kosmodromio.gr
Πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία αναδιατάσσει την παγκόσμια αγορά όπλων;
Ηπρο εβδομάδων ανακοίνωση της ινδικής Πολεμικής Αεροπορίας σχετικά με την αδυναμία της Ρωσίας να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις της για την παράδοση μιας σειράς από ζωτικής σημασίας στρατιωτικές προμήθειες ήρθε να αναδείξει μια μόνο πτυχή των συνεπειών που προέκυψαν σε ό,τι αφορά την παγκόσμια βιομηχανία όπλων από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Το κύριο πλήγμα στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται να το έχει υποστεί η Μόσχα, αφού οι εγχώριοι κατασκευαστές οπλικών συστημάτων πληρώνουν βαριά το κόστος των δυτικών κυρώσεων και κινδυνεύουν να χάσουν περαιτέρω μερίδιο στη διεθνή αγορά καθώς τα προϊόντα τους απορροφώνται σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα από τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις. Πρόκειται για το δεύτερο ισχυρό πλήγμα με όρους βιωσιμότητας και κερδοφορίας που δέχεται η ρωσική οπλοβιομηχανία μετά τις κυρώσεις του 2014 που είχαν ήδη δημιουργήσει πρόβλημα σχετικά με την εισαγωγή τεχνολογικών προϊόντων απαραίτητων σε επίπεδο παραγωγής.
Και παρότι η Ρωσία εξακολουθεί με εθνικούς όρους να παραμένει ο δεύτερος σημαντικότερος εξαγωγέας όπλων σύμφωνα με το Ινστιτούτο Έρευνας για τη Διεθνή Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), καταλαμβάνοντας το 16% των παγκόσμιων εξαγωγών όπλων, βλέπει μια σειρά από πρώην καλούς της πελάτες -προεξάρχουσας της Κίνας- να μετατρέπονται σε ισχυρούς της ανταγωνιστές.
Μάλιστα, αν πιστέψει κανείς τις αναφορές των εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι επακόλουθες οικονομικές κυρώσεις από πλευράς των αμερικανών και των ευρωπαίων συμμάχων τους αντέστρεψαν τη σχέση πωλητή-πελάτη υπέρ του Πεκίνου, με τη Ρωσία να προστρέχει στον σινικό δράκο για την παροχή στρατιωτική βοήθειας. Αμφότερες οι δύο χώρες διέψευσαν τους ισχυρισμούς της Ουάσιγκτον αλλά οι φήμες για την εισαγωγή πυρομαχικών από τη Βόρεια Κορέα και η παραδοχή του Ιράν για προμήθεια drones στη Μόσχα εντείνει την ανησυχία για την ακριβή κατάσταση της ρωσικής οπλικής βιομηχανίας.
Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα για το Κρεμλίνο αν αναλογιστεί κανείς το εθνικό πρόσημο όσων προσέτρεξαν να καλύψουν το κενό που δημιούργησε η ρωσική οπισθοχώρηση και τη ζωηρή αντίθεση με τις κατασκευάστριες εταιρίες όπλων στη Δύση. Ενδεικτικά, η Γαλλία αύξησε το μερίδιό της στο παγκόσμιο εμπόριο όπλων από 7 στο 11% μεταξύ του 2018 και του 2022 με τις αγορές της Ινδίας και της Σερβίας, δύο χώρες από τους πλέον καλύτερους πελάτες της Ρωσίας να στρέφουν το ενδιαφέρον τους στο Παρίσι και ειδικότερα στα γαλλικά Rafale. Αλλά και η Γερμανία βλέπει τις εξαγωγές της να πηγαίνουν περίφημα, με το 2022 να υστερεί μόνο σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο έτος σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού.
Όσο για τις ΗΠΑ, συντηρώντας την προνομιακή τους σχέση με το Κίεβο, στο οποίο παρείχαν ως τώρα στρατιωτική βοήθεια ύψους 30 δισ. δολαρίων, καταφέρνουν έναν διττό στόχο. Αφενός, να περιορίσουν έτι περαιτέρω τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ρωσίας κρατώντας την χώρα σε κατάσταση οικονομικής αιμορραγίας και αφετέρου να προμοτάρουν τα οπλικά τους συστήματα σε μια σειρά συμμαχικών χωρών που ζουν με τον φόβο της Ρωσίας και της Κίνας.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι παράξενο που δεδομένων όλων των παραπάνω μοιάζει να επιβεβαιώνεται ακόμη ένα κλισέ, όταν διαπιστώνουμε πως σε επίπεδο κοινού παρονομαστή ο μεγάλος κερδισμένος του πολέμου είναι οι πολυεθνικές βιομηχανίες όπλων, με όλες τους να σημειώνουν διόλου ασήμαντες αυξήσεις στα κέρδη τους από την άνοιξη του 2022 και έπειτα. Πρόκειται πλην των άλλων για μια παράμετρο που δύναται να εξηγήσει εν πολλοίς την εμμονή της Ουάσιγκτον στην συνέχιση ενός πολέμου απόλυτα προσοδοφόρου για την αγία τετράδα των Lockheed Martin, Raytheon, Boeing and Northrop Grumman.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου