Η Αστυνομία έχει ενώπιόν της, σύμφωνα με πόρισμα των ανακριτών του ΤΑΕ Αρχηγείου, γραπτή μαρτυρία παραδοχής ενός από τους συνεργούς στο έγκλημα.
Ομολογία πρώην ειδικού αστυνομικού που υπηρετούσε στον αστυνομικό σταθμό Λεονάρισσου, ότι ο ίδιος ήταν συνεργός στη δολοφονία δύο Τουρκοκυπρίων έξω από τη Γιαλούσα στις 11 Μαΐου του 1964 φέρεται να έχει στην κατοχή της η Αστυνομία εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια, χωρίς να ασκηθεί δίωξη εναντίον οποιουδήποτε.
Στο πλαίσιο ανασκόπησης όλων των υπό εξέλιξη ερευνών για δολοφονίες Τουρκοκυπρίων τις περιόδους 1963-64 και 1974, ο τότε αρχηγός της Αστυνομίας ενημέρωσε στις 25 Νοεμβρίου τον νυν γενικό εισαγγελέα για την πορεία της κάθε μίας από τις 27 υποθέσεις δολοφονιών Τουρκοκυπρίων που διερευνούσε τότε το ΤΑΕ Αρχηγείου. Ανάμεσα στις πρώτες υποθέσεις που ενετάλη η Αστυνομία να διερευνήσει από το 2010, ήταν οι θάνατοι το 1964 των Abdullah Emirzade (30 ετών) και Ali Musa (34). Επιστρέφοντας από τη Λιθράγκωμη στο χωριό τους Γαληνόπωρνη το απόγευμα της 11ης Μαΐου 1964, οι δύο Τ/Κ είχαν συλληφθεί στον Βαθύλακα από μέλη της ομάδας πολιτοφυλακής του χωριού. Σύμφωνα με πόρισμα του επικεφαλής των ερευνών για την υπόθεση, υπαστυνόμου Ιωσήφ Κατσιολούδη, το οποίο ο αρχηγός της Αστυνομίας έθεσε τον Νοέμβριο του 2013 υπόψη του γενικού εισαγγελέα, από καταθέσεις που λήφθηκαν προέκυψε γραπτή μαρτυρία ενός ατόμου που ήταν τότε ειδικός αστυνομικός στον αστυνομικό σταθμό Λεονάρισσου. Ο πρώην ειδικός αστυνομικός φέρεται να ομολόγησε ότι μαζί με τον υπεύθυνο του αστυνομικού σταθμού λοχία, έναν ακόμα ειδικό αστυνομικό του ίδιου αστυνομικού σταθμού, τον υπεύθυνο των ομάδων πολιτοφυλακής Γιαλούσας, δύο ειδικούς αστυνομικούς του αστυνομικού σταθμού Γιαλούσας, και ακόμα τέσσερα άτομα, σκότωσαν τη νύχτα της 11ης προς 12η Μαΐου του 1964 τους δύο Τουρκοκύπριους.
Πράξη αντεκδίκησης
Στο πόρισμα του 2013 τονίζεται ότι το περιστατικό σημειώθηκε την ίδια μέρα που οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί, ταγματάρχης Δημήτρης Πουλίας και λοχαγός Βασίλης Καποτάς μαζί με τον Ε/Κ αστυνομικό Κωστάκη Παντελίδη είχαν δολοφονηθεί από Τουρκοκύπριους στον τ/κ θύλακα της εντός των τειχών πόλης της Αμμοχώστου.
Γύρω στο μεσημέρι της ματωμένης Δευτέρας της 11ης Μαΐου του 1964, δολοφονήθηκαν οι Πουλίας, Καποτάς και Παντελίδης. Λίγες ώρες μετά ξεκινούσαν από τη Λιθράγκωμη, όπου είχαν πάει να αγοράσουν εξαρτήματα για τη θεριστική μηχανή τους, οι δύο νεαροί Τ/Κ. Προορισμός το χωριό τους Γαληνόπωρνη. Περνώντας αργά το απόγευμα από τον Βαθύλακα, στο κέντρο του χωριού οι δύο Τ/Κ συλλαμβάνονται «από συγκεκριμένους κατοίκους, οι οποίοι ήταν μέλη της ομάδας πολιτοφυλακής Βαθύλακα». Ακολούθως, ειδοποιήθηκε ο λοχίας που ήταν υπεύθυνος του σταθμού Λεονάρισσου, ο οποίος έφτασε εκεί μαζί με δύο ειδικούς αστυνομικούς. Οι τρεις παρέλαβαν τους δύο Τ/Κ με landrover της Αστυνομίας και τους οδήγησαν στον αστυνομικό σταθμό Γιαλούσας. Εκεί οδηγήθηκε και το φορτηγό των Τ/Κ από τους πολιτοφύλακες του Βαθύλακα. Ακόμα, στον αστυνομικό σταθμό Γιαλούσας βρίσκονταν ο υπεύθυνος πολιτοφυλακής Γιαλούσας και αστυνομικοί του χωριού. Όλοι αυτοί, περίπου δέκα άτομα σύμφωνα με τον ένα από τους δύο ειδικούς αστυνομικούς του Λεονάρισσου, οδήγησαν τους δύο Τ/Κ σε περιοχή έξω από τη Γιαλούσα προς το Ριζοκάρπασο κοντά στη θάλασσα και τους εκτέλεσαν.
Διαταγές και ανακρίσεις
Από τους δολοφόνους των δύο Τουρκοκυπρίων, ήταν εν ζωή κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων (τουλάχιστον πριν πέντε χρόνια), ο μάρτυρας που ομολόγησε τη διάπραξη των φόνων, και ο ένας ειδικός αστυνομικός του αστυνομικού σταθμού Γιαλούσας, ο οποίος ανακρινόμενος αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη. Από τα δέκα άτομα που υπολογίζονται από τον μάρτυρα να συνέργησαν στο έγκλημα, στην Αστυνομία είναι γνωστά τα έξι. Τα μέλη της πολιτοφυλακής Βαθύλακα αν και «συγκεκριμένα» δεν είχαν προσδιοριστεί ακόμα από τους ανακριτές, στα τέλη του 2013.
Καθώς επρόκειτο για μία από τις πρώτες υποθέσεις που διερεύνησε η Αστυνομία αναφορικά με θανάτους Τουρκοκυπρίων της περιόδου 1963-64, οι ανακριτές του ΤΑΕ Αρχηγείου λαμβάνουν καταθέσεις από μεγάλο αριθμό ατόμων. Κάτοικοι Γιαλούσας, Βαθύλακα, Λεονάρισσου, μέλη των ομάδων πολιτοφυλακής των τριών χωριών, άλλοι πολίτες, και πρώην αστυνομικοί των αστυνομικών σταθμών Γιαλούσας και Λεονάρισσου, καλούνται να δώσουν καταθέσεις. Πολλοί καταθέτουν ότι «δόθηκαν οδηγίες» χωρίς να διευκρινίζουν από ποιους, «στους διάφορους ηγήτορες και υπεύθυνους των ομάδων πολιτοφυλακής που είχαν τότε δημιουργηθεί στα χωριά και πόλεις, όπου εντοπιστούν Τ/Κ είτε να σκοτωθούν είτε να συλληφθούν και να ειδοποιηθούν η Αστυνομία ή τα κατά τόπους αρχηγεία των ομάδων».
Στο ΕΔΑΔ οι συγγενείς το 2009, «στο τελικό στάδιο» το 2013
Η διερεύνηση της υπόθεσης συμπίπτει με την περίοδο που συγγενείς του Abdullah Emirzade είχαν προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παραπονούμενοι ανάμεσα σε άλλα ότι οι έρευνες που διεξάγουν οι κυπριακές αρχές για τις συνθήκες θανάτου του οικείου τους, ήταν «πλασματικές» και «κυνικό μέσο αποφυγής της ευθύνης» πραγματικής αναζήτησης των υπευθύνων. Η απόφαση του ΕΔΑΔ (υπόθεση Emin και Άλλοι κατά Κύπρου και έξι άλλες αιτήσεις) που απέρριψε την προσφυγή των Τ/Κ ως πρόωρη, αφού μόλις τότε ξεκινούσαν οι έρευνες, εκδόθηκε το 2012, πριν δηλαδή, το πόρισμα των ανακριτών του ΤΑΕ Αρχηγείου, το οποίο καταγράφει γραπτή παραδοχή διάπραξης του εγκλήματος. Όπως πληροφορείται ο «Πολίτης», οι έρευνες του ΤΑΕ Αρχηγείου για τους θανάτους των Abdullah Emirzade και Ali Musa ξεκίνησαν μεταξύ Οκτωβρίου του 2010 και Ιανουαρίου του 2011. Υπενθυμίζεται ότι η Αστυνομία δύναται να ξεκινήσει έρευνα για τις συνθήκες θανάτου οποιουδήποτε, μόνο όταν εντοπιστεί πτώμα. Για τους Emirzade και Musa αυτό συνέβη στις 3 Νοεμβρίου του 2008, όταν ταυτοποιήθηκαν τα οστά τους, τα οποία είχαν ανευρεθεί στο Ριζοκάρπασο μέσα Ιανουαρίου του ίδιου έτους. Η ιατροδικαστική έκθεση σημειώνει για τον Emirzade ότι πυροβολήθηκε στο κεφάλι και ότι φέρει πολλαπλά κατάγματα, ένδειξη ότι πριν τον θάνατό του είχε υποστεί βασανιστήρια.
Τέλη του 2013, για την Αστυνομία, «η υπόθεση» βρισκόταν «στο τελικό στάδιο». Το μόνο που ανέμεναν οι ανακριτές για να στείλουν συμπληρωμένο τον φάκελο στο γενικό εισαγγελέα ήταν η εκτέλεση αιτήματος δικαστικής συνδρομής από τις ελληνικές αρχές, προκειμένου να ανακρίνονταν συγκεκριμένοι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, στο πλαίσιο της προσπάθειας να εντοπιστεί αξιωματικός που προσέτρεξε στις 12 Μαΐου 1964 να κρύψει τον τάφο στο χωράφι για να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα.
Ο «Πολίτης» απευθύνθηκε στον γενικό εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη, σε σχέση με το θέμα, χωρίς όμως να λάβει απάντηση. Ως εκ τούτου και με δεδομένη την ηλικία των δύο υπόπτων, ο «Πολίτης» οφείλει να σημειώσει ότι η υπόθεση της συγκάλυψης παραμένει σε επίπεδο ενδείξεων, αφού είναι πιθανό οι δύο ύποπτοι να είχαν εν τω μεταξύ αποβιώσει, πριν η Αστυνομία να ολοκληρώσει την έρευνά της.
Με απειλές οργώθηκε το χωράφι
Το επόμενο πρωί μετά το φονικό, 12 Μαΐου του 1964, Έλληνας αξιωματικός συνοδευόμενος από στρατιώτες ανάγκασε Ε/Κ ιδιοκτήτη γεωργικού τρακτέρ από τη Γιαλούσα να οργώσει το χωράφι όπου είχαν σκοτωθεί οι δύο Τ/Κ. Ο άνθρωπος που όργωσε το χωράφι ήταν ο ίδιος που είχε υποδείξει στη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους το σημείο ταφής των Abdullah Emirzade και Ali Musa, ώστε να ολοκληρωθεί η εκσκαφή το 2008. Σύμφωνα με το πόρισμα του ΤΑΕ Αρχηγείου, ο λόγος που οργώθηκε το χωράφι ήταν για να αποκρυβεί η ύπαρξη του τάφου από την τριμελή επιτροπή, που λειτουργούσε από τότε με μέλη έναν Ε/Κ, έναν Τ/Κ και έναν Άγγλο, και διερευνούσε παρόμοια περιστατικά εξαφανίσεων.
Σημειώνεται ότι από το πόρισμα της Αστυνομίας δεν προκύπτει ότι ο Ε/Κ ιδιοκτήτης τρακτέρ απειλήθηκε προκειμένου να οργώσει το χωράφι. Η συγκεκριμένη πληροφορία προέρχεται από Γιαλουσίτες, οι οποίοι μεταφέρουν ότι το εν λόγω άτομο, απειλήθηκε με τη βία των όπλων από τον Έλληνα αξιωματικό. Τέλη του 2013, οι ελληνικές αρχές είχαν ήδη δεχθεί αίτημα δικαστικής συνδρομής από την Κύπρο, προς εντοπισμό του συγκεκριμένου αξιωματικού καθώς και άλλων που υπηρετούσαν στην Καρπασία τη συγκεκριμένη περίοδο.
Πηγή: http://politis.com.cy/article/grapti-paradochi-proin-astinomikou-oti-skotose-2-tk
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου