέσα.

Τέτοια πυκνότητα αβλεψιών μόνο συμπτωματική δεν μπορεί άλλωστε να θεωρηθεί.

Φεστιβάλ Ακραίου Κέντρου


Φωτ: Τάσος Κωστόπουλος
Του Δημήτρη Παπανικολάου*

«Φτιάχνουν οι Ελληνες κυκλώματα κι Ιστορία οι παρέες».

Ο στίχος έρχεται από τα βάθη της δεκαετίας του ’80.

Και, όπως και τόσα άλλα στοιχεία εκείνης της δεκαετίας, οι επιμελητές της έκθεσης GR80s στο Γκάζι φαίνονται διατεθειμένοι να δείξουν, όχι μόνο πόσο καλά τον κατάλαβαν, αλλά και πόσο άνετα μπορούν να τον χρησιμοποιούν ως τεχνογνωσία. Ιδιαίτερα στο επίπεδο του «φτιάχνω Ιστορία» και της στρατηγικής που προϋποθέτει.

Καθώς οι Αθηναίοι συρρέουν με δικαιολογημένο εκδρομικό ενθουσιασμό στην Τεχνόπολη για να δουν από περιοδικά μέχρι σεμεδάκια, κι από τον Γκάλη σε βίντεο μέχρι τη Λιάνη σε πλέιμομπιλ, δεν είναι ούτε η στιγμή, ούτε δυστυχώς υπάρχει ο δημόσιος χώρος και η διάθεση για μια αναλυτική αποτίμηση της έκθεσης GR80s ή μια συλλογή παραλείψεων και λαθών.

Αξίζει όμως να σημειωθεί τουλάχιστον ένας προβληματισμός για τα όρια που έχουν βασικές επιμελητικές επιλογές (όπως το «να φέρει ο κόσμος το υλικό του»)· για τα προβλήματα που δημιουργεί η εγγενής αποσπασματικότητα της έκθεσης σε συνδυασμό με το ολοκληρωμένο αφήγημα που την ίδια στιγμή προτείνει· και για το πως λειτουργεί το ύφος χαβαλέ που και καλά επικρίνει, αλλά ουσιαστικά η ίδια εντελώς αναπαράγει, ιδιαίτερα όταν αυτός ο χαβαλές συνδυάζεται με μια τόσο έντονη, διδακτική και μάλλον προπαγανδιστική ατζέντα.

Ας δούμε λίγο αυτή την ατζέντα. Γιατί είναι παντού παρούσα.

Από τις πρώτες αίθουσες όπου εντελώς ιδιοσυγκρασιακά παρουσιάζεται η Ελλάδα του ’80 ως άντρο «τρομοκρατίας» και εκτίθεται «η συνένοχη στάση του ελληνικού κράτους στην ανάπτυξη της διεθνούς τρομοκρατίας –και εντός Ελλάδας αλλά και διεθνώς» (αντιγράφω από συνέντευξη των επιμελητών· και ακόμα ανατριχιάζω με το πώς μπορεί να λειτουργεί ιδεολογικά αυτή η χοντράδα σε εποχές Τραμπ).

Στα δωμάτια για την πολιτική όπου μαθαίνουμε ότι κατά τη δεκαετία του ’80 η Δεξιά«σταδιακά μετεξελίχθηκε σε φιλελεύθερη παράταξη», και στη θεματική Κοινωνικό Κράτος όπου ακούμε ότι «δημιουργήθηκαν δομές πρόνοιας και μέριμνας που, ακόμη κι αν σήμερα αποδεικνύονται ξεπερασμένες και αναποτελεσματικές, ξεκινούν με καλούς οιωνούς», κι ότι τότε φτιάχθηκε και «ένα πιο σύγχρονο παιδαγωγικά σχολείο» που όμως θα οδηγούσε τελικά «σε εξίσωση του εκπαιδευτικού έργου προς τα κάτω» (υπογραμμίσεις δικές μου).

Κι από τους παλιούς κερματοδέκτες των τρόλεϊ (που «συμβολίζουν την οικονομική πολιτική των ελλειμμάτων και την κουλτούρα του δωρεάν») στο κομμωτήριο με τη φορμάικα που αποτελεί μέρος τού γενικώς ανεκδιήγητου περίπτερου «Λαϊκότητα και Εργατικές Διεκδικήσεις».

Το ιδεολογικό πρόσημο όλης της έκθεσης ξεπηδάει ακόμα κι εκεί που δεν το περιμένεις.

Αυτή είναι εντέλει η βασική λαθροχειρία του GR80s: ενώ φανφαρονικά παρουσιάζεται ως μια έκθεση αναλυτικής στόχευσης εμπνευσμένη από τις Πολιτισμικές Σπουδές (κάπως σαν τις εκθέσεις για τα ’60s που παρακολουθήσαμε διεθνώς την τελευταία δεκαετία), ουσιαστικά μοιάζει στα γνωστά φεστιβάλ κομματικών νεολαιών που μεσουρανούσαν κάποτε στην Ελλάδα.

Μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι ΚΝΕ, δεν είναι ΠΑΣΠ, δεν είναι ΔΑΠ-ΝΔΦΚ.

Τώρα το Φεστιβάλ είναι του Ακραίου Κέντρου.

Και η ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης «κανονικότητας» χαρακτηρίζει κάθε του λεπτομέρεια.

Κινηματικές διεκδικήσεις και κατακτήσεις ή αποκρύπτονται ή λοιδορούνται [συχνά και με όχημα τη νοσταλγία: όπου, για παράδειγμα, οι «εργατικές διεκδικήσεις» αντιπροσωπεύονται από ένα σφραγισμένο μπουκάλι ουίσκι, ένα κομμωτήριο από τους Αμπελόκηπους (!) και ολίγα σκυλάδικα].

Κατακτήσεις στο επίπεδο του κοινωνικού κράτους παρουσιάζονται ως ανεδαφικές κι έτσι φυσικοποιείται το σημερινό ξήλωμά τους.

Ο κινηματικός και αψύς λόγος της ταυτότητας παρουσιάζεται ως lifestyle «στόχος για αποδοχή και εξομάλυνση (!) της ταυτότητας» (ενώ αυτό που εξομαλύνεται είναι κυρίως το πλαίσιο αγώνων εκείνης της δεκαετίας: π.χ. ολόκληρο περίπτερο για το φύλο, το HIV/AIDS το κάνει γαργάρα).

Και, το κυριότερο, ο πολιτισμός και η υλική κουλτούρα μιας εποχής χρησιμοποιούνται όχι για να δείξουν τα πεδία μετασχηματισμού και ανταγωνισμού, αλλά χειριστικά, για να κάνουν το κοινό να «συμμετάσχει» σε ένα παιχνίδι αδιανόητου καπελώματος.

Αφενός το κοινό κλήθηκε να φέρει ό,τι είχε από εκείνη τη δεκαετία –δημιουργώντας έτσι για τους επιμελητές ένα μόνιμο άλλοθι για ελλείψεις, λάθη, και χοντράδες (δικαιολογία: «αυτά μας έφεραν...»).

Αφετέρου, μαζί με τη νοσταλγική συμμετοχικότητα του «φέρνω το παλιό μου Ατάρι» ή «κάνω την υποδοχή Παπανδρέου στο Ελληνικό κατασκευή με πλέιμομπιλ», όλη η δεκαετία του ’80 μεταμορφώθηκε τεχνηέντως σε μια παιδική ηλικία, ένα παιχνίδι «αφελούς και ατίθασου νιάτου».

Περίπου έτσι όπως θέλει και το Ακραίο νεοφιλελεύθερο Κέντρο να παρουσιάζει σήμερα κάθε κινηματική αριστερή διεκδίκηση στο παρελθόν ή στο παρόν: ως ένα μείγμα παιδικού παιχνιδιού και παιδικής ασθένειας, εν τέλει ως ένδειξη «ανωριμότητας».

Είναι, λένε οι επιμελητές της, η έκθεση αυτή μια πρόσκληση «να (ξανα)γνωρίσετε τη δεκαετία του ’80, χωρίς τη νοσταλγία της “χρυσής εποχής” ή τη δαιμονοποίησή της ως “αφετηρίας δεινών”».

Οντως. Διότι αυτή η έκθεση καλεί το κοινό της να κάνει κάτι πιο πολύπλοκο.

Οχι να δαιμονοποιήσει, αλλά να νοσταλγήσει τη δεκαετία του ’80 ως αφετηρία δεινών. Ενοχική συμμετοχή σε χαβαλεδιάρικο αυτομαστίγωμα. Αφασία, μεγάλε!

Και τις λέξεις τις εννοώ. Διότι το βασικό πρόβλημα αυτής της έκθεσης δεν είναι η ιδεολογική της θέση (ευτυχώς, όλοι έχουμε ιδεολογική θέση· επίσης ευτυχώς, φαίνεται).

Αλλά η πολιτική επιτελεστικότητά της: η μανιακή προσπάθεια δημιουργίας ενός κοινού που θα αυτοοικτίρεται τεχνηέντως, θα χαζολογεί παθολογώντας το παρελθόν, όσο ταυτόχρονα θα αναισθητοποιείται σχετικά με όσα του συμβαίνουν στο παρόν.

Αφασία, σου λέω, μεγάλε!

*αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου