Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Εγκλήματα Πολέμου του Τουρκικού Στρατού εισβολή: Η εν ψυχρώ εκτέλεση των 70 Ασσιωτών

«Φορτώστε τους στο τρένο»: Η εν ψυχρώ εκτέλεση των 70 Ασσιωτών
ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΡΟΥΤΗΣ, 
Σύμφωνα με την μαρτυρία τούρκου στρατιώτη ο οποίος «υπηρετούσε» το 1974 η διάταξη δόθηκε εκ των άνωθεν με τον κωδικό: «Φορτώστε τους στο τρένο»
Η εν ψυχρώ εκτέλεση των 70 Ασσιωτών, οι οποίοι είχαν συλληφθεί στο χωριό τους λίγο μετά τον δεύτερο γύρο της εισβολής, είναι ίσως ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν κατά Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων από τον τουρκικό στρατό το 1974.
Η ιστορία, ως ιστορία, είναι λίγο πολύ γνωστή. Εξάλλου έχουν γραφεί μέχρι σήμερα διάφορα ρεπορτάζ (και των συναδέλφων Ανδρέα Παράσχου και Σεβγκιούλ Ουλουντάγ), αλλά έχουν καταγραφεί και πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα. Το συγκεκριμένο έγκλημα καθίσταται μεγαλύτερο εάν συνυπολογισθεί και το γεγονός ότι η Τουρκία, για να εξαλείψει τα ίχνη του, προέβη αρχές της δεκαετίας του 1990 σε μία οργανωμένη μετακίνηση των οστών του ομαδικού τάφου των Ασσιωτών. Για την Άσσια και τους 70 δολοφονηθέντες αιχμαλώτους θα ασχοληθούμε και σε επόμενες εκδόσεις. Σήμερα θα σταθούμε στα όσα καταγράφει, υπό μορφή μαρτυρίας, ο Τούρκος δημοσιογράφος και συγγραφέας Ρόνι Αλασόρ (κουρδικής καταγωγής), ο οποίος, χρόνια τώρα, ζει και εργάζεται στη Νορβηγία.

Το βιβλίο του, υπό τον τίτλο «Διαταγή: Εκτελέστε τους αιχμαλώτους», κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2002 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Ο συγγραφέας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στη μαρτυρία του Τούρκου στρατιώτη Ο. Σαάτ (δεν αποκαλύπτει το πλήρες όνομα του στρατιώτη για ευνόητους λόγους, εν αντιθέσει με τα ονόματα των αξιωματικών που διέταξαν τη διάπραξη της μαζικής εκτέλεσης, τους οποίους και κατονομάζει). Ο Σαάτ υπηρέτησε ως απλός στρατιώτης στην 1η Μοίρα του 21ου Συντάγματος Πυροβολικού του τουρκικού στρατού με έδρα το Κιρίκαλε της Άγκυρας. Η μονάδα του πήρε μέρος στην τουρκική εισβολή του 1974 (σ.σ. έφθασε στην Κύπρο την 23η Ιουλίου). Κατά τον δεύτερο γύρο ήταν μεταξύ αυτών που κινήθηκαν προς τον μεσαρίτικο κάμπο και μπήκαν και στην Άσσια το απόγευμα της 14ης Αυγούστου 1974.

Γεννήθηκε το 1953 σε ένα χωριό κοντά στο Παζαρτζίκ της περιοχής Μαράς της Τουρκίας. Η αφήγησή του ακολουθεί:
«Η ατμόσφαιρα τριγύρω ήταν γεμάτη με σκόνη και καπνό και υπήρχε μια χαώδης κατάσταση. Στο χωριό είχαν μείνει κάποιοι κάτοικοί του που αιφνιδιάστηκαν και δεν πρόλαβαν να φύγουν. Τους συλλάβαμε όλους. Ήταν περίπου 100 άτομα. 

Μετά τη διαταγή του διοικητή μας Μεχμέτ Γκιουνγκιορμούς ή Γκιουνγιορέν, τους φορτώσαμε στα στρατιωτικά οχήματα της μοίρας μας. Όλοι οι αιχμάλωτοι, αν και ήταν υγιείς και σε ηλικία στράτευσης, ήταν άοπλοι και δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση. Αυτό μας φάνηκε περίεργο. Ήταν σαν να περίμεναν παθητικά την κατάληψη του χωριού τους. Νομίζω ότι τελικά είχαν εξαπατηθεί από τις διεθνείς συνθήκες και εγγυήσεις.
Οι αξιωματικοί τούς πήραν τα χρήματα, τα ρολόγια, τις αλυσίδες που είχαν πάνω τους. Μερικοί ικέτευαν κλαίγοντας. Ο διοικητής μας, ο οποίος ήταν τότε ταγματάρχης και αργότερα έγινε αντισυνταγματάρχης, δοκίμασε να τους καθησυχάσει, όχι από συμπόνια, αλλά μάλλον για μην τον ενοχλούν με τις ικεσίες τους, λέγοντας:«Μην κλαίτε, θα σας πάμε στα παιδιά σας». Ανάμεσα στους αιχμαλώτους υπήρχαν και μερικοί που ήξεραν τουρκικά. Απ’ ό,τι έλεγαν, αυτούς θα τους έστελναν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων της Λευκωσίας. Γι’ αυτό τους επιβίβασαν σε τρία στρατιωτικά οχήματα ξεχωριστά από τους άλλους. Σε έλεγχο που κάναμε στα σπίτια του χωριού δεν βρήκαμε κανενός είδους όπλο...».
Η εκτέλεση στο Ορνίθι

«...Σε λίγες μέρες, με τη δικαιολογία ότι δεν υπήρχε χώρος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχαν μεταφέρει τους αιχμαλώτους, έφεραν πίσω στη μονάδα μας περίπου 70-80 Ελληνοκύπριους. Τότε βρισκόμασταν στην Αγιά. Εγώ, λόγω ειδικότητας, ήμουν κοντά στη σκηνή του διοικητή. Εκεί άκουσα τις συνομιλίες που έκανε μέσω ασυρμάτου ο διοικητής της μοίρας μας, Μεχμέτ Γιουνγκιορμούς, με τους ανωτέρους του. Ο διοικητής μας τους ρωτούσε τι να κάνει με τους αιχμαλώτους. Ήταν ένα πρόβλημα για τη μονάδα. Και η διατροφή τους, αλλά το κυριότερο η φύλαξή τους. Η εντολή που πήρε ήταν η εξής: «Φορτώστε τους στο τρένο!» Όποιος το άκουσε, αμέσως κατάλαβε ότι αυτό σήμαινε: «Εκτελέστε τους αιχμαλώτους». Όλοι ήξεραν ότι στην Κύπρο δεν υπάρχουν σιδηροδρομικές γραμμές, ούτε τρένα.

Το πρωί της επόμενης μέρας ο διοικητής κάλεσε τον Μπιλάλ Γιλμάζ και του είπε: «Πάρε μαζί σου έναν ακόμα κι έλα εδώ». Ο Γιλμάζ ήταν ένας ρατσιστής και βάρβαρος λοχίας. Φώναξε εμένα, γιατί ήμασταν στην ίδια ομάδα. Μας πλησίασε ο λοχαγός Ερτζάν Σαντίκ και μας ρώτησε αν είμαστε παντρεμένοι ή όχι. Όταν απάντησα ότι εγώ είμαι παντρεμένος, με διέταξε να κατέβω. Έτσι, δεν πήγα μαζί τους. Ο λοχαγός μαζί με τον Μπιλάλ Γιλμάζ και τον υπαξιωματικό Μουχαρέμ πήραν τους αιχμαλώτους και τους οδήγησαν σε μια περιοχή που είχε τρία πηγάδια. Τα μάτια και τα χέρια τους ήταν δεμένα. Οι δικοί μας κρατούσαν αυτόματα Τόμσον.

Το μέρος με τα τρία πηγάδια ήταν κοντά στα χωριά Αφάνεια και Τύμπου, κάτω από τον δρόμο (σ.σ. στο Ορνίθι). Τους αιχμαλώτους τους οδήγησαν εκεί. Σε λίγο ακούστηκαν ριπές και πυροβολισμοί. Ο Γιλμάζ, πρέπει να σας πω, παρ’ όλο που ήταν απλός λοχίας, παρουσιαζόταν ως πρωτεργάτης των επιχειρήσεων και ανακατευόταν σε πολλά, έτσι που καμιά φορά αναρωτιόμουν μήπως κατά βάθος είχε κάποιο άλλο αξίωμα και για κάποιον λόγο παρίστανε τον λοχία. Μετά από αυτό το επεισόδιο, ήρθε με ένα συνωμοτικό, αλλά αυτάρεσκο ύφος, και μου περιέγραψε την εκτέλεση. Καμάρωνε λες κι έκανε κανένα κατόρθωμα. Έλεγε με αλαζονεία: «Τους σκοτώσαμε, και αυτούς που χαροπάλευαν τους πετάξαμε μες στα πηγάδια. Να ήσουν από μια μεριά να ’βλεπες πώς ρίξαμε έναν χοντρό Ρωμιό στο πηγάδι. Έφτασε κατευθείαν στον πάτο. Ξέρεις τι πάταγο έκανε; Είχε μεγάλη πλάκα, το ευχαριστήθηκα».

Αργότερα, ο διοικητής μας μίλησε στον ασύρματο: «Διαταγή εξετελέσθη. Τους φορτώσαμε στο τρένο». Αυτοί οι 70 πάνε... Για τους υπόλοιπους 30 δεν έχω καμία πληροφορία».

Τούρκος στρατιώτης επί άρματος κατά την προέλαση στη Μεσαορία.

«Εδώ θάψαμε για πάντα τους εχθρούς μας»

«...Στο χωριό Αφάνεια, όπου μπήκαμε και εγκατασταθήκαμε μετά την κατάληψη του αεροδρομίου Τύμπου, δεν υπήρχαν πλέον κάτοικοι. Έφυγαν χωρίς να προλάβουν να μαζέψουν ούτε το τραπέζι τους. Μπήκαμε λοιπόν σ’ εκείνα τα όμορφα σπίτια με τα στρωμένα νοικοκυριά κι εκεί θρονιαστήκαμε για τα καλά.

Όσο μέναμε στην Αφάνεια, μπήκαμε σε κάποια τάξη. Αρχίσαμε να εφαρμόζουμε και πρόγραμμα πρωινής γυμναστικής. Εκπαιδευτής μας ήταν ο Μπιλάλ Γιλμάζ. Για γυμναστική μάς πήγαινε τροχάδην έξω από το χωριό, στην τοποθεσία που βρίσκονταν τα τρία πηγάδια. Ο λοχίας έβαζε το πόδι του πάνω στα καπάκια των πηγαδιών που ήταν σφραγισμένα και φώναζε: «Στρατιώτες, εδώ θάψαμε για πάντα τους εχθρούς μας με τέτοιο τρόπο που δεν θα μπορέσουν να ξαναγυρίσουν ποτέ».

Απ’ ό,τι άκουσα αργότερα, ο Μπιλάλ Γιλμάζ είχε τραγική κατάληξη. Ο φίλος μου από το Χατάι, ο Αχμέτ Τεμιζκάν, με τον οποίο συνυπηρετούσαμε και ήμασταν μαζί και στην Κύπρο, πριν από λίγο καιρό μου είπε ότι τον συνάντησε στο Εζερούμ. Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, σαν μανιακός. Το στόμα του είχε στραβώσει, μάλλον από εγκεφαλικό, και περπατούσε μισότρελος, χειρονομώντας μες στους δρόμους».

Σε ένα άλλο σημείο της αφήγησης του, ο Ο. Σαάτ αναφέρεται και στους αξιωματικούς του λεπτομερώς: «Οι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη μονάδα μας στο διάστημα των επιχειρήσεων στην Κύπρο ήταν οι εξής: Ο ταγματάρχης και κατόπιν αντισυνταγματάρχης Μεχμέτ Γκιουνγκιορμούς ή Γκιουνγκιορέν, ο λοχαγός Σεφκάτ Γιλμάζ, ο υπολοχαγός Γιαλτσίν, ο ανθυπολοχαγός Σαντίκ Ερτζάν, ο υπολοχαγός Σουάτ Πεκιόζ, ο λοχίας Μπιλάλ Γιλμάζ, ο δεκανέας από το Ελαζιγλί Μεχμέτ Όζντεμιρ, ο λοχίας από το Ελαζιγλί που ταυτόχρονα ήταν και ιμάμης, Μεχμέτ Ακάι». 
Πηγή: http://politis.com.cy/article/i-en-psichro-ektelesi-ton-70-assioton#.W1_fLVXpacM.facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου