Η πρόεδρος της βουλής των Ηνωμένων Πολιτειών προσγειώθηκε τελικώς στην Ταϊβάν, ενώ οι Κινέζοι δεν θέλησαν ή δεν τόλμησαν να την εμποδίσουν δια της βίας. Ο λογαριασμός που άνοιξε, όμως, δεν κλείνει εδώ.
Το στρατιωτικό αεροσκάφος το οποίο μετέφερε την πρόεδρο της βουλής των Ηνωμένων Πολιτειών προσγειώθηκε τελικώς στην πρωτεύουσα της Ταϊβάν, την Ταϊπέι. Οι Κινέζοι, παρά τις απειλές τους, είτε δεν προσπάθησαν είτε δεν κατάφεραν να το εμποδίσουν – περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το τι ακριβώς έγινε πιθανότατα θα μάθουμε τις επόμενες ώρες και ημέρες.
Αναμφίβολα, το θρίλερ δεν έχει ακόμη τελειώσει. Παρ’ όλα αυτά, θεωρείται σχεδόν απίθανο ο Σι Τζινπίνγκ να δώσει εντολή να βομβαρδιστεί η Ταϊβάν όσο θα βρίσκεται εκεί η Νάνσι Πελόζι ή να καταρριφθεί το αεροσκάφος της κατά την αναχώρησή της.
Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι αν και δεν πρόκειται για την πρώτη επίσκεψη υψηλόβαθμου Αμερικανού αξιωματούχου στην Ταϊβάν – είχε προηγηθεί, το 1997, ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Νιουτ Γκίνγκριτς, όπως και άλλοι βουλευτές και γερουσιαστές πιο πρόσφατα – η παρουσία της Πελόζι στο διαφιλονικούμενο νησί σηματοδοτεί μια νέα σελίδα. Όχι μόνο για το ίδιο αλλά, κυρίως, για τις σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας.
Σκληρή γραμμή από ΗΠΑ
Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η Ουάσιγκτον και η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν είναι αποφασισμένοι να τηρήσουν σκληρή γραμμή έναντι του Πεκίνου. Συνεχίζοντας, ουσιαστικά, τη γραμμή που χάραξαν οι προκάτοχοί τους, ο Ντόναλντ Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι – οι οποίοι, άλλωστε, στήριξαν ενθέρμως την πρωτοβουλία της Δημοκρατικής Πελόζι.
Πρακτικά δε, παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις ότι η πάγια πολιτική των ΗΠΑ στο συγκεκριμένο μέτωπο δεν αλλάζει, αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο αναγνώρισης της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν. Ωστόσο, είναι φανερό ότι θα επιχειρηθεί το πρώτο βήμα να γίνει από την Κίνα, έτσι ώστε να χρεωθεί αυτή την ευθύνη για όσα ακολουθήσουν – κάτι που, σε γενικές γραμμές, μοιάζει με την τακτική που ακολουθήθηκε στην περίπτωση της Ρωσίας και της Ουκρανίας.
Οι Αμερικανοί υπερέχουν στρατιωτικά
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις εξακολουθούν να είναι συγκριτικά αδύναμες έναντι των αμερικανικών. Είναι γεγονός ότι αμφότερες έκαναν επίδειξη δύναμης στην περιοχή γύρω από την Ταϊβάν – οι μεν με μαζικές πτήσεις μαχητικών γύρω από το νησί και συναγερμό σε πολλές μονάδες στην ηπειρωτική και οι δε με την παρουσία μιας αρμάδας με επικεφαλής αεροπλανοφόρο και την απογείωση αεροσκαφών F-15 από τις βάσεις τους στην Ιαπωνία.
Φαίνεται, ωστόσο, πως στην πράξη διαπιστώθηκε ότι οι Κινέζοι δεν έχουν (ακόμη) τη δυνατότητα να κοιτάξουν στα μάτια τους Αμερικανούς. Γι’ αυτό και δεν φρόντισαν ώστε αυτοί να «πληρώσουν το κόστος» και να διαπιστώσουν ότι «όποιος παίζει με τη φωτιά θα καεί», όπως είχε πει την περασμένη εβδομάδα ο Σι στον Μπάιντεν.
Το Πεκίνο θα επιδιώξει τη ρεβάνς
Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι μετά από τα όσα συνέβησαν, η ηγεσία του Πεκίνου θα εντείνει τις προσπάθειές της ώστε να φτάσει, το συντομότερο δυνατό, στο σημείο όπου θα έχει τη δυνατότητα να εμποδίζει παρόμοιες «προκλήσεις» εκ μέρους των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτό, πρακτικά σημαίνει ότι η σελίδα που άνοιξε δεν θα κλείσει εύκολα και πιθανότατα ούτε ειρηνικά. Όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, άλλωστε, η Ταϊβάν είναι απίθανο να δεχτεί να ενσωματωθεί ομαλά στην Κίνα – η οποία, με τη σειρά της, θα συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να επιτύχει τον σκοπό της: Η κατά μέτωπο αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ.
Οι επόμενοι πόλεμοι
Τέλος, από όλα τα παραπάνω προκύπτει το αυτονόητο: Η Ουκρανία δεν είναι ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος της εποχής μας. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η Κίνα είναι ο μεγάλος αντίπαλος και ανταγωνιστής της Δύσης και κυρίως των ΗΠΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου