«Τώρα θα μπορεί να κουβεντιάζει ώρες και μέρες, ατέλειωτα, δίχως περισπασμούς, με τον Φίλιππο, τον Αντώνη, τον Αγγελο. Κι αν βρίσκουν στα κρυφά και κάνα ποτήρι κρασί εκεί πέρα –πάνω; κάτω; τι σημασία έχει;–, θα τον τσακίσουν επιτέλους τον ατσάκιστο χρόνο».
Δεν την ορίζει το μυαλό την πρώτη σκέψη όταν ακούει θάνατο. Η δική μου πρώτη «σκέψη», μόλις άκουσα τον θάνατο του Σπύρου Ασδραχά, ανακάλεσε φυσικότατα κάποιους απ’ την πνευματική του συντροφιά που τύχαιναν και δικοί μου γνώριμοι, τον Φίλιππο Ηλιού, τον Αντώνη Καρκαγιάννη, τον Αγγελο Ελεφάντη.
Και αδιαφόρησε πλήρως για το γεγονός ότι και οι τέσσερίς τους, άνθρωποι της ιστορίας όλοι τους, από πηλό ιστορίας φτιαγμένοι, θα ’βαζαν τα γέλια αν άκουγαν τέτοια μεταφυσικά, για μεταθανάτιες παρέες και φασματικό κουβεντολόι. Φαίνεται όμως πως μόνο έτσι υπάρχουν οι νεκροί μέσα μας. Σαν ζωντανοί. Ιδιοι όπως ήταν, πλην όχι ακριβώς ίδιοι· με ζώσα την αρετή τους μόνο, και με τα πάθη τους αδιάφορα πια, κεκοιμημένα.
Ιστορικός με σπάνια γνώση και αδογμάτιστο στοχασμό υπήρξε ο Σπύρος Ασδραχάς, ένας από τους ανθρώπους που τους χρωστάμε – και μακάρι να ’χουμε πάντα ανθρώπους να τους χρωστάμε. Γραφιάς-αφηγητής υψηλής ποιότητας, με την αγωνία της κυριολεξίας και με την επινοητική τόλμη φανερές στα κείμενά του, όποιος κι αν ήταν ο προορισμός τους: ένα βιβλίο, μια εφημερίδα, ένα περιοδικό.
Σε χρόνια που για πολλούς λόγους φαίνονται ήδη πολύ μακρινά, από το 1992 έως το 1994, προσκεκλημένος του Αντώνη Καρκαγιάννη, και από το 2009 έως το 2012, δημοσίευσε στην «Κ» κείμενα που, χωρίς σκόντο στην επιστημοσύνη τους, απευθύνονταν σε όλους, ειδήμονες και μη. Τα δοκίμια αυτά, εμπλουτισμένα, στεγάστηκαν κατόπιν σε δύο βιβλία του «Θεμέλιου», τα «Ιστορικά απεικάσματα» (1995) και τις «Υπομνήσεις: Ιστορικότροπα σημειώματα» (2014).
Το μέλημα του Ασδραχά, το ιστοριογραφικό του σχέδιο, ήταν να εισχωρήσει στις «ζώνες της σιωπής», όπως τις έλεγε, για να συναντήσει στις πηγές, σε τριμμένα κατάστιχα και μαρτυρίες ανωνύμων, τους κατεξοχήν συντελεστές της ιστορίας, τους «άγνωστους στρατιώτες». Να εισχωρήσει, όπως το προσδιορίζει στο βιβλίο του «Ελληνική κοινωνία και οικονομία ιη΄ και ιθ΄ αι.» (Ερμής, β΄ έκδ. 2010), σε «ζώνες σιωπής για στοιχειώδεις σχέσεις, σαν εκείνες που δένουν τους ανθρώπους με την πηγή της ζωής τους, τη γη, την οποία ονοματίζουν και τη μεταμορφώνουν». Οι «άφωνοι» δημιουργοί της Ιστορίας, αυτή ήταν η επιστημονική του έγνοια.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου