Ο Κασαμπάς -σήμερα Turgutlu- μετά την πυρπόλησή του στις 24 Αυγούστου 1922 από τον ελληνικό στρατό. Φωτογραφία τραβηγμένη πέντε μήνες αργότερα, για λογαριασμό του παρισινού Αρχείου Αλμπέρ Καν. |MUSÉE ALBERT KAHN
Συντάκτης: Τάσος Κωστόπουλος
«Ολα του κάμπου τα χωριά καίονται από το υποχωρούν Γιουνάν-ασκέρ»
Τα ιστορικά ντοκουμέντα κρύβουν πολύ συχνά εκπλήξεις. Ο καλοπροαίρετος συμπολίτης μας που θα ξεφυλλίσει την πολυσυζητημένη συνθήκη της Λωζάννης, την ειρηνευτική δηλαδή συμφωνία που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 μεταξύ της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας, επτά συμμαχικών χωρών κι εξακολουθεί μέχρι σήμερα ν’ αποτελεί τον πυλώνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θα μείνει μάλλον άναυδος διαβάζοντας το άρθρο 59, το σχετικό με την εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων του μικρασιατικού πολέμου που προηγήθηκε.
Το πλήρες κείμενό του έχει ως εξής:
«Η Ελλάς αναγνωρίζει την υποχρέωσιν αυτής όπως επανορθώση τας προξενηθείσας εν Ανατολία ζημίας εκ πράξεων του ελληνικού στρατού ή της ελληνικής διοικήσεως αντιθέτων προς τους νόμους του πολέμου. Εξ άλλου η Τουρκία, λαμβάνουσα υπʹ όψιν την οικονομικήν κατάστασιν της Ελλάδος, ως αύτη προκύπτει εκ της παρατάσεως του πολέμου και των συνεπειών αυτού, παραιτείται οριστικώς πάσης απαιτήσεως κατά της Ελληνικής Κυβερνήσεως περί επανορθώσεων».
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: η Ελλάδα, διά χειρός του αντιπροσώπου της Ελευθερίου Βενιζέλου, παραδέχεται με κάθε επισημότητα ότι τα στρατεύματά της διέπραξαν εγκλήματα πολέμου στη Μικρασία κι αναλαμβάνει την ευθύνη για καταβολή αποζημιώσεων στην Τουρκία· έστω και συμβολικά μόνο, αφού η Αγκυρα αποποιείται με τη σειρά της κάθε αποζημίωση, χάριν της περίθαλψης των ελληνορθόδοξων τέως υπηκόων της που κατέκλυζαν ως πρόσφυγες το καταχρεωμένο ελληνικό βασίλειο.
Η σημασία αυτής της παραδοχής ενισχύεται από το γεγονός ότι το παραπάνω άρθρο είναι το μόνο, σε σύνολο 143, όπου γίνεται λόγος για εγκλήματα πολέμου.
Ούτε οι σφαγές των ελληνικών πληθυσμών από τους κεμαλικούς, που η ελληνική Βουλή αναγόρευσε μάλιστα το 1998 σε «γενοκτονία», ούτε καμιά άλλη βιαιότητα απ’ όσες διαπράχθηκαν στο πλαίσιο εκείνης της πολύπλευρης σύρραξης αξιώθηκε παρόμοια διεθνή νομική αναγνώριση.
Η πολιτική διάσταση αυτής της μονομέρειας είναι βέβαια οφθαλμοφανής. Αντανακλά όχι μόνο τον περιφερειακό συσχετισμό δύναμης την επαύριο της πανωλεθρίας των ελληνικών όπλων, αλλά και τις επικρατούσες τότε νομικές αντιλήψεις περί εθνικής κυριαρχίας, σύμφωνα με τις οποίες εγκλήματα πολέμου διαπράττονταν αποκλειστικά και μόνο σε βάρος ξένων υπηκόων.
Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί, παρ' όλα αυτά, το πραγματικό σκέλος της παραδοχής: για ποιες ακριβώς ενέργειες του ελληνικού στρατού, «αντίθετες προς τους νόμους του πολέμου», ανέλαβε την ευθύνη η χώρα μας;
Μαρτυρίες βετεράνων
Απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα δεν δίνεται φυσικά από την επίσημη εθνική ιστοριογραφία ή τις ακόμη ορθότερες εθνικά εκλαϊκεύσεις της στο πεδίο της «δημόσιας ιστορίας», που ως συνήθως επικεντρώνονται αποκλειστικά στα ανομήματα της απέναντι πλευράς.
Τα σχετικά τεκμήρια ωστόσο κάθε άλλο παρά σπανίζουν. Δεν αναφερόμαστε στην (αναμενόμενη) πτωματολογία της κεμαλικής προπαγάνδας ούτε στις εκθέσεις που συντάχθηκαν κατά τη διάρκεια της σύρραξης από διάφορους τρίτους παρατηρητές (Διασυμμαχικές Επιτροπές, Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, Ευρωπαίους αυτόπτες).
Η γλαφυρότερη περιγραφή των πεπραγμένων του ελληνικού στρατού στη Μικρασία προέρχεται από τους ίδιους τους φαντάρους και τους αξιωματικούς του, τα ημερολόγια και τα απομνημονεύματά τους.
Οσο κι αν οι πηγές αυτές δεν είναι πάντοτε απαλλαγμένες από τη συνήθη σ’ αυτές τις περιπτώσεις αυτοπροστατευτική ωραιοποίηση κι αυτολογοκρισία, παραμένουν ωστόσο αρκετά αποκαλυπτικές για την πραγματική φύση της εθνικής εξόρμησης που κατέληξε στην πολύνεκρη τραγωδία της Σμύρνης.
Από το περιεχόμενό τους καθίσταται επίσης προφανές πως οι πρακτικές του ελληνικού στρατού στη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας πέρασαν από τρεις διαφορετικές φάσεις, με κοινό χαρακτηριστικό την κλιμάκωση κάθε φορά της κατοχικής βίας.
Η διαρκής αυτή σκλήρυνση οφειλόταν σε τρεις βασικούς παράγοντες:
◼ Την επέκταση της ζώνης των επιχειρήσεων σε περιοχές κατοικούμενες σχεδόν αποκλειστικά από Τουρκομουσουλμάνους.
◼ Τον σταδιακό εκβαρβαρισμό των πολεμιστών εξαιτίας του πολύχρονου εγκλωβισμού τους σ’ ένα πολεμικό θέατρο μακριά από τις εστίες τους, δίχως ορατή διέξοδο.
◼ Την αντικατάσταση της αρχικής βενιζελικής διοίκησης, που αντιλαμβανόταν λίγο πολύ τα όρια της εντολής της, από μια απροκάλυπτα ρατσιστική ηγεσία γύρω από τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Για το παρανοϊκό «αλυτρωτικό» όραμα αυτού του τελευταίου αποκαλυπτική είναι μια επιστολή του από την Κιουτάχεια προς την ερωμένη του πριγκίπισσα Πάολα (9/8/1921), σύμφωνα με την οποία είχε φτάσει πια η «ώρα να επιστρέψουν οι Τούρκοι στα ενδότερα της Ασίας, απ’ όπου ήρθαν» («A King’s private letters», Λονδίνο 1925, σ.191).
Η «αποικιακή» φάση
Η πρώτη φάση του πολέμου ξεκινά με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (2/5/1919), ως αστυνομικής δύναμης υπό συμμαχική επίβλεψη και διοίκηση, και διαρκεί μέχρι την αλλαγή κυβερνητικής φρουράς στην Αθήνα, μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920 και την παλινόρθωση του Κωνσταντίνου.
Στο μεσοδιάστημα η ελληνική ζώνη κατοχής επεκτάθηκε τον Ιούνιο του 1920 προς τα βορειοανατολικά σαν μαξιλάρι προστασίας των βρετανικών στρατιωτικών θέσεων γύρω από τα Στενά και την Κωνσταντινούπολη.
Μολονότι επίσημα εμφανιζόταν ως εγχείρημα εθνικής απελευθέρωσης, στην πραγματικότητα ακόμη κι αυτή η πρώτη φάση της εκστρατείας πραγματοποιούνταν σε εδάφη τα οποία, στην καλύτερη των περιπτώσεων, περιλάμβαναν εξίσου πολλούς εχθρούς όσο και αλύτρωτους αδελφούς.
Σύμφωνα με την επίσημη ελληνική στατιστική, η ζώνη κατοχής της Σμύρνης, που παραχωρήθηκε προσωρινά στην Ελλάδα από τη Συνθήκη των Σεβρών (10/8/1920), κατοικούνταν από ισοδύναμους πληθυσμούς ελληνορθόδοξων (46,3%) και μουσουλμάνων (48,6%).
Οι απόρρητες υπηρεσιακές απογραφές της ελληνικής διοίκησης σκιαγραφούν ωστόσο μια αρκετά διαφορετική πραγματικότητα, με τους ελληνορθόδοξους λιγότερους από 40%.
Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα βρέθηκε έτσι ευθύς εξαρχής αντιμέτωπο με μια ένοπλη αντίσταση εκ μέρους των Τούρκων εθνικιστών, η οποία απολάμβανε την ανοιχτή ή συγκαλυμμένη υποστήριξη της πλειοψηφίας του τοπικού πληθυσμού.
Ελληνες φαντάροι σκοτωμένοι κι ακρωτηριασμένοι από Τούρκους αντάρτες. | Τ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ «ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΚΑΘΑΡΣΗ» (2007)
Για την καταστολή αυτού του αντιστασιακού κινήματος, κάτω από τη στενή επίβλεψη της Ανώτατης Συμμαχικής Διοίκησης, ο ελληνικός στρατός κατέφυγε στις κλασικές μεθόδους αντιεξέγερσης: χτένισμα της υπαίθρου σε αναζήτηση «συμμοριτών», συστηματικά βασανιστήρια για την απόσπαση πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις και τα δίκτυα υποστήριξης του αντάρτικου, αιματηρά αντίποινα για κάθε επίθεση εναντίον του στρατού κατοχής και καταστροφή κάθε οικισμού που πρόβαλλε αντίσταση στην προέλασή του.
Σπονδυλική στήλη αυτής της στρατηγικής ήταν επίσης η άσκηση πίεσης στον ντόπιο μουσουλμανικό πληθυσμό, προκειμένου το αντάρτικο των κεμαλικών να στερηθεί το «νερό» μέσα στο οποίο κινούνταν σαν το ψάρι.
Οταν μια ελληνική εφοδιοπομπή δέχτηκε πυρά ανταρτών τον Αύγουστο του 1920, σημειώνει λ.χ.ο Στυλιανός Γονατάς στα απομνημονεύματά του, «εστείλαμεν δυο Τούρκους εις τα απέναντι χωρία να τα ειδοποιήσουν ότι, αν επαναληφθή το τοιούτον, θα πυρπολήσωμεν τα χωρία των» (Γονατάς 1958, σ.147).
Ο τότε λοχαγός και μετέπειτα στρατηγός Στέφανος Σαράφης θυμάται πάλι πως όταν κόπηκαν οι τηλεφωνικές γραμμές της μονάδας του, συνέλαβε και ξυλοφόρτωσε παραδειγματικά «κάμποσους Τούρκους χωριάτες» που «ήταν ξαπλωμένοι και λιάζονταν σε μια πλαγιά» εκεί κοντά· διευκρινίζει δε πως, όχι μόνο δεν ξανάγινε σαμποτάζ, αλλά οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού «ώρισαν και φύλακες της γραμμής» (Σαράφης 1980, σ.182).
Στο περιθώριο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων σημειώνονται φυσικά και ατομικές ή ομαδικές παρεκτροπές όπως λεηλασίες ή και βιασμοί.
Το πρώτο αντιμετωπίζεται συνήθως από την ιεραρχία με ανοχή, σαν παράπλευρη κάλυψη των χρόνιων αδυναμιών της επίσημης επιμελητείας.
Οι δεύτεροι θεωρούνται φυσικά τιμωρητέο έγκλημα, έστω κι αν οι αξιωματικοί συχνά προτιμούν να κλείσουν τα μάτια παρά να παραπέμψουν τους υφισταμένους τους στο στρατοδικείο.
Σε γενικές πάντως γραμμές η κατοχική διοίκηση προσπαθεί να περιορίσει αυτές τις καταχρήσεις εξουσίας, έχοντας επίγνωση του αντιστρέψιμου των κατακτήσεων: «Στρατηγοί, ε στρατηγοί! Δίνουμε εξετάσεις. Κι αν έρθουμε μεταξεταστέοι, τη χάσαμε τη Σμύρνη» θυμίζει ο Ηρακλειώτης ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης στους επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος, την επαύριο μιας ταραγμένης νύχτας στη συνοικία Μπασμαχανέ της Σμύρνης (Χατζήμπεης 1965, σ.62).
Δύο παράγοντες που επιδρούν σοβαρά στη συμπεριφορά των Ελλήνων φαντάρων σ’ αυτή την πρώτη φάση είναι (α) οι αγριότητες που διαπράττουν οι κεμαλικοί αντάρτες σε βάρος αιχμαλώτων στρατιωτικών ή ελληνορθόδοξων αμάχων, και (β) η συμπεριφορά του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού απέναντι στους μουσουλμάνους.
Στην πρώτη περίπτωση ο ελληνικός στρατός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κλασική πτυχή του ανταρτοπόλεμου: ανίσχυροι ν’ αναμετρηθούν μετωπικά μαζί του, οι Τούρκοι «συμμορίτες» (τσέτες) προσπαθούν να υπονομεύσουν το ηθικό του με παραδειγματικές βαρβαρότητες σε βάρος μεμονωμένων στόχων.
Τα κατασταλτικά μέτρα που πυροδοτούνται απ’ αυτές τις ενέργειες θέτουν έτσι σε κίνηση ένα φαύλο κύκλο βίας, που αποκόβει πλήρως τα κατοχικά στρατεύματα από τους κατακτημένους.
Στη δεύτερη περίπτωση ένα μίγμα αντεκδικήσεων για παλιότερα βάσανα (ανθελληνικοί διωγμοί του 1914, εκτοπίσεις Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) και εκμετάλλευσης των ευκαιριών που άνοιγε η ανατροπή των παραδοσιακών σχέσεων κυριαρχίας πολλαπλασίασε τα βίαια επεισόδια που το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα καλούνταν να «ειρηνεύσει». Οπως ήταν αναμενόμενο, οι επεμβάσεις του κατέληγαν συνήθως σε υποστήριξη των «ομογενών» σε βάρος των «αλλοφύλων».
Οι πρώτες ελληνικές μονάδες δεν είχαν καλά καλά προλάβει ν’ αποβιβαστούν στη Σμύρνη και η σύζευξη των δύο αυτών παραγόντων οδήγησε σε αλλεπάλληλα αιματηρά επεισόδια στην ίδια την πρωτεύουσα της Ιωνίας, στη Μενεμένη και κυρίως στο Αϊδίνι −ενταφιάζοντας μια και καλή τα σχέδια του Βενιζέλου για μια πρότυπη αποικιακή διακυβέρνηση.
«Η θέσις μας εν Σμύρνη από ημέρας εις ημέρας καθίσταται πολιτικώς επισφαλεστέρα εκ των παρεκτροπών του στρατού μας» εκτιμά έτσι στις 18/7/1919 ο πρωθυπουργός, προειδοποιώντας ότι αν «οι στρατιωτικοί μας δεν συνέλθουν εκ της μέθης εις ήν φαίνονται ευρισκόμενοι, και δεν προλάβουν πάσαν νέαν παρεκτροπήν, θα καταντήσωμεν να εξωσθώμεν εκ Σμύρνης κακήν κακώς, εξηυτελισμένοι και ταπεινωμένοι».
Οι αφηγήσεις των φαντάρων είναι συνήθως αρκετά λακωνικές κατά την περιγραφή παρόμοιων περιστατικών. Μετά την ανακατάληψη του Αϊδινίου τον Ιούνιο του 1919, διαβάζουμε π.χ. στο ημερολόγιο ενός τσολιά από τη Βοιωτία, «ο διοικητής μας Γεώργιος Κονδύλης μας δίνει το δικαίωμα να πράξουμε ό,τι βαστάει η ψυχή μας. Πράγματι, μερικοί φαντάροι άρχισαν να κάνουν πολλά έκτροπα σ’ αντίποινα» (Καραγιάννης 1976, σ.134-5).
Η πρώτη έκδοση του «Νούμερο 31328» ήταν η μόνη που περιέγραψε με σαφήνεια το έργο των ελληνικών «Συνεργείων Αντιποίνων» | Τ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ «ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΚΑΘΑΡΣΗ» (2007)
Διαφωτιστικότερος αποδεικνύεται εδώ ο Μικρασιάτης Ηλίας Βενέζης στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του «Το νούμερο 31328» (και μόνο σ’ αυτή, καθώς στις επόμενες η επίμαχη παράγραφος κρίθηκε προτιμότερο ν’ απαλειφθεί): «Στην κατοχή, όξω από την Πέργαμο βρέθηκαν τα πτώματα, καμιά σαρανταριά φαντάροι δικοί μας, σφαγμένοι και πεταλωμένοι. Υστερα πήγε εκεί το 4ο Σύνταγμα. Εγινε ένα “Συνεργείο Αντιποίνων”. Τοποθετήθηκε ένα νέο παιδί, Μυτιληνιός. Ηταν μάνα. Σκαρφίζουνταν ένα σωρό πράματα: το κρανίο κόβεται σιγά σιγά με το πριόνι, ένα κύκλο γύρω, τα χέρια λιανίζουνται με μια βαριά, δυο μάτια βγαίνουν εύκολα με ό,τι νάναι. Οι εχτροί κουβανιούνταν στην παράγκα του Συνεργείου, βλέπαν και περιμέναν σειρά» (Μυτιλήνη 1931, σ.62-3).
Εκτός από την πάταξη της τουρκικής αντίστασης, παρόμοιες μέθοδοι μπορούσαν φυσικά ν’ αξιοποιηθούν και για την ικανοποίηση ατομικών επιδιώξεων.
Το πιστοποιούν οι αναμνήσεις ενός Ρωμιού από τη Χηλή της Βιθυνίας σχετικά με τη δραστηριότητα του Ελληνα υπαξιωματικού και των «λιποτακτών» που είχαν διοριστεί φύλακες της ιδιαίτερης πατρίδας του: «Πήγαιναν στα χωριά, τάχα πως γυρεύαν τουφέκια, πιάναν κανέναν πλούσιο Τούρκο, τον κρεμούσαν ανάποδα κι άναβαν χόρτα από κάτω, για να μαρτυρήσει πού έχουν όπλα, κι ύστερα πήγαινε ένας Χηλήτης και του ’λεγε “δώσε εκατό λίρες να σε γλυτώσουμε”» (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η έξοδος», τ.Α΄, Αθήνα 1980, σ.343).
Πόλεμος εξόντωσης
Η δεύτερη φάση ξεκινά με τη μεγάλη ελληνική επίθεση του Μαρτίου του 1921 και κορυφώνεται με την άκαρπη προέλαση του ίδιου καλοκαιριού προς την Αγκυρα· μετά την αναδίπλωσή του από τον Σαγγάριο στην προωθημένη αμυντική γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ, όπου θα παραμείνει έναν ολόκληρο χρόνο, το εκστρατευτικό σώμα κατέχει μια έκταση εφτά φορές μεγαλύτερη από τη ζώνη των Σεβρών και ίση με το 70% του ελληνικού κράτους.
Στις συνθήκες αυτές η αστυνόμευση αποικιακού τύπου παραχωρεί αρκετά γρήγορα τη θέση της σ’ έναν αμείλικτο πόλεμο εξόντωσης, όπου στο στόχαστρο μπαίνουν όχι μόνο οι αντίπαλες στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά και σύμπας ο άμαχος μουσουλμανικός πληθυσμός.
Τα τουρκικά χωριά κατά μήκος της προέλασης του ελληνικού στρατού παραδίδονται συστηματικά στις φλόγες βάσει εντολής του στρατηγείου, προκειμένου να στερηθούν οι αντάρτες τις βάσεις λογιστικής υποστήριξής τους· σε περίπτωση αντίστασης η καταστροφή συμπληρώνεται με σποραδικές σφαγές κατοίκων.
Η συμπεριφορά των εισβολέων επιδεινώνεται από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη μικτή εθνολογική σύνθεση των παραλίων, η ενδοχώρα κατοικούνταν σχεδόν ολοκληρωτικά από Τουρκομουσουλμάνους.
«Βδομάδες ολόκληρες προχωρούσε ο ελληνικός στρατός και χρόνια ολόκληρα παρέμεινε σε έδαφος ξένο και εχθρικό, που μόνο η αρχαιολογική ικανότητα των Ελλήνων δημοσιογράφων απεκάλυπτε πως όχι μονάχα ήτανε αλλά και είναι ελληνικό» διαβάζουμε σε μία από τις πιο εύστοχες αναλύσεις των αμέσως επόμενων χρόνων. «Ούτε μια τηλεφωνική γραμμή δε μπορούσε να εγκαταστήση στο απελευθερωμένο αυτό έδαφος, χωρίς κίνδυνο. Δεν συναντούσε παρά ξένο κόσμο με κρυφές ή φανερές εχθρικές διαθέσεις» (Σεραφείμ Μάξιμος, «Κοινοβούλιο ή δικτατορία;», Αθήνα 1975 [π.έ. 1930], σ.19-20).
Από δω και πέρα οι μαρτυρίες των φαντάρων για την πραγματική φύση της εκστρατείας κάθε άλλο παρά σπανίζουν.
Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε αποτελούν μόνο ελάχιστο μέρος του διαθέσιμου υλικού.
«Η φάλαγξ μας εσυνέχισε την πορείαν της προς Παζαρτζίκ, όπερ κατελάβομεν κατόπιν μικράς αντιστάσεως του εχθρού και το οποίον ο στρατός μας επυρπόλησε» διαβάζουμε π.χ. στο ημερολόγιο ενός Ρεθυμνιώτη υπολοχαγού (30/6/1921).
«Ητο κωμόπολις 3.500 κατοίκων περίπου, εις άκρον πλουσία και ωραία, ως εκ του τρόπου δε κατασκευής των οικιών του από σανίδας και ξύλα, κατεστράφη τελείως εκ της πυρκαϊάς εις διάστημα ολίγων μόνον ωρών. Οι κάτοικοι είχον εγκαταλείψει το χωρίον ευθύς ως αντελήφθησαν προελαύνοντα τα τμήματά μας, πλην ελαχίστων γερόντων τους οποίους ηναγκάσθησαν να αφήσουν εκεί λόγω του δυσχερούς της μεταφοράς των»· τι απέγιναν αυτοί οι τελευταίοι, δεν είναι καθόλου δύσκολο να το φανταστούμε (Πρινιωτάκις 1998:120-1).
«Φθάνομε εις χωρίον Σιμωσίν και παραμένομε έξω αυτού» σημειώνει ένας άλλος φαντάρος στο δικό του ημερολόγιο την ίδια ακριβώς μέρα. «Αίφνης μετ’ ολίγον δεχόμεθα πυρά, αμέσως εις τα όπλα, ανακαλύπτονται κρυμμένοι ‘τσέτες’ εντός του χωριού, φονεύονται αρκετοί και εν τέλει φωτιά στο χωριό, επιτρέποντας να εξέλθουν του χωριού τα γυναικόπαιδα μόνον» (Αργυρόπουλος 1985, σ.57).
Εξίσου εύγλωττος είναι ένας Αγρινιώτης λοχίας όσον αφορά τα «αντίποινα» για τον φόνο δύο φαντάρων σε κάποια ενέδρα: «Τα χωρία εκάησαν αφού διερπάγησαν καταλλήλως. Αι δε Χανούμ και οι Τούρκοι, οίτινες προσεπάθουν να περισώσωσι ό,τι ηδύναντο να περισωθή εκ των φλογών, ετυφεκίζοντο!» (Πολίτης 2009, σ.94).
Δύο μήνες μετά, κατά την αναδίπλωση από τον Σαγγάριο (4/9/1921), «τα υποχωρούντα τμήματα του στρατού μας θέτουν πυρ εις χωρία εξ ων διερχόμεθα και εις τα εν αφθονία ευρισκόμενα ακόμη εις τους αγρούς σιτηρά. Οι κάτοικοι των διαφόρων χωρίων, περίτρομοι, συγκεντρωμένοι εις τας παρυφάς των χωρίων των, περίλυποι αλλά και μη τολμώντες ουδέν να πράξωσι, παρακολουθούσι το θέαμα. Δυστυχώς, δεν έλειψαν και παρεκτροπαί και βιαιότητες των στρατιωτών μας» (Πρινιωτάκις, σ.144).
Γλαφυρότερος είναι για το ίδιο βράδυ στο δικό του ημερολόγιο ένας στρατευμένος φοιτητής: «Οταν το σκοτάδι εμουτζούρωσε τα πάντα, ως άλλοι Νέρωνες από του ύψους γιγανταίου βράχου αποθαυμάζομεν αγρίας μεγαλοπρεπείας θέαμα. Ολα του κάμπου τα χωριά καίονται από το υποχωρούν Γιουνάν-ασκέρ το οποίον μεταλαμπαδεύει, επ’ ευκαιρία της διαβάσεώς του, τα πραγματικά φώτα του πολιτισμού».
Σύμφωνα με επίσημη διαταγή της στρατιάς, εξηγεί, «πρέπει το παν να καίεται εφ’ όσον δεν είναι δυνατόν να μετακομισθή» (Βασιλικός 1992, σ.108-9).
Την εικόνα ολοκληρώνουν οι αναμνήσεις του Γονατά από την επόμενη νύχτα:«Εφοβήθημεν ότι οι σκορπισμένοι παντού Τούρκοι, κάτοικοι των πυρπολουμένων χωρίων των, θα μας εφόνευον και δικαίως, εκδικούμενοι τους ημετέρους εμπρηστάς» (σ.180).
Οσοι επιχείρησαν κάτι τέτοιο, το πλήρωσαν πάντως ακριβά· αν όχι οι ίδιοι, τουλάχιστον οι συγχωριανοί τους. Τα αντίποινα για την εξόντωση της στρατιωτικής φρουράς ενός μουσουλμανικού οικισμού κάνουν έτσι να ωχριά η δική μας Κάνδανος:«Μετά που φτάσαν οι δικές μας στρατιωτικές δυνάμεις, βάλαν φωτιά στο χωριό και σήμερα που φτάσαμε και μεις ακόμα καίγεται. Οι κάτοικοι που είχαν μείνει ζωντανοί είναι όλοι συγκεντρωμένοι σ’ ένα αρχαίο φρούριο, που είναι στη διάθεση των φαντάρων. Ο,τι τους βαστάει η ψυχή τους, άλλοι σκοτώνουνε τούρκους χωρικούς γι’ αντίποινα, άλλοι ατιμάζουνε κορίτσια και γυναίκες» (Καραγιάννης 1976, σ.258).
Το δάσος που κλαίει
Την εικόνα συμπληρώνουν δυο ειδικές επιχειρήσεις που διεξήχθησαν κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες.
Η πρώτη είναι η συστηματική εθνοκάθαρση της χερσονήσου της Νικομήδειας, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1921. Εκκαθάριση που τεκμηριώθηκε σχεδόν αμέσως με κάθε λεπτομέρεια, χάρη στην παρουσία ξένων παρατηρητών όπως ο ιστορικός Αρνολντ Τόινμπι, μια Διασυμμαχική Επιτροπή κι ένας απεσταλμένος του ΔΕΣ.
Το έναυσμα για τη συστηματική βία που ασκήθηκε το τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου πάνω στους εκεί μουσουλμάνους από τον ελληνικό στρατό και τους παραστρατιωτικούς συνεργάτες του δόθηκε από την εισήγηση του Συμμαχικού Συμβουλίου (12/2/1921) για «αντικειμενική έρευνα των πληθυσμιακών δεδομένων στην Ανατολική Θράκη και τη Σμύρνη» ως προϋπόθεση για την τελική απόδοσή τους στην Ελλάδα.
Μολονότι απορρίφθηκε ομόφωνα από την ελληνική Βουλή, η πρόταση αυτή λειτούργησε ως κίνητρο για την εσπευσμένη εθνοκάθαρση των στρατηγικά κρίσιμων εδαφών μεταξύ Βασιλεύσουσας και Δυτικού Πόντου.
Η βρομοδουλειά διεκπεραιώθηκε από «ιδιώτες» παραστρατιωτικούς και επισφραγίστηκε από τον τακτικό στρατό και το ναυτικό μ’ ένα λουτρό αίματος που θυμίζει έντονα, αν και σε σαφώς μικρότερη κλίμακα, όσα έμελλε ν’ ακολουθήσουν την επόμενη χρονιά στην προκυμαία της Σμύρνης.
Η έκταση και η ένταση των αγριοτήτων ήταν ωστόσο τέτοια που όχι μόνο υπονόμευσαν τις ελληνικές θέσεις στη διεθνή κοινή γνώμη, αλλά προκάλεσαν και την πανικόβλητη φυγή του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού.
Η δεύτερη επιχείρηση ήταν η άγρια καταστολή, την άνοιξη του 1922, μιας αγροτικής εξέγερσης στην ορεινή περιοχή του Σιμάβ. Αγανακτισμένοι από τις υπερβολικές επιτάξεις της ελληνικής επιμελητείας και καθοδηγούμενοι από τους κεμαλικούς αντάρτες που παρεπιδημούσαν εκεί από καιρό, οι εξεγερμένοι εξολόθρευσαν σε ενέδρα μια στρατιωτική φάλαγγα, για να υποστούν ταχύτατα την πιο παραδειγματική τιμωρία.
Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του ΓΕΣ, «η παραμονή των χωρικών μετά των γυναικοπαίδων εις τα όρη και χαράδρας, όπου υφίσταντο τα πάνδεινα, προεκάλεσε την γενικήν αγανάκτησιν κατά των πρωταιτίων του κινήματος» και προσωρινή ειρήνευση της περιοχής.
Τι ακριβώς περιλάμβαναν αυτά «τα πάνδεινα», μας το εξηγεί ο τσολιάς από τη Βοιωτία που μετείχε στην εκκαθάριση: «Οι φωνές και τα κλάματα των γυναικών και των παιδιών δεν παύουνε μέρα νύχτα. Ολο το δάσος, και ιδίως τα πιο κλειστά μέρη, είναι γεμάτα κόσμο και ρουχισμό. Κάθε γυναίκα, κάθε παιδί και κάθε αδύνατο μέρος είναι στη διάθεση του κάθε Ελληνα στρατιώτη. [...] Δεν έχουν τελειωμό οι διηγήσεις των φαντάρων τι είδανε και τι κάνανε σ’ αυτό το διάστημα. [...] Συνάντησαν, λένε, ολόκληρες οικογένειες, πολλές γυναίκες, όμορφες κι άσκημες. Αλλες κλαίγανε, άλλες θρηνούσανε τον άντρα τους, την τιμή τους».
Ο επικεφαλής των τιμωρών, συνταγματάρχης Παλαιολόγος, είχε δώσει στους άντρες του το ελεύθερο «να πράξουν ό,τι η συνείδηση κι η ψυχή τους βαστάει».
Η εκστρατεία ολοκληρώθηκε με το κάψιμο κάθε κατοικημένου χώρου, ενίοτε μαζί με τους ηλικιωμένους κατοίκους (Καραγιάννης 1976, σ.290-7). Σε αντίθεση με τη Νικομήδεια, τούτη τη φορά δεν υπήρξαν πάντως εξωτερικοί παρατηρητές.
Οι πύλες της Κόλασης
Ουσάκ, Φιλαδέλφεια (Alaşehir), Μαγνησία (Manisa). Τα ερείπια που άφησε πίσω του ο ελληνικός στρατός, φωτογραφημένα τον Ιανουάριο του 1923 από το Αρχείο Αλμπέρ Καν | MUSÉE ALBERT KAHN
Η τρίτη και τελευταία φάση, απείρως αγριότερη από τις προηγούμενες, είχε πολύ διαφορετικό χαρακτήρα: δεν επρόκειτο πια για στοχευμένα ή παράπλευρα εγκλήματα στο πλαίσιο κατασταλτικών δραστηριοτήτων, αλλά για το ανεξέλεγκτο ξέσπασμα ενός διαλυμένου στρατού μετά την τελική επίθεση του Κεμάλ στις 15 Αυγούστου 1922.
Η συλλογική άρνηση των Ελλήνων φαντάρων να παραμείνουν στη Μικρασία («απεργία πολέμου» την αποκαλούν ουκ ολίγα απομνημονεύματα, ανεξαρτήτως ιδεολογίας του εκάστοτε συντάκτη) και η απεγνωσμένη φυγή τους προς τη θάλασσα συνοδεύτηκαν από ένα όργιο λεηλασιών, εμπρησμών και φόνων σε βάρος τόσο του μουσουλμανικού όσο και -σπανιότερα- του χριστιανικού πληθυσμού.
Οχι μόνο χωριά και κωμοπόλεις, αλλά και μεγάλα αστικά κέντρα όπως το Αφιόν Καραχισάρ, το Ουσάκ, η Φιλαδέλφεια, ο Κασαμπάς, η Μάνισα και η Πάνορμος μετατράπηκαν έτσι σε στάχτη από τους πανικόβλητους «απεργούς».
Η έκταση της καταστροφής ήταν τέτοια, που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια υπεκφυγής, ακόμη και στις λακωνικότερες περιγραφές: «Τις καταστροφές στις πόλεις και τα χωριά απ’ όπου περάσαμε, τους εμπρησμούς και τις άλλες ασχημίες, δεν είμαι ικανός να περιγράψω και προτιμώ να μείνουν στη λήθη» γράφει χαρακτηριστικά ένας αξιωματικός, υπουργός Εσωτερικών αργότερα της κυβέρνησης Τσολάκογλου (Δεμέστιχας 2002, σ.104).
Οι περισσότεροι δεν διστάζουν πάντως να πουν τα πράγματα με το όνομά τους. Τυπικό δείγμα: «Το Ουσάκ καίεται. Ολα τα γύρω χωριά παραδίδονται εις τας φλόγας. Φωτιά, παντού φωτιά. [...] Μετά πορείαν δώδεκα συνεχών ωρών φθάνομεν εις το χωρίον Εϋνέκ, κείμενον εντός χαράδρας, φωτιζομένης με αγρίαν μεγαλοπρέπειαν από τας φλόγας του καιομένου χωρίου. [...] Φθάνομεν εις τον Κασαμπά, ο οποίος καίεται απ’ άκρου εις άκρον. Το παμφάγον πυρ γλείφει με τας πυρίνας γλώσσας του αδιακρίτως τα κωδωνοστάσια των Εκκλησιών καθώς και τους μιναρέδες των τζαμιών» (Βασιλικός 1922, σ.182 & 187).
Ο τυφλός χαρακτήρας του ξεσπάσματος επανέρχεται στις περισσότερες αφηγήσεις:«Διερχόμεθα διά Φιλαδελφείας, η οποία καίεται απ’ άκρου εις άκρον. Η λύσσα της καταστροφής και της λεηλασίας δεν κάμνει διάκρισιν εθνικοτήτων. Καίεται η ελληνική συνοικία Φιλαδελφείας και λεηλατούνται αι ελληνικαί οικίαι, όπως και αι τουρκικαί» (Γονατάς 1958, σ.209).
Λίγο παρακάτω ο ίδιος μάς πληροφορεί πως «η Μαγνησία, κατοικουμένη υπό 80 χιλ. κατοίκων και μένεα πνέουσα διά την πυρπόλησίν της, δεν ήτο ακίνδυνος» για τους υποχωρούντες.
Η Σμύρνη στις φλόγες |
Ο επίλογος αυτής της ιστορίας υπήρξε εξαιρετικά θλιβερός. «Οι γενναίοι Ελληνες στρατιώται παραδίδονται κατ’ αγέλας, αι δε πόλεις και αι οδοί αι οποίαι τους εθαύμασαν διερχομένους υψαύχενας νικητάς, τους βλέπουν ήδη ρακενδύτους αιχμαλώτους, επιδιδομένους εις την επισκευήν εκείνων τα οποία οι ίδιοι εις στιγμήν παραφροσύνης κατέστρεψαν» σημειώνει στο κλασικό σύγγραμμά του για τη στρατιωτική ψυχολογία ο συνταγματάρχης Φεσσόπουλος, μελλοντικός διευθυντής των πρώτων ελληνικών υπηρεσιών πληροφοριών («Η ψυχολογία εν τω στρατώ», Εν Αθήναις 1924, σ.121).
Εκατοντάδες αιχμάλωτοι λιντσάρονται στα πρόθυρα των πυρπολημένων πόλεων από εξαγριωμένα πλήθη κατοίκων· όσοι σωθούν, το οφείλουν συχνά σε κατευναστικές παρεμβάσεις των αξιωματικών που τους συνοδεύουν.
«Ο Κατσαμπάς ήταν μια μεγάλη και πολύ εύφορη πόλις, αλλά κατά την οπισθοχώρησιν των ελληνικών στρατευμάτων επυρπολήθη και κατεστράφη ολοσχερώς» διαβάζουμε λ.χ. στις αναμνήσεις ενός επιζήσαντα. «Πριν μπούμε στην πόλη, επροπορεύθησαν οι [Τούρκοι] αξιωματικοί και δεν ξεύρω πώς, έπεισαν τον συσσωρευθέντα εκεί τουρκικόν πληθυσμόν να μην μας πειράξουν» (Ανδρούτσος 1997, σ.91).
Εξαίρεση σ’ αυτό το όργιο βίας, λόγω του μεγέθους αλλά και της πληθυσμιακής σύνθεσής της, αποτέλεσε η ίδια η Σμύρνη.
Λίγες μέρες μετά την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων θα πυρποληθεί ωστόσο κι αυτή, από τους κεμαλικούς τούτη τη φορά· χιλιάδες άνθρωποι, ντόπιοι και πρόσφυγες, θα χαθούν με τη σειρά τους στις φλόγες.
Με τη συνήθη επιλεκτικότητά της η εθνική συλλογική μνήμη απ’ όλο το μακελειό της τριετίας θα κρατήσει τελικά μόνο αυτή την τελευταία εικόνα...
Διαβάστε
▶ Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης, 1912-1922 (Αθήνα 2007, εκδ. Βιβλιόραμα). Η τραγωδία του άμαχου πληθυσμού την εποχή της οικοδόμησης εθνικά ομοιογενών κρατών στη γειτονιά μας. Ειδικό κεφάλαιο για τη μικρασιατική εκστρατεία, βασισμένο ως επί το πλείστον στις μαρτυρίες Ελλήνων στρατιωτικών.
▶ Αγγέλα Καστρινάκη, «Το 1922 και οι λογοτεχνικές αναθεωρήσεις», σε Αστέριος Αργυρίου κ.ά. (επιμ.), Ο Ελληνικός Κόσμος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση (Αθήνα 1999, εκδ. Ελληνικά Γράμματα), τ.Α΄, σ.165-74. Σύντομη αλλά περιεκτική επισκόπηση της μεταχείρισης που η ελληνική λογοτεχνία επιφύλαξε στις εκατέρωθεν αγριότητες του μικρασιατικού πολέμου. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η επισήμανση της σταδιακής απάλειψης των ελληνικών βιαιοτήτων από τη συνολική εικόνα, ως αποτέλεσμα κυρίως της αξιακής αποκάθαρσης του εθνικισμού μετά την εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης.
▶ Ημερολόγια και απομνημονεύματα που χρησιμοποιήθηκαν:
Σπύρος Ανδρούτσος, Προσωπικό ημερολόγιο από την εκστρατεία της Μικράς Ασίας, Θεσσαλονίκη 1997, εκδ. Π. Πουρνάρα.
Αθανάσιος Αργυρόπουλος, Μνήμες πολέμων 1917-1922, Αθήνα 1985.
Νίκος Βασιλικός, Ημερολόγιο μικρασιατικής εκστρατείας, Αθήνα 1992, εκδ. Γνώση.
Στυλιανός Γονατάς, Απομνημονεύματα 1897-1957, Αθήναι 1958.
Παναγιώτης Δεμέστιχας, Αναμνήσεις, Αθήνα 2002, εκδ. Πελασγός.
Χρήστος Καραγιάννης, Το ημερολόγιον, 1918-1922, [Αθήνα] 1976.
Αγαμέμνων Πολίτης, Η ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Προσωπικές σελίδες ημερολογίου, Αθήνα 2009, εκδ. Σοκόλη.
Παντελής Πρινιωτάκις, Ατομικόν ημερολόγιον. Μικρά Ασία, 1919-1922, Αθήνα 1998, εκδ. Εστία.
Στέφανος Σαράφης, Ιστορικές αναμνήσεις, Αθήνα 1980, εκδ. Επικαιρότητα.
Σταμάτης Χατζήμπεης, Μια ζωή γεμάτη αγώνες, Αθήνα 1965, εκδ. Μέλισσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου