Ιστορίες πολέμου
Της Iστορίας τα γυρίσματα
Πριν από λίγες μέρες η Λέσια Ορσόκο και η Αλόνα Τσουγκάι κατάφεραν να ξεφύγουν από την κόλαση του πολέμου. Στο αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ τις περίμενε η Σάρον Μπας, ανταποδίδοντας ένα ιστορικό χρέος. Πριν από 80 χρόνια, η Εβραία γιαγιά της Σάρον, Φάνια Ρόζενφελντ Μπας, σώθηκε από τους Ναζί που κατέλαβαν την ουκρανική πόλη Ραφάλοφσκα όπου ζούσε: ενώ η οικογένειά της σκοτώθηκε (μαζί και πέντε αδέλφια της), η Ουκρανή Μαρία Μπλίσικ την έκρυψε τα δυο τελευταία χρόνια του πολέμου, ρισκάροντας τη ζωή της. Εγκατεστημένη έπειτα στο Ισραήλ, η Φάνια επανέλαβε πολλές φορές στα παιδιά και τα εγγόνια της αυτή την ιστορία για την ανθρωπιά στο χάος του πολέμου. 80 χρόνια μετά, η εγγονή της, Σάρον Μπας, υποδέχτηκε στο Ισραήλ δύο από τις εγγονές της Μαρίας Μπλίσικ, τη Λέσια και την Αλόνα, «σαν η ιστορία να επαναλαμβάνεται αλλά από την ανάποδη», όπως έλεγε στην Washington Post.
Οταν άρχισε η επίθεση κατά της Ουκρανίας, η πρώτη σκέψη της 46χρονης Σάρον Μπας ήταν σ’ αυτή την οικογένεια που έσωσε τη γιαγιά της. Είχαν χάσει κάθε επαφή, ώς τη δεκαετία του 1990, όταν, χάρη στην τεχνολογία, κατάφεραν να επικοινωνήσουν κι έκτοτε να συνομιλούν τακτικά. Αμέσως επικοινώνησε με τη Λέσια και την Αλόνα, φρόντισε να ξεπεράσει τη γραφειοκρατία ώστε να τους δοθεί βίζα, αγόρασε το εισιτήριό τους από τη Βαρσοβία (όπου έφτασαν με λεωφορεία) στο Μόναχο και από εκεί στο Τελ Αβίβ. «Μας έχουν καταδιώξει από τόσες χώρες…, τώρα έχουμε το προνόμιο και την ευθύνη να γίνουμε καταφύγιο ασφάλειας για άλλους πρόσφυγες».
Ιστορίες απαντοχής
Η Γκορντάνα Κουρτίι, που ζει στη Βαρσοβία, ύστερα από 10 ημέρες χωρίς καμιά επικοινωνία με τη μητέρα της στη Μαριούπολη, το περασμένο Σάββατο έλαβε ένα τηλεφώνημα: μια γυναίκα τής είπε πως η μάνα της είναι ζωντανή και της διάβασε ένα γράμμα για όσα βιώνουν, το οποίο χθες μοιράστηκε με την Guardian. «Στις 3 Μαρτίου, η πόλη αποκόπηκε από τον κόσμο, οι γραμμές του τρένου είχαν καταστραφεί το βράδυ. Ηρθαν ελλείψεις –ηλεκτρικό, νερό, αέριο, δίκτυο κινητής. Τα παντοπωλεία ζητούν μόνο μετρητά και πάλι ξέμειναν γρήγορα από αγαθά… Απελπισμένοι πεινασμένοι λεηλατούν καταστήματα στην πόλη. Αλλοι παίρνουν ξύλινα έπιπλα και τα καίνε.
Πάνω σε αυτές τις φλόγες κάποιοι μαγειρεύουν, μερικοί λιώνουν πάγο για να πιούν νερό. Για λίγο. Είναι πολύ επικίνδυνο να είσαι έξω. Οι αεροπορικές επιθέσεις είναι συνεχείς. Στα λίγα καταφύγια συνωστίζονται άνθρωποι. Ακούγονται πυροβολισμοί στους δρόμους. Με τη θερμοκρασία στους -8, χωρίς θέρμανση και ιατρική βοήθεια, καθένας μπορεί να πεθάνει, πιο αργά από ό,τι με τις βόμβες, αλλά το ίδιο σίγουρα. Το κεντρικό κοιμητήριο είναι σε ένα μικρό χωριό έξω από την πόλη: είναι πια αδύνατον να φτάσεις. Γι’ αυτό οι άνθρωποι θάβουν τους νεκρούς τους στις αυλές τους ή σε ομαδικούς τάφους. Κι αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου: όχι μόνο να χάσω κάποιον αγαπημένο, αλλά και να μην μπορώ να κλάψω πάνω από τον τάφο του».
Ιστορίες που δεν πρέπει να χαθούν
Στο Ποντίλ, μια άλλοτε εμπορική, μποέμ και δημιουργική συνοικία του Κιέβου, επικρατεί η σιωπή της πολιορκίας και ο αχός των βλημάτων, λέει η Κριστίνα Τίνκεβιτς στην ανταποκρίτρια της Libération. Η Κριστίνα είναι μια από τους πολλούς κατοίκους που αποφάσισε να μην την εγκαταλείψει, σε αντίθεση με άλλους που έχουν παιδιά και δεν έχουν άλλη επιλογή. Ο σύζυγός της είναι κινηματογραφιστής, αλλά στρατεύτηκε, για να υπερασπιστεί τη χώρα από τους Ρώσους εισβολείς. «Το να φύγουμε, να βρούμε καταφύγιο στη Δύση, μας φαινόταν σαν λιποταξία. Κρύβεσαι και δεν μπορείς να προασπιστείς το σπίτι σου. Και, ναι, είναι δύσκολο να δουλεύεις υπό τον ήχο των σειρήνων».
Η Κριστίνα, με την αχώριστη Leica της, τραβά φωτογραφίες, ιδίως πορτρέτα των ανθρώπων, εικόνες - τεκμήρια που δεν πρέπει να χαθούν από το πρόσωπο της Ιστορίας και που ανεβάζει σε κοινοτικό μέσο στο Instagram, ενώ συγχρόνως κάνει όποια εθελοντική δουλειά χρειάζεται. «Το Ποντίλ άδειασε. Αλλά αυτό που είναι καταπληκτικό είναι πως νέες συνήθειες εμπεδώνονται, στις ουρές όπου όλοι περιμένουν. Ο κόσμος γίνεται πιο ανεκτικός, πιο ανοιχτός προς τους άλλους. Μένω, γιατί η παρουσία μας είναι μια άρνηση στην πρόσβαση των Ρώσων».
Ιστορίες που κόπηκαν στη μέση
O Σεργκέι και η Τατιάνα Περεμπγκίνις ζούσαν σε προάστιο του Κιέβου με τα δυο τους παιδιά, τον 18χρονο Μικίτα και την 9χρονη Αλίσα και τα σκυλιά τους.
Ο πόλεμος δεν άργησε να φτάσει στο Κίεβο, που άρχισε να χτυπιέται αλύπητα από βλήματα πυροβολικού. Ο Σεργκέι αναγκάστηκε να πάει στην Ανατολική Ουκρανία να φροντίσει την άρρωστη μητέρα του. Η Τατιάνα και τα παιδιά ξαγρυπνούσαν: με τον παραμικρό ήχο πυροβολισμών ή εκρήξεων μεταφέρονταν στον διάδρομο, μακριά από τα παράθυρα. Ενα βράδυ, ένα βλήμα έπεσε πάνω στην πολυκατοικία τους. Κατέφυγαν στο υπόγειο. Εμειναν δυο ημέρες εκεί, προτού αποφασίσουν να προσπαθήσουν να διαφύγουν.
Την Κυριακή, η 43χρονη Τατιάνα, με τον Μικίτα, την Αλίσα κι έναν νεαρό εθελοντή της τοπικής εκκλησίας που τους βοηθούσε, οδήγησε όσο μακρύτερα μπόρεσε ώς το Ιρπίν, όπου αναγκάστηκε να αφήσει το όχημά της. Συνέχισαν πεζή, μέχρι να φτάσουν στην κατεστραμμένη γέφυρα, όπου χρειάστηκε να διασχίσουν 100 μέτρα σε έναν δρόμο εκτεθειμένο στα πυρά των ρωσικών δυνάμεων. Επεσαν νεκροί. Δυο βαλίτσες και κάποια σακίδια σκορπισμένα γύρω από τα πτώματά τους. Η φωτογράφος Λίνσεϊ Αντάριο των The New York Times απαθανάτισε την τραγική σκηνή με τις αιμόφυρτες σορούς τους. Ο Σεργκέι Περεμπγκίνις ζήτησε να δημοσιευτεί η φωτογραφία της νεκρής του οικογένειας. «Ο κόσμος ολόκληρος πρέπει να μάθει τι συμβαίνει εδώ».
ΕΦΣΥΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου