Στις αρχές του 20ου αιώνα οι επεκτατικές, προς βορρά, προσπάθειες του ελληνικού κράτους προσέκρουαν πάνω σε μια αντικειμενική δυσκολία. Οι πληθυσμοί της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατοικούσαν στη Μακεδονία αποτελούνταν ως επί το πλείστον από Σλαβόφωνους Εξαρχικούς ή Πατριαρχικούς (πολύ λιγότεροι οι δεύτεροι), ενώ οι Ελληνόφωνοι Πατριαρχικοί (ο πληθυσμός δηλαδή με τον οποίο θα μπορούσε κατά κάποιον τρόπο το ελληνικό κράτος να δικαιολογήσει τα επεκτατικά του σχέδια) ήταν μια μικρή μειοψηφία. Δίπλα σ' αυτούς τους πληθυσμούς υπήρχε μια τεράστια θάλασσα άλλων πληθυσμών Μουσουλμανικών πληθυσμών (Τουρκόφωνων, Αλβανόφωνων, Ρουμανόφωνων [Βλάχοι] και Ρομά)· Χριστιανικών πληθυσμών (Εξαρχικών, Πατριαρχικών) όλων σχεδόν των παραπάνω γλωσσικών ομάδων· υπήρχαν και Ισραηλίτες με εβραϊκό θρήσκευμα, ακόμα και Ισραηλίτες Μουσουλμάνοι (Ντονμέδες). Η ελληνική εθνικιστική προπαγάνδα δεν ήταν εύκολο να γίνει αποδεκτή από αυτούς τους πληθυσμούς, ένα μεγάλο μέρος των οποίων (οι Σλαβόφωνοι) άρχισε αυτή την εποχή να αποδέχεται την προπαγάνδα του ΒΜΡΟ, της Μακδεονικής Αυτονομιστικής οργάνωσης, η οποία μιλούσε για ένα μακεδονικό έθνος των κατοίκων της Μακεδονίας, αλλά και για την απελευθέρωση των αγροτών της Μακεδονίας από το οθωμανικό αυταρχικό καθεστώς καθώς και για διανομή των τσιφλικιών στους ακτήμονες αγρότες. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες το ελληνικό κράτος αποφάσισε να συγκροτήσει ομάδες ενόπλων μισθοφόρων, υπό την ηγεσία Ελλήνων αξιωματικών και να τις στείλει στη Μακεδονία, με βασικό τους στόχο, την τρομοκράτηση των Μακεδόνων και την υτποστήριξη του οθωμανικούstatuw quo και τσιφλικάδικου συστήματος. Το κείμενο που αναδημοσιεύουμε είναι τα τρία κεφάλαια από το βιβλίο του Δημήτρη Λιθοξόου, Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας, τα οποία ακολουθούν το κεφάλαιο για την Επανάσταση του Ίλιντεν και περιγράφουν τις δραστηριότητες αυτών των ενόπλων ομάδων στα εδάφη της Μακεδονίας, εναντίον των Μακεδόνων αγροτών.
Δημήτρης Λιθοξόου
Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας
(Οι πρώτες ελληνικές ένοπλες ομάδες μισθοφόρων στη Μεκαδονία)
Εισαγωγή 1
Ελληνικό αντιμακεδονικό αγώνα2, χαρακτηρίζω την περίοδο εκείνη που στην ελληνική εθνική ιστορία είναι γνωστή ως μακεδονικός αγώνας. Πρόκειται για ένα σημαντικό κεφάλαιο της νεότερης βαλκανικής ιστορίας, που η ελληνική ιστοριογραφία το έχει παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να καθιστά αγνώριστη την ιστορική αλήθεια, κατασκευάζοντας ένα εξ ολοκλήρου μυθικό αφήγημα, δομημένο σε διάφορα ψεύδη, διαγράφοντας σχεδόν τα ιστορικά γεγονότα.
Φυλλομετρώντας τη σχετική εθνική ελληνική βιβλιογραφία, βρίσκουμε έναν χαρακτηριστικό εκλαϊκευτικό «ορισμό» του λεγόμενου μακεδονικού αγώνα, στο βιβλίο του Παύλου Τσάμη:
«Ο Μακεδονικός Αγών αποτελεί λαμπρή σελίδα της ιστορίας του Έθνους, άγνωστη ακόμα στο πολύ κοινό, μολονότι πραγματεύεται μία από τις πιο δοξασμένες και μεγαλόπνοες προσπάθειες, που κατέβαλε η ελληνική φυλή. Ο αγώνας αυτός μπορεί να θεωρηθή σαν δεύτερος σημαντικός σταθμός στην εθνική ζωή, ύστερα από το 1821. Φαντάζει σαν μια φωτιά που, καίγοντας και φωτίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη την Μακεδονία, στάθηκε ικανή να την κρατήση ελληνική. Ο Μακεδονικός Αγών έχει να επιδείξη αφάνταστες αυτοθυσίες και απαράμιλλους ηρωισμούς, σημειώνει δε μία περίοδο ανατάσεως του Έθνους».3
Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται και το σχετικό απόσπασμα ενός εθνικού ιστορικού, του Απόστολου Βακαλόπουλου:
«Η θέση των Μακεδονομάχων, που με το αίμα τους στοίχειωσαν τη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είναι στο πλάγι των αγωνιστών του 1821. Αν εκείνοι ανέστησαν το ελληνικό κράτος, αυτοί ανανέωσαν τους ηρωισμούς των και συμπλήρωσαν το έργο εκείνων. Πραγματικά ο ιστορικός που θεωρεί τα γεγονότα της εκατονταετίας 1821-1921 ξεχωρίζει τρεις μεγάλους σταθμούς: την επανάσταση του 1821, τον Μακεδονικόν αγώνα (τέλη 19ου - αρχές 20ου αι.) και την εξόρμηση του 1912-1913. Ο δεύτερος σταθμός που φτάνει στην ύψιστή του ακμή στα 1904 - 1908, γιατί τότε συστηματοποιείται και κορυφώνεται ο Μακεδονικός αγώνας, είναι συνεχής και έντονος, πλούσιος σε ηρωικές θυσίες, αλλά και σε επιτεύγματα».4
Για μια θεωρούμενη τόσο σημαντική εθνικά ιστορική περίοδο, έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία η γνώμη ενός κορυφαίου ηγέτη του ελληνικού πολιτικού συστήματος, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και ο τελευταίος, λοιπόν, θεωρεί το μακεδονικό αγώνα μία από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας του Έθνους: «τον αιματηρό και πολύπλευρο αγώνα του Μακεδονικού Ελληνισμού για να διασφαλίσει την εθνική του ταυτότητα και να αποκτήσει την ανεξαρτησία του».5
Αν επιχειρήσουμε να ενοποιήσουμε τα ανωτέρω, τότε θα λέγαμε πως ως μακεδονικός αγώνας θεωρείται στην ελληνική εθνική ιστορία ο ηρωικός αγώνας των Ελλήνων της Μακεδονίας κατά το διάστημα 1904-1908, για τη διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας και την ανεξαρτησία τους. Ένας αγώνας που από εθνική άποψη πρέπει να θεωρείται ο δεύτερος σημαντικός σταθμός, μετά την επανάσταση του ’21.
Αυτός ωστόσο ο «ηρωικός αγώνας» υπάρχει μόνο στα βιβλία των ελλήνων ιστορικών. Ο πραγματικός ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας, όπως πρέπει να λέγεται, είναι η συστηματική προσπάθεια που κατέβαλε το ελληνικό κράτος στις αρχές του αιώνα, για να χτυπήσει το εθνικό - δημοκρατικό αυτονομιστικό κίνημα των Μακεδόνων.
Στον αγώνα αυτόν, το ελληνικό κράτος και εθνικιστικό παρακράτος, συμμάχησε με το οθωμανικό κατεστημένο της εποχής. Λεφτά και όπλα διετέθησαν άφθονα, για τη συγκρότηση και αποστολή ένοπλων μισθοφορικών ομάδων σε μη κατοικούμενα από Έλληνες μακεδονικά εδάφη, για να τρομοκρατήσουν το μακεδονικό πληθυσμό και να ανακόψουν τη διαδικασία της μακεδονικής εθνογένεσης.
Οι ελληνικές μισθοφορικές ομάδες, υπό την ηγεσία ελλήνων αξιωματικών και υπαξιωματικών, έσφαξαν, βίασαν και πλιατσικολόγησαν. Έσπειραν τη φρίκη και το θάνατο στα μακεδόνικα χωριά και προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να εμποδίσουν την ανάπτυξη της εθνικής μακεδονικής ιδεολογίας και τον δημοκρατικό - αυτονομιστικό αγώνα των Μακεδόνων.6
Στις σελίδες που ακολουθούν, με βάση τα δημοσιευμένα απομνημονεύματα και ημερολόγια των ελλήνων «μακεδονομάχων», καθώς επίσης και ένα πλήθος από ελληνικά ανέκδοτα ιστορικά ντοκουμέντα, παρουσιάζεται για πρώτη φορά η αντιμακεδονική φύση αυτού του αγώνα.
Στην ουσία πρόκειται για ένα ταξίδι επιστροφής, από το μύθο στην ιστορία.
Οι δέκα κρητικοί μισθοφόροι του Καραβαγγέλη7
Μάιος 1903. Ο Παύλος Μελάς παίρνει επιστολή του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, με την οποία του ζητάει την αποστολή μιας ομάδας ελλήνων μισθοφόρων, για να χτυπήσει τα εξαρχικά χωριά της περιοχής του. Ο Μελάς απευθύνεται για βοήθεια στον ανθυπολοχαγό και φίλο του σφακιανό Γιώργο Τσόντο (μετέπειτα καπετάν Βάρδα).
Ο Τσόντος στρατολογεί για τον Καραβαγγέλη δέκα γνωστούς του σφακιανούς: Ευθ. Καούδη, Γ. Περάκη ή Πέρο, Γ. Δικώνυμο (Μακρή), Λ. Βρανά, Γ. Ζουρίδη, Ε. Μπονάτο, Γ. Στρατινάκη, M. Καντουνάτο, Ν. Λουκάκη και Γ. Σεϊμένη. Την οικονομική δαπάνη αναλαμβάνει κυρίως η κόμισσα Λουΐζα Ριανκούρ, που δίνει για το λόγο αυτό τρεις χιλιάδες δραχμές.
Τους δέκα Κρητικούς μεταφέρει μυστικά ο ανθυπολοχαγός της χαρτογραφικής υπηρεσίας Κ. Μαζαράκης Αινιάν μέχρι την Καλαμπάκα. Από εκεί με τη βοήθεια των υπολοχαγού Βλαχογιάννη, γιατρού Ράμου, ενωμοτάρχη Κουτρουβίδα και λοχαγού Οικονομίδη, οπλίζονται και στις 13 Ιουνίου, εφοδιασμένοι με πλαστά νουφούζια (ταυτότητες) περνούν κρυφά τα σύνορα.
Στις 21 Ιουνίου φτάνουν στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Τσιρίλοβου του καζά Καστοριάς, όπου τους περιμένει ο ηγούμενος, που ήταν άνθρωπος του Καραβαγγέλη.
Την άλλη μέρα έρχεται στο μοναστήρι ο Βαγγέλης Γεωργίου (ή Στρεμπενιώτης), με δεκαπέντε άντρες του, για να τους παραλάβει με εντολή του μητροπολίτη. Ο Βαγγέλης ήταν παλιότερα μέλος του ΒΜΡΟ αλλά εξαγοράστηκε από τον Καραβαγγέλη κι έγινε αρχηγός της σωματοφυλακής του (με άδεια των οθωμανικών αρχών να κυνηγάει τους κομίτες).
Οι 25 άντρες φτάνουν στις 26 (;) Ιουνίου στο Λέχοβο [Lehovo]8, πατρίδα του Ζήση Δημούλιου, ομαδάρχη του Βαγγέλη, που έχει κι αυτός οθωμανική άδεια να διατηρεί ένοπλους στο χωριό του.
Στις 29 Ιουνίου, παραμονή των Αγίων Αποστόλων, έρχεται στο Λέχοβο για να λειτουργήσει ο Καραβαγγέλης, συνοδευόμενος από στρατιωτικό απόσπασμα τριάντα Τουρκαλβανών. Επικεφαλής του αποσπάσματος είναι ο μπας τσαούς (επιλοχίας) Ρουστέμ Μπέης από το Λεσκοβίκι (που έχει τελειώσει γυμνάσιο στην Αθήνα) και βοηθός του ο τσαούς (λοχίας) Σαφχάτ (που έχει υπηρετήσει χωροφύλακας στην Κρήτη).
Τουρκαλβανοί στρατιώτες, γκραικομάνοι, αρβανίτες και κρητικοί μισθοφόροι, ενώνονται κάτω από τις διαταγές του Καραβαγγέλη. Όπως λέει ο τελευταίος στα απομνημονεύματα: «το βράδυ των Αγίων Αποστόλων έγινε μεγάλο γλέντι με ψητά και άφθονο κρασί. Οι άντρες της συνοδείας μέθυσαν κι άρχισαν να φιλιούνται αναμεταξύ τους».9
Από το Λέχοβο, 50 - 55 άντρες όλοι μαζί, περνούν από το Σρέμπρενο [Srebreno]10, το χωριό του Βαγγέλη, τη Νέβεσκα και καταλήγουν στον πρώτο στόχο της περιοδείας του μητροπολίτη, το Ζέλενιτς.
Οι μακεδόνες κάτοικοι του Ζέλενιτς είχαν προσχωρήσει από παλιά στην Εξαρχία. Όπως γράφει ο Καραβαγγέλης, «εικοσιπέντε χρόνια δεν είχε μπει πατριαρχικός αρχιερεύς στο Ζέλενιτς, ένα χωριό από 350 οικογένειες […] Πατριαρχικός παπάς ήταν μόνο ένας, ο παπά Δημήτρης, που μαζί με δεκαπέντε οικογένειες και ιδίως τους Γραμμενόπουλους και τους συγγενείς τους έμενε πιστός στον Ελληνισμό”11. Οι λίγοι πατριαρχικοί χρησιμοποιούσαν μια μικρή εκκλησία στο νεκροταφείο.
Ο μητροπολίτης, με την ένοπλη συνοδεία του, μπαίνει με πυροβολισμούς στο χωριό και εγκαθίσταται στο σπίτι του παπά Δημήτρη. Φωνάζει το μουχτάρη (πρόεδρο) της κοινότητας και τους πρόκριτους και ζητά να του δώσουν τα κλειδιά της εξαρχικής εκκλησίας για να λειτουργήσει.
«Αφήστε τ’ αστεία, τους λέω, θα λειτουργήσω. Έχω στρατό. Παλικάρια ένα κι ένα. Όλο αξιωματικούς. Πέρασε ο καιρός που ξέρατε. Θα σας περάσω όλους στο μαχαίρι. Πέστε στους αρχηγούς σας Τσακαλάρωφ, Μήτρο Βλάχο, Καρσάκωφ, Κούζο και τους άλλους να κρυφτούν γιατί τέλειωσαν τα ψέματα. Δε γλυτώνετε». Οι πρόκριτοι αρνούνται να παραδώσουν τα κλειδιά. Σηκώνεται ο Καούδης κι αρπάζει το μουχτάρη. «Καθώς τον είχε καταγής με το τακούνι του, του έσπασε τα δόντια κι έτσι επιτέλους τα ’δωσε τα κλειδιά. Θα σας κάψουν το χωριό, τους έλεγα, δείχνοντας τους Κρητικούς».12
Για να γιορτάσουν τη «νίκη» τους πάνε στο μοναστήρι της Παναγίας, κάτω από τη Νέβεσκα. «Ο γούμενος - γράφει ο Καούδης - «μας είχεν πλούσιον τραπέζι και αφού εφάγαμε και ήπιαμε, εμεθύσαμε, αρχίσαμε το τραγούδι, ο Ρουστέμ Τσαούσης… έψαλε και τον [ελληνικό]εθνικόν ύμνον».
Μετά ξεκινούν για το χωριό Άιτος [Ajtos]13, όπου ο Καραβαγγέλης λειτουργεί κι εδώ με τη βία. Πριν φύγει από τον Άιτο, παίρνει γράμμα ενός Βλάχου από τη Νέβεσκα. Αυτός ήταν οργανωμένος στο ΒΜΡΟ αλλά ταυτόχρονα και πράκτορας του μητροπολίτη (για δυο λίρες το μήνα). Με το γράμμα, πληροφορεί το δεσπότη για τις κινήσεις της επαναστατικής τσέτας του Αλέξη Τουρούντζια, από το Έξι Σου.
Έχοντας αυτή την πληροφορία, οι συνοδοί του Καραβαγγέλη στήνουν ενέδρα μεταξύ Νεγκόβανης [Negovani]14 και Ντόλνο Κότορι [Dolno Kotori]15, τα μεσάνυχτα 10 προς 11 Ιουλίου.
Γράφει ο Γ. Δικώνυμος (Μακρής) σχετικά: «Ήταν καμιά εικοσαριά. Ο τελευταίος τραβούσε ένα μεγάλο κλαδί οξιάς για να σβήνει τ’ αχνάρια πάνω στο δρόμο, τους ρίξαμε και πέσαν αμέσως έξι. Οι άλλοι ετράπησαν εις φυγήν και μόνο έναν πληγωμένο επιάσαμε ζωντανό».16
Για το περιστατικό, ο αυστριακός πρόξενος Μοναστηρίου Α. Κral, σημειώνει πως η ομάδα του Βαγγέλη «επιτέθηκε μαζί με το στρατό στη Νεγκοβάνη κατά του καπετάν Αλέξη από το Έξι Σου και του προξένησαν απώλεια πέντε ανδρών. Ένας επαναστάτης που τραυματίστηκε στο πόδι από σφαίρα Gras [άρα όχι από όπλο του οθωμανικού στρατού] μεταφέρθηκε εδώ. Οι στρατιώτες είχαν δύο νεκρούς».17
Ο Καραβαγγέλης δίνει πληροφορίες για τρεις αιχμαλώτους. «Ο ένας ήταν αγγελιοφόρος και οι άλλοι δύο τροφοδότες του Αλέξη. Αυτούς τους πήραμε μαζί μας και γυρίσαμε στο μοναστήρι του Αϊτοζίου, όπου ο ηγούμενος έσφαξε κι έψησε αρνιά κι έφαγαν κι ήπιαν τα παλληκάρια κι έκαναν κέφι.» Κατά τη διάρκεια του γλεντιού, συνεχίζει, τους τρεις επαναστάτες«τους είχαμε δέσει σε δέντρα. Από κει τους έστειλα στη Φλώρινα στις φυλακές ως δολοφόνους κι εγώ με τη συνοδεία μου τράβηξα στο Νεγκοβάνι».
Απ’ ότι λοιπόν φαίνεται, μια και στις φυλακές έφτασε μόνο ένας αντάρτης, τους άλλους δύο τους χάλασαν στο δρόμο.
Στη Νεγκόβανη, ο μητροπολίτης συναντά το ληστή Νικόλα και την ένοπλη μισθοφορική ομάδα του και τους δωροδοκεί για να τρομοκρατούν τους εξαρχικούς της περιοχής:«διοργάνωσα ένα σώμα από ντόπιους με αρχηγό τον Νικόλα, αρχαίο αγωνιστή κλέφτη. Έδωσα σ’ αυτόν ένα σπαθί αξιωματικού, που το είχα αγοράσει στο Μοναστήρι, και όπλα για τα παιδιά του».18
Στη Νεγκόβανη σταματά η περιοδεία του Καραβαγγέλη. Αυτός επιστρέφει στην Καστοριά με τους Τουρκαλβανούς και οι Κρητικοί ακολουθούν την ομάδα του Βαγγέλη και λημεριάζουν στο Σρέμπρενο.
Στις 20 Ιουλίου, γιορτή του Προφήτη Ηλία, ξεσπάει η επανάσταση του ΄Ιλιντεν, ενώ βρίσκονται στο Λέχοβο. Φοβισμένοι οι άντρες του Βαγγέλη και οι Κρητικοί φεύγουν αμέσως για την πόλη της Καστοριάς. Στο δρόμο συναντούν μια ομάδα επαναστατημένων χωρικών που ’χε πάρει τα βουνά. «Σκοτώσαμε πέντε και πιάσαμε κι ένα ζωντανό, που τον αποκεφαλίσαμε αμέσως επί τόπου», θυμάται στα απομνημονεύματά του ο Μακρής.19
Τελικά βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο στη μητρόπολη Καστοριάς. «Μέσα στη μητρόπολη - γράφει ο Καραβαγγέλης - «είχα τους εννέα Κρητικούς και τον Βαγγέλη με τα δεκαπέντε παιδιά του, 25 όλους μαζί. “Καθήστε εδώ” τους είπα “μα καθήστε φρόνιμα”. Αυτοί που να ησυχάσουν. Όλη μέρα παίζαν, πάλευαν, φώναζαν, χτυπιώνταν»20. Συμπληρώνει δε ο Μακρής: «Στη μητρόπολι μείναμε 15 έως 20 ημέρες. Εκεί μέσα ήρχονταν πολλοί Τούρκοι αξιωματικοί και μας επισκεφτόντουσαν».21
Μια τουλάχιστο φορά, οι Κρητικοί βγαίνουν μαζί με τον οθωμανικό στρατό για να χτυπήσουν τους μακεδόνες επαναστάτες στο εξαρχικό χωριό Κόσινετς. Όπως έγραψαν οι ίδιοι λίγο αργότερα, στις 25 Αυγούστου από το Βόλο, στο Γιώργο Τσόντο, «επακολουθήσαμε την εκστράτευσιν του στρατού εις Κωστενέτσι και ετέθημεν μπροσθοφυλακή».22 Εκείνη τη μέρα έμειναν όρθια στο χωριό 8 μόνο σπίτια από τα 200, σκοτώθηκαν δε 14 χωρικοί που δεν πρόλαβαν να φύγουν στο βουνό.
Αυτό είναι το τελευταίο «κατόρθωμα» των πρώτων ελλήνων «μακεδονομάχων» πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα. Τα έργα και οι ημέρες τους, είναι μια πρόγευση για το τι θα επακολουθήσει.
Στην Αθήνα γυρίζουν όμως μόνο εννιά. Ένας, ο Γιώργος Σεϊμένης σκοτώνεται στη Μακεδονία. Αυτός ήταν «ο πρώτος αντάρτης μάρτυς του Μακεδονικού Αγώνος», θα γράψει ο Καραβίτης23 και θα επαναλάβουν πολλοί έλληνες συγγραφείς. Για την «εκδίκηση του Σεϊμένη»,θα λένε τα επόμενα χρόνια, σφάζοντας τους μακεδόνες χωρικούς, οι συμπατριώτες του μισθοφόροι Κρητικοί.
Τι έγινε όμως στ’ αλήθεια; Ο Γιώργος Σεϊμένης, στις 20 Ιουλίου που ξεσπάει η επανάσταση, δεν ακολουθεί τους Κρητικούς στην Καστοριά, αλλά μένει στο Λέχοβο. Οι συμπατριώτες του διέδωσαν αργότερα, για να δικαιολογήσουν την πράξη του, ότι αρρώστησε, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει, τον βρήκαν οι επαναστάτες και τον έσφαξαν. Ο Μόδης όμως, που ήξερε καλά πρόσωπα και πράγματα, δίνει την εξής αποκαλυπτική πληροφορία: «Μια μέρα ο Γ. Σεϊμένης εξαφανίστηκε. Όπως μου είπε ο Καούδης, πήγε κρυφά στους κομιτατζήδες να πολεμήση στο πλευρό τους εναντίον των Τούρκων».24
Η δεύτερη σημαντική είδηση για το θάνατο του Σεϊμένη, υπάρχει σε μια επιστολή, με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1903, του Γ. Περάκη ή Πέρου προς το Γ. Τσόντο: «Διά τον φόνον του Σεϊμένη θέλετε μάθη λεπτομερώς εις πρώτην μας συνάντησιν. Εφονεύθη δε εις την μάχην της Κλεισούρας».25
Αν συνθέσουμε τις δύο αυτές πληροφορίες, ο Σεϊμένης δεν σκοτώθηκε στο Λέχοβο αλλά συναντάει τους επαναστάτες για να ενταχθεί στις γραμμές τους. Η συνάντηση αυτή γίνεται στην περιοχή Λεχόβου στις 21 Ιουλίου με το σώμα των Τσακαλάρωφ - Ποπώφ.26
Ο Σεϊμένης ακολουθεί τους επαναστάτες και σκοτώνεται δύο μέρες αργότερα στην επίθεση για την κατάληψη της Κλεισούρας, που για ειρωνεία της τύχης, υπερασπίζεται μαζί με την οθωμανική φρουρά της, ο πριν λίγες μέρες αρχηγός του Σεϊμένη, Βαγγέλης, και οι μισθοφόροι του.
Η αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών27
Η δεύτερη χρονολογικά ελληνική ένοπλη ομάδα που πήρε μέρος στον αντιμακεδονικό αγώνα, μετά τους δέκα Κρητικούς, ήταν εκείνη που έμεινε στην ελληνική ιστορία σαν αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών. Πριν μιλήσουμε για τα πρόσωπα που την αποτέλεσαν και την ανιχνευτική δράση της ομάδας αυτής στη δυτική Μακεδονία, ας δούμε πρώτα το κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα εκείνη την εποχή.
Η μαζική συμμετοχή του χριστιανικού αγροτικού πληθυσμού της δυτικής Μακεδονίας στην αντικαθεστωτική - αυτονομιστική επανάσταση του Ίλιντεν, ξάφνιασε τους έλληνες πολιτικούς. Οι ανεξέλεγκτες εξελίξεις στα ευρωπαϊκά εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας προβλημάτισαν, ίσως για πρώτη φορά, σοβαρά την ελληνική κυβέρνηση. Η ελληνική πολιτική ηγεσία έπρεπε να πάρει αποφάσεις στρατηγικού και τακτικού χαρακτήρα στο μακεδονικό ζήτημα, κι όμως εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις αγνοούσε τα μακεδονικά πράγματα.
Ο Περικλής Αργυρόπουλος στα απομνημονεύματά του, αναφέρει ένα κορυφαίο σχετικό παράδειγμα αυτής της άγνοιας: Ένας από τους δύο άνδρες που εναλλασσόταν αυτά τα χρόνια στην προεδρία της κυβέρνησης, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ήταν τόσο άσχετος με τη γεωγραφία της Μακεδονίας, που έκανε τη φοβερή γκάφα να ρωτήσει τάχα με ενδιαφέρον έναν έμπορο από τις Σέρρες, «εάν η κίνησις του λιμένος Σερρών ήτο μεγάλη». Φυσικά το γεγονός μαθεύτηκε στην ανατολική Μακεδονία και ο Δηλιγιάννης έγινε ρεζίλι. Ακόμα και στη Δράμα, γι’ αυτό το λόγο, ο έλληνας πρωθυπουργός «μισείται απ’ όλους», σύμφωνα με τον Αργυρόπουλο.28
Οι εθνικιστικοί κύκλοι της εποχής (Μελάδες, Δραγούμηδες, αδελφοί Πολίτου, Ρακτιβάν, Λάμπρος, Λαμπίρης, Δέλλιος, Μαύρος, Μάτεσης, Βαρατάσης) πίεζαν για εμπλοκή της Ελλάδος στο μακεδονικό με μυστική αποστολή ένοπλων μισθοφορικών σωμάτων που θα χτυπούσαν και θα τρομοκρατούσαν τους εξαρχικούς και ρουμανίζοντες πληθυσμούς.
Η πολιτική αυτή συναντούσε ωστόσο ισχυρά αντεπιχειρήματα. Περισσότερο ρεαλιστές πολιτικοί υποστήριζαν ότι οι Έλληνες δεν πρέπει να ξεχνούν την ήττα του 1897. Κι αν παρ’ όλα αυτά έπρεπε κάπου να δώσουν σημασία, ήταν στους αγώνες των Ελλήνων της Κρήτης κι όχι στη Μακεδονία, που ήταν σε μεγάλο βαθμό άγνωστη γη.
Απελπισμένος ο έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Ευγενειάδης, εκμυστηρευόταν στον Π. Αργυρόπουλο: «Να σχηματίσωμεν σώματα εις την Ελλάδα είναι ανωφελές, διότι οι Παλαιοελλαδίται δεν γνωρίζουν τον τόπο. Να τα σχηματίσωμεν με εντοπίους; δεν είναι κατάλληλοι διά ένοπλον αγώνα. Οι πιο θαρραλέοι είναι απογοητευμένοι. Βλέπετε ότι δεν υπάρχει υλικόν, ούτε έδαφος προς δράσιν».29
Όπως γράφει δε ο Αλέξανδρος Κοντούλης, στις ανέκδοτες αναμνήσεις του για τα συγκεκριμένα γεγονότα, ο τότε πρόεδρος της κυβέρνησης Γεώργιος Θεοτόκης «δεν επίστευεν εις τίποτε, φρονών ότι όσοι εργαζόμεθα επί του εθνικού εκείνου εδάφους [:της Μακεδονίας]ήμεθα τρελλοί».30
Η συνεχής πίεση των εθνικιστών οδήγησε τελικά το Θεοτόκη στην απόφαση συγκρότησης μιας ένοπλης ομάδας υπό την ηγεσία ελλήνων αξιωματικών. Αποστολή της ομάδας ήταν η μυστική περιοδεία στη δυτική Μακεδονία, στα μέρη που είχε ξεσπάσει τον Ιούλιο του 1903 η επανάσταση του Ίλιντεν και η επί τόπου μελέτη της κατάστασης, για τη σύναξη των αναγκαίων πληροφοριών προς λήψη αποφάσεων. Πετύχαμε έτσι, σημειώνει ο Κοντούλης, «ενοχλούντες διηνεκώς και καταλλήλως τον Θεοτόκη να θελήση ν’ απαλλαγή ημών, οίτινες τω εγενόμεθα ως εκ τούτου πάρα πολύ φορτικοί».
Με εντολή του υπουργού Εξωτερικών Ρωμάνου, αρχηγός της αποστολής ανέλαβε ο λοχαγός Αλέξανδρος Κοντούλης, ο οποίος είχε και την ευθύνη επάνδρωσης του σώματος. Ο Κοντούλης διάλεξε να πάρει μαζί του τους αξιωματικούς Αναστάσιο Παπούλα, Γεώργιο Κολοκοτρώνη και Παύλο Μελά.31
Εδώ αρχίζουν οι πρώτες διχογνωμίες. Ο Ρωμάνος θεωρεί τον ανθυπολοχαγό Μελά φανατικό, που μπορεί να παρασύρει τους άλλους «σε παρακεκινδευμένα πράγματα». Ο Μελάς δεν θέλει το λοχαγό Παπούλα, επειδή είναι αρχαιότερος του Κοντούλη και ίσως διεκδικήσει την ηγεσία. Ο Μελάς πιστεύει επίσης πως ο υπολοχαγός Κολοκοτρώνης «είναι γελοίος και επιζήμιος». Αλλά και ο Κοντούλης δεν έχει καλή γνώμη για τον Κολοκοτρώνη. Θεωρεί αυτόν«ως μηδεμίαν αξίαν έχοντα», αλλά ότι τον βάζουν στην αποστολή λόγω του ενδόξου ονόματος που έχει, ως απόγονος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης πάλι βάζει στην αρχή μέσον, τον επιτελάρχη Σαπουντζάκη, για να αποφύγει την αποστολή, μη και «στεναχωρηθή πολύ η μήτηρ του κα Μαρίκα», αλλά τελικά ανακαλεί και ζητάει συγγνώμη απ’ τον Κοντούλη.
Η αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών ήταν απόρρητο μυστικό του υπουργείου Εξωτερικών και του Γενικού Επιτελείου. Δόθηκαν εικονικές άδειες από την υπηρεσία τους (του Μελά λόγου χάρη, για υποθέσεις του στη Τζια) και ψεύτικα νουφούζια (ταυτότητες). Τα νέα τους ονόματα ήταν: Σκούρτης του Κοντούλη, Τάσος του Παπούλα, Πάνος του Κολοκοτρώνη και Ζέζας του Μελά. Οι τέσσερις αξιωματικοί πήραν μαζί τους αντίστοιχα από ένα «συνοδό – βοηθό» (ψυχογιό - ορντινάντσα), τους Ε. Καούδη, Απ. Τράγα, Γ. Δικώνυμο και Γ. Περάκη.
Ο «από μηχανής θεός», κατά την έκφραση του Κοντούλη, που οδηγούσε τους αξιωματικούς στην άγνωστη για αυτούς Μακεδονία, ήταν ο Μακεδόνας οπλαρχηγός Κώτας, πρώην μέλος του βμρο που είχε εξαγοραστεί από το μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη, για δέκα λίρες το μήνα (συν δύο για κάθε οπαδό του). Ο Κώτας είχε δώσει ομήρους τα δυο παιδιά του, που τα κρατούσαν εσωτερικά στο Λύκειο του εθνικιστή Δέλλιου (ειδικευμένος σε τέτοιες δουλειές). Εκείνες τις μέρες είχε έρθει να δει στην Αθήνα τους γιους του και ανέλαβε να οδηγήσει το σώμα στην περιοχή του, στα Κορέστια της Καστοριάς.
Τον Κώτα ακολουθεί ο ψυχογιός του Σίμος Ιωάννης Γκράτσης από το Άρμενσκο, ο Ηλίας Μήτρου Γκαντούσης ή Σιδέρης από το Ζέλεβο, ο Βασίλης Κόλε Ράμπωφ ή Ράμος από την Όστιμα. Το σώμα δε συμπλήρωναν ο Παύλος Κύρου από το Ζέλεβο (ως κοινός φροντιστής - διερμηνέας) και δύο ακόμα νέοι, γνωστοί του Πύρζα.
Πριν αναχωρήσει το σώμα, οι τέσσερις αξιωματικοί, επισκέφτηκαν μετά από πρόσκληση το διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο, που τους μίλησε για τη σπουδαιότητα της αποστολής τους.
Στις 29/2/1904, όλη η ομάδα βρίσκεται στα ελληνοτουρκικά σύνορα, στο χωριό Βελεμίστι, όπου κι αρχίζει η προσπάθειά της να περάσει τα σύνορα. Το βράδι της 29/2 προς 1/3, αρχίζει η πορεία προς το σταθμό της Ασπροκλησιάς, με οδηγό «έναν ηλίθιο λοχία», σύμφωνα με τα λόγια του Μελά, που δεν μπορούσε να βρει τον προορισμό του. Η πορεία γίνεται μέσα σε δάση βελανιδιάς, με απότομες ανηφόρες και κατηφόρες και συχνές πτώσεις ανδρών. Οι άνδρες παρουσιάζουν μια κωμική εικόνα, η οποία μοιάζει με οτιδήποτε άλλο παρά με σώμα ανταρτών.
Γράφει για τη φοβερή αυτή πορεία ο Παύλος Μελάς στη γυναίκα του Ναταλία: […]«αίφνης χάνω τον Κολοκοτρώνη από εμπρός μου. Έπεσε εις ένα χανδάκι αρκετά βαθύ. Τον βλέπω αγωνιζόμενον κωμικώτατα υπό το αδιάβροχον και το φορτίον του να σηκωθή. Δε βαστώ εις τα γέλια, αλλ’ αίφνης χάνω την ισορροπίαν μου και πέφτω και εγώ μέσα […] αίφνης πέφτει και ο καπετάν Σκούρτης (Κοντούλης) από ένα μικρόν κρημνόν και μένει κρεμασμένος από το ένα πόδι».32
Μια βδομάδα θα χρειαστεί για να περάσει τα σύνορα, το ελληνικό σώμα! Έξω από τα επιτελικά γραφεία τους, οι αξιωματικοί είναι όπως το ψάρι στη στεριά. Το άγχος για τα χάλια που παρουσιάζουν κάνει το Μελά να γράψει στις 8/3/1904 στη Ναταλία: «[…] έπρεπε να δείξωμεν και εις τους άνδρας μας και εις τους μεθ’ ημών Μακεδόνας, ότι δεν είμεθα καπεταναίοι του γλυκού νερού».33
Για του λόγου το ψευδές, δυο μέρες μετά, ο Μελάς διηγείται το νέο πάθημα του υπολοχαγού Κολοκοτρώνη, κατά την προσπάθειά του να περάσει το Βενέτικο Ποταμό: «[…]ακούω τον Κολοκοτρώνη να με φωνάζει. Γυρίζω και βλέπω τον καημένον τον Γώγο - Πάνον (όπως αυτοκαλείται) φαρδύν πλατύν μέσα εις τον ποταμόν και από πάνω του το άλογον […] ένα χέρι του και ένα πόδι ευρίσκοντο υπό το άλογο. Του ήτο επομένως αδύνατον να βοηθηθή μόνος του. Το κεφάλι του μόνον εξείχεν ακόμη από το νερό. Η όψις του ήτο ψύχραιμη, όπως πάντοτε, τόσον όμως ήτο το σύνολον του κωμικόν, ώστε δεν ημπόρεσα να κρατήσω τα γέλια πριν τον βοηθήσω».34
Το ελληνικό σώμα μπαίνει στις 13 Μαρτίου στον καζά Καστοριάς και λημεριάζει στο βουνό έξω από το Μπογκάτσκο, στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Στις 15/4 βρίσκεται στη μονή του Αγίου Νικολάου Τσιρίλοβου και το βράδι 15 προς 16 αρχίζει το, κατά Κοντούλη,«επικίνδυνον έργον της περιοδείας ανά την περιφέρειαν Κορεστίων».35
Πρώτος σταθμός τη νύκτα εκείνη, είναι το νεκροταφείο του μακεδόνικου χωριού Σεστέοβο, όπου συναντούν τη χήρα του Γιανάκου Στάνσκου (πρώην οπαδού του Κώτα που σκότωσαν οι αυτονομιστές). Εδώ οι έλληνες αξιωματικοί προσπαθούν να δείξουν ένα καλό πρόσωπο και μοιράζουν χρήμα στους φτωχούς αγρότες. Δίνουν δυο λίρες στη χήρα, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη. «Φαντάσου», γράφει με έκπληξη το πλουσιόπαιδο ο Μελάς, «ότι κανείς εδώ δεν έχει λίρα να χαλάση».36
Στη συνέχεια περνούν απ’ το κατεστραμμένο μακεδονικό χωριό Τσερνόβιστα, που κάηκε στο Ίλιντεν «καθ’ ολοκληρίαν από τους Τούρκους», και φτάνουν τα ξημερώματα στο Γκάμπρες.
Στο Γκάμπρες [Gabreš]37, οι Κολοκοτρώνης και Μελάς συνεχίζουν να μοιράζουν χρήματα: ένα χρυσό Πεντόφραγκο και δυο μετζίτια. Ο Μελάς συνειδητοποιεί πως «οι γυναίκες δεν γνωρίζουν λέξιν ελληνικά», γι’ αυτό και τους καλησπερίζουν λέγοντας ´ντόμπρο βέτσερ».38
Το απόγευμα οι αξιωματικοί μαζεύουν δώδεκα προύχοντες κι αρχίζουν να τους βγάζουν διαδοχικά λόγους. Ο φλωρινιώτης Λάκης Πύρζας κάνει το διερμηνέα. Ο Κώτας, σύμφωνα πάντα με το Μελά, «ζωηρότατα, ευγλωττότατα και πειστικώτατα […] ωμίλησε μακεδονικά».39
Στις 17 Μαρτίου βρίσκονται όλοι στο χωριό του Κώτα, τη Ρούλια [Rulja]40. Τους υποδέχονται οι δέκα ένοπλοι του Κώτα κι ο υπαρχηγός Στογιάνης. Ο Μελάς καταλαβαίνει ότι κι εδώ, «καμία γυναίκα δεν ομιλεί ελληνικά». Ο δάσκαλος στο σχολείο βάζει, για να ευχαριστήσει τους αξιωματικούς, τα παιδιά να πουν ένα ελληνικό τραγούδι, αλλά «δεν εννοήσαμε - συνεχίζει ο Μελάς - αν η γλώσσα ήτον μακεδονική ή η ελληνική».41
Ο Λάκης Πύρζας, στο λογοκριμένα δημοσιευμένο (από το γαμπρό του Παπασταμάτη) ημερολόγιο, εξομολογείται πως, όσο έλειπε ο Κώτας στην Αθήνα, η ομάδα του είχε ληστέψει έναν Εβραίο της Καστοριάς και οι «αξιωματικοί εξέφρασαν την δυσαρέσκειάν των διά το συμβάν του Εβραίου».42 Σημειώνει επίσης ότι «επειδή οι αξιωματικοί δεν ηδύναντο να συνεννοούνται με τους χωρικούς εγώ χρησίμεβα και ως διερμηνεύς».43
Ο Μελάς σημειώνει πως και στη Ρούλια μοιράζουνε χρήμα. Ο Κοντούλης, που επισκέπτεται το σπίτι ενός αγρότη, τραυματισμένου από ατύχημα, «άφηκε τρία μετζίτια […]ποσόν κολοσσιαίον διά τους χωρικούς».44 Ο Μελάς εξηγεί στους συγκεντρωμένους κατοίκους την ελληνική θέση ως προς την οθωμανική αυτοκρατορία και τον αγώνα των επαναστατών:«Λέγομεν ότι δεν θέλομεν επανάστασιν».45
Το Σάββατο 20 Μαρτίου, το ελληνικό σώμα βρίσκεται στην Όστιμα [Oštima]46. Ο Μελάς προσπαθεί να μάθει λίγα μακεδόνικα, για να μιλήσει στους κατοίκους και να τους δωροδοκήσει:«Έμαθα, γράφει, και ολίγας μακεδονικάς λέξεις, που λέγω εις τας γυναίκας και μητέρας προ πάντων […] μια πενταρούλα εδώ, ένα σεκέρι εκεί, ένας καλός λόγος, ένα φιλάκι στα παιδιά, προσελκύουν αμέσως τους γονείς».47
Από την Όστιμα, ο Μελάς γράφει με δέος για τον επαναστάτη Γιάγκωφ από το χωριό Ζαγκορίτσανη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μελά, ο Γιάγκωφ έχει «φαρμακώσει» τη συνείδηση των κατοίκων της περιοχής με τη διδασκαλία ότι οι Μακεδόνες «αποτελούν ένα σύνολον χωριστόν από όλα τα άλλα έθνη».48
Επόμενος σταθμός τους, στις 21/3, είναι το Ζέλεβο [Želevo]49, προπύργιο των πατριαρχικών στη ζώνη Πρέσπας - Κορεστίων. Στο Ζέλεβο το σώμα χωρίζεται. Μια ομάδα με τον άρρωστο από κρυολόγημα Παπούλα και τον Κολοκοτρώνη μένει εκεί και μια δεύτερη με τους Κοντούλη, Μελά, Περάκη, Καούδη, Πύρζα, Κώτα και οκτώ άντρες του τελευταίου, φεύγουν το βράδι 21 προς 22/3 για το χωριό Όροβνικ [Orovnik]50, στη λίμνη Βερντόκ (Μικρή Πρέσπα).
Στο Όροβνικ, η ομάδα μένει δυο μέρες και συναντάει αγρότες των γύρω χωριών. Τη Μεγάλη Δευτέρα (22/3) φτάνει «ένας γέρος δραγάτης, βρώμικος, ελεεινός, μισότρελος, ρακένδυτος», πράκτορας του έλληνα υποπρόξενου στο Μοναστήρι Ίωνα Δραγούμη. Φέρνει στους αξιωματικούς την εξής κρυπτογραφική επιστολή: «Η τουρκική πρεσβεία, μαθούσα την παρουσίαν των κ.κ. Μελά και Κοντούλη εις τα πέριξ της Καστορίας, προέβη εις παραστάσεις. Όπως διασκεδασθώσιν αι υποψίαι των Τούρκων εκρίναμεν αναγκαίον να επιστρέψη προσωρινώς ο κ. Μελάς τουλάχιστον».51 Η ομάδα επιστρέφει στις 24/3 στο Ζέλεβο και τη Μεγάλη Πέμπτη (25/3) ο Μελάς φεύγει στα Μπίτολα, για να επιστρέψει, μέσω Θεσσαλονίκης, στην Ελλάδα.52
Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντική η μαρτυρία του Γ. Δικώνυμου (μετέπειτα καπετάν Μακρή). Μας πληροφορεί λοιπόν ότι πριν φύγει ο Μελάς έγινε στο Ζέλεβο συμβούλιο των αξιωματικών για να προτείνουν μέτρα στην ελληνική κυβέρνηση. Οι Κοντούλης και Μελάς είχαν βγάλει το συμπέρασμα ότι οι επαναστατικές τσέτες των Μακεδόνων και η Εξαρχία μπορούν να αντιμετωπισθούν με μισθοφορικές ομάδες που θα σχηματιστούν στη Μακεδονία. Αλλά οι Παπούλας και Κολοκοτρώνης δεν πίστευαν ότι οι ντόπιοι, έστω και με χρυσάφι, θα μπορούσαν να δουλέψουν ουσιαστικά για τα ελληνικά συμφέροντα. Αντίθετα υποστήριζαν αυτό που και έγινε τελικά τα επόμενα χρόνια, δηλαδή να «έρθουν σώματα ισχυρά από την Ελλάδα για να χτυπήσουν».53
Ο Μακρής δίνει όμως και μία ακόμα χαρακτηριστική πληροφορία. Η ομάδα του Κώτα διασπάστηκε εξ αιτίας της προσχώρησης του τελευταίου στην υπηρεσία του ελληνικού κράτους. Δέκα άντρες έφυγαν και πήγαν στο Μήτρο Βλάχο: «Οι άντρες του [Κώτα], που είχαν μείνει στη Μακεδονία, μόλις είδαν τους αξιωματικούς τον εγκαταλείψανε λέγοντας ότι αυτοί δεν μπορούν να εργαστούν μ’ Έλληνες».54
Οι αξιωματικοί (πλην του Μελά που αναχώρησε για την Ελλάδα) και οι συνοδοί τους φεύγουν από το Ζέλεβο στις 29/3, δεύτερη μέρα του Πάσχα. Με νυκτερινές πορείες, έχοντας ντόπιους αμειβόμενους οδηγούς, επισκέπτονται τα μακεδόνικα χωριά Νέρεντ [Nered]55, Λάγκινο [Lagino]56, Σρέμπρενο, και τα αρβανιτοχώρια Μπελκαμένη [Belkameni]57, Νεγκόβανη και Λέχοβο.
Στο Λέχοβο μένουν δέκα περίπου μέρες και γνωρίζουν από κοντά το στενό συνεργάτη του μητροπολίτη Καραβαγγέλη και των Οθωμανών καπετάν Βαγγέλη. Ο Λάκης Πύρζας θυμάται σχετικά: «Οι αξιωματικοί ωμίλησαν αρκετά με τον Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης τους είπεν ότι είναι πρόθυμος να τεθή υπό τας διαταγάς των αξιωματικών, δηλαδή ή να τους ακολουθήση ή να παραμείνη ως οδηγός των τουρκικών στρατευμάτων».58
Από το Λέχοβο μεταβαίνουν στο ελληνοχώρι Μπογκάτσκο όπου ο Κοντούλης συντάσσει την έκθεση προς την ελληνική κυβέρνηση, με τα συμπεράσματα των αξιωματικών από την περιοδεία τους στη δυτική Μακεδονία. Η έκθεση αυτή, με ημερομηνία 16/4/1904, παραμένει μέχρι σήμερα αδημοσίευτη. Αντίγραφό της βρίσκεται στο αρχείο του Στέφανου Δραγούμη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, από όπου αντιγράφουμε ορισμένα ενδιαφέροντα αποσπάσματα.59
Για τον προαναφερόμενο καπετάν Βαγγέλη, το «μακεδονομάχο ήρωα» των ελλήνων ιστορικών, διαβάζουμε πως «ούτος κατάδικος ων εν ταις φυλακαίς Χαλκίδος, απέδρασεν αυτών έχων να εκτίση υπόλοιπον ποινής δέκα ετών και ότι ηδυνήθη ως εκ της μετά του τουρκικού στρατού κοινοπραξίας του να γίνη γνωστός». Μαθαίνουμε επίσης πως οι αξιωματικοί του έκαναν πρόταση συνεργασίας με ελεύθερη επιλογή του να συνεχίσει αν θέλει τις σχέσεις του με τους Οθωμανούς, προς δε την κυβέρνηση γίνεται πρόταση να του δοθεί χάρη για το υπόλοιπο της ποινής του.
Για το παρελθόν του Κώτα μαθαίνουμε πως παλαιότερα που ήταν με τους επαναστάτες του ΒΜΡΟ «επολέμησε γενναίως κατά του τουρκικού στρατού, μη διακρίνων ορθόδοξους και σχισματικούς, βλέπων δε μίαν χριστιανικήν αδελφότητα και μίαν Μακεδονίαν». Μετά όμως την εξαγορά του από τον Καραβαγγέλη και την πρόσθετη μισθοδοσία του από τους έλληνες αξιωματικούς, με μηνιαίο μισθό «ουχί κατώτερον των δέκα οθωμανικών λιρών», αλλάζει γνώμη και υποστηρίζει ότι σημαντικότερο όλων είναι «η επαναφορά των σχισματικών εις την ορθοδοξίαν».
Λόγος στην έκθεση γίνεται ακόμα για το μακεδόνα επαναστάτη Γιάγκωφ, στον οποίο αναφέρεται κι ο Μελάς. Οι έλληνες αξιωματικοί ενημερώνουν την κυβέρνησή τους λοιπόν ότι ο Γιάγκωφ «αφήκε αρίστας εντυπώσεις, πάντες δε αναφέρουν το όνομα αυτού μετ’ ευλαβείας».Με τη διδασκαλία του καλλιεργούσε «Μακεδονικήν συνείδησιν ανεξάρτητον πάσης άλλης φυλής» και κατάφερε «να χαράξη εις τους Μακεδόνας τας γενικάς περί αυτονομίας ιδέας».
Σχετικά με τις δαπάνες των 45 περίπου ημερών της περιοδείας διαβάζουμε πως ξόδεψαν«το ποσόν των τετρακοσίων λιρών»! Έχουν όμως καβάντζα άλλες τριακόσιες για ώρα ανάγκης.
Άποψη των αξιωματικών είναι πως η οργάνωση του αγώνα κατά των εξαρχικών Μακεδόνων πρέπει να στηριχθεί κυρίως σε δυνάμεις πατριαρχικών μισθοφόρων. Όπλα, πυρομαχικά και λίρες στους προαναφερόμενους και επικουρικά ορισμένες επίλεκτες δυνάμεις από την Ελλάδα, είναι η τελική επίσημη πρόταση που υπογράφουν οι Κοντούλης, Παπούλας και Κολοκοτρώνης.
Ας ξαναδώσουμε όμως το λόγο στο Λάκη Πύρζα για να δούμε το άδοξο τέλος αυτής της αποστολής: «Προτού υπογράψουν την έκθεσιν ο Παπούλας και ο Πάνος [Κολοκοτρώνης], ο μεν πρώτος έγραψεν [κρυφά] γράμματα προς τον Σαπουντζάκην [επιτελάρχη] ότι δεν είναι δυνατόν εν Μακεδονία να γίνη εργασία, ότι παντού υπάρχουν προδόται κτλ. Επειδή ο Παπούλας δεν είναι δυνατός εις τον κάλαμον του διώρθωνεν τα λάθη ο Γ. Πάνος και πολλά του υπαγόρευεν. Ο δε Γ. Πάνος έγραψεν [κι αυτός κρυφά] γράμματα προς τον Λεβίδην τότε υπουργόν».60
Ο Πύρζας ήταν «γνώστης όλης αυτής της κωμωδίας», η οποία οδήγησε στην ανάκληση των αξιωματικών επειγόντως στην Αθήνα.61
Ο Κοντούλης σε μεταγενέστερες αναμνήσεις του (1926) που βρίσκονται στο αρχείο Στ. Δραγούμη,62 σημειώνει πως στις 8 Μαΐου που φτάνει στην Αθήνα, επισκέπτεται το γέροντα Στέφανο Δραγούμη, ο οποίος τον πληροφορεί «ότι εις των συντρόφων [αξιωματικών] έγραψεν εις Αθήνας ότι δεν υπάρχει χειρότερος λαός των Μακεδόνων, ότι ευρισκόμεθα μεταξύ προδοτών, ότι μας εδέχθησαν δυσμενέστατα κλπ. κλπ.» Ο Δραγούμης του έδειξε για να μην αμφιβάλλει αντίγραφο της επιστολής Κολοκοτρώνη που έφτασε μέσω Λεβίδη στον πρωθυπουργό Θεοτόκη. Του είπε επίσης πως άλλη παρόμοια επιστολή του Παπούλα έφτασε μέσω Σαπουντζάκη στο διάδοχο Κωνσταντίνο.
Στις 24 Μαΐου ο ίδιος ο Θεοτόκης έδειξε στον Κοντούλη την έκθεση «ην υπέβαλον αυτώ οι κ.κ. Παπούλας και Κολοκοτρώνης, καθ’ ην οι Μακεδόνες δεν θα εδέχοντο όπλα προς άμυναν κλπ.». Έγινε μάλιστα γνωστό πως οι δύο αξιωματικοί «υπέγραψαν την έκθεσιν του Κοντούλη εξ ανάγκης διά να μην μονομαχήσουν» εις ξένον έδαφος.63
Τελικά η μονομαχία που δεν έγινε στη Μακεδονία πραγματοποιείται στις 28 Μαΐου στην Αθήνα μεταξύ του Μελά και του Κολοκοτρώνη. Ο Μελάς λαμβάνει ικανοποίηση για την απόπειρα ««καταστροφής των εθνικών ονείρων του», πληγώνοντας τον Κολοκοτρώνη ελαφρά στο μηρό.
Η τραγική ειρωνεία είναι πως η άποψη των Παπούλα - Κολοκοτρώνη, που θεωρούσαν μάταιη κάθε απόπειρα στήριξης στους ντόπιους Μακεδόνες για τη διεξαγωγή του σχεδιαζόμενου ελληνικού αντιμακεδονικού αγώνα, έγινε τα επόμενα χρόνια η επίσημη πολιτική. Ο δε Παύλος Μελάς ήταν ο πρώτος που υλοποίησε το σχέδιο των αντιπάλων αξιωματικών, ότι δηλαδή ο αγώνας στη Μακεδονία για την επαναφορά των εξαρχικών στο Πατριαρχείο έπρεπε κατά κύριο λόγο να στηριχθεί σε σώματα σταλμένα από την Ελλάδα υπό την ηγεσία ελλήνων στρατιωτικών.64
Η σύλληψη του Κώτα 65
Τις τελευταίες μέρες της παραμονής των ελλήνων αξιωματικών στη Δυτική Μακεδονία, την άνοιξη του 1904, κι ενώ είχαν έρθει μεταξύ τους σε ρήξη λόγω των διαφορετικών εκτιμήσεών τους για το μέλλον του ελληνικού αντιμακεδονικού αγώνα και τις μορφές που αυτός έπρεπε να πάρει, άνοιγε το κεφάλαιο της προδοσίας του καπετάν Κότε ή Κώτα, της ιδιαίτερα αμφιλεγόμενης αυτής προσωπικότητας, που πότε ως μετανιωμένος ντόπιος λήσταρχος συνεργαζόμενος με τους μακεδόνες αυτονομιστές κι άλλοτε ως γκραικομάνος αρμαρτωλός μισθοφόρος, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό με τη δράση του τις εξελίξεις στην περιοχή των Κορεστίων, κατά το διάστημα πριν και μετά το Ίλιντεν.
Δεν υπάρχει έλληνας συγγραφέας που ασχολήθηκε με το λεγόμενο μακεδονικό αγώνα, ο οποίος δεν αφιέρωσε κάποιες σελίδες στο έργο του «σλαβόφωνου Έλληνα» και «μάρτυρα»Κώτα. Ελάχιστοι όμως κάνουν λόγο για τις σκοτεινές λεπτομέρειες της σύλληψής του από τους Οθωμανούς.
Είναι γνωστό πως τον Κώτα εξαγόρασε και συντήρησε, για δυόμισι σχεδόν χρόνια, ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης. Ο Καραβαγγέλης από το Μάϊο του 1902 θεωρούσε πως ο Κώτας ήταν «τυφλό όργανό» του.66 Ο Κώτας εξασφάλιζε τον έλεγχο των Κορεστίων, πίεζε όμως συνέχεια το μητροπολίτη για χρήματα προς συντήρηση της μισθοφορικής ομάδας του.67
Το ελληνικό προξενείο στο Μοναστήρι δεν είχε εμπιστοσύνη στον Κώτα, κάνοντας ωστόσο την ανάγκη φιλοτιμία, έδειχνε σ’ αυτόν φιλικές διαθέσεις.
Τα ελληνικά συμφέροντα ωθούσαν τον πρόξενο Πεζά σε ανοχή προς τους μισθοφόρους του Κώτα και ταυτόχρονα σε μυστική συνεργασία με τους Οθωμανούς.68 Ο Ίων Δραγούμης θεωρούσε τον Κώτα σχετικά καλό αλλά ελλείψει του απόλυτα καλού καπετάνιου, τον θεωρούσε σανίδα σωτηρίας κατά των απόλυτα κακών επαναστατών.69
Το τελευταίο κεφάλαιο της δράσης του Κώτα, αυτό που τελειώνει με τη σύλληψή του, αρχίζει στην περιοχή Μουρικίου νοτιοανατολικά της Καστοριάς, στα ελληνοχώρια Λόσνιτσα [Lošnica]70 και Μπογκάτσκο [Bogacko]71. Εκεί, στις 25 Απριλίου 1904, οι έλληνες αξιωματικοί δίνουν χρήματα στον Κώτα για να βρει ντόπιους μισθοφόρους και να εκτελέσει την υπόσχεσή του προς αυτούς, να εξοντώσει δηλαδή το Μήτρο Βλάχο και την τσέτα του.72 Ο Κώτας αναλαμβάνει αποστολή, την ίδια μέρα που ο Κοντούλης ενημερώνει το προξενείο Μοναστηρίου για τη «διαταραχή της σύμπνοιας» μεταξύ των ελλήνων αξιωματικών και ζητά την ανάκλησή του στην Αθήνα.73
Τον Κώτα με τους λίγους που του έχουν απομείνει (ήδη δεκαπέντε άτομα υπό την ηγεσία του Σφέικου τον έχουν εγκαταλείψει)74 και τους τρεις Κρητικούς (Καούδη, Δικώνυμο και Περάκη), οδηγεί στο Λέχοβο ο Χρίστος Αργυράκης.75 Από κει πηγαίνουν στο γειτονικό Σρέμπρενο και παίρνουν μαζί τους άντρες του Βαγγέλη, δίχως τον ίδιο που λείπει στα Μπίτολα. Όλοι μαζί τώρα, περίπου είκοσι πέντε άτομα, ακολουθώντας τη διαδρομή Α. προς Β. στις πλαγιές του όρους Βίτσι, κοντά στα χωριά Μπελκαμένη, Νέρεντ, περνούν δυτικά, στην περιοχή Κορεστίων και λημεριάζουν στο δάσος πάνω από τα χωριά Όστιμα και Τίρνοβο.76
Στις αρχές του Μάη η ομάδα του Κώτα μπαίνει στο μακεδόνικο χωριό Τίρνοβο [Tirnovo]77και δέρνει μέχρι θανάτου τον εξαρχικό δάσκαλο.78 Ο Μήτρος Βλάχος, που ηγείται μιας επαναστατικής μακεδονικής τσέτας σαράντα ενόπλων, στέλνει μήνυμα στον Κώτα και τον καλεί να συναντηθούν μόνοι, με «μπέσα για μπέσα».79 Η συνάντηση δεν είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί καθώς οι δυο άντρες είναι παλιοί φίλοι και επιπλέον αδελφοποιτοί (βλάμηδες). Σαν τόπος ορίζεται το μακεδόνικο χωριό Όστιμα. Ο Κώτας αφήνει την ομάδα του, που αγνοεί το γεγονός, έξω από το χωριό και εισέρχεται κάποια βραδιά του Μάη στην Όστιμα, για να συλλέξει τάχα πληροφορίες περί του Βλάχου. Παίρνει μαζί του μόνο τον ψυχογιό του Σίμο Στογιάν και πηγαίνει στο σπίτι όπου είναι το προκαθορισμένο ραντεβού.80 Ο Κώτας κουβεντιάζει για ώρες με το Μήτρο Βλάχο. Ο δεύτερος τον καλεί να σταματήσει την αντιμακεδονική δράση του και να επανέλθει στις τάξεις των επαναστατών. Του υπόσχεται να αναλάβει βοεβόδας των Πρεσπών. Ο Κώτας ζητάει και παίρνει προθεσμία απάντησης ως το Σεπτέμβριο.81 Γυρίζει (με το Σίμο) στην ομάδα και αντιμετωπίζει την οργή του Καούδη, για την πολύωρη καθυστέρηση επιστροφής. Κρατά όμως μυστική τη συνάντησή του με το Βλάχο.
Το επόμενο βράδι, βρίσκουν κατάλυμα στο μακεδόνικο χωριό Ρούλια, την πατρίδα του Κώτα. Οι Περάκης - Μακρής κατηγορούν ανοιχτά τον Κώτα, πως δεν κρατά την υπόσχεσή του στους έλληνες αξιωματικούς, να κυνηγήσει το Βλάχο. Ο Κώτας παρά τις δικαιολογίες και τιςγαλιφιές δεν καταφέρνει να τους αλλάξει τη γνώμη. Κατορθώνει όμως να πείσει τον τρίτο Κρητικό, το Θύμιο Καούδη, ο οποίος παίρνει το μέρος του ερχόμενος αντιμέτωπος με τους συμπατριώτες του. Οι Περάκης - Μακρής φεύγουν τελικά εξαγριωμένοι παίρνοντας μαζί τους και τους άντρες του Βαγγέλη. Το ίδιο βράδι πηγαίνουν στο Ζέλεβο, όπου βρίσκουν τον Παύλο Κύρου και του διηγούνται τα συμβάντα. Με οδηγό τον τελευταίο, φεύγουν από τα Κορέστια και μέσω Μπελκαμένης καταλήγουν στη μονή Αγ. Νικολάου Τσιρίλοβου, ανατολικά της Καστοριάς.82
Οι μισθοφόροι του Βαγγέλη επιστρέφοντας στα λημέρια τους μαθαίνουν τα κακά γι’ αυτούς μαντάτα, το θάνατο του αρχηγού τους. Ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, ο μισθοφόρος του Καραβαγγέλη και οδηγός των οθωμανικών στρατιωτικών αποσπασμάτων, γυρίζοντας απ’ το Μοναστήρι όπου είχε πάει για να αποφυλακίσει (με τη μεσολάβηση του βαλή) το Στέργιο Βολιώτη, πέφτει σε ενέδρα μακεδόνων ανταρτών του Αλέξη Τουρούντζεφ83 κοντά στο χωριό Λουμπέτινο [Lubetino]84. Ο Βαγγέλης και ο Στέργιος σκοτώνονται εκεί στις 13 Μαΐου.85
Στη Ρούλια απομένουν με τον Κώτα, οι άντρες του Σίμος Στογιάν, Δημήτρης Νταλίπης, Βασίλης Τσίλες και ο Καούδης. Κάποια μέρα, στα τέλη του Μάη, φτάνει στα Κορέστια από την Καστοριά ο γιος του Νταλίπη, μικρό παιδί, και μεταφέρει κρυφά86 στη μητέρα του ένα μήνυμα ζωής και θανάτου από το μητροπολίτη Καστοριάς. Εκείνη πηγαίνει στον άντρα της και έχει μαζί του και με το Σίμο μια μυστική συνομιλία.87
Τις αμέσως επόμενες μέρες οι Σίμος και Νταλίπης προειδοποιούν με τρόπο τον Καούδη να φύγει το γρηγορότερο γιατί υπάρχει κίνδυνος να τον δολοφονήσει ο Τσίλες. Ο Καούδης φεύγει στο Γκάμπρες και από ’κει ο αδελφός του Νταλίπη τον οδηγεί στη μονή Αγίου Νικολάου Σλίβενης.88
Πίσω στη Ρούλια, οι Σίμος - Νταλίπης ανακοινώνουν στον Κώτα την απόφασή τους να φύγουν προσωρινά και να πάνε στην Αθήνα. Ο Κώτας τους παίρνει τα όπλα κι αυτοί φεύγουν ντυμένοι με χωριάτικα ρούχα. Συναντούν τον Καούδη και μεταβαίνουν μαζί στο χωριό Κοσταράτζα [Kostaratža]89 όπου βρίσκουν τους Περάκη και Δικώνυμο. Εκεί οι τελευταίοι ακούν για πρώτη φορά από το Σίμο, τα όσα ειπώθηκαν στη συνάντηση Μήτρου Βλάχου - Κώτα.90
Στις 27 Μαΐου, ο έλληνας πρόξενος Μοναστηρίου λαμβάνει μια αινιγματική, σχεδόν ανεξήγητη επιστολή, απ’ τον Καραβαγγέλη σχετικά με τον Κώτα. Ο Καλλέργης έχει ζητήσει, μετά από εντολή του υπουργείου Εξωτερικών, να δώσει ο μητροπολίτης μέσω των πρακτόρων του και για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης, χρήματα στον Κώτα. Ο μητροπολίτης απαντά πως αρκετά έδωσε σ’ αυτόν επί δυόμισι χρόνια, πως τώρα ο Κώτας ζει απελπισμένος και δεν θέλει να εργασθεί, πως σκέφτεται να τον αντικαταστήσει με το Σίμο και πως τελικά ίσως χρειαστεί ακόμα και να πέσει «υπό την σπάθην».91
Ο Καλλέργης συλλέγει ειδήσεις προκειμένου να ερμηνεύσει τη μεταστροφή του Καραβαγγέλη κατά του Κώτα. Ο καστοριανός τραπεζίτης Τσάκαλης τον πληροφορεί ότι ο μητροπολίτης «μένεα πνέει εναντίον του Κώτε» γιατί ο τελευταίος «ευρίσκεται εις συνεννοήσεις»με τον Κωλέτη.92
Ο Κωλέτης είχε διατελέσει υποδιοικητής Καστοριάς και ήταν, όπως και ο Καραβαγγέλης, στέλεχος της οθωμανικής εξουσίας. Ο μητροπολίτης έμαθε την επικοινωνία Κώτα - Κωλέτη και πίστεψε ότι θα προδοθούν στους Οθωμανούς οι σχέσεις του με την ελληνική κυβέρνηση93, καθώς και τα της πρόσφατης αποστολής του σώματος των ελλήνων αξιωματικών. Για να αποδείξει τη σταθερή πίστη του στην Υψηλή Πύλη και να δικαιολογήσει τα τρία οθωμανικά παράσημα, που είχε λάβει εντός διετίας για την αντιμακεδονική δράση του, αποφασίζει να καταδώσει τον Κώτα. Ο Καραβαγγέλης ανακοινώνει στους Οθωμανούς ότι έχει πληροφορίες για το κρησφύγετό του και προσφέρεται να τους δώσει άνθρωπο της εμπιστοσύνης του που θα τους οδηγήσει στη σύλληψή του.
Ξημερώματα 9 Ιουνίου 1904, ο Κώτας κοιμάται στο σπίτι του στη Ρούλια. Μαζί του βρίσκεται ο Βασίλης Τσίλης (μόνος από τους παλιούς οπαδούς του) και δύο ακόμα άντρες, ο φυγόδικος για φόνο στην Κορυτσά Κώστας Μαλοβέσης και ο πισοδερίτης Λάζαρος Κίζας. Το οθωμανικό απόσπασμα που έρχεται από την Καστοριά σταλμένο από τον Καραβαγγέλη, τους πιάνει στον ύπνο. Οδηγός του αποσπάσματος είναι ο φίλος και συμπολεμιστής του Κώτα, ζελοβίτης Παύλος Κύρου!94
Ο Κώτας μεταφέρεται διαδοχικά στις φυλακές Καστοριάς, Κορυτσάς και Μοναστηρίου.95Ο Καραβαγγέλης του προτείνει να τον αποφυλακίσει με αντάλλαγμα να μπει στην υπηρεσία των Οθωμανών, σαν οδηγός (κολαούζος) των οθωμανικών αποσπασμάτων.96 Ο Κώτας αρνείται και οδηγείται τελικά στην κρεμάλα στις 27 Σεπτεμβρίου 1905.
Αυτή είναι η πραγματική ιστορία της σύλληψης του Κώτα που από τότε προσπαθούν να κρύψουν οι έλληνες ιστορικοί. Οι μισθοφόροι «μακεδονομάχοι» Σίμος, Νταλίπης και Κύρου, υπό την καθοδήγηση του μητροπολίτη Καστοριάς, πρόδωσαν τον Κώτα στους Οθωμανούς.
Πηγή: Δημήτρης Λιθοξόου, Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας. Από το Ίλιντεν στη Ζαγκορίτσανη (1903-1905), Μεγάλη Πορεία, Αθήνα 1988 (α΄ έκδοση), Μαπατάβια, Θεσσαλονίκη 2006 (β΄ έκδοση).
Αναδημοσιευμένο στο: lithoksou.net
Διαβάστε επίσης: Δημήτρης Λιθοξόου, «Η Επανάσταση του Ίλιντεν»
Σημειώσεις
1 Εισαγωγή στην έκδοση του 1998.
2 Το χαρακτηρισμό “αντιμακεδονικός αγώνας” διατύπωσα για πρώτη φορά στο κείμενο “Μία επέτειος, μακεδονικός ή αντιμακεδονικός αγώνας”, στο περιοδικό Зора, τεύχος 6 (Ιανουάριος 1995), σ. 11.
3 Παύλος Τσάμης, Μακεδονικός Αγών, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 436.
4 Απόστολος Βακαλόπουλος, Ο μακεδονικός αγώνας (1904 - 1908) ως κορυφαία φάση των αγώνων των Ελλήνων για τη Μακεδονία, στο Ο μακεδονικός αγώνας - συμπόσιο, ιμχα, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 18.
5 Βλ. ομιλία έναρξης, στο ίδιο, σ. ΧΙΙ.
6 Για την ανάπτυξη της εθνικής μακεδονικής ιδεολογίας βλέπε: Κρίστε Μισίρκωφ, Μακεδονικές Υποθέσεις, μετάφραση Δημήτρης Καραγιάννης, Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2003.
7 Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Зора (τεύχος 6, Ιανουάριος 1995, σ. 11-13).
8 Lehovo ή Elehovo ή Eleovo. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов και ο Brancoff δίνουν 750 χριστιανούς Αλβανούς και 90 Βλάχους κατοίκους. Το 1913 απογράφονται 1.691 άτομα. Το 1920, 324 οικογένειες - 1.172 άτομα, και το 1928, 1.292 άτομα. Το 1951 το χωριό αριθμεί 1.195 κατοίκους.
9 Γερμανός Καραβαγγέλης, Ο Μακεδονικός αγών – απομνημονεύματα, στο Αρχείο μακεδονικού αγώνα Πηνελόπης Δέλτα - Απομνημονεύματα, ιμχα, Θεσσαλονίκη, 1984, σ. 26.
10 Srebreno ή Srebreni ή Srebren. Πατριαρχικό μακεδονικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 560 κατοίκους και ο Brancoff 960. Μετά το 1908, πέρασαν στην Εξαρχία 25 οικογένειες [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 693 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 170 σλαβικά σπίτια. Το 1920 απογράφονται 586, και το 1928, 643 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 139 σλαβόφωνες οικογένειες, 79 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 909 σλαβόφωνους, 359 από τους οποίους χαρακτηρίζονται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 450 ελληνικής και 100 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 652 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Ασπρόγεια.
11 Καραβαγγέλης, σ. 27.
12 Καραβαγγέλης, σ. 27.
13 Ajtos. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 950 χριστιανούς Βούλγαρους και 60 Τσιγγάνους κατοίκους. Ο Brancoff δίνει 1.064 εξαρχικούς Βούλγαρους και 66 χριστιανούς Τσιγγάνους. Το χωριό έγινε εξαρχικό το 1897 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Μετά το 1908, πέρασαν στην Εξαρχία δύο οικογένειες [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 830 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 160 σλαβικά σπίτια. Το 1920 απογράφονται 785, και το 1928, 941 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 166 σλαβόφωνες οικογένειες, από τις οποίες 159 θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1.335 σλαβόφωνους, 1.185 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 50 ελληνικής και 100 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 1.056 άτομα.
14 Negovani ή Negovan ή Negoveni. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 720 άτομα, από τα οποία τα 620 χριστιανοί Αλβανοί και τα 100 Βλάχοι. Ο Brancoff δίνει σχεδόν διπλάσιο πληθυσμό, 1.586 άτομα: 1.080 χριστιανοί Αλβανοί, 300 Βλάχοι, 110 Έλληνες και 96 πατριαρχικοί Βούλγαροι. Το 1913 απογράφονται 1.133 άτομα. Το 1920, 221 οικογένειες - 828 άτομα και το 1928, 975 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 210 οικογένειες, οι οποίες ομιλούν την αλβανικήν εκτός ελαχίστων οίτινες ομιλούν την σλαυικήν ή ρουμανικήν. Από τις οικογένειες του χωριού, 44 θεωρούνται δεδηλωμένων ρουμανικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1.346 άτομα, τα οποία θεωρούνται όλα ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 1.028 άτομα. Το 1928 το χωριό μετονομάστηκε Φλάμπουρον.
15 Dolno Kotori. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 774 άτομα, από τα οποία τα 600 χριστιανοί Βούλγαροι και τα 174 χριστιανοί Αλβανοί. Ο Brancoff δίνει 964 άτομα: 608 εξαρχικοί, 176 πατριαρχικοί Βούλγαροι και 180 χριστιανοί Αλβανοί. Το 1913 απογράφονται 894 άτομα. Το 1920, 168 οικογένειες - 784 άτομα. ΟМилојевић καταγράφει 120 χριστιανικά σλαβικά και 30 χριστιανικά αλβανικά σπίτια. Το 1928 απογράφονται 846 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 170 οικογένειες, 157 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων και 8 δεδηλωμένων αλβανικών [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1026 κατοίκους, 550 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 326 ελληνικής και 150 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 1267 άτομα. Το 1927 το χωριό μετονομάστηκε Υδρούσσα.
16 Γεώργιος Δικώνυμος Μακρής, Ο μακεδονικός αγών - απομνημονεύματα, στο Αρχείο μακεδονικού αγώνα Πηνελόπης Δέλτα - Απομνημονεύματα, ιμχα, Θεσσαλονίκη, 1984, σ. 84.
17 Βασίλης Γούναρης κ.ά., Τα γεγονότα του 1903 στη Μακεδονία, ό.π., σ. 162.
18 Καραβαγγέλης, σ. 29.
19 Μακρής, σ. 85.
20 Καραβαγγέλης, σ. 30.
21 Μακρής, σ. 85.
22 Κ. Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα, ό.π., σ. 316.
23 Ιωάννης Καραβίτης, Ο μακεδονικός αγών - απομνημονεύματα, εισαγωγή - επιμέλεια Γιώργος Πετσίβας, Αθήνα 1994, τόμος Α΄, σ. 10.
24 Γιώργος Μόδης, Ο μακεδονικός αγών και η νεώτερη μακεδονική ιστορία, ιμχα, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 179.
25 Κ. Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα, ό.π., σ. 337 και Ι. Καραβίτης,Ο μακεδονικός αγών, ό.π., τόμος Α΄, σ. ιθ΄ και 12.
26 Γενικόν Επιτελείον Στρατού, Ο μακεδονικός αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αθήναι 1979, σ. 129.
27 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Зора (τεύχος 7, Απρίλιος 1995, σ. 19-22).
28 Περικλής Αργυρόπουλος, Ο μακεδονικός αγών - απομνημονεύματα, στο: Ο μακεδονικός αγώνας - απομνημονεύματα, ιμχα, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 20 - 21.
29 Αργυρόπουλος, σ. 9 - 10.
30 Αλέξανδρος Κοντούλης, Η κατά το έτος 1904 στρατιωτική αποστολή εν Μακεδονία, Δυρράχιο 25/3/1926, Αρχείο Στέφανου Δραγούμη, υποφακ. 201.2, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη.
31 Ο Αναστάσιος Παπούλας, με επιστολή του στις 26/6/1930 προς τον Ραδίση, εκδότη του περιοδικούΜακεδονικός Αγών, διαψεύδει τον ισχυρισμό του Κοντούλη, ότι υπήρξε αρχηγός της αποστολής. Γράφει σχετικά:««Κατόπιν σχετικής εισηγήσεως της τότε Ανωτάτης Διοικήσεως του Στρατεύματος προς την Κυβέρνησιν Θεοτόκη, εκλήθην τηλεγραφικώς εκ Πατρών εις Αθήνας, όπου μ’ ανετέθη η Διοίκησις της αποστολής Αξιωματικών εις την Μακεδονίαν […] Το ότι δε, είναι όχι μόνον τούτο ακριβές, αλλά και επισήμως εξηκριβωμένον είναι ότι αι διαταγαί της τότε Κυβερνήσεως, όσον και αι πληροφορίαι των Προξένων και άλλων παραγόντων προς εμέ και μόνον διεβιβάζοντο ως Αρχηγόν της αποστολής». Βλ. Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φάκελος 6, Γ.Α.Κ.
32 Ναταλία Μελά, Παύλος Μελάς, Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Β΄ έκδοσις, Αθήνα 1964, σ. 202.
33 ό.π., σ. 215.
34 ό.π., σ. 218.
35 Κοντούλης, υποφακ. 201.2.
36 Μελά, σ. 246.
37 Gabreš. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 455 κατοίκους και ο Brancoff 600. Το χωριό προσχώρησε στο σύνολο του στην Εξαρχία το 1903 [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 648 άτομα, το 1920, 112 οικογένειες - 509 άτομα, και το 1928, 405 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 88 σλαβόφωνες οικογένειες, οι οποίες θεωρούνται όλες δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 340 σλαβόφωνους μη ελληνικής εθνικής συνείδησης [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 447 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Γάβρος.
38 ό.π., σ. 239.
39 ό.π.,, σ. 241.
40 Rulja ή Rula. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 500 κατοίκους και ο Brancoff, 600. Το χωριό παραμένει εξαρχικό καθ’ όλη τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα [Εκκλησιαστική Αλήθεια και έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 572 άτομα, το 1920, 107 οικογένειες - 504 άτομα, και το 1928, 491 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 120 σλαβόφωνες οικογένειες, 70 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 619 σλαβόφωνους, από τους οποίους 200 θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 150 ελληνικής και 269 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 218 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Κώτας.
41 Μελά, σ. 244.
42 Πάνος Παπασταμάτης, Ο οπλαρχηγός καπετάν Λάκης Πύρζας, περιοδικό Αριστοτέλης, τ. 20, Φλώρινα 1960, σ. 33.
43 ό.π., σ. 34.
44 Μελά, σ. 246.
45 ό.π., σ. 250.
46 Oštima ή Ostima ή Oščima. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 384 κατοίκους και ο Brancoff 560. Το χωριό περνάει στην εξαρχία το 1899 [Εκκλησιαστική Αλήθεια] και παραμένει εξαρχικό καθ’ όλη τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 520 άτομα, το 1920, 89 οικογένειες - 406 άτομα, και το 1928, 421 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 104 σλαβόφωνες οικογένειες, 24 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 508 σλαβόφωνους, 300 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 70 ελληνικής και 138 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται μόνο 56 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Τρίγωνον.
47 Μελά, σ. 253.
48 ό.π., σ. 253.
49 Želevo ή Želova ή Zelovo ή Želin. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.250 κατοίκους και ο Brancoff 1.760, όλους πατριαρχικούς. Το χωριό, που στην αρχή του αντιμακεδονικού αγώνα θεωρείται προπύργιο ελληνιζόντων, περνάει το 1904 κατά το ήμισυ στην Εξαρχία. [Εκκλησιαστική Αλήθεια και έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 1.415 άτομα, το 1920, 245 οικογένειες - 1.262 άτομα, και το 1928, 1.136 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 270 σλαβόφωνες οικογένειες, 100 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1.345 σλαβόφωνους, 500 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 700 ελληνικής και 145 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 1.047 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Ανταρτικόν.
50 Orovnik. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Μοναστηρίου. Ο Кънчов δίνει 150 κατοίκους και ο Brancoff 200, όλους πατριαρχικούς. Το χωριό περνάει στην Εξαρχία το 1903 (;) [Εκκλησιαστική Αλήθεια]. Το 1913 απογράφονται 222 άτομα, και το 1920, 244. Ο Милојевић καταγράφει 30 μακεδονικά σπίτια. Το 1928 απογράφονται 226 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 46 σλαβόφωνες οικογένειες, 37 από τις οποίες θεωρούνταιδεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 417 σλαβόφωνους, 200 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 67 ελληνικής και 150 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται μόνο 107 άτομα. Το 1920 μετονομάστηκε Καρυαί.
51 Μελά, σ. 261.
52 Την ίδια μέρα, φτάνουν στο Ζέλεβο, από το προξενείο Μοναστηρίου, 300 λίρες για τους έλληνες αξιωματικούς, προκειμένου να στρατολογήσουν μισθοφόρους και να εξαγοράσουν συνειδήσεις. Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, 25/3/1904, έγγραφο 316.
53 Μακρής, σ. 86.
54 ό.π., σ. 86.
55 Nered ή Neret. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 1.950 κατοίκους και ο Brancoff 2.336. Πριν το 1908, προσχωρούν στο πατριαρχείο οκτώ οικογένειες [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 2.075 άτομα, το 1920, 401 οικογένειες - 1.606 άτομα, και το 1928, 1.697 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 380 σλαβόφωνες οικογένειες, 330 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 1639 σλαβόφωνους, 1.100 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 239 ελληνικής και 300 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 932 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Πολυπόταμον.
56 Lagino ή Lagjen ή Lagen. Χριστιανικό μακεδόνικο χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 520 κατοίκους και ο Brancoff 504, όλους πατριαρχικούς. Το χωριό περνάει, κατά τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα στην Εξαρχία [Εκκλησιαστική Αλήθεια και έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 560 άτομα, και το 1920, 466. Ο Милојевић καταγράφει 100 μακεδονικά σπίτια. Το 1928 απογράφονται 492 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 120 σλαβόφωνες οικογένειες, 90 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων[Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 450 σλαβόφωνους, 350 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 50 ελληνικής και 50 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 265 άτομα. Το 1927 μετονομάστηκε Τριανταφυλλέα.
57 Belkameni ή Bel Kamen. Χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов και ο Brancoff δίνουν 660 κατοίκους, από τους οποίους 560 είναι Αλβανοί και 100 Βλάχοι. Η Πατριαρχική Στατιστική δίνει 230 πατριαρχικές και 5 ρουμανίζουσες οικογένειες. Το 1913 απογράφονται 1.364 άτομα και το 1920, 770 άτομα. Ο Милојевићκαταγράφει 200 χριστιανικά σπίτια, 50 αλβανικά και 150 βλάχικα. Το 1928 απογράφονται 752 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 150 οικογένειες, 30 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων ρουμανικών και 10 δεδηλωμένων αλβανικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το σχολικό έτος 1939 - 1940, το μειονοτικό ρουμάνικο σχολείο του χωριού είχε 29 μαθητές [Αρχείο Ι. Μεταξά]. Το 1945 καταμετρούνται 981 άτομα, 100 από τα οποία θεωρούνταιρουμανίζοντες [Στατιστική 1945]. Στην απογραφή του 1951, το χωριό καταγράφεται εξ ολοκλήρου εγκαταλειμμένο (προσωρινά). Το 1928 μετονομάστηκε Δροσοπηγή.
58 Παπασταμάτης, σ. 36.
59 Φακ. 201.1.
60 Παπασταμάτης, σ. 37.
61 Στις 25 Απριλίου, ο Σκούρτης (Κοντούλης) στέλνει επείγον μήνυμα στο προξενείο Μοναστηρίου, στο οποίο γράφει: «Η σύμπνοια μεταξύ των μελών της αποστολής ημών διεταράχθη, ώστε εκ της επί πλέον κοινοπραξίας είνε πιθανόν να προκύψη ζημία. Είνε ανάγκη ν’ ανακληθώ εις Αθήνας. Παρακαλώ να φροντίσητε την ανάκλησίν μου, ει δυνατόν, τηλεγραφικώς». Βλ. Προξενείο Μοναστηρίου, συνημμένο στο έγγραφο 453, 25/4/1904.
62 Αλέξανδρος Κοντούλης, Τα μετά την επάνοδον εκ Μακεδονίας εις Αθήνας κατά το έτος 1904, φακ. 201.2.
63 Παπασταμάτης, σ. 43.
64 Douglas Dakin, Ο ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία 1897 - 1913, μετάφραση Γ. Στεφανίδη - Ξ. Κοτζαγεώργη, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 239.
65 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Зора (τεύχος 8, Ιούλιος 1995, σ. 24-25).
66 Επιστολή Καραβαγγέλη προς τον έλληνα πρωθυπουργό. Προξενείο Μοναστηρίου, 4/5/1902.
67 Επιστολή Καραβαγγέλη. Προξενείο Θεσσαλονίκης, 8/11/1902, έγγραφο 685.
68 Προξενείο Μοναστηρίου, 2/4/1902, έγγραφο 167.
69 Έκθεση του Ίωνα Δραγούμη προς τον πρόξενο Κ. Κυπραίο. Προξενείο Μοναστηρίου, 4/9/1903, έγγραφο 643.
70 Lošnica. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 600 κατοίκους και ο Brancoff, 400. Το 1913 απογράφονται 903 άτομα, το 1920, 201 οικογένειες - 960 άτομα, το 1928, 1.024 άτομα, και το 1951, 1.032 άτομα. Το 1928 μετονομάστηκε Γέρμας.
71 Bogacko ή Vogaciko. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 1.750 κατοίκους και ο Brancoff, 2.250. Το 1913 απογράφονται 2.693 άτομα, το 1920, 389 οικογένειες - 1.701 άτομα, το 1928, 1.601 άτομα και το 1951, 1.842 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το ονομάζει Βογατσικόν.
72 Σημείωμα Τάσου (Παπούλα) προς πρόξενο Μοναστηρίου. Προξενείο Μοναστηρίου, 26/4/1904, έγγραφο 453.
73 Σημείωμα Σκούρτη (Κοντούλη) προς Δ. Καλλέργη και Ίωνα Δραγούμη. Προξενείο Μοναστηρίου, 25/4/1904, έγγραφο 453.
74 Μεταγενέστερη επιστολή Καούδη (22 Ιουλίου 1930), αναφερόμενη στα γεγονότα. Γ.Α.Κ., αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 6.
75 Παπασταμάτης, σ. 38.
76 Μακρής, σ. 87 - 88.
77 Tirnovo ή T’rnovo ή T’rnova ή T’rnaa. Εξαρχικό μακεδόνικο χωριό του καζά Καστοριάς. Ο Кънчов δίνει 395 κατοίκους και ο Brancoff 544. Το χωριό περνάει στην Εξαρχία το 1903 [Εκκλησιαστική Αλήθεια] και παραμένει εξαρχικό καθ’ όλη τη διάρκεια του αντιμακεδονικού αγώνα [έγγραφο 4278]. Το 1913 απογράφονται 505 άτομα. ΟМилојевић καταγράφει 80 μακεδονικά σπίτια. Το 1920 απογράφονται 324 άτομα. Το 1945 το χωριό αριθμεί 396 σλαβόφωνους, 160 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 70 ελληνικής και 166 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 128 άτομα. Το 1958 μετονομάστηκε Πράσινον.
78 Επιστολή Δ. Καλλέργη προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών. Προξενείο Μοναστηρίου, 12/5/1904, έγγραφο 514.
79 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 19 - 20.
80 Μακρής, σ. 87 - 88.
81 Καραβίτης, τ. Α΄, σ. 19 - 20.
82 Μακρής, σ. 87 - 88.
83 Ν. Γ. Κοεμτζόπουλος, Καπετάν Κώττας, Αθήναι 1968, σ. 134 - 135.
84 Lubetino ή Lubetine. Χριστιανικό χωριό του καζά Φλώρινας. Ο Кънчов δίνει 355 κατοίκους, από τους οποίους 325 είναι Βούλγαροι και 30 Τσιγγάνοι. Ο Brancoff δίνει 280 κατοίκους, από τους οποίους 240 είναι εξαρχικοί Βούλγαροι και 60 Τσιγγάνοι. Το 1913 απογράφονται 277 άτομα. Ο Милојевић καταγράφει 20 μακεδονικά σπίτια. Το 1928 απογράφονται 308 άτομα. Το 1932 καταμετρούνται 55 σλαβόφωνες οικογένειες, 31 από τις οποίες θεωρούνται δεδηλωμένων σλαβικών φρονημάτων [Στατιστική 1932]. Το 1945 το χωριό αριθμεί 316 σλαβόφωνους, 250 από τους οποίους θεωρούνται μη ελληνικής εθνικής συνείδησης, 50 ελληνικής και 66 ρευστής [Στατιστική 1945]. Το 1951 απογράφονται 264 άτομα. Το 1926 μετονομάστηκε Πεδινόν.
85 Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 6
86 Μόδης, σ. 176 - 177.
87 Κοεμτζόπουλος, σ. 134 - 135.
88 Αρχείο Τσόντου - Βάρδα, φακ. 6.
89 Kostaratža ή Kosturadža ή Kosturac ή Košterjak. Ελληνικό χριστιανικό χωριό του καζά Καστοριάς. ΟКънчов δίνει 750 κατοίκους, 150 από τους οποίους τους θεωρεί χριστιανούς Βούλγαροι. Ο Brancoff δίνει 650 χριστιανούς Έλληνες. Το 1913 απογράφονται 941 άτομα, το 1920, 189 οικογένειες - 796 άτομα, το 1928, 798 άτομα, και το 1951, 941 άτομα. Η ελληνική διοίκηση το ονομάζει Κωσταράζιον.
90 Μακρής, σ. 87 - 88.
91 Επιστολή Καραβαγγέλη (27/5/1904) και έκθεση Δ. Καλλέργη προς τον έλληνα πρωθυπουργό. Προξενείο Μοναστηρίου, 28/6/1904, έγγραφο 647.
92 Προξενείο Μοναστηρίου, 28/6/1904, έγγραφο 647.
93 Επιστολή Δ. Καλλέργη προς τον έλληνα πρωθυπουργό. Προξενείο Μοναστηρίου, 17/7/1904, έγγραφο 713.
94 Αλέξανδρος Κοντούλης, Βιογραφία Καπετάν Κώτα, Φλώρινα 1931, σ. 42 - 43.
95 Προξενείο Μοναστηρίου, 17/7/1904, έγγραφο 713.
96 Αλέξανδρος Κοντούλης, ό.π., σ. 42 - 43.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου