Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές τον περασμένο Νοέμβριο αύξησε την ελπίδα της ρωσικής ηγεσίας να βελτιώσει τις σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ γενικά και να επιτύχει συμβιβασμό πάνω στη Συρία, ειδικότερα. Τώρα, πέντε μήνες μετά την ανάληψη ισχύος από τον Τραμπ, οι πιθανότητες να συμβεί αυτό φαίνεται πενιχρό.
Του Λεονίντ Ισάεφ*
ΠΗΓΗ: Al Jazeera
Τα πρόσφατα γεγονότα στη Συρία, ειδικά τα περιστατικά που έλαβαν χώρα στην περιοχή Ράκα και κοντά στην πόλη Τανφ στα σύνορα Συρίας-Ιράκ, καθιστούν τη συνεργασία Ρωσίας-ΗΠΑ όλο και πιο απατηλή. Αυτό, με τη σειρά του, κάνει τη ρωσική έξοδο από τη Συρία πολύ πιο δύσκολη.
Το στοίχημα του Κρεμλίνου να χρησιμοποιήσει τη σύγκρουση στη Συρία για να εξομαλύνει τις σχέσεις με τη Δύση μετά την καταστροφή στην Ουκρανία δεν αποδίδει. Η Μόσχα φαίνεται να έχει κολλήσει στη Συρία, μπλεγμένη στη Δαμασκό και τα απελπισμένα οικόπεδα της Τεχεράνης.
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ (ΔΙ)ΕΞΟΔΟ
Επί του παρόντος, το κύριο πρόβλημα για τη Μόσχα είναι το γεγονός ότι η παρουσία της στη Συρία καθίσταται πιο κερδοφόρα για την Ουάσινγκτον. Το παράδοξο, λοιπόν, είναι ότι κάτω από τη διοίκηση του Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί του θα καταβάλουν προσπάθειες για να κρατήσουν τη Μόσχα εμπλεκόμενη στη συριακή διαμάχη, ενώ η ρωσική ηγεσία θα αναζητά όλο και περισσότερο τρόπους για να εξέλθει από το αδιέξοδο της Συρίας.
Η Ρωσία αυξάνει την ανάπτυξη στρατευμάτων της στη Μέση Ανατολή, το οποίο αναμφισβήτητα επηρεάζει τον μόνιμο έλλειμμα στον προϋπολογισμό, καθώς επίσης [επηρεάζει] και την εσωτερική πολιτική. Το καλύτερο σενάριο για τη Ρωσία θα ήταν μια ταχεία έξοδος από τη συριακή σύγκρουση, υπό τον όρο ότι οι επιτυχίες που θα έχει σημειώσει θα ανταλλαγούν με τη Δύση για να επιτευχθεί η εξομάλυνση των σχέσεων με αυτήν.
Με τη σειρά τους, οι ΗΠΑ, όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν επανειλημμένα καταδείξει ότι δεν είναι έτοιμη να συνδέσει την άρση των αντί-ρωσικών κυρώσεων με την πρόοδο στο συριακό ζήτημα. Από αυτή την άποψη, όσο μεγαλύτερη είναι η συνεχιζόμενη παρουσία της Ρωσίας στη Συρία, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα το κόστος από αυτήν την παρουσία θα υπερβαίνει οφέλη, τα οποία θα ήταν δύσκολο να μετατραπούν σε παραχωρήσεις από τη Δύση.
Επιπλέον, τα «χαρτιά» που διαθέτει η ρωσική ηγεσία γίνονται λιγότερο ελκυστικά για τις ΗΠΑ με τον Τραμπ στην εξουσία. Το καλύτερο παράδειγμα εδώ, είναι η δήλωση που έκαναν στα τέλη Μαρτίου η Αμερικανίδα πρεσβευτής στα Ηνωμένα Έθνη, Νίκι Χέλι και ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον για τις νέες αμερικανικές προτεραιότητες στη Συρία. Σύμφωνα με αυτούς, η αποχώρηση του Μπασάρ Αλ Άσαντ δεν ήταν πλέον κορυφαία προτεραιότητα.
Παρά το γεγονός ότι στη Μόσχα υπήρξε μια προσπάθεια να παρουσιαστούν αυτές οι δηλώσεις ως «νίκη της ρωσικής διπλωματίας», πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η Ουάσινγκτον ενδιαφέρεται [πλέον] λιγότερο για μια συμφωνία με το Κρεμλίνο για τη Συρία με όρους ευνοϊκούς για τη Ρωσία. Το βασικό «χαρτί» της Μόσχας – ο Άσαντ – γίνεται ολοένα και λιγότερο σημαντικό για τη Δύση.
Ο βασικός κίνδυνος για τη Μόσχα έγκειται στο γεγονός ότι ο Τραμπ, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, Μπαράκ Ομπάμα, δεν έχει κάποια σαφή στρατηγική αναφορικά με τη Συρία. Δεν έχει αρχές και μια γενική κατανόηση για το τι θα ήθελε να επιτύχει μεσοπρόθεσμα.
Οι αποφάσεις που λαμβάνει συχνά η κυβέρνησή του δεν εντάσσονται σε ένα στρατηγικό σχέδιο, αλλά συνήθως ανταποκρίνονται σε εξωτερικές προκλήσεις, όπως η χημική επίθεση στο Χαν Σεϊζούν, πρόσφατα περιστατικά στην πόλη Τανφ ή φίλο-καθεστωτικές δυνάμεις που επιτίθενται τις θέσεις συμμάχων των ΗΠΑ.
ΙΡΑΝ ΩΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΟ ΧΑΡΤΙ;
Έχουν διακινηθεί φήμες, ότι το Ιράν θα μπορούσε να γίνει διαπραγματευτικό «χαρτί» στις προσπάθειες της Ρωσίας να εξομαλύνει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Ριάντ τον Μάιο, ο Τραμπ πρότεινε τη δημιουργία ενός περιφερειακού συνασπισμού για την ασφάλεια, κλιμακώνοντας περαιτέρω την αντί-ιρανική ρητορική της Ουάσινγκτον.
Ωστόσο, το Κρεμλίνο είναι απίθανο να πουλήσει το Ιράν για χάρη της ευκαιρίας να επανεκκινήσει (restart) τις σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ. Στη μετασοβιετική περίοδο, η Ρωσία προσπάθησε τουλάχιστον δύο φορές να το κάνει αυτό, με ελάχιστη επιτυχία.
Πρώτον, το 1995, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Προέδρου Μπιλ Κλίντον στη Μόσχα, η Ρωσία δεσμεύθηκε να υλοποιήσει νωρίτερα από το πρόγραμμα όλες τις συμβάσεις με το Ιράν, σχετικά με τις παραδόσεις στρατιωτικών προϊόντων και να μη συνάψει νέες στρατιωτικές συμφωνίες με την Τεχεράνη.
Η επίσημη υπογραφή αυτών των συμφωνιών ήταν το Μνημόνιο Γκορ – Τσερνομίρντιν της 30ης Ιουνίου 1995 και οι συνολικές απώλειες της Ρωσίας εξαιτίας αυτής της κίνησης εκτιμήθηκαν από ειδικούς σε 4 δισ. δολάρια. Ωστόσο, αυτό δεν λειτούργησε καταλυτικά στις σχέσεις με την Ουάσινγκτον και από το 2000, η Μόσχα επανέλαβε τη στρατιωτική συνεργασία με το Ιράν.
Το 2010, ο τότε πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ σταμάτησε την παράδοση πυραύλων αντιαεροπορικής άμυνας S-300 στο Ιράν σύμφωνα με την απόφαση 1929 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, περιορίζοντας την προσφορά σύγχρονων οπλικών συστημάτων στο Ιράν, λόγω του πυρηνικού του προγράμματος.
Η απόφαση αυτή ήταν ένα από τα σημαντικότερα τμήματα του λεγόμενου «επανα-προγραμματισμού» (reset) για αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, ο οποίος ξεκίνησε από τους υπουργούς Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον και Σεργκέι Λαβρόφ το 2009. Αλλά ακόμα και αυτό το «κουμπί επανα-προγραμματισμού» της Κλίντον, κατέληξε σε κατεστραμμένες σχέσεις με το Ιράν, ενώ για μια ακόμη φορά δεν σημειώθηκε πρόοδος στην επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ.
Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες, είναι δύσκολο να περιμένουμε από το Κρεμλίνο να είναι έτοιμο για άλλη μια φορά να θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις με το Ιράν για χάρη βραχύβιων υποσχέσεων από τις ΗΠΑ. Επιπρόσθετα, δεδομένων των συνεχιζόμενων ερευνών εναντίον της κυβέρνησης Τραμπ, η πολιτική ελίτ των ΗΠΑ δεν [δείχνει να] έχει τη διάθεση για συνομιλίες εξομάλυνσης με τη Ρωσία.
Δύο δεκαετίες πολύ ασταθών ρωσικών-ιρανικών σχέσεων, όταν η Μόσχα και η Τεχεράνη περιοδικά πρόδιδαν αλλήλους για να βελτιώσουν τους δεσμούς με ένα τρίτο μέρος, δημιούργησαν μια έντονη δυσπιστία για τη Ρωσία μεταξύ των Ιρανών. Ως αποτέλεσμα, ενώ συνεργάζονται με τη Μόσχα στη Συρία, οι Ιρανοί φοβούνται συνεχώς ότι η Ρωσία θα τους προδώσει για να πετύχει την εξομάλυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ.
Η επίθεση με χημικά στο Χαν Σεϊχούν, επιχειρεί να δημιουργήσει έναν «σιιτικό διάδρομο» στα νοτιοανατολικά της Συρίας – όπου Ρωσία και ΗΠΑ διαπραγματεύονται τη δημιουργία μιας άλλης ζώνης αποκλιμάκωσης – καθώς και το αεροσκάφος της συριακής Αεροπορίας που καταρρίφθηκε το οποίο σκοπίμως εξαπέλυε επίθεση στις δυνάμεις των SDF μετά βεβαιότητας έσπειραν διχόνοια στο διάλογο μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον, αποκλείοντας (όπως συνειδητοποίησαν οι Ιρανοί) την πιθανότητα «προδοσίας» της Μόσχας από τους συμμάχους της στη Δαμασκό και την Τεχεράνη.
Υπό την έννοια αυτή, η Μόσχα κινδυνεύει όλο και περισσότερο να καταστεί όμηρος της Δαμασκού και της Τεχεράνης, οι οποίες θα συνεχίσουν να προκαλούν την Ουάσιγκτον, αναγκάζοντας το Κρεμλίνο να απαντήσει και να λάβει μέτρα εναντίον των ΗΠΑ.
* Ο Λεονίντ Ισάεφ είναι λέκτορας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Ερευνών, Ανώτατη Σχολή Οικονομικών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου