Η απαξίωση της επιστήμης στη διάρκεια της επιδημίας
Στα «εργαστήρια» του πλανητικού βιοπολιτικού πειράματος της νέας πανδημίας σχεδιάζονται όχι μόνο οι τρέχουσες στρατηγικές για την αντιμετώπιση της «κρίσης του κορονοϊού», αλλά και οι επικείμενες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που θα προκύψουν από τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, οι οποίες, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι πλέον σε θέση να προαποφασίζουν και, σε μεγάλο βαθμό, να διαμορφώνουν ανεξέλεγκτα τις προτεραιότητες της ανθρωπότητας, στο παρόν και στο μέλλον.
Πριν από έναν χρόνο, η επιβεβαίωση της πανδημικής εξάπλωσης του κορονοϊού SARS CoV-2 έφερε τους επιστήμονες και την έρευνα στη Βιοϊατρική στο επίκεντρο της δημοσιότητας, με αποτέλεσμα οι επιστημονικές εξελίξεις σε αυτούς τους τομείς να επηρεάζουν -πρώτη φορά και σε τέτοιο βαθμό- τις βασικές πολιτικές επιλογές των ισχυρότερων κυβερνήσεων. Επομένως, αυτοί οι επιστήμονες θα όφειλαν να αναλάβουν την επιπρόσθετη κοινωνική ευθύνη του αναβαθμισμένου ρόλου τους στις πλανητικές εξελίξεις και να αποφεύγουν να αναλώνονται σε ιδιοτελείς ή εθνοκεντρικές διενέξεις.
Στην πράξη, αυτό συνεπάγεται ότι τα όσα προτείνουν δημόσια ως επιστήμονες δεν θα έπρεπε να έχουν υποκειμενικό ή μικροπολιτικό χαρακτήρα, αλλά ανάμεσα στις διαφορετικές υγειονομικές λύσεις να επιλέγονται μόνο εκείνες που είναι συμβατές με ό,τι αντικειμενικά γνωρίζουν και όχι με ό,τι υποκειμενικά επιθυμούν ή συμφέρει τις χώρες τους. Στη δεύτερη περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος οι ιδιοτελείς επιλογές τους να συμβάλλουν στη μαζική αμφισβήτηση και στην απαξίωση της Επιστήμης από τους πολίτες.
'Η περί αναξιοπιστίας των «λύσεων»
που υπαγορεύονται από την πολιτική
Σχεδόν αμέσως μετά την ανακάλυψη του νέου κορονοϊού συγκροτήθηκαν σε όλο τον κόσμο ερευνητικές ομάδες, εκ των οποίων άλλες ασχολήθηκαν με τη διερεύνηση της τότε αινιγματικής βιολογικής ταυτότητας και λειτουργίας του κορονοϊού, άλλες με την ανάπτυξη διαγνωστικών τεστ για την ανίχνευσή του στον ανθρώπινο πληθυσμό και άλλες με τη εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας ή ενβολισμών προκειμένου να περιοριστεί η μετάδοσή του.
Ετσι, οι επιστήμονες που, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, κλήθηκαν να απαντήσουν στην ιογενή πρόκληση κατάφεραν να βρουν τις κατάλληλες κλινικές θεραπείες και να αναπτύξουν τα πρώτα εμβόλια. Ομως, αυτός ο άνευ προηγουμένου αγώνας δρόμου της Επιστήμης με τον κορονοϊό, πέρα από κάποιες αναμφίβολες επιτυχίες είχε -και εξακολουθεί να έχει!- περισσότερες από μία σκοτεινές πτυχές, που συνήθως παραγνωρίζονται.
Η ανεξέλεγκτη πλανητικά διάδοση του νέου κορονοϊού μας αποκάλυψε, μεταξύ άλλων, πόσο εσφαλμένη ιδέα έχουν οι περισσότεροι πολίτες αλλά και οι «υπεύθυνοι» πολιτικοί για τούς εγγενείς περιορισμούς των γνώσεων και των εφαρμογών της Βιοϊατρικής. Επίσης, μας έδειξε πόσο πολύ απέχει από την πραγματικότητα η ευρύτατα διαδεδομένη άποψη ότι οι φυσικές επιστήμες μπορούν να μας προσφέρουν μόνο ακριβείς και αδιαμφισβήτητες απαντήσεις ή ότι υπερανεπτυγμένη ιατρική-φαρμακευτική τεχνοεπιστήμη είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και άρα να μας προστατεύσει από κάθε νέα ιογενή ή μικροβιακή απειλή.
Πρόκειται για μια πολύ αισιόδοξη, αλλά παραπλανητική, εικόνα τόσο των γνωσιακών δυνατοτήτων των σημερινών βιοϊατρικών επιστημών όσο και των θεραπευτικών εφαρμογών τους, που, απ’ ό,τι φαίνεται τη συμμερίζονται και αρκετοί επιφανείς γιατροί και επιστήμονες.
Οι οποίοι, είτε από ιδιοτέλεια είτε από έλλειψη επιστημολογικής παιδείας, δεν αναγνωρίζουν τα εγγενή όρια των βιοϊατρικών επιστημών που υπηρετούν. Επομένως, όλο και πιο συχνά βλέπουμε «ειδικούς» να γνωμοδοτούν διατυπώνοντας μόνο επισφαλείς υποκειμενικές απόψεις σχετικά με την αντιμετώπιση της επιδημίας και όχι σε επιστημονικά περιοδικά αλλά στα ΜΜΕ, στα οποία και μεταφέρουν άκριτα τις επιστημονικές διενέξεις τους με άλλους επιστήμονες. Ωστόσο, αυτές οι δημόσιες διαφωνίες μεταξύ των ειδικών, που ενθαρρύνονται επιτήδεια από ορισμένους δημοσιογράφους, το μόνο που καταφέρνουν είναι να δημιουργούν μεγαλύτερη σύγχυση και ανασφάλεια στην κοινωνία.
Σύγχυση που εκμεταλλεύονται, με τη σειρά τους, οι κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να διαμεσολαβήσουν μεταξύ αντιθετικών συμφερόντων, όπως π.χ. η προστασία της υγείας των πολιτών με το μικρότερο οικονομικό, κοινωνικό κόστος. Μάλιστα, ορισμένοι πρωθυπουργοί επιχείρησαν να μεταθέσουν την ευθύνη για τις πολύ δυσάρεστες και αντιλαϊκές πολιτικές επιλογές τους στους επιστήμονες των ειδικών συμβουλευτικών επιτροπών για την αντιμετώπιση της επιδημίας.
Παρόλα αυτά, τόσο η εγγενής επιστημονική αβεβαιότητα όσο και η σκόπιμη παραπληροφόρηση δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται ως δικαιολογία για την πολιτική-υγειονομική απραξία των κυβερνήσεων, οι οποίες αρνούνται ιδεοληπτικά να επενδύσουν στη θωράκιση των δημόσιων συστημάτων υγείας, τα οποία, όλους αυτούς τους μήνες της μεγάλης υγειονομικής κρίσης, αποδείχτηκαν το μοναδικό αποτελεσματικό εργαλείο που διαθέτουμε για την άμεση αντιμετώπιση των πιο ακραίων συνεπειών της νέας επιδημίας.
Η επιστημονική φερεγγυότητα...
Οι κυρίαρχες στρατηγικές επιλογές για την αντιμετώπιση της επιδημίας του κορονοϊού μάς αποκαλύπτουν τις εγγενείς αδυναμίες των σύγχρονων νεοφιλελεύθερων πολιτικών για τη δημόσια υγεία, οι οποίες αποδείχτηκαν τραγικά ανεπαρκείς τόσο για την προστασία της υγείας των πολιτών όσο και για τη διασφάλιση ενός βιώσιμου μέλλοντος των κοινωνιών στις οποίες εφαρμόζονται.
Στην υποκριτική και εξόφθαλμα αντισυνταγματική προσπάθειά τους να μεταθέσουν τις ευθύνες της διακυβέρνησης στους «ειδικούς», οι περισσότεροι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί έδειξαν πως αγνοούν -ή παραβλέπουν σκοπίμως- την ιδιαίτερη γνωστική λειτουργία των σύγχρονων επιστημών και άρα τι είδους απαντήσεις ή υγειονομικές «λύσεις» μπορούμε να αναμένουμε από αυτές.
Πράγματι, ως «Επιστήμη» περιγράφεται, συνήθως, κάθε αυστηρά οργανωμένο σύστημα παραγωγής διυποκειμενικά έγκυρων γνώσεων, που επιχειρεί να περιγράψει και ενδεχομένως να εξηγήσει, κατά το δυνατόν «αντικειμενικά», ορισμένα φυσικά αντικείμενα και διεργασίες. Επιστήμη είναι, λοιπόν, μόνο ο εμπειρικά ή πειραματικά ελέγξιμος τρόπος παραγωγής γνώσεων που, σε μια δεδομένη ιστορική εποχή, θεωρούνται έγκυρες και κοινά αποδεκτές από μία ορισμένη επιστημονική κοινότητα.
Ωστόσο, αυτή η αυστηρή (μεθοδολογικά) και επιτυχημένη (γνωστικά) διαδικασία παραγωγής έγκυρων γνώσεων, που προκύπτουν από την επαλήθευση ή τη διάψευση κάποιων αρχικών υποθέσεων, είναι μια συνεχής, επίπονη και διαρκώς ανανεούμενη προσπάθεια επιστημονικής ιδιοποίησης των φυσικών φαινομένων. Αυτό το γεγονός καθιστά την Επιστήμη ανοιχτή στις ριζικές ανατροπές που επιφέρουν οι νέες ανακαλύψεις και το όλο γνωστικό εγχείρημα πολύπλοκο.
Μολονότι, αυτή είναι, πολύ συνοπτικά, μια κοινά αποδεκτή, σήμερα, περιγραφή της «επιστημονικής μεθόδου», ο τρόπος που εφαρμόζεται σε κάθε μεμονωμένη επιστήμη μπορεί να διαφοροποιείται σημαντικά, όχι τόσο ως προς τις βασικές αρχές, αλλά ως προς τα μέσα που επιλέγονται και υιοθετούνται από κάθε επιμέρους επιστημονική κοινότητα.
Πάντως, κοινά αποδεκτή και αναφαίρετη μεθοδολογική αρχή για όλες τις Φυσικές Επιστήμες είναι ότι οφείλουν να ξεκινούν από τις παρατηρήσεις ορισμένων πραγματικών φαινομένων και να διατυπώνουν εμπειρικά ή πειραματικά ελέγξιμες υποθέσεις, που περιγράφουν ή συσχετίζουν μεταξύ τους τις παρατηρήσεις.
Αυτές τις επιστημονικές υποθέσεις οφείλουν, κατόπιν, να τις υποβάλλουν σε συστηματικό έλεγχο, δηλαδή σε έναν νέο κύκλο παρατηρήσεων ή πειραμάτων, που ενδέχεται να επιβεβαιώσουν, να εμπλουτίσουν ή, πολύ συχνότερα, να διαψεύσουν τις αρχικές επιστημονικές υποθέσεις. Χωρίς ποτέ, οι επιμέρους παρατηρήσεις και τα πειράματα να μπορούν να επαληθεύσουν, οριστικά και διά παντός, τις επιστημονικές θεωρίες που διατυπώνουμε για να εξηγήσουμε τα παρατηρησιακά ή πειραματικά δεδομένα.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι μία επιστημονική θεωρία θεωρείται πιο ικανοποιητική και παραγωγική από μία δεύτερη θεωρία που βασίζεται στα ίδια ακριβώς εμπειρικά δεδομένα, αν η πρώτη μπορεί να κάνει περισσότερες προβλέψεις για νέα και πιο ακριβή μελλοντικά πειράματα.
Δυστυχώς, αυτό το αποφασιστικό κριτήριο για την αξιολόγηση μιας επιστημονικής θεωρίας, δηλαδή η ικανότητά της να προβλέπει νέα πειράματα και έρευνες, δεν ισχύει για όλες τις επιστήμες, όπως π.χ. για τις ιστορικές φυσικές επιστήμες (γεωλογία, παλαιοντολογία και εξελικτική), ή για τις αφηρημένες μαθηματικές επιστήμες.
...και η μολυσματική γνωστική αβεβαιότητα
Ποτέ άλλοτε, όσο την εποχή της νέας ιογενούς επιδημίας, οι σύγχρονες κοινωνίες δεν συνειδητοποίησαν την αξία της βιοϊατρικής έρευνας και τη ζωτική σημασία των εφαρμογών της στην αντιμετώπιση της νόσου Covid-19 (νέα φάρμακα και εμβόλια). Σε καμιά προηγούμενη υγειονομική κρίση, οι επιστημονικές εξελίξεις δεν υπήρξαν τόσο ραγδαίες: μέσα σε λίγους μόνο μήνες, οι ερευνητές ταυτοποίησαν το γονιδίωμα του κορονοϊού και επινόησαν τα πρώτα εμβόλια για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Ποτέ άλλοτε και με τόσο άμεσο τρόπο οι επιστημονικές εξελίξεις στις βιοεπιστήμες δεν αναδείχτηκαν σε αποφασιστικό ρυθμιστικό παράγοντα για τη διαχείριση της καθημερινής ζωής όλων μας και άρα σε αναμφισβήτητο πρωταγωνιστή των πλανητικών ειδήσεων, όσο τους τελευταίους δώδεκα μήνες της πανδημίας του φόβου.
Παρακάμπτοντας τη συστηματική παραπληροφόρηση, οφείλουμε πάση θυσία να αναζητήσουμε μια επιστημονικά τεκμηριωμένη εξήγηση των πραγματικών επιπτώσεων της νέας ιογενούς επιδημίας, η οποία, όπως διαπιστώσαμε τον τελευταίο χρόνο, έχει αναβαθμιστεί σε πολιτικά προεπιλεγμένη πανδημία... πανικού. Στην εποχή της κυριαρχίας των καλλωπιστικών και ψευδών ειδήσεων (fake news) σχετικά με την επιδημία, η έγκυρη επιστημονική ενημέρωση για την καινοφανή και, εν πολλοίς, άγνωστη μελλοντική δυναμική της επιδημίας του κορονοϊού αποτελεί ίσως την πιο αποτελεσματική στρατηγική για την αντιμετώπισή του.
Ομως, πώς διαμορφώνεται και από ποιους η δημόσια εικόνα των σύγχρονων βιοϊατρικών επιστημών; Πόσο επαρκώς ενημερωμένοι είναι οι μη ειδικοί πολίτες για τη διάρκεια της ανοσίας, την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά της επιδημίας του κορονοϊού, αλλά και για τις αναπόφευκτες παρενέργειές τους, λόγω της ταχύτατης μαζικής επιβολής των νέων εμβολίων; Η απάντηση σε αυτά τα πολύ επίκαιρα ερωτήματα, παραδόξως, δεν καθορίζεται από την επιστημονική ενημέρωση, αλλά από την ευκολία διάδοσης και την άκριτη αποδοχή πλήθους ψευδοεπιστημονικών ειδήσεων.
Πράγματι, με τα περισσότερα ΜΜΕ να αυτοπεριορίζονται εσκεμμένα στις γνωστές «εκλαϊκευτικές» συνταγές, δηλαδή στην επιλεκτική προβολή αποκλειστικά καθησυχαστικών ειδήσεων και μόνο στις πιο εντυπωσιακές βιοϊατρικές επιτυχίες αγνοώντας βέβαια τις ισάριθμες αποτυχίες, η ζωτική ανάγκη των πολιτών για πληρέστερη επιστημονική ενημέρωση είναι καταδικασμένη να παραμένει ανεκπλήρωτη.
Αραγε, η διάδοση της επιστημονικής παιδείας μέσω της συστηματικής και αξιόπιστης δημόσιας ενημέρωσης των πολιτών θα μπορούσε να γεφυρώσει το διαχρονικό χάσμα ανάμεσα στην Επιστήμη και την Κοινωνία, που έχει διευρυνθεί στις μέρες μας λόγω πανδημίας; Και η μαζική αλλά έγκυρη επιστημονική ενημέρωση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής στον διάλογο μεταξύ επιστήμης και κοινωνίας, σε μια προσπάθεια να αντιστρέψουμε την αυτοκαταστροφική τους πορεία;
Στόχος της έγκαιρης και έγκυρης επιστημονικής ενημέρωσης δεν είναι να μετατρέψει τις/τους πολίτες σε ειδικούς επιστήμονες, αλλά να τους εξοικειώσει με τις νέες και, εν πολλοίς, άγνωστες βιοϊατρικές πρακτικές, ώστε να είναι οι ίδιοι οι πολίτες σε θέση να κρίνουν από μόνοι τους τη φερεγγυότητα των πρωτοεμφανιζόμενων αντιϊκών πρακτικών.
Ωστόσο, όπως θα δούμε στο επόμενο άρθρο, υψώνονται πολλά εμπόδια στην υλοποίηση αυτού του δημοκρατικού αιτήματος, εμπόδια που υπονομεύουν στην πράξη το δικαίωμα των πολιτών για πλήρη επιστημονική ενημέρωση.
ΠΗΓΗ ΕΦΣΥΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου