Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Ανίατος ο ιός του κέρδους των πολυεθνικών φαρμάκου

Ανίατος ο ιός του κέρδους των πολυεθνικών φαρμάκου
Ειρήνη Θάνου | Έφη Παπαπαύλου | Ολύβια Τζιουβάρα*

Πανδημία Covid-19
Η έλευση της πανδημίας του κορωνοϊού (Covid-19) έθεσε με επιτακτικούς όρους το ζήτημα της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον του, όσο και την ικανότητα αντιμετώπισης μιας τέτοιας κρίσης από το δημόσιο σύστημα υγείας. Τα μάτια της κοινής γνώμης από την αρχή είχαν στραφεί προς την επιστημονική κοινότητα για τις πολυπόθητες απαντήσεις — υπάρχει φάρμακο για την ασθένεια Covid-19;
Πότε περιμένουμε να είναι έτοιμο το εμβόλιο για τον ιό; Οι απαντήσεις είναι πιο σύνθετες απ’ ό,τι παρουσιάζουν οι πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες, θέλοντας να υποβαθμίσουν την ένδεια των πολιτικών αντιμετώπισης της ασθένειας, αφήνουν στο ευρύ κοινό την εντύπωση πως τα δύσκολα έχουν σχεδόν παρέλθει και η ανακάλυψη του φαρμάκου που θα καταπολεμήσει τον κορονοϊό είναι θέμα χρόνου να βρεθεί. Επιτελώντας τον ρόλο για τον οποίο χρηματοδοτείται αδρά, η πλειοψηφία των ΜΜΕ κυκλοφορεί διθυραμβικά άρθρα για την εξέλιξη της επιστημονικής έρευνας –συχνά και της ελληνικής ιδιοφυίας που πάντα διαπρέπει (sic)– τη στιγμή που οι σοβαρές επιστημονικές πηγές δηλώνουν πως αυτά που γνωρίζουμε είναι περιορισμένα και η ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού εμβολίου δεν θα γίνει σύντομα.

Πράγματι, οι ερευνητές σε όλο τον κόσμο σπεύδουν να αναπτύξουν νέα διαγνωστικά εργαλεία και θεραπείες για τον Covid-19 και να δημοσιεύσουν τα ευρήματα. Άλλωστε, την ανάπτυξη των προληπτικών αλλά και κατασταλτικών όπλων απέναντι στην ασθένεια αναλαμβάνουν οι εμπορικές φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες έχουν ιδιωτικοποιήσει και κλειδώσει τις κοινές γνώσεις μέσω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, κατέχοντας τον πλήρη έλεγχο των φαρμάκων που σώζουν ζωές.
Ελλείψει δημόσιας παρέμβασης, αυτήν τη στιγμή βασίζουμε τις ελπίδες μας σε ένα μονοπωλιακό σύστημα που ευνοεί τα κέρδη έναντι των ανθρώπων· εκτός εάν διεκδικήσουμε ένα εναλλακτικό σενάριο έρευνας και ανάπτυξης φαρμάκων.

*Η Ειρήνη Θάνου και η Ολύβια Τζιουβάρα είναι βιολόγοι ερευνήτριες, μέλη του LABour.
H Έφη Παπαπαύλου είναι Δρ. Βιοχημείας, εργαζόμενη σε φαρμακοβιομηχανία.

Η έρευνα για λοιμώδη νοσήματα αντιμετωπιζόταν ως τομέας με υψηλό επενδυτικό ρίσκο

Σε παγκόσμιο επίπεδο, όλα τα βλέμματα έχουν στραφεί στην αναζήτηση θεραπευτικών σχημάτων και εμβολίων για τον κορονοϊό. Σήμερα βρίσκονται υπό μελέτη 115 υποψήφια εμβόλια και 173 θεραπευτικά σχήματα, ενώ συνολικά 11 έχουν μπει στις φάσεις των κλινικών μελετών. Από αυτά, περίπου το 70% αναπτύσσονται από ιδιωτικές βιοτεχνολογικές εταιρείες, ενώ τα υπόλοιπα από ακαδημαϊκούς, κυβερνητικούς συνασπισμούς και οργανισμούς υγείας. Και ενώ γίνεται μια προσπάθεια καθησυχασμού της κοινής γνώμης για το πόσο άμεσα θα είναι έτοιμο το εμβόλιο, αξίζει να σημειώσουμε πως η ανάπτυξη εμβολίων δείχνει ιστορικά ποσοστά αποτυχίας 84-90%, ενώ τα μέχρι τώρα επιστημονικά δεδομένα είναι ασαφή σχετικά με τη διάρκεια προστασίας που θα δίνει ένα πιθανό εμβόλιο.

Αν και υπό το φως το εξελίξεων μοιάζει παράδοξο, η έρευνα για λοιμώδη νοσήματα (όπως ο Covid-19), αντιμετωπιζόταν μέχρι πρότινος ως τομέας με υψηλό επενδυτικό ρίσκο, με αποτέλεσμα, τα χρόνια που ακολούθησαν την εμφάνιση των προηγούμενων στελεχών κορονοϊού (SARS, MERS), λίγα εργαστήρια συνέχισαν να τους μελετούν, παρότι προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο εμφάνισης κάποιου ιού συγγενή με αυτούς. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του καθηγητή δομικής βιολογίας Rolf Hilgenfeld σε συνέντευξή του στο περιοδικό Nature τον Γενάρη: «Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που μολύνθηκαν συνολικά από SARS και MERS είναι λιγότεροι από 12.500 άνθρωποι. Αυτό δεν συνιστά αγορά. Ο αριθμός περιστατικών είναι πολύ μικρός. Οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν ενδιαφέρονται».

Σε έναν αντίστοιχο αγώνα δρόμου με αυτόν της ανάπτυξης θεραπειών έχουν μπει οι κυβερνήσεις για να εξασφαλίσουν την αγορά πατεντών για τον Covid-19, εγείροντας τον κίνδυνο να μονοπωλήσουν οι πλούσιες χώρες του πλανήτη την πρόσβαση σε ένα εμβόλιο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Jane Halton πρόεδρος της Συμμαχίας για τις Καινοτομίες στην Επιδημιολογική Προετοιμασία (CEPI). Στο ίδιο κλίμα, ο Κ. Μητσοτάκης πρότεινε πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Ένωση την από κοινού αγορά δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας για τα νέα εμβόλια και τα τεστ για την ανίχνευση του κοροναϊού, ώστε να μπορέσουν να διατεθούν προς παραγωγή από άλλες εταιρείες στην Ευρώπη. Κάποιοι μπορεί να δουν πίσω από αυτήν τη δήλωση πως η κρίση Covid-19 είναι per se όρος που πιέζει τις φαρμακευτικές εταιρείες να κατανοήσουν τις ευθύνες τους. Θα λέγαμε πως ισχύει ακριβώς το αντίθετο: ακόμα και εν μέσω της πανδημίας, οι φαρμακοβιομηχανίες συνεχίζουν απτόητες το business as usual. Αρνούνται να δημοσιεύσουν τα εργαστηριακά τους αποτελέσματα, έτσι ώστε να μην χάσουν μονοπωλιακό έλεγχο στην αγορά συγκεκριμένων φαρμάκων. Ενδεικτικό είναι πως με πατέντες καλύπτονται τρεις από τις πιο ελπιδοφόρες θεραπείες για το Covid-19 — Remdesivir, Favipiravir και Lopinavir/Ritonavir, κάνοντας αβέβαιη την προσιτή τιμή και την προμήθειά τους.
Στις ΗΠΑ, όπου η νομοθεσία επιτρέπει μεγαλύτερη ελευθερία στις φαρμακευτικές εταιρείες, το πήγαν ένα βήμα παραπέρα. Την περασμένη εβδομάδα, ο γερουσιαστής Ben Sasse εισήγαγε ένα νομοσχέδιο που δίνει 10 επιπλέον χρόνια δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας (πάνω από τα συνηθισμένα 20). Άλλη μια ενδεικτική περίπτωση είναι αυτή της Gilead, κατασκευάστριας του Remdesivir, η οποία στις αρχές της τρέχουσα κρίσης, αιτήθηκε να ενταχθεί στο περίφημο καθεστώς του «ορφανού φαρμάκου». Παραγόντων δηλαδή που έχουν αναπτυχθεί για τη θεραπεία σπάνιων ιατρικών παθήσεων που δεν θα είναι αρκετά επικερδείς, ώστε να παραχθούν χωρίς κυβερνητική βοήθεια. Με αυτή την κίνηση στόχευε στην ισχυροποίηση της μονοπωλιακής της θέσης και φοροαπαλλαγές πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Ας κρατήσουμε, ωστόσο, πως μετά από δημόσια κατακραυγή, η εταιρεία απέσυρε την αίτησή της.

Ενώ η παρασκευή του εμβολίου και η κερδοφορία από αυτό ανήκουν στις μεγάλες δυνάμεις εκ Δύσης και Ανατολής, οι κλινικές δοκιμές ενδέχεται να ανατεθούν σε φτωχότερες χώρες, οι οποίες αδυνατούν να προσφέρουν φαρμακευτική περίθαλψη χωρίς την επιχορήγηση πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιρειών. Ως αντάλλαγμα, υπάρχει χαλάρωση των νομικών περιορισμών για τη διεξαγωγή έρευνας. Αυτήν την πραγματικότητα αποτυπώνουν οι δηλώσεις του καθηγητή Ιατρικής Ζαν-Ζακ Μουγιέμπε πως η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι έτοιμη να υποδεχθεί τις δοκιμές ενός μελλοντικού εμβολίου για την ασθένεια Covid-19, δείχνοντας για άλλη μια φορά πως για κάποιους η ανθρώπινη ζωή δεν έχει παντού την ίδια αξία.

Οι επενδύσεις που έχουν γίνει για την αντιμετώπιση της νόσου είναι τεράστιες. Για να έχουμε μια εικόνα των μεγεθών, η CEPI ανακοίνωσε έναν στόχο χρηματοδότησης ύψους 2 δις. δολαρίων σε μια παγκόσμια εταιρική σχέση μεταξύ δημόσιων, ιδιωτικών και φιλανθρωπικών οργανώσεων για την επιτάχυνση της ανάπτυξης εμβολίων Covid. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη επενδύσει 80 εκατ. ευρώ στην εταιρεία CureVac, ενώ η καναδική κυβέρνηση εγκαινίασε ένα ταμείο καινοτομίας ύψους 1,3 δισ. δολαρίων για έρευνα, ανάπτυξη και κλινικές δοκιμές εμβολίων έως το 2022. Στην Ελλάδα, βέβαια, που μπορούν να δίνονται αθροιστικά περισσότερα από 50 εκατ. ευρώ σε ιδιωτικές κλινικές και ΜΜΕ, το αντίστοιχο «ερευνητικό πρόγραμμα με στόχο την επιδημιολογική μελέτη του SARS-CoV-2» θα είναι της τάξης των 2,5 εκατ. ευρώ.

O Σύλλογος Ερευνητών/τριών & Εργαζομένων στην Έρευνα Ηρακλείου αναφέρει χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση που εξέδωσε πως απαιτεί από την κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει έρευνα για τον κορονοϊό που θα αφορά όλες τις πλευρές της επιστήμης –από την βιοϊατρική μέχρι και τις κοινωνικές– και που δεν θα σταματήσει με την εύρεση του φαρμάκου, αλλά θα συνεχιστεί για να μας θωρακίσει απέναντι στην επανεμφάνιση νέας μορφής του ιού. Ωστόσο, οι χρηματοδοτήσεις από μόνες τους δεν αρκούν. Για να πετύχει η διαδικασία παραγωγής εμβολίων, από την έρευνα και ανάπτυξη έως την πρόσβαση, πρέπει να διέπεται από σαφείς και διαφανείς κανόνες που βασίζονται σε στόχους δημοσίου συμφέροντος. Κρίσιμο βήμα είναι η υιοθέτηση μιας προσέγγισης προσανατολισμένης σε ένα κοινό στόχο, την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού εμβολίου που μπορεί να παραχθεί σε παγκόσμια κλίμακα γρήγορα και να διατεθεί δωρεάν. Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί αυστηρούς κανόνες σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία, την τιμολόγηση και την κατασκευή, που σχεδιάζονται και εφαρμόζονται με γνώμονα τη διεθνή συνεργασία και αλληλεγγύη, καταργώντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των χωρών και την ανάγκη για άκρατη κερδοφορία των φαρμακευτικών. Εν μέσω πανδημίας γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι οι νόμοι της αγοράς δεν σώσουν ζωές.

Το τεστ αντισωμάτων και η πίεση για επιστροφή

Η ανίχνευση του ιού ήταν από την πρώτη στιγμή ανάμεσα στα απαραίτητα βήματα για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι δύο πιο συνηθισμένες μέθοδοι ανίχνευσης ιών είναι μέσω του γενετικού υλικού (στην προκειμένη RNA) του ιού και μέσω ανίχνευσης αντισωμάτων. Η δεύτερη μέθοδος ανίχνευσης θετικών ως προς τον ιό δειγμάτων στηρίζεται στην παρουσία αντισωμάτων στον ορό ασθενών. Η συγκεκριμένη μέθοδος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εντοπίσουμε φορείς του ιού πριν νοσήσουν ή αν είναι ασυμπτωματικοί. Έίναι όμως σημαντικό εφόδιο, καθώς μπορεί να επιτρέψει διάγνωση για ένα διάστημα και σε άτομα που έχουν αναρρώσει, ώστε να βεβαιωθούν ότι πράγματι νόσησαν από Covid-19.

Στο ζήτημα του τεστ αντισωμάτων, ο ρόλος της φαρμακοβιομηχανίας είναι επίσης πολύ βρόμικος, αν θυμηθούμε πως τον προηγούμενο μήνα υπήρχαν τεράστιες ελλείψεις στα αντιδραστήρια για τη διεξαγωγή του διαγνωστικού τεστ. Η Roche, η οποία εδρεύει στην Ελβετία, είναι μια από τις δύο εταιρείες που κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά στην παραγωγή των απαραίτητων αντιδραστηρίων και παρότι δεν κατάφεραν να παρακολουθήσουν την εξαιρετική αύξηση της ζήτησης για τα προϊόντα τους, επέμεναν να μην δίνουν τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας για την αναπαραγωγή των αντιδραστηρίων στα ευρωπαϊκά κράτη. Εν τέλει, η Ολλανδία κατάφερε με πίεση να αποσπάσει αυτά τα στοιχεία και να προβεί στην παρασκευή τους στα εργαστήρια της χώρας.

Τα τεστ αντισωμάτων φαίνεται πως θέλουν να εκμεταλλευτούν μια σειρά από κυβερνήσεις για την απελευθέρωση των μετακινήσεων όσων έχουν ήδη νοσήσει από τον ιό και άρα έχουν θετικό αποτέλεσμα στο τεστ. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι εξαιρετικά επισφαλής όμως, μιας και τα μέχρι τώρα επιστημονικά δεδομένα δεν αποδεικνύουν πως η παρουσία αντισωμάτων προστατεύει από επαναμόλυνση με τον ιό. Ακόμη, μέχρι τώρα φαίνεται πως αρκετοί ασθενείς που ανάρρωσαν από τον κορονοϊό έχουν χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων που δεν ανιχνεύονται από τα υπάρχοντα τεστ. Αυτά τα δεδομένα, σε συνδυασμό με το γεγονός πως τα τεστ αντισωμάτων που έχουν αναπτυχθεί μέχρι τώρα έχουν χαμηλή ευαισθησία και ακρίβεια, σημαίνει πως επιλογές με βάση τα αποτελέσματά τους πατούν σε σαθρό έδαφος.

Έτσι, η χρήση των τεστ αυτών μαζικά από τις κυβερνήσεις θα αποφέρει τεράστια κέρδη στις εταιρείες που τα παράγουν, με αμφίβολα αποτελέσματα ως προς την ασφάλεια του πληθυσμού. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας βρίσκεται ακόμη στη διαδικασία αξιολόγησης των τεστ τόσο για διαγνωστικούς όσο και για ερευνητικούς σκοπούς. Σίγουρα, την εποχή της πανδημίας, η δημοσιοποίηση επιστημονικών αποτελεσμάτων σε πλατφόρμες ανοιχτής πρόσβασης θα βοηθούσε στη μεγάλη ταχύτητα ανάπτυξης και στη βελτιστοποίησή αρκετών διαφορετικών τεστ.
ΠΗΓΗ ΠΡΙΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου