Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Προπαγάνδα κάτω από τη ζώνη

Η περίφημη καρτ ποστάλ που διανεμόταν και στους Γερμανούς φαντάρους της Κρήτης.
Συντάκτης: Τάσος Κωστόπουλος
«Οταν στείλουν σπίτι του τον τελευταίο Γιάνκη / πόσο θα λυπηθούν οι γυναίκες μας / ξανά με τα έξι σελίνια τη μέρα μισθό του αυστραλέζικου στρατού» 
(λαϊκό τραγουδάκι της Αυστραλίας στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) 
Ο πόλεμος «είναι μια βρομοδουλειά που δεν μπορεί να την ξεπεράσει καμιά βρομοδουλειά», έγραφε το 1918 στη γυναίκα του ο λογοτεχνικός ήρωας του Στράτη Μυριβήλη, παροτρύνοντάς την ν’ αποκτήσει για λογαριασμό του ακόμα ένα παιδί με τον χασάπη της γειτονιάς, προκειμένου ο ίδιος να γλιτώσει, ως «έφεδρος πατήρ τεσσάρων τέκνων», από τα χαρακώματα του μακεδονικού μετώπου («Η ζωή εν τάφω», Αθήνα 1930, σ. 274-5). 
Δεν είχαν βέβαια όλοι οι πραγματικοί φαντάροι των συρράξεων του 20ού αιώνα εξίσου κυνικά ανακλαστικά επιβίωσης. 

Αψευδής μάρτυρας, όχι μόνο τα ιστορικά έργα και οι συλλογές προσωπικών μαρτυριών που ασχολούνται με την προσωπική ζωή στρατευμένων και αμάχων στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και η οργανωμένη προπαγάνδα στην οποία επιδόθηκαν όλες οι εμπόλεμες πλευρές στη διάρκεια αυτού του τελευταίου, με στόχο την υπόθαλψη της ανασφάλειας των μαχητών για την αμφίβολη πίστη των ερωτικών τους συντρόφων στα μακρινά μετόπισθεν. 

Προπαγάνδα που πήρε συχνά ακόμη και πορνογραφικό χαρακτήρα, αξιοποιώντας τα στερητικά σύνδρομα των δεκτών για την αύξηση της διεισδυτικότητας του ηττοπαθούς μηνύματος. 
Αλλοδαπή απειλή 

Μία εκδοχή αυτής της δραστηριότητας καταγράφεται στα απομνημονεύματα του Βρετανού πράκτορα στην Κρήτη, Ξαν Φίλντινγκ, όταν περιγράφει το προπαγανδιστικό υλικό που οι υφιστάμενοί του διοχέτευαν στα γερμανικά στρατεύματα του νησιού για το σπάσιμο του ηθικού τους: 

«Μέρος αυτού του υλικού αποτελείτο από άσεμνες και έντονα χρωματισμένες καρτ ποστάλ που εικόνιζαν έναν εμφανώς Λατίνο εραστή, ξαπλωμένον στο κρεβάτι, ολόγυμνο και σε κατάσταση προχωρημένου ερωτισμού, πλάι σε μία εξίσου εμφανώς Γερμανίδα, παρομοίως γυμνή και σεξουαλικώς ερεθισμένη! Η λεζάντα, υπό τη μορφή αθυρόστομων και προκλητικών στίχων, είχε ως στόχο να μην αφήσει την παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό των Γερμανών στρατιωτών του μετώπου για το πώς διασκέδαζε η σύζυγός τους κατά την απουσία τους με τους γοητευτικούς εραστές του Ιταλικού Σώματος Εργασίας που ζούσαν ασφαλείς στη μητέρα πατρίδα» («Το κρυφτό», Αθήνα 1993, σ. 215). 

Στα αρχεία της SOΕ, οι σχετικές αναφορές είναι συνήθως πιο υπαινικτικές. 

«Σπρώξαμε όλα τα αποθέματά μας “μαύρης” προπαγάνδας και οι Γερμανοί στρατιώτες παρατηρήθηκαν να τα διαβάζουν με μεγάλο ενδιαφέρον», ενημερώνει λ.χ. στις 19/4/1944 το Κάιρο ο Τομ Ντανμπάμπιν, επικεφαλής τότε της υπηρεσίας στην Ανατολική Κρήτη. 

«Η πιο πετυχημένη φαίνεται πως είναι η κακόβουλη προπαγάνδα. [...] Εξακολουθούμε να σπρώχνουμε τις εβδομαδιαίες φήμες, δύο από τις οποίες μου επέστρεψαν σαν αποσπάσματα γερμανικών συζητήσεων» (HS5/724/42). 

Ενα μέρος αυτών των τελευταίων σχετιζόταν άμεσα με το θέμα μας, όπως πληροφορούμαστε από το αρχείο του ηγέτη της Εθνικής Οργανώσεως Ρεθύμνου (ΕΟΡ), αντισυνταγματάρχη Χρήστου Τζιφάκη. 

Στις 3/2/1944, ο λοχαγός Ντικ Μπαρνς της SOE του διαβίβασε γραπτώς τέσσερις «φήμες [οι οποίες] πρέπει να διαδίδονται μεταξύ των Γερμανών», τονίζοντας πως «αυτή η δουλειά θεωρείται σπουδαία από τους ανωτέρους»· σύμφωνα με μία απ’ αυτές, «μερικαί Γερμανίδες, αι οποίαι εγέννησαν παιδιά από ξένους εργάτας, διά να αποφύγουν την εντροπήν ζητούν να παντρευτούν με Γερμανούς στρατιώτας οι οποίοι έχουν σκοτωθεί εις την πρώτην γραμμήν». 

Ενάμιση μήνα μετά, στην επόμενη δέσμη φημών (23/3/1944), τη θέση των αλλοδαπών παίρνει η ελίτ του εθνικού κορμού: στις διακοπές τους, διαβάζουμε «οι S.S. αξιωματικοί διασκεδάζουν με τας γυναίκας απόντων στρατιωτών» (Νίκος Κοκονάς, «Βρετανοί κατάσκοποι στην Κρήτη», Αθήνα 1991, σ. 134 & 138). 

Για τους ξένους τουλάχιστον εργάτες και την ανησυχία που η ύπαρξή τους προκαλούσε στις τάξεις της Βέρμαχτ, αποκαλυπτική είναι η σχετική καθησυχαστική αρθρογραφία της γερμανόγλωσσης εφημερίδας «Veste Kreta» (Φρούριο Κρήτη) που απευθυνόταν στα κατοχικά στρατεύματα του νησιού. 

Το φύλλο της 1/7/1943 αναγνωρίζει λ.χ. πως η μαζική παρουσία τους στις γερμανικές πόλεις κάνει να «σφίγγεται το στομάχι» του αδειούχου στρατιώτη, «μόλις συλλογιστεί ότι αυτός θα φύγει και θ’ αφήσει πίσω γυναίκα και παιδιά μόνα τους ανάμεσα σε τόσους ξένους». 

Για να διασκεδάσει αυτούς τους «κατανοητούς αλλά κατά βάση αδικαιολόγητους φόβους, ότι η Γερμανία θα πλημμυρίσει από ξένους εργάτες και σε λίγο δεν θα 'μαστε πλέον κύριοι στο σπίτι μας», ο συντάκτης του άρθρου διαβεβαιώνει τους αναγνώστες του πως «η μεγάλη μάζα αυτών των εργατών ζει χωριστά απόν το γερμανικό λαό σε στρατόπεδα που έχει ανεγείρει και φυλάει το Γερμανικό Μέτωπο Εργατών», το ναζιστικό δηλαδή συνδικάτο· η δε διανυκτέρευσή τους εκτός στρατοπέδων απαγορεύεται, όπως και «να χρησιμοποιούν τα συγκοινωνιακά μέσα» ή «να επισκέπτονται ταβέρνες, θέατρα και κινηματογράφους». 
Η μαρτυρία του δημιουργού 


Ο «βασιλικός πορνογράφος» Σέφτον Ντέλμερ στις εποχές της προπαγανδιστικής δόξας του | 

Παραγωγός του προαναφερθέντος υλικού ήταν ο Σέφτον Ντέλμερ (1904-1979), ένας άκρως συντηρητικός Αυστραλός, γεννημένος στο Βερολίνο. 

Ως ανταποκριτής της «Ντέιλι Εξπρές» στη γερμανική πρωτεύουσα είχε αναπτύξει αρκετά στενές σχέσεις με τους ναζί κι ήταν ο πρώτος δημοσιογράφος βρετανικού μέσουπου πήρε συνέντευξη το 1931 από τον Χίτλερ, ενώ το 1932 κάλυψε την προεκλογική εκστρατεία του φίρερ ως συνταξιδιώτης στο προσωπικό του αεροπλάνο. 

Την επόμενη χρονιά μετατέθηκε στο Παρίσι και το 1939 «ενσωματώθηκε» ως δημοσιογράφος στον γαλλικό στρατό, για να αναλάβει μετά τη Δουνκέρκη τη διεξαγωγή αντιγερμανικής προπαγάνδας από τις συχνότητες του BBC. 

Οι επιδόσεις του εκεί εκτιμήθηκαν δεόντως και στις αρχές του 1941 στρατολογήθηκε στην ειδική υπηρεσία ψυχολογικού πολέμου (PWE). 

Μολονότι βασικό του καθήκον υπήρξε η λειτουργία ραδιοφωνικών σταθμών μαύρης προπαγάνδας, παρεμπιπτόντως ασχολήθηκε και με την παραγωγή των επίμαχων εντύπων. 

Τριάντα χρόνια μετά θα αποκαλύψει δε αυτή τη ροδομέλανη δραστηριότητά του μ’ ένα αυτοβιογραφικό κείμενο στο «Times Literary Supplement» (21/2/1972), με τον προκλητικό -για τα τότε ήθη- τίτλο «Μυστικός πορνογράφος της Αυτού Μεγαλειότητος». 

Ως αρχική πηγή έμπνευσής του, ο Ντέλμερ περιγράφει κάποια παρεμφερή προϊόντα της γερμανικής προπαγάνδας που υπέπεσαν στην αντίληψή του κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου: 

«Σε μιαν από τις επισκέψεις μου στη γραμμή Μαζινό, ένας Γάλλος υπολοχαγός μού έδειξε με πονηρό χαμόγελο αυτό που διακήρυξε πως ήταν ένα έξυπνο δείγμα γερμανικού ψυχολογικού πολέμου. Αποτελούνταν από μια μικρή φωτογραφία σε λεπτό χαρτί κι έδειχνε ένα Γάλλο στρατιώτη να κάνει το καθήκον του στο μέτωπο. Αν όμως κοιτούσε κανείς τη φωτογραφία στο φως, η σκηνή από κάτω άλλαζε τελείως. Στη θέση του ηρωικού Γάλλου φαντάρου έβλεπε κανείς με κάθε πρόστυχη λεπτομέρεια έναν Βρετανό στρατιώτη να συνουσιάζεται με αυτήν που η λεζάντα μάς πληροφορούσε πως ήταν η αρραβωνιαστικιά του Γάλλου». 

Η αντίστοιχη βρετανική παραγωγή, διευκρινίζει, δρομολογήθηκε ύστερα από σχετικό αίτημα της SOE και περιορίστηκε σε τρία φυλλάδια. 

Δημοφιλέστερο ήταν αυτό στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί, το οποίο συνδύαζε την πορνογραφία με το λογοπαίγνιο κι είχε τη μορφή δίπτυχου. 

Στο εξώφυλλό του, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία πεσόντων της Βέρμαχτ στο ανατολικό μέτωπο συνοδευόταν από τον πρώτο στίχο του παραδοσιακού πατριωτικού άσματος «Η φρουρά του Ρήνου»: «Αγαπημένη πατρίδα μείνε ήσυχη...»· αντί όμως για την αναμενόμενη συνέχεια («...η Φρουρά του Ρήνου στέκει σταθερή και πιστή»), στο εσωτερικό του δίπτυχου ο αναγνώστης διάβαζε μια βέβηλη παραφθορά της («Στέκει σταθερή και πιστή στους ξένους εργάτες»), μαζί με την εικόνα που περιγράφει ο Φίλντινγκ· ανάλογα δε με την περιοχή για την οποία προοριζόταν το υλικό, η διατύπωση «ξένος εργάτης» μπορούσε ν’ αντικατασταθεί από το «Ιταλός» ή το «μακαρονάς». 

Το τρομοκρατικό τατσιστικό μήνυμα ολοκληρωνόταν στο οπισθόφυλλο: «4.625.000 σύντροφοι είναι νεκροί, βαριά τραυματίες, αγνοούνται. Στην πατρίδα ο αριθμός των ξένων εργατών έφτασε τα 6.000.000». 



«Οι φίλοι μου από τη SOE παρήγγειλαν αυτά τα φυλλάδια κατά χιλιάδες», σημειώνει ο Ντέλμερ. «Οχι όμως επειδή τα βρήκαν υπονομευτικά για το ηθικό των Γερμανών, αλλά επειδή τα έβρισκαν εξαιρετικά για το ηθικό των ανδρών που τα διένειμαν!». 
Ουδείς αναμάρτητος 

Αυτά όσον αφορά τις βρετανικές επιδόσεις στον συνδυασμό ροζ και μαύρης προπαγάνδας. 

Οπως ήδη ειπώθηκε, οι μηχανισμοί της γηραιάς Αλβιώνας δεν ήταν όμως οι μόνοι που ασχολήθηκαν μ’ αυτό το συγκεκριμένο σπορ. 

Στο προσωπικό αρχείο του παλαίμαχου αριστερού Αυστραλού δημοσιογράφου Μαρκ Γκάιν και σε ειδικευμένες διαδικτυακές πηγές απαντά ένα αρκετά πλούσιο δειγματολόγιο παρεμφερών δημιουργημάτων της γερμανικής και ιαπωνικής προπαγάνδας –με στόχο, εδώ, την υπόθαλψη της αντιζηλίας των υπόλοιπων συμμάχων απέναντι στους Αμερικανούς κι αυτών των τελευταίων απέναντι σε συγκεκριμένες κατηγορίες συμπατριωτών τους στα μετόπισθεν. 

Οσο για τις αμερικανικές υπηρεσίες, είχαν κι αυτές τη δική τους σχετική παραγωγή. 

«Παρά τις επίσημες διαψεύσεις πως οι ΗΠΑ επιδόθηκαν ποτέ σε σεξουαλική προπαγάνδα», εξηγεί στο περιοδικό «The Psychologist» (1/2009, σ. 86) ένας απόστρατος Αμερικανός στρατιωτικός που ασχολήθηκε με το αντικείμενο, «κάποια σαφέστατα και άκρως πορνογραφικά κομμάτια έχουν ανακαλυφθεί σε πολεμικούς φακέλους και λευκώματα του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS). Απεικονίζουν σκηνές ομοφυλοφιλίας, διαστροφής, λεσβιασμού και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο μίλησα με τον δημιουργό αυτών των φυλλαδίων –κι ήταν αρκετά περήφανος γι’ αυτά». 
Βοήθεια, οι Αμερικάνοι! 



Στις πιο αθώες εκδοχές της, η υπόθαλψη της ανασφάλειας των πολεμιστών του αντιπάλου απευθυνόταν στον ενδόμυχο φόβο μιας αναπηρίας που θα τους έθετε εκτός μάχης στο ερωτικό πεδίο: «Οι κύριοι προτιμούν τις ξανθές» αλλά «οι ξανθές προτιμούν δυνατούς κι υγιείς άντρες, όχι σακάτηδες!», υπενθυμίζει το γερμανικό φέιγ βολάν, για ν’ ακολουθήσει η φαρμακερή ερώτηση: «Είσαι σίγουρος πως θα ’σαι τυχερός; Αυτό ακριβώς σκέφτονταν όλες οι δεκάδες χιλιάδες σακάτηδων κι ακρωτηριασμένων προτού χτυπηθούν...» (1-2). 

Βαρύ όμως πυροβολικό της γερμανικής προπαγάνδας, όταν απευθυνόταν στον βρετανικό στρατό, αποτελούσε κυρίως η τρομοκρατική επίκληση του μεγάλου συμμάχου: ευπορότεροι, απομακρυσμένοι από τις οικογένειές τους και (υποτίθεται) πιο βολεμένοι, οι Αμερικανοί εικονογραφούνται σαν απειλητικοί, άμεσοι ανταγωνιστές κάθε μάχιμου Τόμι. 



«Εσείς οι Αμερικανοί είσαστε τόοοσο διαφορετικοί!», δηλώνει με θαυμασμό στον επιλοχία εραστή της η ημίγυμνη Αγγλίδα (3), με την πίσω πλευρά του φυλλαδίου που διακινούνταν το 1944 στο μέτωπο της Ιταλίας να εξηγεί: «Βρετανοί στρατιώτες! Πολεμάτε και πεθαίνετε μακριά από τη χώρα σας, ενώ οι Γιάνκηδες κατασκηνώνουν στην ευτυχισμένη παλιά Αγγλία. Εχουν μπόλικο χρήμα και άφθονο καιρό για να κυνηγήσουν τις γυναίκες σας» (4). 



«Ενώ λείπεις», προειδοποιεί ένα άλλο γερμανικό φυλλάδιο του ίδιου μετώπου (5-6), «οι Γιάνκηδες “δανείζονται-εκμισθώνουν” τις γυναίκες σας [λογοπαίγνιο με τον αμερικανικό “Νόμο εκμισθώσεως-δανεισμού” της 11/3/1941, βάσει του οποίου χορηγούνταν δωρεάν τρόφιμα, πετρέλαιο και πολεμικά υλικά στη Βρετανία]. Με τις τσέπες τους γεμάτες λεφτά και δουλειά να μην έχουν, τα υπερπόντια αγόρια έχουν την καλύτερή τους στην ευτυχισμένη παλιά Αγγλία. Και ποια νεαρή γυναίκα, ελεύθερη ή παντρεμένη, θα μπορούσε ν’ αντισταθεί σ’ ένα τέτοιο “όμορφο κτήνος από τις ανοιχτές πεδιάδες” για ένα δείπνο, ένα κοκτέιλ σε κάποιο νάιτ κλαμπ και κατόπιν... Εν πάση περιπτώσει, τόσο πολλά έχουν γίνει τα σκάνδαλα, που όλη η Αγγλία μιλάει τώρα γι’ αυτά». 



Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνταν και κάποια άλλα σκίτσα, με τη διαβεβαίωση πως «ο πόλεμος είναι όντως διασκεδαστικός –για τους Αμερικάνους» (7-8). 

Το ίδιο ακριβώς στερεοτυπικό σχήμα συναντάμε και στα πολύχρωμα προπαγανδιστικά φέιγ βολάν που σκορπούσε ο ιαπωνικός στρατός στη Νέα Γουινέα, με στόχο το εκεί αυστραλιανό εκστρατευτικό σώμα. 



Αν ο εραστής των μετόπισθεν που ξελογιάζει την αγαπημένη του φαντάρου δεν έχει κάποιες φορές εθνικότητα (9), συνήθως εικονογραφείται ρητά ως ένας από τους 150.000 στρατιωτικούς των ΗΠΑ που είχαν εγκατασταθεί στην πέμπτη ήπειρο ή το 1.000.000 που υπολογίζεται ότι πέρασε κάποια στιγμή από εκεί στην τετραετία 1942-1945· στρατεύματα απείρως πιο καλοπληρωμένα από τα ντόπια, των οποίων η παρουσία συνοδεύτηκε από ουκ ολίγες εντάσεις, με αποκορύφωμα τις διήμερες ταραχές του Μπρισμπέιν (26-27/11/1942). 



Στη γιαπωνέζικη προπαγάνδα η κατάκτηση των Αυστραλίδων περιγράφεται κάποιες φορές ως αποτέλεσμα βιασμού (10-11), ενώ άλλοτε το μήνυμα είναι, μάλλον εσκεμμένα, αντιφατικό: «Σκεφτόμενοι πως εσείς οι “σκαφτιάδες” δεν πρόκειται να γυρίσετε πίσω ποτέ ζωντανοί, οι Μαύροι και οι Γιάνκηδες βιάζουν τις συζύγους σας, τις κόρες σας και τις αγαπημένες σας· δίχως την προστασία σας είναι αβοήθητες», διαβάζουμε στη λεζάντα μιας εικόνας που κάθε άλλο παρά «βιασμό» υπονοεί, ενώ ακόμη και ο τίτλος της διακηρύσσει: «Ε, σκαφτιάδες! Ηρθε, είδε, κατέκτησε!» (12). 


Απόλυτα εναρμονισμένο με τον βαθύ ρατσισμό των στρατοκρατών του Τόκιο, που κατά τα άλλα ευαγγελίζονταν την απελευθέρωση της «Ασίας για τους Ασιάτες», είναι και το τελευταίο φέιγ βολάν της συλλογής του Μαρκ Γκάιν (13): ο «γλοιώδης Γιάνκης» ερωτοτροπεί στα πούπουλα της Μελβούρνης με τη «γλυκιά αγαπούλα» του ταλαίπωρου Αυστραλού, ενώ αυτός ο τελευταίος βολεύεται αναγκαστικά (και διά της βίας) με θηλυκούς εκπροσώπους κατώτερων φυλών, όπως οι ιθαγενείς της Μελανησίας... 
Αράπηδες, Εβραίοι και λουφαδόροι 

Μπορεί οι Αμερικανοί στρατιώτες ν’ απεικονίζονταν από την προπαγάνδα του Αξονα σαν το φόβητρο των κάθε λογής συμμάχων τους, έβρισκαν όμως κι αυτοί τον εικονικό δάσκαλό τους στο πρόσωπο των συμπατριωτών τους που έμειναν πίσω. 



«Δικιά σου δουλειά είναι να πολεμήσεις!», ξεκαθαρίζει στον εκπατρισμένο φαντάρο ο καλοταϊσμένος και από κάθε άποψη χορτάτος κύριος με τα απροσδιόριστα «φυλετικά» χαρακτηριστικά (1), ενώ ένα ύστερο δείγμα χιτλερικής προπαγάνδας, τον Ιανουάριο του 1945, διακηρύσσει πως «οι βρομοεβραίοι αναμένουν από κάθε Τζόνι να κάνει το καθήκον του» (2). 



Υβρίδιο Εβραίων κι Αφροαμερικανών θυμίζουν επίσης «οι φυγόστρατοι» μιας αφισέτας του φθινοπώρου του 1944 με παρεμφερές σύνθημα (3), ενώ στο φέιγ βολάν με «Το κορίτσι που άφησες πίσω» ξετυλίγεται κανονικό δακρύβρεχτο σενάριο με προσχηματικό αντιπλουτοκρατισμό, μπόλικο μισογυνισμό και ευδιάκριτο αντισημιτισμό: 

«Οταν η χαριτωμένη Τζόαν Χόπκινς στεκόταν πίσω από την ταμειακή μηχανή σ’ ένα μαγαζί των 5 και 10 σεντς στην 3η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι θα μπορούσε να δει το εσωτερικό ενός δυαριού της Παρκ Αβενιου. Ούτε κι ο νεαρός Μπομπ Χάρισον, ο άντρας που αγαπά. Ο Μπομπ στρατεύτηκε και στάλθηκε στα ευρωπαϊκά πεδία μάχης, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ αυτή. Μέσω της Εταιρείας Απασχόλησης Λαζάρ, η Τζόαν βρήκε δουλειά ιδιωτικής γραμματέως στον κατεργάρη Σαμ Λεβί. Ο Σαμ μαζεύει πολλά λεφτά από πολεμικά συμβόλαια. Αν η σφαγή σταματούσε πολύ σύντομα, θα πάθαινε αποπληξία. 





Τώρα, η Τζόαν ξέρει γιατί πολεμάνε ο Μπομπ και τα φιλαράκια του. Η Τζόαν έβλεπε πάντα τον Μπομπ ως το καθοδηγητικό αστέρι της ζωής της, και ήταν ακόμη καλό κορίτσι όταν άρχισε να δουλεύει για τον Σαμ Λεβί. Συχνά όμως την έπιανε κατήφεια όταν σκεφτόταν τον Μπομπ, τον οποίο έχει να δει πάνω από δυο χρόνια. Το αφεντικό της είχε καρδιά με κατανόηση και υπήρξε πάντα πολύ ευγενικό μαζί της, τόσο ευγενικό μάλιστα που την καλούσε συχνά σπίτι του. Ηθελε πάντοτε να της δείξει τις “γκραβούρες” του. Αλλωστε, ο Σαμ δεν ήταν τσιγκούνης και κάθε φορά που η Τζόαν ερχόταν να τον δει, της έκανε ωραία δώρα. Και σ’ όλες τις γυναίκες αρέσουν τα όμορφα κι ακριβά πράγματα. Ομως ο Σαμ δεν ήταν ο άντρας που θα πιανόταν κορόιδο. Ηθελε κάτι, και το ’θελε για τα καλά...Κακόμοιρη Τζόαν! Σκέφτεται ακόμη τον Μπομπ, κι όμως σχεδόν ελπίζει να μην επιστρέψει ποτέ» (4). 



Εξαιρετικά απλό μήνυμα στέλνει πάλι το ημιδιαφανές γερμανικό τρικάκι του 1944 με τη διπλή εικόνα, όπως εκείνο που περιγράφει στις αναμνήσεις του ο Ντέλμερ: εκ πρώτης όψεως, «ο λευκός παίζει» (με τον θάνατο)· άμα το κοιτάξεις δε στο φως, «ο μαύρος κερδίζει» (5-6). 



Οσο για την πολύχρωμη «σκηνή από το εσωτερικό μέτωπο» που αποτυπώνεται σε ιαπωνικό φέιγ βολάν, συνδυάζει τη ρατσιστική κινδυνολογία με κάποιες ευδιάκριτα σαδομαζοχιστικές αποχρώσεις: «Τόσο άσχημα έχουν γίνει τα πράγματα; Ναι, οι Νέγροι είναι τώρα το αφεντικό της πόλης» (7).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου