Όταν ήρθε η Κατοχή οργανώθηκα στην ΕΠΟΝ. Ο αδελφός της μητέρας μου είχε παντρευτεί τη Διδώ Σωτηρίου που ήταν ανακατεμένη ως τον λαιμό με αυτά κι εκείνη μας έβαλε όλους στην Αντίσταση. Ο πατέρας μου ήταν βενιζελικός και συμπαθούσε το ΕΑΜ και την Αντίσταση, αλλά μας έβαλε όρο εμείς να μην ανακατευτούμε πουθενά. Φυσικά, δεν τον ακούσαμε. Ως τις τρεις το μεσημέρι που δούλευε στην Τράπεζα Αθηνών, στο σπίτι μας γινόταν χαμός. Μέχρι και συνεδριάσεις γυναικών κάναμε.
Τότε πήγαινα στη Σχολή Αηδονοπούλου ακόμα κι ασχολιόμουν πολύ με το κουκλοθέατρο – είχα αναλάβει να γράψω το έργο που θα παίζαμε. Όταν κάναμε την παράσταση, η καθηγήτριά μας, η Ελένη Περράκη, έφερε στο σχολείο τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Μάριο Πλωρίτη και τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, που έγινε αργότερα άντρας μου.
Όταν πια πλήθυναν οι ανάγκες της Αντίστασης, το άφησα το κουκλοθέατρο. Είχαμε αμοληθεί πια. Όταν έγινε η απελευθέρωση, ήρθε η Διδώ και μας είπε ότι φεύγουμε - και μάλιστα είπα στον Γιώργο Σεβαστίκογλου «μην τύχει και δεν έρθεις να με πάρεις και με αφήσεις εδώ με τον πατέρα μου» . Και, πράγματι, ήρθε ένα βράδυ μεσάνυχτα και με πήρε και φύγαμε κρυφά και βρεθήκαμε στη Λάρισα. Τώρα που το σκέφτομαι, λέω: «Μα, καλά. Δόθηκε εντολή να φύγουμε απ’ την Αθήνα. Να πάμε πού; Στη Λάρισα, λες κι εκεί ήταν μια άλλη Ελλάδα;».
Γυρίσαμε στην Αθήνα με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ο Σεβαστίκογλου έφυγε κρυφά το ’48 για την Τασκένδη, αλλά εμένα με έπιασαν και πήγα εξορία στη Χίο. Πήρα ένα χαρτί απ’ το Τμήμα Αλλοδαπών ότι με καλούν «διά υπόθεσή μου». Θέλανε να υπογράψω δήλωση - αν δεν την υπέγραφες, πήγαινες εξορία. Στη Χίο ήμασταν κλεισμένες σε στρατόπεδο, σαν φυλακισμένες. Κοιμόμασταν δίπλα-δίπλα στα ράντζα, μέσα στους θαλάμους. Δεν μας έκαναν βασανιστήρια, απλώς ήμασταν κρυμμένες μέσα και δεν βλέπαμε ούτε έναν άνθρωπο. Ήταν η Αλέκα Παΐζη, η Καίτη Ντιριντάουα, η Νανά Καλλιανέση, που έγινε μετέπειτα η εκδότριά μου στον Κέδρο, και πάρα πολλές γυναίκες από την επαρχία.
Όταν βγήκα ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω διαβατήριο με τίποτα. Κατάφερα να φτάσω στην Τασκένδη μέσω Ιταλίας το 1954. Ήμουν σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα στην Τασκένδη, όλες ήταν ανταρτοπούλες από χωριά κι είχαν ζήσει ήδη πέντε χρόνια εκεί. Δεν ήταν αυτό που περίμενα, ο Γιώργος δεν μου είχε γράψει με τρόπο κάτι. Να μου πει έχει κρύο, φέρε πολλά πουλόβερ, κάτι. Τρομάξαμε να γυρίζουμε τα παζάρια να βρω ένα παλτό γιατί είχα ξυλιάσει. Μείναμε εκεί δυο χρόνια, ζήσαμε και τον εμφύλιο της Τασκένδης. Ήταν πολύ σκληρό να βλέπεις ανθρώπους που πολέμησαν δίπλα-δίπλα ν’ αλληλοδέρνονται. Μετά το 20ό συνέδριο του κόμματος, το 1957, φύγαμε στη Μόσχα.
Το Καπλάνι της βιτρίνας το έγραψα στη Μόσχα με μια νοσταλγία για τα παιδικά μου χρόνια. Ξεκίνησε επειδή διηγόμουν πολύ τις ιστορίες των παιδικών μου χρόνων με τον παππού μου στα παιδιά μου. Το έγραψα γρήγορα και το έστειλα στον φίλο μου, τον Δημήτρη Δεσποτίδη, που είχε τον εκδοτικό οίκο Θεμέλιο. Δεν μου απάντησε και όταν ήρθα στην Ελλάδα τον ρώτησα, «τι γίνεται με το βιβλίο;». Μου είπε, «να το, στη βιτρίνα είναι». Κυκλοφορούσε πολύ λίγο τότε, αλλά έκανε μεγάλη επιτυχία μετά τη Μεταπολίτευση - και οι γονείς αλλά και οι δάσκαλοι ξενίστηκαν με αυτό το βιβλίο. Σκέφτηκαν, γιατί να μιλάμε στα παιδιά για δικτατορία;
Από τη συνέντευξη στη Δέσποινα Τριβόλη η Άλκη Ζέη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου