Η Μόσχα έτοιμη να προχωρήσει στην υλοποίηση των σχεδίων της, που πιθανότατα στοχεύουν στην εδραίωση του ελέγχου της στην ουκρανική επαρχία Ντονμπάς και την οργανική διασύνδεση της Κριμαίας με τη ρωσική ενδοχώρα.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο, για επαφές με τους Ευρωπαίους εταίρους του, ενώ αύριο ετοιμάζεται να συναντηθεί στη Γενεύη με τον Σεργκέι Λαβρόφ, κομίζοντας το μήνυμα «θέλουμε την ειρήνη», όπως ο ίδιος έχει πει. Από την πλευρά του, ωστόσο, ο Τζο Μπάιντεν εμφανίστηκε βέβαιος ότι η Ρωσία θα εισβάλει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην Ουκρανία.
«Η εκτίμησή μου είναι ότι θα προχωρήσει», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στον Λευκό Οίκο, με το επιχείρημα ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν «είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι». Έτσι, όμως, προκάλεσε εύλογα ερωτήματα για τη χρησιμότητα της περιοδείας του Μπλίνκεν – και ταυτόχρονα, σύγχυση αναφορικά με τις συνέπειες που θα έχει μια τέτοια εξέλιξη για τη Μόσχα.
«Μικρή» και «μεγάλη» εισβολή
«Η Ρωσία θα κληθεί να πληρώσει εάν εισβάλει – το πόσο εξαρτάται από το τι θα κάνει. Είναι άλλο πράγμα μια μικρή επέμβαση, με την οποία θα καταλήξουμε να συγκρουόμαστε για το τι να κάνουμε και τι όχι. Στην περίπτωση, όμως, που κάνουν αυτό που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν (…) τότε η Ρωσία θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία καταστροφή», είπε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος των ΗΠΑ.
Με τον τρόπο αυτό, άφησε τους πάντες να αναρωτιούνται τι είδους «διαβάθμιση» έχει στο μυαλό του. Ειδικά δε οι Ρεπουμπλικάνοι τον κατηγόρησαν ότι, εμμέσως πλην σαφώς, έδωσε το πράσινο φως στον Πούτιν για να υλοποιήσει τα σχέδιά του και να εδραιώσει τον έλεγχο της ουκρανικής επαρχίας του Ντονμπάς (δεν είναι τυχαίο ότι ομάδα Ρώσων βουλευτών ζήτησε την αναγνώριση της περιοχής ως ανεξάρτητης) και, πιθανότατα, να ολοκληρώσει τη διασύνδεση της Κριμαίας με τη ρωσική ενδοχώρα.
Την ίδια στιγμή, πάντως, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωνε ότι δόθηκε έγκριση (για την ακρίβεια, εντολή) στα τρία κράτη-μέλη του από τη Βαλτική – Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία – να εφοδιάσουν τις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας με αμερικανικούς αντιαρματικούς πυραύλους και άλλα οπλικά συστήματα, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ρωσικής εισβολής. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ανάλογη απόφαση έλαβε πριν μερικές ημέρες και η Βρετανία.
Εμπάργκο όπλων από τη Γερμανία
Ωστόσο, οι παραπάνω κινήσεις έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την απόφαση ενός άλλου νατοϊκού εταίρου, της Γερμανίας. Όπως ίσως είναι γνωστό σε πολλούς, το Βερολίνο επανέλαβε χθες ότι, παρά τα αλλεπάλληλα αιτήματα του Κιέβου, δεν προτίθεται να άρει το εξοπλιστικό εμπάργκο το οποίο έχει επιβάλει από το 2014 στην Ουκρανία.
Έτσι, η νέα κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς απέδειξε και πάλι ότι θα συνεχίσει ουσιαστικά στην ίδια γραμμή πλεύσης με την προκάτοχό της, της Άνγκελα Μέρκελ, διαψεύδοντας όσους – και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού – πίστευαν ή ήλπιζαν πως θα υιοθετήσει μια πιο «σκληρή» στάση απέναντι στον Πούτιν. Είναι κάτι που φάνηκε, άλλωστε, και από την προσπάθεια που καταβάλλουν όλα τα στελέχη της προκειμένου ο (ζωτικής σημασίας για τη Γερμανία) αγωγός Nord Stream 2 να μείνει εκτός του γεωπολιτικού παιχνιδιού.
Νέο «χτύπημα» Μακρόν
Τα πράγματα είναι ακόμη πιο ξεκάθαρα στην περίπτωση της Γαλλίας, ειδικά μετά την τοποθέτηση του Εμανουέλ Μακρόν στην Ευρωβουλή, η οποία προκάλεσε σοκ σε ορισμένους στο ΝΑΤΟ. Ο Γάλλος πρόεδρος, συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να ξεκινήσουν απευθείας διάλογο με τη Ρωσία, με βάση τις δικές τους προτεραιότητες και όχι εκείνες της Ουάσιγκτον.
Χρειαζόμαστε μια «ευρωπαϊκή πρόταση για μια νέα τάξη ασφάλειας και σταθερότητας», είπε ο Μακρόν, για να προσθέσει: «Πρέπει να την οικοδομήσουμε ανάμεσα στους Ευρωπαίους, μετά να τη μοιραστούμε με τους συμμάχους μας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και στη συνέχεια να την παρουσιάσουμε στη Ρωσία προς διαπραγμάτευση».
Είναι ξανά η οικονομία…
Παράλληλα, τόσο το Βερολίνο όσο και το Παρίσι φαίνεται πως έχουν ξεκαθαρίσει προς τις ΗΠΑ πως δεν θα συναινέσουν στον αποκλεισμό της Ρωσίας από το διεθνές σύστημα συναλλαγών SWIFT, καθώς κάτι τέτοιο θα έθιγε άμεσα τα δικά τους συμφέροντα και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, που έχουν σαφώς περισσότερα πάρε-δώσε με τη ρωσική αγορά από τις αμερικανικές.
Η οικονομία, εξάλλου, αποτελεί και ένα από τα βασικά κριτήρια για τον καθορισμό της στάσης Γερμανών και Γάλλων (και Ιταλών και άλλων) απέναντι στη Ρωσία – την οποία, προφανώς, θεωρούν πολύ πιο σημαντική από την Ουκρανία.
Τι σημαίνουν, λοιπόν, στην πράξη όλα αυτά; Ότι ο Πούτιν κατάφερε να έχει απέναντί του μια διχασμένη Δύση, γεγονός που αναμφίβολα τον διευκολύνει να προχωρήσει στα σχέδιά του – έστω και αν, για την ώρα, δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου