Μεταφράζουμε μια ανάλυση
για την κυβέρνηση Μπολσονάρο, από έναν Χιλιανό αγωνιστή, η οποία δημοσιεύτηκε
και μεταφράστηκε στο site https://ediciones-ineditos.com/. Θα
μπορούσε η ανάλυση καθαυτή να είναι αρκετή κι από μόνη της, καθώς (ασχέτως
συμπεράσματος) τροφοδοτεί τη δική μας μέθοδο ανάγνωσης της πραγματικότητας στις
δικές μας συνθήκες, με κάποια εμβληματικά στοιχεία, θέλουμε όμως να κάνουμε μια
μικρή -αλλά σημαντική- εισαγωγή
Τον Ιανουάριο του 2017, με αφορμή τη νέα -τότε-
κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ, είχαμε μεταφράσει ένα κείμενο, με τίτλο «10
προκαταρκτικές θέσεις για τον Τραμπ», σαν συμβολή στη συζήτηση που πρέπει να γίνει
και τη δράση που πρέπει να αναληφθεί, γύρω από τα ζητήματα της σύγχρονης μορφής
του καπιταλισμού, του κράτους και των μοντέλων διακυβέρνησης, ιδίως για τη
σχέση φασισμού-δημοκρατίας και τη σύνδεση του αντιφασιστικού με τον αντικαπιταλιστικό
και αντικρατικό αγώνα.
Αναφέρουμε αυτό το κείμενο εδώ, γιατί η σημερινή
μετάφραση μας θύμισε έντονα μια χαρακτηριστική παράγραφό του: «Η Αριστερά,
διαισθανόμενη φασισμό στον ορίζοντα, υποχωρεί υπερασπιζόμενη τα τείχη της
φιλελεύθερης δημοκρατίας, αποβλακωμένη στον πυρετό του παρόντος […] Αυτά είναι τα αγωνιστικά δάκρυα της
φιλελεύθερης Αριστεράς που βρίσκει παρηγοριά σε ένα ασυμβίβαστο παρελθόν, τον
ανακλαστικό καθρέφτη της «παραδοσιακής Αμερικής» της Δεξιάς. Είναι μια Αμερική
χωρίς το Γκουαντάναμο […] όπου ποτέ δεν πέταξαν drones […] χωρίς εκτελέσεις από
την αστυνομία. Είναι μια αμερικάνικη δημοκρατία στην ακαταμάχητη πορεία προς τη
δικαιοσύνη. Είναι μια Αμερική που δεν υπάρχει. Στην τρομακτική σκιά της
δυνητικότητας του Τραμπ, η Αριστερά ψάχνει την ασφάλεια στους ίδιους θεσμούς
που έκαναν εφικτή την ύπαρξή της». Το ίδιο χαρακτηριστικές φράσεις και
συλλήψεις μπορούμε να βρούμε και σε άλλες δύο μεταφράσεις που έχουν γίνει
πρόσφατα και παλιότερα από κείμενα ανάλυσης, που αφορούν τα κινήματα και την
κρατική βία στην αμερικανική ήπειρο: είτε με αφορμή τα
γεγονότα στο Ferguson http://diktiospartakos.blogspot.com/2014/08/blog-post_614.html) είτε
με αφορμή τις
μεξικανικές εκλογές (http://diktiospartakos.blogspot.com/2018/07/blog-post_55.html). Στα κείμενα αναδεικνύεται ο «εκβιασμός που
συνεχίζει να ανανεώνει τους όρους υποταγής: είτε το Κράτος, τα δικαιώματα, ο
Νόμος, η αστυνομία, το σύστημα δικαιοσύνης- ή εμφύλιος πόλεμος, εκδίκηση,
αναρχία και γιορτή. Αυτή η πεποίθηση, ο αυταρχισμός, ο κρατισμός, διαπερνά το
σύνολο των πολιτικά αποδεκτών και εισακουόμενων ευαισθησιών γραμμικά, από την
άκρα Αριστερά μέχρι την άκρα Δεξιά.[1]»
Αυτή η
συνήχηση διαφορετικών μεταξύ τους αναλύσεων σε χώρες της αμερικανικής ηπείρου
(ΗΠΑ, Μεξικό, Βραζιλία), που έχουν χαρακτηρίσει την πολιτική συζήτηση ή/και τη
μυθολογία των κινημάτων σε Ευρώπη και Ελλάδα, γύρω από γεγονότα που
επαναπροσδιορίζουν τη σχέση φασισμού-και-δημοκρατίας αλλά και την ένοπλη
κρατική βία και τη διαλεκτική της με τις μηδενικές πολιτικές της βίαιης δημοκρατικής
συναίνεσης ή περιγράφουν την ανάδυση του κράτους άμυνας-ασφάλειας μέσα από το
κράτος δικαίου και την «ειρήνευση» της αστικής δημοκρατίας σαν στρατιωτική
επιχείρηση εκκαθάρισης των καταπιεσμένων αφού έχουν ηττηθεί ήδη στο πολιτικό
πεδίο, προσφέρει -τουλάχιστον σε εμάς- κάποια εργαλεία (ίσως ασταθή και
δύσκολα) για να απαντήσουμε με διαφορετικό τρόπο στο ερώτημα της «ανάδυσης του
φασισμού» στον τωρινό κόσμο -αυτής της πολιτικής άρνησης της πολιτικής- από τον
τρόπο που απαντάει η μεγάλη πλειοψηφία του κινήματος εδώ. Απέναντι σε αυτό τον
τύπο απαντήσεων, που τρομοκρατείται, εκπλήσσεται και καλεί σε δημοκρατικό
συναγερμό για την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη, τις κυβερνήσεις του σε
Αυστρία και Ουγγαρία, την «άνοδο της ακροδεξιάς» σε Γαλλία, Γερμανία, Η.Β. κλπ,
νομίζουμε ότι χρειάζεται μια ριζικά διαφορετική ανάγνωση για το ίδιο το κράτος
και το πολιτειακό του σύστημα, για τις κυβερνητικές δυνάμεις της «ευρείας
αριστεράς» και τον ιστορικό τους ρόλο, όπως -για παράδειγμα- αυτόν της
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, της καταστολής, της πολεμικής προετοιμασίας, του
εθνικισμού και των στρατοπέδων συγκέντρωσης (του «συστήματος Hot-Spot»)
του ελληνικού κράτους.
«Η ανταλλακτική αξία της γλώσσας έχει πέσει υπό
του μηδενός. Παρ'όλα αυτά, συνεχίζουμε να γράφουμε. Είναι γιατί θεωρούμε ότι
υπάρχει και άλλη χρήση της γλώσσας». Σκεφτόμαστε ότι, αν θέλουμε να
περιγράψουμε μια διαφορετική ιστορία (ή αντι-ιστορία) των καταπιεσμένων, που να
μην οδηγεί τελικά στα ίδια ηττημένα δημοκρατικά μέτωπα του μεσοπολέμου ή του
μετααποικιακού κόσμου των δεκαετιών ’60-’70 και να μη συντηρεί για μια ακόμα
φορά το καθησυχαστικό και μυθικό νανούρισμα των «ηρωικών αγώνων» που ηττήθηκαν
ρομαντικά (όπως των Χιλιανών επαναστατών του ’70, των γερμανών κομμουνιστών του
’30 κλπ), χρειάζεται να μεταφράσουμε 1-2-3 πολλά κείμενα από κάθε γωνιά της
γης, γραμμένα μέσα από τα βιώματα, τις εμπειρίες και τις νίκες-ή-ήττες των
προλεταρίων στις πραγματικές συνθήκες της εποχής τους. Δεν έχουμε υπάρξει
ιδιαίτερα συνεπείς σε αυτό, έχουμε όμως θέσει κάποιες βάσεις. Σε αυτές τις
βάσεις πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνει μια ανοιχτή και ειλικρινής κουβέντα γύρω
από τις δικές μας προοπτικές, τις δικές μας ήττες και δυνατότητες νίκης, το
δικό μας χρέος -τελικά- απέναντι στον δικό μας εχθρό και τη δική μας εμπειρία
στις δικές μας αναλύσεις.
Το κείμενο που παραθέτουμε, ασχέτως του πώς
κρίνουμε τα συμπεράσματά του και σε ποιο βαθμό, ή σε ποια από αυτά, συμφωνούμε,
είναι κείμενο που μπορεί να συμβάλει σε αυτό τον αναγκαίο διάλογο. Εξάλλου,
συμφωνούμε κυρίως, και νομίζουμε ότι αυτό είναι αρκετό για την εκκίνηση αυτής
της κουβέντας, ότι στις σημερινές προϋποθέσεις του Κράτους Άμυνας/Ασφάλειας «το
προλεταριάτο ηττήθηκε από τη δημοκρατία». Αυτή η σκέψη, με σκοπό την οριστική
αντιστροφή αυτής της εφήμερης ήττας, μας οδήγησε στην μετάφραση του παρακάτω
κειμένου.
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ
ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Τηλ: 6932 955 437
Η ακροδεξιά δεν διείσδυσε ποτέ στην πολιτική εξουσία προκειμένου
να κατανικήσει την εργατική τάξη και να την αποτρέψει από το να κάνει την
επανάσταση. Κάθε φορά που η ακροδεξιά έφτασε στην εξουσία, είναι γιατί η
εργατική τάξη ήδη είχε ηττηθεί. Από ποιον; Από τη δημοκρατία. Από τον
προοδευτισμό. Από την Αριστερά.
Αν ο Μπολσονάρο κέρδισε τις εκλογές, είναι γιατί πριν την άφιξή
του, τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις του Εργατικού Κόμματος ανέλαβαν να συνθλίψουν
οποιοδήποτε ίχνος καθ’ εαυτό δύναμης και μαχητικότητας που θα μπορούσε να είχε
απομείνει στην εργατική τάξη της Βραζιλίας. Όπως το 1970 ο Αλιέντε άρχισε τη
θητεία του, εγγυώμενος στην αστική τάξη της Χιλής πως τα συμφέροντά της δεν θα
απειλούνταν, ομοίως ο Λούλα ντα Σίλβα ξεκίνησε να κυβερνάει το 2003 υποσχόμενος
στους μεγάλους επιχειρηματίες και διεθνείς τραπεζίτες πως τα συμφέροντά τους
στη Βραζιλία δεν διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο.
Ως αποτέλεσμα, ο Λούλα κυβέρνησε για να εγγυηθεί την αποπληρωμή
του δημόσιου χρέους, εξασφαλίζοντας στο κεφάλαιο ένα ελάχιστο επίπεδο
δημοσιονομικής σταθερότητας. Καμιά από τις κυβερνήσεις του
ΚΕ[2]
δεν άλλαξε σε τίποτα τους όρους της κοινωνικής εκμετάλλευσης και την
καπιταλιστική συσσώρευση στη Βραζιλία. Ακριβώς το αντίθετο, τέτοιες κυβερνήσεις
ήταν το στήριγμα μιας «πλατειάς εθνικής διαπραγμάτευσης» προορισμένης να
εγγυηθεί ότι η καπιταλιστική εκμετάλλευση θα μπορούσε να προχωρήσει ομαλά.
Προκειμένου να τηρήσει τη δέσμευσή της, κατά τη διάρκεια των τριών
περιόδων διακυβέρνησής του, το ΚΕ υιοθέτησε κι έθεσε υπό τον έλεγχό του την
πλειοψηφία των συνδικαλιστικών και κοινωνικών ηγεσιών, μετατρέποντας τους
λαϊκούς ηγέτες σε υπουργούς, συμβούλους αγοράς, διοικητές συνταξιοδοτικών ταμείων και επενδυτές. Παράλληλα, με σκοπό να
διατηρήσει τις βάσεις της εξουσίας του, το ΚΕ τέθηκε το ίδιο υπό τον έλεγχο των
πιο αντιδραστικών δυνάμεων, που αντιπροσωπεύονταν από το αγροτικό κεφάλαιο,
τους επιχειρηματίες της εθνικής και της διεθνούς βιομηχανίας, το
χρηματοοικονομικό σύστημα και την ευαγγελική θεοκρατία.
Ενόσω κυβερνούσε για τους ιδιοκτήτες της Βραζιλίας, το ΚΕ κατάφερε
να αναισθητοποιήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια μ’ έναν υπολογισμένο συνδυασμό
από κοινωνικά προγράμματα και κατασταλτικό τρόμο. Όταν ο Λούλα δέχτηκε να
διευθύνει την Αποστολή για την κατοχή της Αϊτής το 2004, απέδειξε στις ΗΠΑ πως
ήταν ένας φερέγγυος σύμμαχος που θα συνέθλιβε δημοκρατικά την κοινωνική
διαμαρτυρία στην [αμερικάνικη] ήπειρο. Φέρνοντας τον βραζιλιάνικο στρατό στις παραγκουπόλεις
της Αϊτής, παρείχε στα στρατεύματα ένα ερευνητικό εργαστήριο για να επέμβουν
αργότερα στης φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο, ακριβώς όπως ακριβώς συνέβη κατά τη
διάρκεια των μαζικών λαϊκών αναταραχών ενάντια στο Μουντιάλ του 2014.
Κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων του ΕΚ η παραγωγή τροφίμων στη
Βραζιλία μειώθηκε περισσότερο από 35%, με την ακόλουθη αύξηση των τιμών που
χρεώνονταν στην εργατική τάξη, εξαιτίας των διευκολύνσεων που δόθηκαν στις αγροτοδιατροφικές
πολυεθνικές για να εισαγάγουν μονοκαλλιέργειες. 200.000 αγρότες εκτοπίστηκαν ενώ 4 εκατομμύρια έχασαν τη γη
τους από τα χέρια των μεγάλων γεωργικών επιχειρήσεων. Ήταν υπό τις κυβερνήσεις
του ΕΚ, κι όχι υπό φασιστικές κυβερνήσεις, που η αποψίλωση του Αμαζονίου έφτασε
στο «σημείο χωρίς επιστροφή».
Ήταν η κυβέρνηση της Ντίλμα Ρούσεφ, κι όχι κάποια φασιστική, αυτή
που επαναπροσδιόρισε τα κλεισίματα των λεωφόρων και τις καταλήψεις γης ως
τρομοκρατικά εγκλήματα. Ήταν υπό αυτές τις προοδευτικές κυβερνήσεις, κι όχι υπό
το φασισμό, που τα κομάντο του θανάτου έσπερναν τον τρόμο ανάμεσα στους πιο
απόκληρους μεταξύ των απόκληρων στις μεγάλες μητροπόλεις της Βραζιλίας. Ήταν
υπό τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, κι όχι υπό αυτές της Δεξιάς, που οι
φυλακές της Βραζιλίας έσπασαν τα παγκόσμια ρεκόρ συνωστισμού και εξευτελιστικών
συνθηκών «ζωής» των κρατουμένων. Ήταν υπό αυτές τις κυβερνήσεις της Αριστεράς
που η εργατική τάξη και οι καταπιεσμένοι της Βραζιλίας γνώρισαν το πιο χαμηλό
όριο της ταπείνωσης και της ντροπής. Το προλεταριάτο της Βραζιλίας το
κατανίκησε η δημοκρατία, όχι η δικτατορία.
Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί κάποια καινοτομία. Ο Μουσολίνι διείσδυσε
στην εξουσία όταν το ιταλικό προλεταριάτο είχε ήδη ηττηθεί από τις εκλογικές
υποσχέσεις των «εργατικών και λαϊκών κομμάτων». Ο Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος
από τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ, ο οποίος είχε λάβει την υποστήριξη των
σοσιαλιστών που έβλεπαν σ’ αυτόν ένα οχυρό της δημοκρατίας ενάντια στο ναζισμό.
Το 1972 ο Αλιέντε, αντί να βάλει στα υπουργεία- κλειδιά αντιπροσώπους των
εργατών, έβαλε τους στρατιωτικούς, ενώ τα κόμματα της ΛΕ[3] ψήφιζαν Νόμο Ελέγχου των
Όπλων προκειμένου να αφοπλίσουν την εργατική τάξη και να την παραδώσουν σε πιατέλα
στα στρατεύματα του Πινοσέτ. Δεκαπέντε χρόνια μετά, ήταν η Στρατιωτική Χούντα
αυτή που οργάνωσε τη δημοκρατική μετάβαση, τηρώντας κατά γράμμα το δόγμα που
είχε σχεδιαστεί από τον Χάιμε Γκουσμάν, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα ο πιο
δημοκρατικός από τους φασίστες και ο πιο φασίστας από τους δημοκρατικούς.
Όπως όλοι οι φασίστες, ο Μπολσονάρο ήρθε απλά για να βάλει σε τάξη
τις επιχειρήσεις αφότου η προοδευτική δημοκρατία έβγαλε από το παιχνίδι το
προλεταριάτο της Βραζιλίας, συρρικνώνοντάς το στο τίποτα.
Να το έχετε αυτό υπόψη σαν όταν θα αρχίσετε πάλι να κλαψουρίζετε
για την «άφιξη του φασισμού». Οι θρήνοι αυτοί φτάνουν πολύ αργά. Θα έπρεπε να
έχετε θρηνήσει έτσι, θα έπρεπε να είχατε πανικοβληθεί και αγανακτήσει όταν η
σοσιαλδημοκρατική Αριστερά αφόπλισε το προλεταριάτο, το έδεσε χειροπόδαρα και
το έκανε να εθιστεί στις ανέσεις, την αναισθησία και τα ψέματα. Το φοβισμένο
κλαψούρισμα που αφήνεται να ακουστεί από κάθε μεριά σήμερα, είναι οικτρό.
Δείχνει απλά πως αυτοί που στενάζουν ήταν κοιμισμένοι, ζώντας σε μια
φαντασίωση, αρνούμενοι να δουν το αίμα που ανέβλυζε μπροστά στις μύτες τους και
τα σκατά στα οποία βυθίζονταν λίγο-λίγο, υπό τον ήχο των εκλογών και των
μπατουκάντας.
Στην πραγματικότητα, η άφιξη του φασισμού ποτέ δεν είναι τόσο κακή
όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Τουλάχιστον, δίνει την ευκαιρία να βγούμε από
την πλάνη, να ωριμάσουμε και να τα κάνουμε λίγο καλύτερα από δω και πέρα.
[1] Comité Invisible, Now, semiotext(e)
[2] Κόμμα των Εργαζομένων (PT - Partido dos Trabalhadores)
[3] Λαϊκή Ενότητα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου