Το Γαλλικό «παιχνίδι» στην Αν. Μεσόγειο
Από Militaire News
Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Η απόφαση της Γαλλίας να αποχωρήσει από τη ΝΑΤΟική ναυτική επιχείρηση “Sea Guardian” -η οποία εξελίσσεται με αφορμή το διεθνές εμπάργκο όπλων στη Λιβύη-, ως απάντηση στην απροθυμία της συμμαχίας να δώσει τη δέουσα προσοχή στο περιστατικό στοχοποίησης μιας Γαλλικής φρεγάτας που δραστηριοποιούνταν στα πλαίσια της συγκεκριμένης επιχείρησης στην ανατολική Μεσόγειο από μια Τουρκική, αποτελεί την πιο ηχηρή, αλλά όχι και τη μοναδική πρόσφατη, απόπειρα του Παρισιού να παρέμβει δυναμικά στις εξελίξεις στην περιοχή.
Άλλωστε μόλις λίγες μέρες νωρίτερα ο Γάλλος Πρόεδρος E. Macron, στα πλαίσια της συνάντησης του με τη Γερμανίδα καγκελάριο A. Merkel, άσκησε δριμύτατη κριτική στην Τουρκία για την ανάμειξη της στη Λιβύη, κάνοντας λόγο για ιστορικές και εγκληματικές ευθύνες που επωμίζεται μία χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, ενώ την προηγούμενη εβδομάδα συζήτησε σε τηλεδιάσκεψη τις εξελίξεις στη Λιβύη και τη Συρία και με το Ρώσο Πρόεδρο V. Putin.
Άλλωστε μόλις λίγες μέρες νωρίτερα ο Γάλλος Πρόεδρος E. Macron, στα πλαίσια της συνάντησης του με τη Γερμανίδα καγκελάριο A. Merkel, άσκησε δριμύτατη κριτική στην Τουρκία για την ανάμειξη της στη Λιβύη, κάνοντας λόγο για ιστορικές και εγκληματικές ευθύνες που επωμίζεται μία χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, ενώ την προηγούμενη εβδομάδα συζήτησε σε τηλεδιάσκεψη τις εξελίξεις στη Λιβύη και τη Συρία και με το Ρώσο Πρόεδρο V. Putin.
Η αύξηση της δυναμικότητας των Γαλλικών παρεμβάσεων στην ανατολική Μεσόγειο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή αποτυπώνει την αγωνία του Παρισιού για την τροπή που έχουν λάβει τα γεγονότα σε Συρία-Λιβύη. Συγκεκριμένα έγκειται στην αυξανόμενη ανασφάλεια που του προκαλεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, ένας ορισμένος περιορισμός που παρατηρείται στη δυνατότητα των ΗΠΑ να παρεμβαίνουν όπως παλαιότερα σε Βόρειο Αφρική-Μέση Ανατολή, αλλά και η παράλληλη απόφαση τους να εξορθολογήσουν τη σπατάλη των συντελεστών ισχύος τους, εστιάζοντας στην ανατολική Ασία. Ταυτόχρονα τη Γαλλία προβληματίζει η αποτυχία της να προωθήσει τις «θέσεις» της στις δύο χώρες, παρότι επένδυσε και πρωταγωνίστησε στην ΝΑΤΟική επέμβαση που οδήγησε στην ανατροπή-δολοφονία Khadafi στη Λιβύη το 2011, αλλά και στην πρόκληση-υποδαύλιση του πολέμου εναντίον του καθεστώτος Assad στη Συρία τη διετία 2011-2013. Ωστόσο το μεγαλύτερο άγχος για τη Γαλλική κυβέρνηση προέρχεται από την άνοδο της επιρροής της Τουρκίας, της Ρωσίας και του Ιράν στα δύο αυτά κράτη, ως απόρροια της στρατιωτικής και διπλωματικής τους εμπλοκής στις «εσωτερικές» τους διενέξεις.
Η Τουρκία βρίσκεται πλέον πολύ κοντά στο να αποσπάσει σημαντικές σφαίρες επιρροής στη βόρεια Συρία και πιθανά ένα πολύ μεγάλο κομμάτι, αν όχι τη «μερίδα του λέοντος» από την «πίτα» της Λιβύης, εξαιτίας της ενεργούς υποστήριξης που παρέχει στη Συριακή αντιπολίτευση και τη διεθνώς αναγνωρισμένη Λιβυκή κυβέρνηση (GNA). Αντίστοιχα η Ρωσία έχει επιτύχει να θέσει υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας της Συρίας και να διεκδικεί με αξιώσεις σημαντική επιρροή στη Λιβύη, χάρη στις στρατιωτικές επιτυχίες του Συριακού καθεστώτος και της διεύρυνσης της εξάρτησης απ’ αυτήν του Λιβυκού Εθνικού στρατού (LNA). Τέλος η προέλαση της κυβέρνησης της Συρίας επιτρέπει στο Ιράν να έχει έντονη παρουσία στη χώρα και έτσι να υποστηρίζει με καλύτερους όρους τη Χεσμπολά στο Λίβανο, επεκτείνοντας την επιρροή του ως τη Μεσόγειο.
Οι παραπάνω εξελίξεις δυσχεραίνουν τη δυνατότητα των Γαλλικών επιχειρηματικών κολοσσών να διεισδύσουν περεταίρω και να κατοχυρώσουν την όποια δραστηριότητα ανέπτυξαν τα προηγούμενα χρόνια εν μέσω συγκρούσεων, στις δύο χώρες. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, αν αναλογιστούμε ότι υπάρχουσα υπερσυσσώρευση κεφαλαίου στη Γαλλική οικονομία, προβλέπεται να προκαλέσει άμεσα, ισχυρά αρνητικούς και μόνο μεσοπρόθεσμα, αναιμικά θετικούς, ρυθμούς ανάπτυξης στη χώρα. Την ίδια ώρα η εξάρτηση της GNA από την Τουρκία, αλλά και του LNA από τη Ρωσία, σημαίνει ότι οι μεταναστευτικές-προσφυγικές ροές που κατευθύνονται προς την Ευρώπη μέσω Λιβύης, μπορούν να εργαλειοποηθούν από τις δύο αυτές χώρες, για τον εκβιασμό και την απόσπαση οφέλους εις βάρος της ΕΕ και άρα της Γαλλίας. Ακόμη χειρότερα όμως, η άνοδος της Τουρκικής, της Ρωσικής και της Ιρανικής επιρροής σε Λιβύη-Συρία, υποσκάπτει την καθοριστική για την ισχύ της Γαλλίας επιρροή της στην Αφρική, αλλά και τις «θέσεις» της στη Μέση Ανατολή και τον Περσικό Κόλπο, περιοχές που παραδοσιακά το Παρίσι διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς λειτουργεί ως προγεφύρωμα για τη διεύρυνση του αποτυπώματος αυτών των δυνάμεων εκεί.
Έτσι η Ρωσία διευκολύνεται να αναπτύσσει συνεργασίες με χώρες φιλικές προς τη Γαλλία, όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αίγυπτος στη Μέση Ανατολή, αλλά και να αξιοποιεί την ενεργειακή και στρατιωτική της βιομηχανία, την παροχή υπηρεσιών «ασφαλείας» για τη διείσδυση της στην Αφρική. Αντίστοιχα το πολιτικό Ισλάμ και η Οθωμανική ιστορία αυξάνουν το κύρος και την αίγλη τους, λειτουργώντας ως πόλος έλξης για τη συσπείρωση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων γύρω από την Τουρκία, σε μια μεγάλη περιοχή που εκτείνεται από τον Ινδικό Ωκεανό ως το Σάχελ και τη δυτική Αφρική. Τέλος το Ιράν κατόρθωσε να σταθεροποιήσει έναν Σιιτικό άξονα επιρροής, υπό τον έλεγχο του οποίου τελούν περιοχές στο Ιράκ, τη Συρία, το Λίβανο και την Υεμένη. Μάλιστα όλα τα παραπάνω συντελούνται σε μία περίοδο όπου το Παρίσι είναι ήδη προβληματισμένο, εξαιτίας της ηχηρής πλέον παρουσίας της Κίνας σε αυτές τις περιοχές μέσω της προώθησης της πρωτοβουλίας “Belt and Road (BRI)”.
Παράλληλα οι Γαλλικές κινήσεις στην ανατολική Μεσόγειο συμβαδίζουν με τις προτεραιότητες που θέτει η ευρύτερη στρατηγική του Γαλλικού κράτους και η οποία αφορά την προάσπιση και τη βελτίωση της θέσης του Γαλλικού καπιταλισμού συνολικά στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Βασικοί παράγοντες στη διαμόρφωση αυτής της στρατηγικής είναι ορισμένες αντιλήψεις για το σύγχρονο κόσμο που διακατέχουν το Γάλλο Προέδρο και το επιτελείο του και οι οποίες κωδικοποιούνται ως εξής:
Η διεθνής τάξη βρίσκεται εν μέσω μιας ιστορικών διαστάσεων αναταραχής.
Ο κόσμος που αναδύεται είναι διπολικός (ΗΠΑ vs Κίνα).
Η πολυμέρεια στη λήψη αποφάσεων είναι βασικό ζητούμενο. Σήμερα αυτή υποσκάπτεται από δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, ενώ Ιδιαίτερα αρνητική είναι η υπονόμευση των υπερεθνικών και διεθνών οργανισμών και θεσμών.
Η αξιοπιστία των ΗΠΑ ως συμμάχου είναι αμφισβητήσιμη.
Κρίσιμο ζήτημα είναι η ανάδυση της ΕΕ ως ισχυρού και αυτόνομου παράγοντα.
Μεσοπρόθεσμα η Ρωσία μπορεί να λειτουργήσει ως πιθανός σύμμαχος της ΕΕ.
Στο άμεσο μέλλον η διατήρηση συμμαχικών σχέσεων με τις ΗΠΑ είναι απαραίτητη.
Συνεπώς η επιμονή στην περεταίρω εμβάθυνση της συνεργασίας στα πλαίσια του Γαλλογερμανικού άξονα παραμένει κύρια προτεραιότητα για τη Γαλλία. Άλλωστε το οικονομικό μέγεθος της Γερμανίας και η προτεραιότητα που αποδίδουν σήμερα Βερολίνο και Παρίσι στην προώθηση της ψηφιακής οικονομίας, της «πράσινης» ανάπτυξης και της παραγωγής φαρμακευτικών προϊόντων, δε μπορούν παρά να επιβάλλουν την εμβάθυνση της Γαλλογερμανικής συνεργασίας ως αναγκαία προϋπόθεση ολοκλήρωσης της ΕΕ. Ταυτόχρονα όμως η διεύρυνση της ψαλίδας στη μεταξύ τους οικονομικής ισχύ προς όφελος της Γερμανίας και η αύξηση της επιρροής του Βερολίνου στην ανατολική Ευρώπη, συντηρούν τον ανταγωνισμό με το Παρίσι. Στα πλαίσια αυτού του ανταγωνισμού η Γαλλία βρίσκεται σε μία συνεχή διαπραγμάτευση με τη Γερμανία, η οποία σχετίζεται με το σκεπτικό του Παρισιού να αναλάβει το Βερολίνο μεγαλύτερο οικονομικό κόστος στη διαδικασία της οικονομικής ολοκλήρωσης της ΕΕ, αλλά και στην ανάγκη να προχωρήσει με πιο στέρεα βήματα η διεύρυνση της και η πολιτική ολοκλήρωση. Μέχρι σήμερα αυτή η διαπραγμάτευση καταλήγει σε συχνούς συμβιβασμούς που επιτρέπουν τη συνέχιση της διαδικασίας.
Παράλληλα η Γαλλία επιδιώκει να σταθεροποιήσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, αναζητώντας μια φόρμουλα συνύπαρξης μαζί της, η οποία θα απαλλάξει την ΕΕ από συγκρούσεις στην περιφέρεια της, όπως αυτή της Ουκρανίας, θα λειτουργήσει υποστηρίχτηκα προς την πολυμέρεια στη λήψη αποφάσεων στα διάφορα διεθνή ζητήματα, δε θα επιτρέψει την εκδήλωση ενός ανελέητου στρατιωτικού ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, θα διευκολύνει τη μεταξύ τους συνεργασία στη διαχείριση των τζιχαντιστικών οργανώσεων και θα ωθεί στον αλληλοσεβασμό των ζωτικών επιδιώξεων τους στις εγγύς τους περιφέρειες, όπως η Μέση Ανατολή και η ανατολική Μεσόγειος. Ως αντάλλαγμα το Παρίσι δηλώνει ότι είναι πρόθυμο να δουλέψει για την αποδοχή της Ρωσίας ως μέρους της Ευρώπης.
Τέλος όσον άφορα τις ΗΠΑ η Γαλλία επιμένει στη μεταξύ τους συμμαχία, καθώς τη θεωρεί σημαντική για την προώθηση των επιδιώξεων της σε Αφρική, Μέση Ανατολή και ανατολική Μεσόγειο, αλλά και για την οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ. Ωστόσο ο οικονομικός πόλεμος που έχει κηρύξει η διοίκηση Trump στην ΕΕ, η υπονόμευση που ασκεί στους διεθνείς και υπερεθνικούς οργανισμούς και θεσμούς, η δυσαρέσκεια της προς τα Γαλλικά ανοίγματα στη Ρωσία και την απροθυμία της Γαλλικής κυβέρνησης να διαταράξει τις σχέσεις της με την Κίνα, αλλά και η προτίμηση που δείχνει στην ικανοποίηση των ανταγωνιστικών προς το Παρίσι συμφερόντων σε Βόρειο Αφρική-Μέση Ανατολή, δημιουργούν και εντείνουν τον συμμαχικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε Παρίσι και Ουάσιγκτον. Καρπός της όλης διαδικασίας είναι η εξακολούθηση μιας εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευσης, στην οποία οι δύο πλευρές επιχειρούν να επανοριοθετήσουν το πλαίσιο της συμμαχίας τους.
Σε αυτά τα πλαίσια στην πρόσφατη τηλεδιάσκεψη με το V. Putin, o Γάλλος Πρόεδρος επανέλαβε την ανάγκη επίτευξης άμεσης εκεχειρίας στη Λιβύη, γεγονός που συμβαδίζει με την υποστήριξη που παρέχει η χώρα του στον LNA -όπως και η Ρωσία- δηλαδή στην πλευρά που αυτή τη στιγμή υποχωρεί στη σύγκρουση. Παράλληλα η επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον της Τουρκίας στη συνάντηση του με την Α. Merkel, εντάσσει με μεγαλύτερη σαφήνεια μέσα στο γενικότερο παζάρι των Γαλλογερμανικών θεμάτων και τη σχέση ΕΕ-Τουρκίας, διευκολύνοντας έτσι τη διεκδίκηση εκ μέρους της Γαλλίας μιας πιο αυστηρής στάσης απέναντι στην Άγκυρα, από την πλευρά των Βρυξελών, του Βερολίνου και των άλλων ισχυρών Ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Τέλος αντίστοιχο αποτέλεσμα θα μπορούσε να προκαλέσει σε σχέση με το ΝΑΤΟ και η αποχώρηση της Γαλλίας από την ναυτική επιχείρηση “Sea Guardian”.
Την ίδια ώρα ωστόσο, οι Γαλλικές ενέργειες έρχονται σε αντίθεση με τη κεντρική αγωνία των ΗΠΑ και σημαντικού μέρους χωρών μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, η οποία αφορά την ανάγκη περιορισμού της Ρωσικής επιρροής γενικότερα στην περιοχή, αλλά και την αποτροπή δημιουργίας Ρωσικών στρατιωτικών βάσεων στη Λιβύη συγκεκριμένα. Πρόσθετα η αντίληψη που εκφράζει η Γερμανική ηγεσία, όπως αποτυπώθηκε και στην ομιλία της κ. Merkel στη βουλή σχετικά με τα σχέδια της Γερμανικής Προεδρίας στην ΕΕ, γύρω από το ζήτημα των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας, ότι η Άγκυρα είναι στρατηγικός εταίρος της Ένωσης και ότι το προσφυγικό ζήτημα αντιμετωπίζεται μόνο στη βάση συμφωνιών με την Τουρκία, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για τη διαμόρφωση μιας αισθητά σκληρότερης προς την Άγκυρα Ενωσιακής ατζέντας. Επιπλέον η ενεργή στρατιωτική ανάμειξη της Τουρκίας στη Λιβύη εξυπηρετεί το στόχο του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ για την ανάσχεση της Ρωσικής επιρροής στη χώρα και ως εκ τούτου δύσκολα θα τύχει ουσιαστικής παρεμπόδισης από τους συγκεκριμένους παράγοντες. Τέλος η απουσία μιας εκτεταμένης Γαλλικής εμπλοκής στις διενέξεις της Συρίας και της Λιβύης, σε συνδυασμό με τις αντιθέσεις Γαλλίας-Ρωσίας στη Συρία, όπου το Παρίσι υποστηρίζει τις αντιπολιτευτικές ομάδες στην επαρχία Ιντλίμπ, αλλά και την απροθυμία της Ρωσίας να εκχωρήσει μέρος της επιρροής της στη Λιβύη, προκειμένου να διευκολύνει το Παρίσι, αδυνατίζουν το ενδεχόμενο η Μόσχα να λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής της Γαλλικής ισχύος στην περιοχή, δεδομένων και των γενικότερων γεωπολιτικών ισορροπιών και αντιθέσεων μεταξύ Δύσης-Ρωσίας.
Στη βάση όλων των παραπάνω προκύπτει ότι η δυναμικότητα που μπορεί να αποκτήσουν οι Γαλλικές ενέργειες στην περιοχή, δύσκολα μπορεί να ξεπεράσει το βαθμό της περιορισμένης εμπλοκής στη Λιβύη, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη έκταση ανάλογα με τις εξελίξεις, στο πλευρό των Σουνιτών Αράβων συμμάχων -Αίγυπτος-ΗΑΕ-Σαουδική Αραβία-. Ταυτόχρονα η αποτυχία της Σουνιτικής Αραβικής συμμαχίας στη Συρία, το αδιέξοδο το οποίο περιήλθε στην Υεμένη, η αποτυχία της να πειθαρχήσει το Κατάρ και τελικώς η υποχώρηση των δυνάμεων που υποστηρίζει και ο περιορισμός τους, στην καλύτερη περίπτωση, στην ανατολική Λιβύη, δε δημιουργούν και πολλές προσδοκίες στο Παρίσι γύρω από τις δυνατότητες που μπορεί να του προσδώσει η μεταξύ τους συνεργασία.
Σε αυτά τα πλαίσια μια αναπροσαρμογή της πολιτικής της Γαλλίας στην περιοχή, η οποία θα τη φέρει εγγύτερα στις ΝΑΤΟικές θέσεις και την Τουρκία, δε μπορεί να αποκλειστεί. Αρκεί να προκύψουν τα κατάλληλα ανταλλάγματα. Ήδη πάντως καταγράφονται αναφορές στον Τουρκικό τύπο ότι η Γαλλική επιρροή στο Σάχελ και τη δυτική Αφρική θα είναι εξασφαλισμένη μόνο στην περίπτωση της πολιτικής και στρατιωτικής υποστήριξης της από την Τουρκία, ενώ στην τηλεδιάσκεψη με το V. Putin, o Γάλλος Πρόεδρος επέμεινε στην ανάγκη μεταφοράς ανθρωπιστικής βοήθειας στη Συρία από την Τουρκία ή το Ιράκ, χωρίς να περάσει από τη Δαμασκό, όπως επιθυμεί η Μόσχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου