Οι ηγέτες της Γαλλίας φαίνεται να φοβούνται το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων. Δεν πρόκειται για τον συνηθισμένο φόβο μήπως χάσουν τις εκλογές, μήπως δεν προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις τους ή μήπως δουν τη χρηματιστηριακή αγορά να πέφτει. Πρόκειται για μια ανησυχία για το ενδεχόμενο της αποσταθεροποίησης, της εξέγερσης και της ανατροπής από την εξουσία. Οι διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων της 1η Δεκεμβρίου προκάλεσαν ρίγος σε κάποιους, αναφέρει άρθρο της Le Monde Diplomatique για τα τεκταινόμενα στη Γαλλία.
Όπως χαρακτηριστικά είπε η παρουσιάστρια του BFM, Ruth Elkrief: «Το πιο κρίσιμο είναι να επιστρέψουν οι διαδηλωτές στα σπίτια τους». Τα πλάνα που πλαισίωναν το ρεπορτάζ έδειχναν διαδηλωτές που φορούσαν κίτρινα γιλέκα, αποφασισμένους να ζητήσουν μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό τους. Λίγες μέρες αργότερα, ένας δημοσιογράφος της L'Opinion θα αποκάλυπτε στην τηλεόραση ότι «όλες οι μεγάλες βιομηχανίες θα δώσουν μπόνους στους εργαζόμενούς τους, επειδή φοβήθηκαν ότι θα τους... κρεμάσουν επί ξύλου». Στο ίδιο πρόγραμμα, ο επικεφαλής μιας δημοσκοπικής εταιρείας δήλωσε ότι οι κορυφαίοι εργοδότες «ήταν πραγματικά πολύ ανήσυχοι» και είπε ότι η ατμόσφαιρα του έφερε στο μυαλό τα γεγονότα του 1936 και του 1968, για τα οποία είχε διαβάσει.
Το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων έχει προκαλέσει μια αντίδραση που έχει πολλά προηγούμενα επειδή έχει αποδειχθεί ότι είναι ανθεκτικό, δύσκολο να κατανοηθεί, χωρίς ηγέτες, μιλά μια γλώσσα που οι θεσμοί δεν καταλαβαίνουν και παραμένει αποφασισμένο παρά την καταστολή της αστυνομίας και δημοφιλές παρά την εχθρική κάλυψη των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Σε εποχές που οι κοινωνικές ομάδες κρυσταλλώνονται και υπάρχει αδιαμφισβήτητος ταξικός αγώνας, όλοι πρέπει να επιλέξουν πλευρές. Το κέντρο εξαφανίζεται. Και ακόμη και οι πιο φιλελεύθεροι, μορφωμένοι και διακεκριμένοι άνθρωποι εγκαταλείπουν κάθε προσποίηση ειρηνικής συνύπαρξης.
Ο αγώνας των «κατώτερων» τάξεων
Κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας το 1871, υπήρξε μια έκφραση σκέψης μεταξύ των διανοουμένων και των καλλιτεχνών της εποχής, αν και μερικοί από τους αυτούς θεωρούνταν πολύ προοδευτικοί. Ο ποιητής Leconte de Lisleεξοργίστηκε από «αυτό το κύμα των κατώτερων τάξεων, όλων των άχρηστων ανθρώπων, όλων των ζηλιάρηδων, των δολοφόνων και των κλεφτών». Ο Gustave Flaubert πίστευε ότι «το πρώτο μέτρο θα πρέπει να ήταν το τέλος της καθολικής ψήφου», που όπως έλεγε ήταν η «ντροπή» του ανθρώπινου πνεύματος. Ο Émile Zola, παρά τους 20.000 θανάτους και τις σχεδόν 40.000 συλλήψεις, πίστευε ότι η κατάληξη αυτή αποτελούσε ένα ηθικό δίδαγμα για την εργατική τάξη: «Το λουτρό αίματος που μόλις βίωσαν ήταν ίσως μια φρικτή αναγκαιότητα να ηρεμήσουν από τους πυρετούς τους», είχε πει.
Ο πρώην υπουργός Παιδείας του Jacques Chirac, ο Luc Ferry, «γιατρός» της φιλοσοφίας και των πολιτικών επιστημών, μπορεί να είχε κατά νου τις εξωφρενικές δηλώσεις των προκατόχων του όταν, σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη στις 7 Ιανουαρίου, κάλεσε τις δυνάμεις του νόμου και της τάξης να ενισχύσουν τη στάση τους στα Κίτρινα Γιλέκα, λέγοντας: «Θα έπρεπε πραγματικά να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους» ενάντια σε «αυτούς τους κακοποιούς, αυτούς τους μπάσταρδους από την άκρα δεξιά ή από την άκρα αριστερά ή από τα προάστια που έρχονται επιδιώκοντας μια μάχη με την αστυνομία».
Η εξουσία συνήθως λειτουργεί μέσω ξεχωριστών και πολλές φορές ανταγωνιστικών υποομάδων - ανώτερων δημόσιων υπαλλήλων, διανοούμενων, αφεντικών, δημοσιογράφων, συντηρητικών και μετριοπαθών αριστερών. Μέσα σε αυτό το βολικό πλαίσιο, γίνονται οι αλλαγές στην εξουσία, και αυτές υπακούν σε συγκεκριμένες δημοκρατικές διαδικασίες που ακολουθούνται από περιόδους ηρεμίας. Στη Λίλ το 1900, ο σοσιαλιστής ηγέτης Jules Guesde είχε ήδη δει αυτό το πολιτικό παιχνίδι στο οποίο η καπιταλιστική τάξη οφείλει τη μακροζωία της στην εξουσία: «Είναι χωρισμένη σε προοδευτική αστική τάξη και δημοκρατική αστική τάξη, κληρική αστική τάξη και ελεύθερη αστική μπουρζουαζία έτσι ώστε μια ηττημένη παράταξη να μπορεί πάντα να αντικατασταθεί στην εξουσία από μια άλλη ομάδα από την ίδια τάξη, η οποία είναι επίσης ο εχθρός μας», είχε πει.«Μοιάζει με πλοίο που μπορεί να πάρει νερά από τη μία πλευρά αλλά λόγω των στεγανών του δεν μπατάρει. Αλλά μερικές φορές η θάλασσα ταράζεται και η σταθερότητα του πλοίου απειλείται. Σε μια τέτοια κατάσταση, οι διαμάχες πρέπει να μπουν στην άκρη και να δώσουν τη θέση τους σε ένα ενωμένο μέτωπο, ώστε να μπορούν να παραμείνουν στην επιφάνεια.
Αυτό έκανε η μεσαία τάξη όταν ήρθε αντιμέτωπη με τα Κίτρινα Γιλέκα. Οι κύριοι εκφραστές της, υπό την επίφαση του πλουραλισμού της γνώμης, έχουν ομόφωνα αποδώσει στους διαδηλωτές των Κίτρινων Γιλέκων, «γνωρίσματα» όπως ρατσιστές, αντισημίτες, ομοφοβικοί, δολοπλόκοι και ταραχοποιοί. Αλλά κυρίως... βλάκες. «Θα κερδίσει η ηλιθιότητα;», «Τα Κίτρινα Γιλέκα διεκδικούν χωρίς να σκέφτονται», «Τα χαμηλότερα ένστικτα επικρατούν, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι βασικοί καθώς πρέπει τρόποι», είναι μερικά μόνο από όσα έχουν ειπωθεί στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης.
Οι «αγροίκοι» που δημιουργούν «προβλήματα»
Κι αυτά είναι μόνο λίγα από όσα έχουν γραφτεί ή ειπωθεί στα γαλλικά μέσα. Πολλοί μιλούν για ένα κίνημα των «ενοχλητικών αγροίκων», που αποτελείται από «ορδές αποτυχημένων και κακοποιών», οι οποίοι επιδίδονται σε μια έκρηξη «οργής και μίσους». Ο φιλόσοφος Pascal Bruckner, δόξασε τον Θεό μάλιστα σε δημόσια δήλωσή του «που η έσωσε τη Δημοκρατία από τους βάρβαρους και τους κουκουλοφόρους».
Ένα ολόκληρο κοινωνικό σύμπαν έχει συνασπιστεί, από τους Πράσινους και τα απομεινάρια του Σοσιαλιστικού Κόμματος κι από τη Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας (CFDT) στους παρουσιαστές των πρωινών ενημερωτικών εκπομπών της γαλλικής τηλεόρασης, για να καταδικάσουν οποιονδήποτε πολιτικό εκφράσει την αλληλεγγύη του στο κίνημα, κατηγορώντας τον ότι υπονομεύει τη δημοκρατία και δεν μοιράζεται τον φόβο τους. Στο πλαίσιο αυτό τίθεται σε εφαρμογή ένα παλιό κόλπο: ψάχνουν αν βρουν συνδέσεις των λεγομένων οποιουδήποτε εκπροσώπου των Κίτρινων Γιλέκων με την ακροδεξιά.
Σε μια ανατροπή βέβαια αυτή την εβδομάδα, στο όνομα της «σύγκλισης των αγώνων», δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν σε πολλές πόλεις της Γαλλίας, έπειτα από έκκληση κυρίως του συνδικάτου CGT, αλλά και με συμμετοχή για πρώτη φορά «κίτρινων γιλέκων» που μέχρι τώρα αντιμετώπιζαν με επιφύλαξη τα συνδικάτα.
Μέχρι το τελευταίο ευρώ
Οι αντανακλαστικές αντιδράσεις του αστικού μπλοκ που αποτελεί την εκλογική βάση του Εμμανανουέλ Μακρόν αποκαλύφθηκαν εντελώς όταν η Le Mondeδημοσίευσε ένα άρθρο για μία οικογένεια που συντάσσεται με τα Κίτρινα Γιλέκα, που επιγραφόταν «Arnaud και Jessica: μέχρι το τελευταίο ευρώ»και δημοσιεύτηκε στις 16 Δεκεμβρίου.
Τα σχόλια κάτω από το άρθρο ήταν οργισμένα. «Δεν είναι πολύ έξυπνο ζευγάρι... Δεν είναι αλήθεια η φτώχεια σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτιστική και όχι οικονομική;». «Το παθολογικό πρόβλημα των φτωχών: η ικανότητά τους να ζουν πέρα των δυνατοτήτων τους». «Δεν θα μπορούσαν να γίνουν ερευνητές, μηχανικοί ή να κάνουν κάτι δημιουργικό για την κοινωνία. Τα τέσσερα παιδιά τους θα είναι ακριβώς όπως οι γονείς τους: ένα βάρος για την κοινωνία». « Τι θα έπρεπε να κάνει ο Μσκρόν; Να ελέγχει αν η Τζέσικα παίρνει κάθε μέρα το αντισυλληπτικό χάπι της;». Αυτά ήταν κάποια από τα εκατοντάδες σχόλια που γράφτηκαν.
Ο δημοσιογράφος που έγραψε το άρθρο εντυπωσιάστηκε από τις πατερναλιστικές επιθέσεις. Αλλά ο πατερναλισμός υποδηλώνει απλώς μια οικογενειακή διαμάχη, την ίδια στιγμή που οι αναγνώστες της Le Monde, μιας φαινομενικά μετριοπαθούς εφημερίδας, έκρουαν ουσιαστικά των κώδωνα του ταξικού πολέμου.
Το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων σηματοδοτεί την αποτυχία ενός έργου που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αργότερα καθοδηγήθηκε από τους ευαγγελιστές του κοινωνικού φιλελευθερισμού, ώστε να δημιουργηθεί μια κεντρώα δημοκρατία στη Γαλλία που θα τερματίσει τις ιδεολογικές αναταραχές, ωθώντας την εργατική τάξη εκτός δημοσίου διαλόγου και πολιτικών θεσμών. Η εργατική τάξη, αν και εξακολουθούσε να είναι η πλειοψηφία του πληθυσμού, ήταν πάρα πολύ αποδιοργανωμένη και θα έπρεπε να κάνει χώρο για τη μορφωμένη μεσαία τάξη.
Η στροφή που έκανε το 1983 η Γαλλία προς την ακαμψία, η φιλελεύθερη αντεπανάσταση του Εργατικού Κόμματος της Νέας Ζηλανδίας το 1984 και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο Τρίτος Δρόμος του Τόνι Μπλερ, του Μπιλ Κλίντον και του Γκέρχαρντ Σρέντερ, φαίνονταν να έχουν πραγματοποιήσει αυτό το σχέδιο. Καθώς η κοινωνική δημοκρατία βρισκόταν καθηλωμένη στις δομές του κράτους και έκανε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων «σπίτι» της, εξόρισε τους πρώην υποστηρικτές της εργατικής τάξης στην πολιτική έρημο.
Στη Γαλλία, ο Dominique Strauss-Kahn, που διαμόρφωσε τις απόψεις πολλών ανθρώπων του κύκλου Μακρόν, εξηγούσε σε ένα βιβλίο το 2002 ότι η βάση του κόμματός του θα έπρεπε να είναι μέλη ενδιάμεσων ομάδων, που αποτελούσαν συντριπτικά από μισθωτούς εργαζόμενους, πληροφορημένους και μορφωμένους, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας. Όπως έγραφε, πρόκειται για εκείνους που διασφαλίζουν τη σταθερότητα , λόγω της προσκόλλησής τους στην οικονομία της αγοράς. Για τις κατώτερες τάξεις έγραφε πως η μοίρα τους είναι σφραγισμένη. Κανείς δεν μπορεί να περιμένει ειρηνική συμμετοχή τους στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, υποστήριζε. Με αυτούς τους ανθρώπους θα πρέπει κανείς να ασχολείται μόνο μια φορά στα πέντε χρόνια και να καταδεικνύει τον αριθμό εξ αυτών που ψήφισαν την ακροδεξιά, συνέχιζε. Μετά από αυτό θα καταλήγουν και πάλι στη λήθη και την αορατότητα, κατέληγε. Όταν όμως τα έγραφε αυτά ο Strauss-Kahn ο Κοκ της Γαλλίας δεν υποχρέωνε όλους τους οδηγούς να έχουν ένα κίτρινο γιλέκο στα πορτμπαγκάζ τους...
Η στρατηγική αυτή λειτούργησε. Η γαλλική εργατική τάξη αποκλείστηκε από την πολιτική εκπροσώπηση και εξαφανίστηκε ακόμη κι από το κέντρο των μεγάλων πόλεων της Γαλλίας: μόλις το 4% των νέων ιδιοκτητών σπιτιών προέρχονται από την εργατική τάξη κάθε χρόνο, ενώ το Παρίσι του 2019 θυμίζει τις Βερσαλίες του 1789. Την ίδια στιγμή εξαφανίστηκαν κι από την τηλεόραση, όπου το 60% των ατόμων που εμφανίζονται σε ειδησεογραφικά προγράμματα προέρχονται από το 9% του πληθυσμού με τα υψηλότερα προσόντα. Όσον αφορά τον Μακρόν, η εργατική τάξη ίσως δεν υπάρχει. Πιστεύει ότι η Ευρώπη είναι «μια παλαιά ήπειρος μικρών αστών που αισθάνονται ασφαλείς να ζουν στην υλική άνεση».
Αλλά αυτός ο κοινωνικός κόσμος, ο οποίος υποτίθεται ότι έχει εξαλειφθεί, αποδεικνύεται υπερβολικά ανθεκτικός και ως εκ τούτου λαμβάνοντας τη μοίρα του στα χέρια του, έχει ξαναβρεθεί κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου και τα Ηλύσια Πεδία καθώς και στα οδοφράγματα σε κομβικά σημεία της χώρας. Όσο βέβαια το σχέδιο για την απομάκρυνση της πλειοψηφίας του πληθυσμού από την πολιτική σκηνή πάει στραβά, αλλά νέο θέμα μπαίνει στην ημερήσια διάταξη της άρχουσας τάξης και δεν είναι άλλο από το θόλωμα της διάκρισης μεταξύ δεξιάς και αριστεράς...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου