«
Τον πόλεμο κυρίως τον θέλω για τον πόλεμο, για τες αλλόκοτες εντυπώσεις που μου δίνει,
για τα χωριά που καίονται»
Στράτης Μυριβήλης, 3/10/1915
Ο Ευστράτιος Σταμάτογλου, κατά το ελληνικώτερον Σταματόπουλος και κατά κόσμον Στράτης Μυριβήλης (1890-1969), έμεινε γνωστός στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας –και όχι άδικα– ως ένας από τους πρωτεργάτες της Λεσβιακής Ανοιξης, της πνευματικής κίνησης που εμφανίστηκε στη Μυτιλήνη τη δεκαετία του ’20, και από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30.
Εδώ, ωστόσο, δεν εξετάζεται το λογοτεχνικό έργο του, αλλά ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζει τις έννοιες του έθνους και της φυλής στο δημοσιογραφικό του έργο από το 1914 μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1949).
Στράτης Μυριβήλης, 3/10/1915
Ο Ευστράτιος Σταμάτογλου, κατά το ελληνικώτερον Σταματόπουλος και κατά κόσμον Στράτης Μυριβήλης (1890-1969), έμεινε γνωστός στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας –και όχι άδικα– ως ένας από τους πρωτεργάτες της Λεσβιακής Ανοιξης, της πνευματικής κίνησης που εμφανίστηκε στη Μυτιλήνη τη δεκαετία του ’20, και από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30.
Εδώ, ωστόσο, δεν εξετάζεται το λογοτεχνικό έργο του, αλλά ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζει τις έννοιες του έθνους και της φυλής στο δημοσιογραφικό του έργο από το 1914 μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1949).
Το περιεχόμενο αυτών των εννοιών θα αναζητηθεί στα χρονογραφήματά του, το κατ' εξοχήν είδος με το οποίο ασχολήθηκε επαγγελματικά κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, στην αλληλογραφία του, καθώς και σε ραδιοφωνικές εκπομπές και ομιλίες του από το Αρχείο Μυριβήλη που βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.
Το δέντρο και το δάσος
Οι συνεχείς πολιτικές και ιδεολογικές μετακινήσεις του Μυριβήλη είναι αρκετά γνωστές.
Οπαδός της Μεγάλης Ιδέας και του δημοτικισμού, βενιζελικός αλλά και βασιλικός στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, επιλέγει το στρατόπεδο του βενιζελισμού κατά τον Διχασμό και γίνεται σφοδρός κατήγορος της βασιλείας και του Κωνσταντίνου.
Η εκλογική ήττα των Φιλελευθέρων το 1920 και η Μικρασιατική καταστροφή στη συνέχεια, κλονίζουν την εμπιστοσύνη του στον Βενιζέλο. Χωρίς να εγκαταλείψει τη βενιζελική παράταξη, επιλέγει την κριτική από τα αριστερά.
Από τον Ιούνιο του 1932 έως το Μάρτιο του 1933, οπότε και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας «Δημοκρατία», στηρίζει το Αγροτικό-Εργατικό Κόμμα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Μετά την εκλογική ήττα της βενιζελικής παράταξης σταδιακά την εγκαταλείπει, πραγματοποιώντας στροφή προς ολοένα και περισσότερο συντηρητικές πολιτικές θέσεις.
Ετσι, από το 1936 και εξής η βασιλεία, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και προσωπικά ο Ιωάννης Μεταξάς βρίσκουν στον Μυριβήλη τον πιο ένθερμο υποστηρικτή τους: «Ο Ιωάννης Μεταξάς», γράφει στις 25/3/1941, «ξανάβαλε στην ιστορική, την πατρογονική του κοίτη, το ιερό ποτάμι της ελληνικής ζωής. Ξανάδωσε την πίστη σ’ ένα λαό που είχε χάσει την πίστη προς τον εαυτό του. Και ο λαός που έχει χάσει την πίστη προς τον εαυτό του είναι καταδικασμένος μέσα στην ιστορία των λαών. Ηταν πολλοί που βρέθηκαν απροετοίμαστοι για την 4η Αυγούστου. Πολλοί που την έκριναν από τις λεπτομέρειες, πολλοί που το ένα δέντρο τους μπόδιζε να δουν το δάσος. Ομως, ήρθε η 28η Οκτωβρίου. Και η 28 Οκτωβρίου βγήκε φυσιολογικά από την 4η Αυγούστου» (Αρχείο Μυριβήλη, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, φ. 5.3.).
Ο συντηρητισμός και ο αντικομμουνισμός του θα κορυφωθούν αργότερα στα χρόνια του Εμφυλίου, προσλαμβάνοντας έντονα φυλετικά χαρακτηριστικά.
Αναζητώντας τώρα τις συνέχειες, τις σταθερές στην πολιτική σκέψη του Μυριβήλη, πέρα από την αντίθεσή του προς τον κομμουνισμό, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την εμμονή του σε έναν φυλετισμό με ευδιάκριτα εθνοκεντρικά στοιχεία.
Κυρίαρχη στον λόγο του είναι η αναζήτηση του περιεχομένου της ελληνικότητας, ενώ οι έννοιες του έθνους και της φυλής συνήθως εμφανίζονται ταυτόσημες, προσαρμοσμένες όμως κάθε φορά στις πολιτικές προτιμήσεις του. Γενικότερα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τόσο στα νεανικά του χρόνια όσο και στα ωριμότερα, η φυλετική διάσταση είναι πάντα παρούσα στην πολιτική του σκέψη.
Εκείνο λοιπόν που εξετάζεται εδώ είναι ο τρόπος με τον οποίο οι απόψεις του για τον κοινοβουλευτισμό και τον κομμουνισμό συνυφαίνονται με τις ιδέες του περί έθνους και φυλής.
Μπορούμε να διακρίνουμε την «εμπλοκή» του Μυριβήλη με τη φυλή και το έθνος σε τρεις περιόδους, τα όρια των οποίων είναι βέβαια σχετικά και όχι απόλυτα.
Στην πρώτη περίοδο, η οποία τοποθετείται μεταξύ των ετών 1914 και 1935, εμφανίζονται οι πρώτες σκόρπιες αναφορές του στις έννοιες της φυλής και του έθνους.
Στη δεύτερη περίοδο, από το 1936 έως το 1944, που συμπίπτει με τη στροφή του Μυριβήλη προς συντηρητικές πολιτικές θέσεις, οι απόψεις του για τη φυλή και για τον προορισμό του «έθνους» πυκνώνουν και εμφανίζονται πιο συστηματοποιημένες.
Και τέλος, στη μετά τα Δεκεμβριανά περίοδο, κατά την οποία, χωρίς ουσιαστικά να μετατοπίζεται από τον τρόπο που εννοιολογεί τη φυλή τα προηγούμενα χρόνια, τα επιχειρήματά του επικεντρώνονται περισσότερο στη στήριξη ενός αντικομμουνιστικού λόγου.
Η οσμή των χιμπατζήδων
ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Στην πρώτη περίοδο, οι έννοιες της φυλής και του έθνους χρησιμοποιούνται στα κείμενά του εναλλακτικά και με την ίδια σημασία.
Σε ηλικία 25 ετών, ο Μυριβήλης, προκρίνοντας την ανθρωπολογική προσέγγιση ως προς τη διάκριση των διαφορετικών φυλών, υποστηρίζει ότι κάθε φυλή «εκπέμπει ιδιαιτέραν οσμήν», η οποία οφείλεται στις διαιτητικές της συνήθειες (εφ. «Σάλπιγξ», 11/2/1915).
Δίχως να προσδιορίζει την ιδιαίτερη οσμή της ελληνικής φυλής, υποστηρίζει πως αυτή είναι ανώτερη κάθε άλλης φυλής, λόγω της αρχαίας ελληνικής καταγωγής της, της ευγένειας και γενικότερα του πολιτισμού της («Σάλπιγξ», 15/3/1915).
Αργότερα, αναπαράγει τη γνωστή βουλγκάτα περί καθυστερημένων Ευρωπαίων και αναπτυγμένων Ελλήνων, τονίζοντας ότι «ημείς οι Ελληνες ανήκομεν εις την φυλήν η οποία ανεκάλυψε την δημοκρατίαν των ωλοκληρωμένων και ελευθέρων ατόμων καθ’ ην εποχήν οι σημερινοί Ευρωπαίοι επερνούσαν ακόμη την τρωγλοδυτικήν των περίοδον» (εφ. «Πρωία», 12/8/1934).
Παράλληλα, οι Τούρκοι ανάγονται σε υπ’ αριθμόν ένα εχθρό των Ελλήνων και, ως τέτοιοι, επικρίνονται και καταδικάζονται.
Χαρακτηρίζονται απολίτιστοι και πολεμοχαρείς, «ασελγείς χιμπατζήδες», που με τα «βρώμικα χέρια» τους έδιωξαν τους Ελληνες από τη Μικρασία («Σάλπιγξ», 24/5/1914· εφ. «Ταχυδρόμος», 27/2/1927).
Αλλά και οι Βούλγαροι, αμέσως μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, θεωρούνται άγριοι και υπανάπτυκτοι: «πρωτόγονοι, γουρουνοτσαρουχοφόροι κομιτατζήδες», «κτηνάνθρωποι του Φερδινάρδου», που «δεν έχουν συνηθίσει τον κόσμον με δείγματα πολιτισμού και φιλανθρωπίας».
Τονίζει πως είναι δύσκολο να αλλάξουν «τα άγρια φυλετικά τους ένστικτα […], αφού από της εποχής του Κρούμου, όστις μετεχειρίζετο ως ποτήρια διά τα όργιά του κρανία εχθρικά, μέχρι χθες ακόμη, ότε έπαιζον επί των αιχμών των λογχών του τα γυμνά βρέφη, απεδείχθησαν όλως ανεξέλικτοι εν τω πολιτισμώ και στάσιμοι εν τη πρωτογόνω αυτών κτηνωδία» («Σάλπιγξ», 9/5, 31/5 & 4/6/1914).
Η αποστροφή του επίσης για τους Εβραίους είναι εμφανής στους υπαινιγμούς που κάνει για τη φιλαργυρία τους και την προσπάθειά τους να αποφύγουν τη στράτευση, παρ' όλο που θέλουν, όπως λέει, να είναι Ελληνες υπήκοοι (εφ. «Δημοκρατία», 31/7/1932)· σχολιάζοντας δε το 1915 τη φράση «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Ελλην» ενός Εβραίου ουτοπιστή, εκτιμά πως είναι αδύνατο «ο Ελλην να ισοπεδωθή με έναν Γιαχουντή» («Σάλπιγξ», 8/3/1915).
Περιφρόνηση εκφράζει το 1914 και για τον «πολύ γνώριμον σε κάθε Ελληνα τύπον του φραγκολεβαντίνου, του μη ανήκοντος εις καμμίαν πατρίδα, με αταβισμόν, ανατροφήν και μόρφωσιν κάθε άλλο παρά ευρωπαϊκών, ένα κράμα μάλλον περίεργον διαφόρων φυλών και επιρροών, με σνομπισμόν απεριόριστον […]. Αληθινοί “ξεριζωμένοι” του Μπαρρές, χωρίς καν την υπεροχήν της ανωτέρας ατομικότητος των απελευθέρων, έστω, πνευμάτων» («Σάλπιγξ», 25-12-1914).
Αρνητικά σχολιάζει και τους κατοίκους της «Παλιάς Ελλάδας» («Ταχυδρόμος», 31/10/1926). Από την άλλη πλευρά, θεωρεί τους Αιολείς «άλλη ράτσα», «φυλή ξεχωριστή από τους Αθηναίους» και δηλώνει «βαθιά ερωτευμένος με τη Μυτιλήνη»και τον Αιγαιοπελαγίτικο πολιτισμό («Σάλπιγξ», 22/4/1915· «Ταχυδρόμος», 28/6/1929).
Επίσης, δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τους Κρητικούς: «Και μέσα στην Ελλάδα, η Κρήτη, η πανάρχαια μητέρα του ελληνικού θαύματος, η καρδιά της νέας Ελλάδας, η Ελλάδα της Ελλάδας. Τι ράτσα!» (εφ. «Η Εθνική», 28/10/1936).
Το αίμα και το πνεύμα
ΣΠ. ΚΑΡΑΧΡΗΣΤΟΣ, «ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΦΙΣΣΕΣ» (2003)
↳ Η κυρίαρχη ιδεολογία, που σημάδεψε τις αναζητήσεις του συγγραφέα τού «Ζωή εν Τάφω», αποτυπωμένη σε αφίσες της περιόδου: έκκληση για οικονομική στήριξη της μικρασιατικής εκστρατείας, μεσοπολεμική διαφήμιση τσιγάρων, προβολή του τουρισμού (1938), εξύμνηση του Εθνικού Κυβερνήτη (1940) και του καθεστώτος του (1941), ανάδειξη της μοναρχίας σε προστάτη του έθνους από την τερατόμορφη «κομμουνιστική φυλή»...
Σύμφωνα με τον Μυριβήλη, η ελληνική φυλή σε επίπεδο γενετικό έχει να επιδείξει περγαμηνές από την περίοδο του Μεσαίωνα.
Αναζητά την «ελληνικήν αριστοκρατίαν του αίματος» αφενός σε «μερικούς κλάδους από οικογενείας της Μεσαιωνικής του δόξης, από τους οίκους των Βυζαντινών μεγιστάνων και των παρά τον Δούναβιν ηγεμονιών» και αφετέρου στην «οικογενειακή γραμμή των ηρώων του μεγάλου Εικοσιένα» («Σάλπιγξ», 12/3/1915).
Παράλληλα, επισημαίνει πως μαζί με την αριστοκρατία του αίματος «υπάρχει σήμερα μια νέα αριστοκρατία, μια νέα ευγένεια με τίτλους καινούριους, και με παπύρους αληθινής αξίας», η οποία ονομάζεται αριστοκρατία του πνεύματος («Σάλπιγξ», 10/3/1915).
«Μέσα στο αιώνιο ανακύκλωμα της ζωής», σημειώνει χαρακτηριστικά, «γίνεται μια τραγική πάλη του εκλεκτού ατόμου προς το χονδροειδές πλήθος, της φωτισμένης αγίας μειονότητος προς την χονδρόμυαλην ολότητα, που δύσκολα κινείται έξω από τη χιλιοπατημένη κοίτη των προλήψεων και των συμφερόντων της, των αγελαίων»(«Ταχυδρόμος», 2/5/1926).
Το εκλεκτό άτομο, το οποίο, κατά τη γνώμη του, υπερισχύει έναντι του χονδροειδούς πλήθους, της μάζας χωρίς αυτενέργεια, έχει ιερό χρέος απέναντι στην κοινωνία και στο έθνος να ηγηθεί. Ετσι, στον λόγο του με έμμεσο τρόπο η αριστοκρατική θεώρηση της κοινωνίας υπερσκελίζει τη δημοκρατική, χωρίς όμως αυτό να δηλώνεται ρητά.
Ο ίδιος πρώτα από οτιδήποτε άλλο δηλώνει φανατικός Ρωμιός και ομολογεί «ως μόνην θρησκείαν» του «τον Ελληνισμόν ως σύμβολον ιδεολογίας του τελείου ανθρώπου» («Σάλπιγξ», 15/3/1915): «Πρώτα απ’ όλα είμαστε Ρωμιοί Εθνικιστές […] και έπειτα, αν μας μένει περιθώριο, γενόμαστε αν θέλετε και ρουαγιαλίστες και δημοκράτες και σοσιαλιστές και όλα τα ρέστα της πατάτας. Τάλλα όλα είναι γκεβεζελίκια ανάξια συζητήσεως, αν δεν είναι ψυχοπάθειες νοσηρές, και αν δεν είναι δημοκοπίες» («Σάλπιγξ», 22/7/1915).
Επίσης, εκτιμά πως η λατρεία της ελληνικής σημαίας πρέπει να γίνει «η μόνη μας θρησκεία, η απόλυτη και αποκλειστική μας λατρεία. Δηλαδή: Η λατρεία του Ωραίου, του Αληθινού, του Φωτός, της Ελληνικότητος» («Σάλπιγξ», 4/10/1914).
Την ίδια στιγμή που η δημοκρατία και ο σοσιαλισμός εξισώνονται με τη βασιλεία και χαρακτηρίζονται «ρέστα της πατάτας», ο Μυριβήλης φλερτάρει με τις ιδέες του κοινωνισμού.
Υπερασπίζεται τον εργατικό κόσμο και τα δικαιώματά του, επικρίνει την αδιαφορία της κοινωνίας και του κράτους απέναντι στους φτωχούς, στους πρόσφυγες, στους πρώην στρατιώτες («Σάλπιγξ», 3/6/1914).
Οι ιδέες του αυτές όμως υποτάσσονται στα μεγαλοϊδεατικά του οράματα για την εθνική αποκατάσταση της «ελληνικής φυλής» και, εντέλει, σε έναν εθνικιστικό φυλετισμό που αποτελεί την πεμπτουσία των απόψεών του.
Ενδεικτικό είναι πως σε χρονογράφημά του τον Σεπτέμβριο του 1916 εκτιμά πως «κάθε άρτιον κοινωνικόν σώμα αποτελείται από δύο ομάδας, την συντηρητικήν και την επαναστατικήν», αφήνοντας να εννοηθεί ότι τάσσεται υπέρ της δεύτερης.
Ως θερμός δημοτικιστής ο ίδιος, υπογραμμίζει πως το «μεγάλο γλωσσικό ζήτημα παρουσιάσθηκε ως η πρώτη αξία λόγου επανάστασις ιδεών μέσα στην Ελλάδα».
Την ιδιότητα όμως του «επαναστάτη κοινωνιστή», του «βαθειά μελετημένου για την αναπόδραστον εξελικτικήν κατεύθυνσιν των ιδεών που θα χρησιμεύσουν ως θεμέλιον της μελλοντικής κοινωνικής οργανώσεως της ανθρωπότητος», δεν τη θεωρεί καθόλου ασυμβίβαστη με αυτήν του «επαναστάτη εθνικιστή».
Οπως επισημαίνει, «όσο και αν τούτο φαίνεται ασυμβίβαστον εις επιπολαίαν παρατήρησιν […] λιγάκι αν προσέξη κανένας κάτω από την επιφάνειαν των πραγμάτων, θα αντιληφθή πως κοινωνική ευημερία των μεγάλων μαζών του Εθνους χωρίς ολοκληρωτικήν εθνικήν αποκατάστασιν, είναι ένα πράγμα τερατωδώς αδύνατον» (εφ. «Ελεύθερος Λόγος», 15/9/1916).
Παράλληλα, απορρίπτει τις νέες ιδέες «περί αντιμιλιταριστικού σοσιαλισμού, περί κοσμοπολιτισμού και περί γεμιστών κολοκυθοκορφάδων», όταν η πατρίδα κινδυνεύει («Σάλπιγξ», 29/6/1914). Ετσι, ο πόλεμος που γίνεται από την Ελλάδα βαφτίζεται σε κάθε περίπτωση αμυντικός, δικαιολογείται και καθαγιάζεται στο όνομα της πατρίδας.
Την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου υποστηρίζει πως «ο πόλεμος είναι δείγμα πολιτισμού» και επικρίνει «τους αντιπολεμικούς που θέλουν να μεταμφιέσουν την δειλίαν κάτω από το ντόμινο του σοσιαλισμού και αντιμιλιταρισμού και αναρχισμού και δενξερωτισμού» («Σάλπιγξ», 8-3-1915).
Τον Οκτώβριο του 1915, σε επιστολή προς τη μέλλουσα γυναίκα του Ελένη Δημητρίου εξομολογείται: «Τον πόλεμο κυρίως τον θέλω για τον πόλεμο. Υστερα έρχεται στο νου μου η πατρίδα και το φυλετικό μίσος που θέλω σαν ξέσπασμα της ψυχής μου να γιομίζει ηλεχτρισμό και κινδυνεύει να με πνίξη ή να με τρελλάνη. Τον θέλω για τες αλλόκοτες εντυπώσεις που μου δίνει […], για τα χωριά που καίονται, και ακόμα για την πιθανότητα ενός ωραίου θανάτου» (Αρχείο Μυριβήλη, φ.16.1, Σκαμνιά 3/10/1915).
Οι επιρροές που δέχτηκε ο Μυριβήλης, κυρίως από τον Νίτσε αλλά και από τον Μπαρές, είναι σαφείς και δηλωμένες.
Σε επιστολή του τον Φεβρουάριο του 1916 από τη Μακεδονία, όπου υπηρετεί ως επίστρατος, χαρακτηρίζει τον Νίτσε «με τη σατανική ορμή της φιλοσοφίας του» σαν «ένα ψυχικό τονωτικό. Είδος αρρενάλ του ηθικού μου» (Θ. Στεργιόπουλος, «Το δράμα μιας μούσας. Τα ερωτικά γράμματα του Σ. Μυριβήλη στην Ελένη Μαγγανά», Αθήνα 1979, σ. 49-50). Μαζί με τον Νίτσε στη βιβλιοθήκη του βρίσκουμε ακόμη τον Σοπενχάουερ και τον Δαρβίνο. Απεριόριστο θαυμασμό εκφράζει επίσης για τον Ψυχάρη, τον Παλαμά και την Πηνελόπη Δέλτα, ενώ διατηρεί σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τον Νίκο Καζαντζάκη.
Το αντιμιλιταριστικό διάλειμμα
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ο Μυριβήλης εγκαταλείπει τη φιλοπολεμική ρητορεία και, χωρίς να νιώθει την ανάγκη της όποιας αυτοκριτικής, υιοθετεί αντιμιλιταριστικές θέσεις. Υποστηρίζει την ιδέα της συνεργασίας των τάξεων και του αναίμακτου κοινωνικού μετασχηματισμού, απορρίπτοντας τόσο τον κομμουνισμό όσο και τον φασισμό.
Την ίδια περίοδο χρονολογείται η πρώτη γραφή τού «Ζωή εν Τάφω» (1924), ενός έργου που θα τον καθιερώσει ως έναν από τους σημαντικότερους αντιμιλιταριστές πεζογράφους. Τότε θα συνδεθεί με τους Φώτη Κόντογλου, Μίλτο Κουντουρά, Στρατή Δούκα, Ηλία Βενέζη, Ασημάκη Πανσέληνο, Κώστα Μάκιστο, Αντώνη Πρωτοπάτση, Θείελπη Λευκία και άλλους Λέσβιους και Μικρασιάτες λογίους, δηλαδή με όλους τους συντελεστές της Λεσβιακής Ανοιξης.
Η συνεύρεση όμως του Μυριβήλη με τους παραπάνω λογίους δεν σήμαινε αναγκαστικά και συμπόρευση. Οπως δηκτικά σημείωνε ο Ασημάκης Πανσέληνος το 1974, «τα χρόνια που ήρθαν κατόπι τους σκόρπισαν και τους έφεραν αντιμέτωπους στην κοινωνική πάλη, όλοι είχαν πάει από τη μια μεριά κι ο Μυριβήλης από την άλλη»(Α. Πανσέληνος, «Τότε που ζούσαμε», Αθήνα 1984, σ. 126).
Ο Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός
Στη δεύτερη φάση που καλύπτει την οκταετία 1936-1944, περίοδο εθνικιστικής έξαρσης, η προσέγγιση της έννοιας της φυλής από τον Μυριβήλη γίνεται συστηματικότερα και πληρέστερα. Την περίοδο αυτή που το πεζογραφικό του έργο χαρακτηρίζεται από διαρκή αναζήτηση στοιχείων της «ελληνικότητας» στην ελληνική γη και στη λαϊκή παράδοση, με τον δημοσιογραφικό του λόγο επιχειρεί αντίστοιχα έναν φυλετικό και γεωπολιτικό προσδιορισμό της έννοιας του έθνους.
Η φυλή ορίζεται από τον Μυριβήλη ως ένα «σύνολο με οργανική συνοχή», «αυτοτελή φυσιογνωμία καταγωγής και πολιτισμού», ένας «οργανισμός ολοζώντανος» που πλουτίζεται από ποικίλες πηγές, δέχεται υλικά ετερόκλητα και ανομοιογενή από ξένους πολιτισμούς, αλλά έχει τη δύναμη να τα αφομοιώνει και να τα υποτάσσει στο δικό του κυριαρχικό σύνολο (περ. «Νέα Εστία», 15/3/1940).
Γνωρίσματα μιας φυλής θεωρεί κυρίως τις «μορφολογικές –σωματικές, πνευματικές και ψυχικές– επιδράσεις του τόπου πάνω στους ανθρώπους», ενώ διακρίνει «τα ουσιαστικά φανερώματα της φυλής σε πνευματικά, γλωσσικά, ηθογραφικά, καλλιτεχνικά» («Η Εθνική», 8/4/1937 & 23/5/1938).
Επίσης, κάνει λόγο για την ύπαρξη διαφόρων φυλών, «παραλλαγών ανθρώπων, που καθορίζονται από κοινά γνωρίσματα πολύ παλιών παραδόσεων, κοινής καταγωγής, κοινού πολιτισμού, κοινής κλιματολογικής και γεωγραφικής αναγκαιότητας» («Νέα Εστία», 27/1940).
«Τα έθιμα και οι μύθοι και τα σύμβολα αποτελούν τις παραδόσεις και τους θρύλους που δένουν σε μια ψυχικήν ενότητα την εθνικήν οικογένεια, την φυλή. Αυτά δίνουν στον άνθρωπο την αίσθησι πως ανήκει εξ αίματος σ’ ένα λαό, πως αποτελεί ένα μόριό του, ένα οργανικό μέλος» («Η Εθνική», 3/12/1936).
Μέσα σε αυτές τις παραλλαγές των ανθρώπων και των φυλών, εκτιμά ωστόσο πως υπάρχει «η νεοελληνική πραγματικότητα, σαρκωμένη στην ελληνική φυλή. Αυτή η φυλή μιλά την ίδια γλώσσα χιλιάδες χρόνια, υπόφερε τις ευθύνες της καταγωγής και της ιδιομορφίας της σαν ένας άνθρωπος, σα μιαν οικογένεια, επί χιλιάδες χρόνια»(«Νέα Εστία», 27/1940).
Στο αίμα, στη γη, στη γλώσσα και στην ιστορία εντοπίζει ο Μυριβήλης τα βασικά συστατικά που συγκροτούν την πανάρχαια ελληνική φυλή, η οποία «όμως παραμένει πάντα νεανική».
Οι Ελληνες, σημειώνει, «έχουμε μια κοινήν πηγή αίματος […], μιλούμε μία γλώσσα, ζούμε από τρεις χιλιάδες χρόνια πάνω στην ίδιαν ιερή Ελλάδα […], είμαστε ένας ομαίμων λαός […], έχουμε κοινά συμφέροντα, κοινές ευτυχίες και κοινές δυστυχίες».
Και για να ξορκίσει οποιονδήποτε κακόβουλο παραλληλισμό με τους Εβραίους, ξεκαθαρίζει: «Δεν είμαστε ένας λαός της διασποράς, ένας λαός χωρίς πατρίδα, χωρίς ψυχικήν στέγασιν, περιφερόμενος με τις βαλίτζες του έτοιμος προς μετοικεσίαν, ανάμεσα στους ξένους λαούς» («Η Εθνική», 26/3/1937).
Την ίδια εποχή πλειοδοτεί στην προπαγάνδα του μεταξικού καθεστώτος, υπογραμμίζοντας με θέρμη τη θεωρία του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού («Η Εθνική», 4/10/1936). Η θεωρία αυτή που προβάλλεται από τον ίδιο σαν η νέα «Μεγάλη Ιδέα του ελληνισμού» («Νέα Εστία», 1/5/1940), αποσκοπεί στην πνευματική ηγεμονία του ελληνισμού μέσα από το χτίσιμο μιας «Ελλάδας γερής και μεγάλης» (Αρχείο Μυριβήλη, φάκ. 2.1., χειρόγραφα «Το τραγούδι του εργάτη» και «Ο ύμνος της Δουλιάς»). Πόσο μεγάλης και προς ποια κατεύθυνση δεν διευκρινίζεται.
Εκείνο όμως που εγγυάται την ευόδωση του ιερού αυτού στόχου είναι το γεγονός ότι οι Ελληνες είναι φτιαγμένοι από την «αρσενική ράτσα των νικητών» («Νέα Εστία», 15/2/1937). Είναι εμφανές ότι ο ενθουσιασμός του Μυριβήλη είναι τέτοιος που τον παρασύρει σε λεκτικές και νοηματικές ακροβασίες.
Παράλληλα, υποστηρίζει πως η αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο κληροδότησαν στους Ελληνες την «έντονη ψυχικότητα της ράτσας». Αν λοιπόν οι σημερινοί Ελληνες, με τη συγκεκριμένη ιστορική πανοπλία, δεχτούν και στοιχεία από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, τότε συμπεραίνει πως «η Ελληνικότητα σαν ενσυνείδητη μορφή φυλετικής ψυχικότητας μπορεί ν’ αποδώσει απίστευτα αποτελέσματα» (Αρχείο Μυριβήλη, φάκ. 5.3., ραδιοφωνική εκπομπή, 11/1940). Προειδοποιεί όμως ότι δεν πρέπει να μεταλλαχθούν οι Ελληνες σε Ευρωπαίους, ούτε σε αρχαίους Ελληνες, αλλά να παραμείνουν σύγχρονοι Ελληνες δεχόμενοι τα καλά του ευρωπαϊκού πολιτισμού και καλλιεργώντας συγχρόνως «την ελληνικότητα σαν συνθετική αρετή της φυλετικής προσωπικότητας» («Νέα Εστία», 1/6/1940).
Για το χτίσιμο της «νέας Ελλάδας, της γνήσιας», πολύτιμο θεωρεί «τον αγράμματον ελληνικό λαό, τον αγνώς αγράμματο, τον εκατό τοις εκατόν αγράμματο», αφού αυτόν λογαριάζει «για εθνική κιβωτό των ελληνικών αξιών».
Οπως υποστηρίζει την άνοιξη του 1940, «απ’ αυτόν το λαό, την καθαρή ζύμη, που δεν ξύνισε μέσα της το ολοζώντανο κύτταρο της φυλής, θα ξαναχτίσουμε τη νέα Ελλάδα»και τότε θα ανατείλει «η πρώτη μέρα του τρίτου ελληνικού πολιτισμού».
Παρ' όλο που στην προηγούμενη περίοδο εκτιμούσε πως το «εκλεκτό άτομο» είναι εκείνο που υπερέχει έναντι της «άβουλης μάζας», τώρα, στο τέλος του 1940, που έχει συντελεστεί το θαύμα του αλβανικού μετώπου, όπως το ονομάζει, υπερθεματίζει για το πέρασμα από το άτομο στην «ομαδική ολότητα».
Υποστηρίζει πως όταν γίνει το πέρασμα αυτό, «τότες πια η φυλή, οπλισμένη με όλα τα ψυχικά και ζωικά της γνωρίσματα, παίρνει την ιστορική της φυσιογνωμία και από μια σκόνη ατόμων που ήταν πριν, γίνεται ξαφνικά μια πελώρια ενιαία μορφή, εμψυχωμένη από μια μοναδική θέληση» («Νέα Εστία», 1/12/1940).
Φυσικά η έννοια της ομαδικής ολότητας, του λαού, όπως χρησιμοποιείται από τον Μυριβήλη, διαφέρει σημαντικά από την πολιτική και μαρξιστική προσέγγιση της ίδιας έννοιας από την αριστερή διανόηση της εποχής.
Οσον αφορά την αντίθεσή του προς τον κομμουνισμό, που είχε διατυπωθεί ρητά τα προηγούμενα χρόνια, επενδύεται τώρα με νέα επιχειρήματα, τα οποία συνδέονται με την έννοια της «ελληνικότητας» και της γης.
Για τον Μυριβήλη οι Ελληνες κομμουνιστές είναι ανθελληνικά στοιχεία, τα οποία ανήκουν σε μία οργάνωση «κουτοπόνηρη και κούφια, φαυλοκρατική και σάπια […] που δεν έχει καμμιά ελληνικήν εδαφικότητα. Υφίσταται μόνο χάρις εις ένα περιωρισμένον αριθμόν αδικημένων φτωχών και νεαρών ρωμαντικών ιδεαλιστών και κάνει θόρυβον και δείχνει ψήφους που ανήκουν απλώς σε μικροαστούς δυσαρεστημένους, ωργισμένους με τα δικά τους κόμματα».
Το δε ΚΚΕ, υποστηρίζει, «δεν έχει καμμιά δικαίωσιν γιατί δεν έχει κανένα ηθικό περιεχόμενο αντλημένο από τον τόπο τούτο. Αποτελεί μια κακή αντιγραφή και αντί σκέψεως έχει μεταφραστάς μυστικών εγκυκλίων» («Η Εθνική», 11/7/1936).
Μαζί με τους κομμουνιστές, εχθρούς της ελληνικής φυλής θεωρεί επίσης τους Δυτικούς, τους Λεβαντίνους («Νέα Εστία», 1/6/1940).
Ο σταυρός και το στέμμα
Στην τρίτη φάση, την περίοδο του Εμφυλίου, ο Μυριβήλης, χωρίς να μετακινείται από τις παραπάνω θέσεις, αναπτύσσει παράλληλα μία έντονα λαϊκιστική εκδοχή εθνοκεντρισμού και φυλετισμού που πηγάζει κυρίως από την αντίθεσή του στην αριστερή ιδεολογία. Μέσα σε ένα εθνικιστικό παραλήρημα, ο κομμουνισμός ταυτίζεται με τον φασισμό, τόσο ιδεολογικά όσο και φυλετικά, αναγόμενος στον κύριο εχθρό της «ελληνικής φυλής».
Ενδεικτικό είναι πως για τη σφαγή στο Δίστομο οι Ελληνες κομμουνιστές –ως «Σλαύοι»– θεωρούνται συνυπεύθυνοι με τους Γερμανούς (τους «Ούννους»): όταν τέλειωσαν οι Γερμανοί το έργο της σφαγής και του βιασμού των γυναικών, γράφει, «τότε μπήκε στο χωριό ο ηρωικός Ελάς. Επιασε κι αυτός όσους άντρες μπόρεσε και τους έσφαξε. Χωρίς λύπηση, χωρίς ανθρωπιά, έπιασε και τους έσφαξε. Γιατί όλο το χωριό στάθηκε πιστό στην Ελλάδα, και δεν ήρθε σε κανένα συμβιβασμό ούτε με τους Ούννους ούτε με τους Σλαύους».
Κι ενώ δείχνει κατανόηση για τους Γερμανούς (αφού «αγαρηνοί ήταν, αλλόφυλοι. Ηρθαν να σφάξουν»), θεωρεί αδιανόητη την «προδοσία» των Ελλήνων κομμουνιστών (εφ. «Ελληνικόν Αίμα», 23/6/1946).
Και εδώ, όπως στην προηγούμενη περίοδο, κάνει λόγο για την πίστη του στην «ενωμένη φυλή» που υπερνικά τις δυσκολίες και τις κοινωνικές αντιθέσεις και καταφέρνει να συμπτυχθεί «σε ένα πολυάνθρωπο και χιλιόψυχο εθνικό υπεράτομο. Ενα υπεράτομο που συγκεντρώνει και εκφράζει τις δυνατότητες και τους πόθους ολοκλήρου ενός λαού, ολάκερης μιας φυλής» (Σ. Μυριβήλης, «Ο κομμουνισμός και το παιδομάζωμα», Καλαμάτα 1948, σ. 5).
Οσο για την Ελλάδα, αν και «λαβωμένη, πικραμένη από την προδοσία», στέκει ακόμα «ολόρθη, πάνοπλη και εργατική», αφού τη «συνοδεύουν προστατευτικά οι μεγάλες δυνάμεις της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού» (Αρχείο Μυριβήλη, φάκ. 6.1., ραδιοφωνική εκπομπή, 23/3/1949).
⇵ Πάνω: Μεταξύ εθνικού συμβόλου και κόκκινων λύκων: ο Μυριβήλης προσφέρει στη βασίλισσα Φειδερίκη αντίτυπο της γερμανικής έκδοσης βιβλίου του (1956) και κάτω, εξερευνά το DNA της «κομμουνιστικής φυλής» κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης στη «σλαυική λυκοφωλιά» της Μόσχας (1957)| ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου, υποστηρίζει και πάλι πως «οι αγέλες των κόκκινων λύκων», «των κόκκινων λυκανθρώπων του Σλαυικού κομμουνισμού», προσπάθησαν να «ξεριζώσουν ως την τελευταία τρυφερή φύτρα της φυλής». Ομως, «σύσσωμο το Εθνος, το αιώνια νεανικό Εθνος, ξεκίνησε κάτω από τα τρία σύμβολα, το Σταυρό, και τη Σημαία του πολέμου και το Στέμμα, και καθάρισε την Ελληνική γη από την αγέλη των κόκκινων λύκων. Τα δίποδα θεριά σκόρπισαν, έφυγαν όσοι γλίτωσαν. Κρύφτηκαν τρέμοντας στις σλαύικες λυκοφωλιές τους, με τη ραχοκοκκαλιά τσακισμένη, με το ρύγχος βουτηγμένο στο πιο καθάριο αίμα» (Αρχείο Μυριβήλη, φάκ. 6.1., ραδιοφωνική εκπομπή, 23/10/1949).
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο Μυριβήλης ανήκει στην ομάδα των αστών διανοουμένων της δεκαετίας του ’30, που στην προσπάθειά τους να διαφοροποιηθούν από τον παρωχημένο επεκτατισμό της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και από τον κομμουνισμό, υπήρξαν εκφραστές μιας φυλετικής και λαϊκιστικής εκδοχής εθνοκεντρισμού.
Μάλιστα από το 1936 και έπειτα υιοθέτησε ακραία συντηρητικές πολιτικές θέσεις, λειτουργώντας αδιάλειπτα ως οργανικός διανοούμενος της κρατικής εξουσίας.
Η φυλετική διάσταση της θέασης της ιστορίας μέσα από ένα πάντρεμα βιολογικό και πολιτισμικό δεν είναι βέβαια δική του επινόηση. Κυοφορήθηκε τον 19ο αιώνα και κυριάρχησε στα τέλη του ίδιου αιώνα, συνιστώντας τη βάση από την οποία τροφοδοτήθηκαν οι θεωρίες του ρατσισμού και του εθνικισμού.
Οσο για τον αντικομμουνισμό του, είναι κι αυτός κατά κύριο λόγο φυλετικός: για να μπορέσει να πολεμήσει αποτελεσματικά το αντίπαλο κοινωνικό σύστημα κατασκευάζει μια «νέα φυλή», την κομμουνιστική, ανάγοντάς την στον υπέρτατο εχθρό του «έθνους», δηλαδή της «ελληνικής φυλής».
Ως γνωστόν, ούτε εδώ πρωτοτυπεί. Πάνω στη συγκεκριμένη επινόηση, που επίσης κατάγεται από τον 19ο αιώνα ως σκιάχτρο του πανσλαβισμού, προσαρμόστηκε η επίσημη προπαγάνδα του μετεμφυλιακού ελληνικού κράτους.
*Ιστορικός, διδάσκουσα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) http://www.efsyn.gr
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου