Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

“Sunday, Bloody Sunday” – Η Ματωμένη Κυριακή του 1972 στη Βόρεια Ιρλανδία

“Sunday, Bloody Sunday” – Η Ματωμένη Κυριακή του 1972 στη Βόρεια Ιρλανδία
Ένα έγκλημα του Βρετανικού ιμπεριαλισμού με μια όψιμη συγγνώμη και χωρίς ουσιαστική τιμωρία.

«Δεν μπορώ να πιστέψω τα νέα σήμερα, δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια μου και να το κάνω να φύγει» τραγουδούσαν οι U2 στο «Bloody Sunday» το διασημότερο τραγούδι που συνδέθηκε με το έγκλημα του βρετανικού ιμπεριαλισμού στο Ντέρι, κι ας μην παρουσιαζόταν ως τέτοιο στους στίχους του συγκροτήματος.
Τι ακριβώς όμως ήταν η Ματωμένη Κυριακή του 1972. Βρισκόμαστε στην πόλη Ντέρι της Βόρειας Ιρλανδίας, σε μια περίοδο ιδιαίτερης όξυνσης του ιρλανδικού ζητήματος, των λεγόμενων «Troubles», όπως καθιερώθηκαν να λέγονται. Αν και με καθολικό πληθυσμό στην πλειονότητά της, το δημοτικό συμβούλιο παρέμενε εξαιτίας συνεχών εκλογικών μαγειρεμάτων σταθερά στα χέρια της προτεσταντικής μειονότητας, που ήταν υπέρ της διατήρησης της ένωσης με τη Μεγάλη Βρετανία. Η πόλη παρουσίαζε εικόνα εγκατάλειψης, χωρίς αυτοκινητόδρομους, χωρίς πανεπιστήμιο και με τραγική έλλειψη αξιοπρεπούς κατοικίας. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 λοιπόν το Ντέρι είχε βρεθεί στο επίκεντρο εκστρατειών από οργανώσεις όπως η NICRA (Northern Ireland Civil Rights Association) και οι συγκρούσεις μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών άρχισαν να γίνονται ολοένα και εντονότερες.


Αποκορύφωμα ήταν η λεγόμενη «Μάχη του Μπόγκσαΐντ», μια μεγάλη εξέγερση των καθολικών του Ντέρι, με αφορμή παρέλαση προτεσταντικής οργάνωσης κοντά στην καθολική συνοικία Μπόγκσαϊντ τον Αύγουστο του 1969. Οι προκλήσεις ξεκίνησαν με κάποιους από τους παρελαύνοντες να πετούν κέρματα στις καθολικές γειτονιές, που ανταπάντησαν με πετροπόλεμο που σύντομα εξελίχθηκε σε κανονική μάχη, με την τοπική προτεσταντική αστυνομία να παρεμβαίνει, υποτίθεται πυροσβεστικά, στην πραγματικότητα ακόμα και ενθαρρύνοντας τους προτεστάντες ταραξίες. Το συμβάν αυτό ήταν το πρόσχημα που χρησιμοποίησε η βορειοιρλανδική κυβέρνηση για να ζητήσει την παρέμβαση του βρετανικού στρατού, για πρώτη φορά μετά το 1921 και τη διαίρεση βόρειας Ιρλανδίας από το ανεξάρτητο πια υπόλοιπο κομμάτι του νησιού. Αρχικά αρκετοί κάτοικοι πίστεψαν στην «ουδετερότητα» των βρετανικών στρατευμάτων και πλην μιας ριζοσπαστικής μειοψηφίας τα αντιμετώπισαν θετικά ή ουδέτερα. Σύντομα όμως κατάλαβαν ότι η καταπίεση του μητροπολιτικού στρατού δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από τους ντόπιους τοποτηρητές της βρετανικής πολιτικής. Ενώ η βία σε όλη τη Β. Ιρλανδία εκτραχυνόταν, η βρετανική κυβέρνηση εισήγαγε την πολιτική του λεγόμενου «internment» δηλαδή τις μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις κατά πραγματικών και υποτιθέμενων μελών οργανώσεων όπως ο IRA.

Αυτή η κατασταλτική πολιτική προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και πολυπληθείς διαδηλώσεις σε όλη τη Β. Ιρλανδία,με αποτέλεσμα στις 18 Γενάρη 1972 ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ιρλανδίας Μπράιαν Φώκνερ να απαγορεύσει όλες τις παρελάσεις στη Βόρεια Ιρλανδία ως το τέλος του χρόνου. Παρόλ’αυτά, μια βδομάδα πριν τα αιματηρά γεγονότα έγινε πορεία κοντά στο Ντέρι, όπου εμποδίστηκαν από στρατιώτες του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, που ξυλοφόρτωσαν βίαια αρκετούς διαδηλωτές. Η NICRA αποφάσισε τη διοργάνωση μιας ακόμα πορείας κατά των φυλακίσεων χωρίς δίκη για την Κυριακή 30 Γενάρη. Οι αρχές επέτρεψαν την πορεία μόνο στο καθολικό κομμάτι της πόλης, γνωρίζοντας πως αυτό θα προκαλούσε τις αντιδράσεις των διαδηλωτών και κάλεσαν το Πρώτο Τάγμα του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών να συνδράμει στην καταστολή.


Τα θύματα της Ματωμένης Κυριακής

Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή του βρετανικού στρατού, οι διαδηλωτές άνοιξαν πυρ κατά των στρατιωτών από την πλευρά της συνοικίας Μπογκσάιντ, με τους τελευταίους απλώς να “απαντούν” στα πυρά, αφήνοντας πίσω τους 14 νεκρούς, 13 από τους οποίους πέθαναν ακαριαία κι άλλος ένας μετά από 4 μήνες μάχης με τα τραύματά του. 28 διαδηλωτές πυροβολήθηκαν, εκ των οποίων τουλάχιστον πέντε πισώπλατα, ενώ άλλοι την ώρα που βοηθούσαν τραυματίες. Υπήρξαν επίσης τραυματισμοί από πλαστικές σφαίρες και γκλοπ ενώ δυο διαδηλωτές χτυπήθηκαν από στρατιωτικά οχήματα. Πέραν από το είδος των τραυμάτων, τόσο οι μαρτυρίες των αυτοπτών, όσο και το γεγονός πως δεν τραυματίστηκε κανένας από τους στρατιώτες, εξαρχής μαρτυρούσαν το μέγεθος του κυνικού ψεύδους. Παρότι είναι ασαφής μέχρι σήμερα ο ρόλος των 30 αλεξιπτωτιστών που ήταν παρόντες στη διαδήλωση, είναι βέβαια πως ακόμα και μετά την εντολή κατάπαυσης του πυρός, υπήρξαν ακόμα 100 πυροβολισμοί.

Η πρώτη εξεταστική επιτροπή υπό το Βρετανό δικαστή Λόρδο Γουίτζερι τρεις μήνες μετά αθώωσε την ηγεσία του βρετανικού στρατού και των συμμετεχόντων στρατιωτών, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων, όχι μόνο στη Βρετανία και την Ιρλανδία, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο.

Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες ολόκληρες και διαρκής πίεση των θυμάτων και των συγγενών τους, ώστε ο τότε πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ να διατάξει το 1998 τη σύσταση επιτροπής υπό τον λόρδο Σάβιλ. Μετά από 12 ολόκληρα χρόνια, στις 15 Ιούνη 2010, δημοσιεύτηκε το πόρισμα της επιτροπής, που κατέληγε στο συμπέρασμα πως οι Βρετανοί στρατιώτες άνοιξαν απρόκλητα πυρ κατά των άοπλων διαδηλωτών. Πρωθυπουργός εκείνη την περίοδο ήταν ο Ντέιβιντ Κάμερον, που ζήτησε εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης «συγγνώμη» για τις δολοφονικές σφαίρες, χαρακτηρίζοντας τις πράξεις των στρατιωτών ως «αδικαιολόγητες».



Στις 22 Σεπτέμβρη 2011 η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να αποζημιώσει τους συγγενείς των νεκρών, προσφορά που ορισμένες οικογένειες αρνήθηκαν, όσο δεν υπήρχε καμία δίωξη κατά των εμπλεκόμενων στρατιωτών. Παρότι ένα χρόνο μετά ξεκίνησε έρευνα για ανθρωποκτονία, το μόνο μέχρι στιγμής αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη ενός 65χρονου πλέον Βρετανού στρατιώτη για εμπλοκή στο φόνο τριών διαδηλωτών.

Όταν έγινε γνωστό το γεγονός, ένα οργισμένο πλήθος κατέλαβε τη βρετανική πρεσβεία στο Δουβλίνο και την κατέκαψε, ενώ την ίδια μέρα πραγματοποιήθηκε μια από τις μεγαλύτερες γενικές απεργίες στην μεταπολεμική Ευρώπη στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Ακολούθησε σειρά επιθέσεων του IRA ως αντεκδίκηση και νέος κύκλος καταστολής από τις βρετανικές και προτεσταντικές αρχές, με αποτέλεσμα το 1972 να μείνει στην ιστορία ως το πιο αιματηρό στα χρονικά του βορειοϊρλανδικού ζητήματος.

Εκτός από τους U2, τραγούδι αφιερωμένο στα γεγονότα έγραψε και ο – ιρλανδικής καταγωγής – Πωλ Μακάρτνεϊ με το τότε συγκρότημά του “Wings”, και τίτλο “Δώστε την Ιρλανδία πίσω στους Ιρλανδούς”, το οποίο απαγορεύτηκε από το BBC.
Ο Τζον Λένον, που είχε επίσης ιρλανδικές ρίζες, έγραψε το τραγούδι «Sunday Bloody Sunday» για το άλμπουμ του Some Time in New York City το 1972, το οποίο περιέχει κι άλλο ένα τραγούδι που ασχολείται γενικά με την ιρλανδοβρετανική αντιπαράθεση, το «The luck of the Irish». Ο Λένον μάλιστα υπήρξε και ομιλητής σε διαμαρτυρία στη Νέα Υόρκη προς υποστήριξη των οικογενειών και των θυμάτων της Ματωμένης Κυριακής.

Τραγούδια εμπνευσμένα από το γεγονός έγραψαν επίσης ο Geezer Butler των Μπλακ Σάμπαθ, ο Roy Harper, o Christy Moore, αλλά και η μπάντα κέλτικου μέταλ Cruachan.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου