Η εκρηκτική άνοδος στην τιμή του φυσικού αερίου και η αύξηση του πετρελαίου πάνω από τα 100 ευρώ δίνουν απλώς μια γεύση του τι μπορεί να συμβεί αν η Ρωσία παίξει το χαρτί του ενεργειακού πολέμου. Μεγάλος χαμένος θα είναι η Ευρώπη; Ανάλυση των Financial Times
Οι τιμές του πετρελαίου Brent ξεπέρασαν τα 100 δολάρια το βαρέλι χθες, υπό τον φόβο ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα μπορούσε να διαταράξει την προσφορά ρωσικού αργού στις παγκόσμιες αγορές. Αλλά οι ροές πετρελαίου είναι πιθανό να παραμείνουν αλώβητες προς το παρόν, επισημαίνουν σε ανάλυσή τους οι Financial Times.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είπε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ότι «η υπεράσπιση της δημοκρατίας και της ελευθερίας δεν είναι ποτέ χωρίς κόστος», αναγνωρίζοντας ότι η κλιμάκωση των εντάσεων τροφοδότησε το ράλι του πετρελαίου. Ωστόσο, αξιωματούχοι των ΗΠΑ επιμένουν ότι δεν θα επιβάλουν κυρώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο με τρόπο που θα ζημιώσει τους Αμερικανούς καταναλωτές, ενώ ο πληθωρισμός εκτινάσσεται.
«Ήμασταν αρκετά προσεκτικοί προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι ο αντίκτυπος των κυρώσεών μας στοχεύει τη ρωσική οικονομία και όχι τη δική μας», δήλωσε ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος σε ενημέρωση νωρίτερα αυτή την εβδομάδα. «Κανένα από τα μέτρα δεν στοχεύει στη διατάραξη της ροής ενέργειας στις παγκόσμιες αγορές», πρόσθεσε ο αξιωματούχος.
Όμως, λόγο στο τι θα συμβεί τελικά έχει και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν. Το ερώτημα είναι αν θα χρησιμοποιήσει τις προμήθειες ρωσικού πετρελαίου ως αντίποινα για τις οικονομικές κυρώσεις.
Η Ρωσία παράγει περίπου 10 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου την ημέρα, από τα οποία εξάγονται περίπου 4,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, καθιστώντας την έναν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές πετρελαίου στον κόσμο. Η διακοπή μέρους ή του συνόλου αυτής της προσφοράς σε μια ήδη "σφιχτή" παγκόσμια αγορά θα οδηγούσε σε πολύ υψηλές τιμές του πετρελαίου και θα προκαλούσε όλεθρο στις δυτικές οικονομίες. Υπό αυτή την έννοια, για τον Πούτιν θα ήταν δελεαστικό όπλο. Ομως, μπορεί να έχει δυσάρεστες παρενέργειες και για τη Ρωσία.
Πρώτον, η διακοπή της προσφοράς πετρελαίου θα ήταν πιο δύσκολη για τον Πούτιν σε σχέση με το φυσικό αέριο. Η συντριπτική πλειονότητα των εξαγωγών φυσικού αερίου πραγματοποιείται από την κρατική Gazprom, ενώ το πετρέλαιο εξάγεται από ένα ευρύτερο σύνολο εταιρειών, πολλές από τις οποίες είναι ιδιωτικές. Ένα διαρκές εμπάργκο πετρελαίου θα μπορούσε να εξοργίσει πολλούς από αυτούς τους ιδιώτες παραγωγούς και να οδηγήσει σε κλείσιμο των κοιτασμάτων, βλάπτοντας δυνητικά τη μακροπρόθεσμη ρωσική προσφορά πετρελαίου.
Ο Πούτιν θα διακινδύνευε επίσης να βλάψει τη δική του οικονομία, εκτός εάν η προκύπτουσα άνοδος των τιμών αντισταθμίσει τους χαμηλότερους όγκους εξαγωγών — μια κατάσταση που όμως θα μπορούσε να αποδειχθεί βλαπτική για τη Ρωσία σε μακροχρόνιο ορίζοντα, εάν οι τιμές πέσουν στη συνέχεια αλλά η Ρωσία δεν είναι σε θέση να ανακτήσει το μερίδιο αγοράς της.
Επιπρόσθετα, οι επιπτώσεις στο εξωτερικό είναι πολύ πιο δύσκολο να περιοριστούν σε συγκεκριμένους "στόχους", σε σχέση με τη διακοπή της ροής αερίου. Η Ρωσία θα μπορούσε να προκαλέσει στοχευμένη οικονομική ζημιά στην Ευρώπη περιορίζοντας το φυσικό αέριο στην ήπειρο, όμως τυχόν διακοπή της ροής πετρελαίου θα ήταν αισθητή στις αντλίες καυσίμων παγκοσμίως, χτυπώντας εχθρούς, αλλά και συμμάχους, όπως η Κίνα. Ακόμη και οι εταίροι της Μόσχας στον ΟΠΕΚ+ θα εξοργίζονταν από μια ανεξέλεγκτη άνοδο των τιμών.
Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι ο Πούτιν δεν μπορεί ή δεν θα μειώσει τις προμήθειες πετρελαίου στις παγκόσμιες αγορές. Αλλά σε έναν ενεργειακό πόλεμο, ο περιορισμός της ροής πετρελαίου θα ήταν κάτι αντίστοιχο με τη χρήση πυρηνικών όπλων σε έναν κανονικό πόλεμο.
Το φυσικό αέριο είναι όπλο που η Ρωσία μπορεί να χρησιμοποιήσει πολύ πιο εύκολα. Ενώ η διακοπή της προμήθειας πετρελαίου θα προκαλούσε ευρύτερες επιπτώσεις, οι αγορές φυσικού αερίου είναι πολύ πιο εστιασμένες τοπικά.
Περίπου το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη προέρχεται από τη Ρωσία, και η Μόσχα θα μπορούσε να ασκήσει άμεση πίεση στην ήπειρο κλείνοντας τις κάνουλες, με περιορισμένη διάχυση στις παγκόσμιες αγορές.
Αναλυτές της Rystad Energy εκτιμούν ότι ο κίνδυνος να αποφασίσει η Μόσχα να μειώσει ή να σταματήσει τις ροές φυσικού αερίου στην Ευρώπη αυξήθηκαν από τότε που η Γερμανία σταμάτησε την πιστοποίηση του αγωγού Nordstream 2.
Οι τιμές αναφοράς στην Ευρώπη είναι ήδη πέντε φορές υψηλότερες σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι — έχουν εκτιναχθεί καθώς οι συμμετέχοντες στην αγορά ανησυχούν για την πιθανότητα ρωσικών αντιποίνων στις δυτικές κυρώσεις.
Σε περίπτωση που το Κρεμλίνο αποφασίσει να παίξει το χαρτί του φυσικού αερίου, οι επιλογές της Ευρώπης είναι περιορισμένες: Οι εισαγωγές από την Αφρική μειώνονται, ενώ δεν υπάρχουν σημαντικά περιθώρια αύξησης της εγχώριας προσφοράς.
Μια νέα ενεργειακή στρατηγική αναμένεται να ανακοινωθεί από τις Βρυξέλλες την επόμενη εβδομάδα, με σκοπό να απογαλακτιστεί η ήπειρος από το ρωσικό φυσικό αέριο — αλλά θα χρειαστούν χρόνια για να εφαρμοστεί. Προς το παρόν, η Ευρώπη έχει περίπου έναν μήνα αποθηκευμένου αποθέματος ασφαλείας, σύμφωνα με το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, ενώ οι εμπορικοί προμηθευτές έχουν περίπου άλλες εννέα εβδομάδες αποθέματος.
Οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου είναι η μόνη διαθέσιμη μέθοδος για την κάλυψη του κενού. Οι ΗΠΑ συντονίζουν τις προσπάθειές τους με χώρες όπως η Ιαπωνία και το Κατάρ, ώστε να στρέψουν περισσότερες αποστολές LNG προς την Ευρώπη. Αλλά με τις αγορές σφιχτές σε προσφορά, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να πληρώσουν ακριβά.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της ClearView Energy Partners στην Ουάσιγκτον: «Όσον αφορά το φυσικό αέριο, το LNG είναι η μόνη ρεαλιστική εναλλακτική λύση που διατίθεται σε μεγάλη κλίμακα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η αντικατάσταση του φυσικού αερίου του ρωσικού αγωγού με εισαγωγές LNG σε συνεχή βάση μπορεί να είναι θεωρητικά δυνατή, αλλά θα μπορούσε να αποδειχθεί απαγορευτικά ακριβή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου