Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Οι δρόμοι προς τη Δαμασκό

Tariq Ali
Οι δρόμοι προς τη Δαμασκό
“Όπως στο Ιράκ και τη Λιβύη, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εξασφαλίσει μονοπώλιο στο πετρέλαιο, έτσι και η Συρία θα μετατραπεί τώρα σε μια κοινή αμερικανοτουρκική αποικία. Η ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ, σε παγκόσμιο επίπεδο, βασίζεται στη διάλυση χωρών που δεν μπορούν να ελέγξουν ολοκληρωτικά, αφαιρώντας τους κάθε ουσιαστική κυριαρχία, ώστε να επιβάλουν την οικονομική και πολιτική τους ηγεμονία. Αυτό το μοτίβο μπορεί να ξεκίνησε «τυχαία» στην πρώην Γιουγκοσλαβία, αλλά από τότε έχει γίνει η καθιερωμένη στρατηγική τους". 
Αρθρο του Ταρικ Αλί.
του Ταρίκ Αλί*

Μόνο λίγοι διεφθαρμένοι παρατρεχάμενοι θα δακρύσουν για την αποχώρηση του τυράννου. Ωστόσο, δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτό που παρακολουθούμε στη Συρία σήμερα είναι μια τεράστια ήττα, μια μικρογραφία του 1967 για τον αραβικό κόσμο. Καθώς γράφω, ισραηλινές χερσαίες δυνάμεις έχουν εισέλθει σε αυτή τη ρημαγμένη χώρα. Δεν υπάρχει ακόμη οριστική διευθέτηση, αλλά ορισμένα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ο Άσαντ είναι πρόσφυγας στη Μόσχα. Ο μηχανισμός του Μπάαθ προχώρησε σε συμφωνία με τον ανατολικό ηγέτη του ΝΑΤΟ, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (του οποίου οι φρικαλεότητες στο Ιντλίμπ είναι θρυλικές), και παρέδωσε τη χώρα σε ασημένιο δίσκο. Οι επαναστάτες έχουν συμφωνήσει ότι ο Πρωθυπουργός του Άσαντ, Μοχάμεντ Γκάζι αλ-Τζαλάλι, θα συνεχίσει να επιβλέπει το κράτος προς το παρόν. Θα είναι αυτή μια μορφή Ασαντισμού χωρίς τον Άσαντ, ακόμη κι αν η χώρα πρόκειται να στραφεί γεωπολιτικά μακριά από τη Ρωσία και ό,τι έχει απομείνει από τον «Άξονα της Αντίστασης»;

Όπως στο Ιράκ και τη Λιβύη, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εξασφαλίσει μονοπώλιο στο πετρέλαιο, έτσι και η Συρία θα μετατραπεί τώρα σε μια κοινή αμερικανοτουρκική αποικία. Η ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ, σε παγκόσμιο επίπεδο, βασίζεται στη διάλυση χωρών που δεν μπορούν να ελέγξουν ολοκληρωτικά, αφαιρώντας τους κάθε ουσιαστική κυριαρχία, ώστε να επιβάλουν την οικονομική και πολιτική τους ηγεμονία. Αυτό το μοτίβο μπορεί να ξεκίνησε «τυχαία» στην πρώην Γιουγκοσλαβία, αλλά από τότε έχει γίνει η καθιερωμένη στρατηγική τους.

Παράλληλα, οι δορυφόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζουν παρόμοιες μεθόδους για να διασφαλίσουν ότι μικρότερα κράτη, όπως η Γεωργία και η Ρουμανία, παραμένουν υπό τον έλεγχό τους. Η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν ελάχιστη σχέση με όλα αυτά· πρόκειται για ένα παγκόσμιο παιχνίδι εξουσίας και επιβολής.

Το 2003, μετά την πτώση της Βαγδάτης στα χέρια των ΗΠΑ, ο Ισραηλινός πρέσβης στην Ουάσινγκτον συνεχάρη, περιχαρής, τον Τζορτζ Μπους, προτρέποντάς τον να μην σταματήσει εκεί, αλλά να προχωρήσει προς τη Δαμασκό και την Τεχεράνη. Ωστόσο, η αμερικανική νίκη είχε μια ακούσια αλλά προβλέψιμη συνέπεια: το Ιράκ μετατράπηκε σε ένα ακρωτηριασμένο σιιτικό κράτος, ενισχύοντας σημαντικά τη γεωπολιτική θέση του Ιράν στην περιοχή. Η αποτυχία στο Ιράκ και, αργότερα, στη Λιβύη, καθυστέρησε την επικέντρωση στη Δαμασκό για περισσότερο από μια δεκαετία, μέχρι η Συρία να λάβει την κατάλληλη «ιμπεριαλιστική προσοχή». Εν τω μεταξύ, η υποστήριξη του Ιράν και της Ρωσίας στον Άσαντ ανέβασε σημαντικά το κόστος της συνηθισμένης τακτικής αλλαγής καθεστώτος.

Σήμερα, η απομάκρυνση του Άσαντ έχει δημιουργήσει ένα νέο είδος κενού, το οποίο φαίνεται πιθανό να καλυφθεί από την ΝΑΤΟϊκή Τουρκία και τις ΗΠΑ, μέσω της «πρώην Αλ Κάιντα» Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (είναι χαρακτηριστική η μεταμόρφωση του ηγέτη της, Αμπού Μοχάμεντ αλ-Γκολάνι, σε «μαχητή της ελευθερίας», μετά τη θητεία του σε φυλακή των ΗΠΑ στο Ιράκ), καθώς και από το Ισραήλ. Η συμβολή του Ισραήλ υπήρξε τεράστια, καθώς εξουδετέρωσε τη Χεζμπολάχ και κατέστρεψε τη Βηρυτό με έναν ακόμη γύρο μαζικών βομβαρδισμών.

Στη σκιά αυτής της νίκης, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το Ιράν θα αφεθεί στην ησυχία του. Αν και ο απώτερος στόχος τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για το Ισραήλ είναι η εκεί αλλαγή καθεστώτος, πρώτη προτεραιότητα αποτελούν η υποβάθμιση των δυνατοτήτων του Ιράν και ο αφοπλισμός της χώρας. Το συγκεκριμένο ευρύτερο σχέδιο για την αναδιάρθρωση της περιοχής βοηθά να εξηγηθεί η αμέριστη υποστήριξη που παρέχουν η Ουάσινγκτον και οι Ευρωπαίοι δορυφόροι της στη συνεχιζόμενη γενοκτονία του Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Μετά από περισσότερο από ένα χρόνο σφαγών, η καντιανή αρχή ότι οι κρατικές ενέργειες πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να μπορούν να γίνουν καθολικά σεβαστός νόμος μοιάζει με αρρωστημένο αστείο.

Ποιος θα αντικαταστήσει τον Άσαντ; Πριν από τη φυγή του, μερικές αναφορές υποδείκνυαν ότι αν ο δικτάτορας έκανε μια πλήρη στροφή – απομακρυνόμενος από το Ιράν και τη Ρωσία και αποκαθιστώντας καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, όπως είχε κάνει παλαιότερα και ο πατέρας του, που κυβερνούσε πριν από αυτόν– τότε οι Αμερικανοί μπορεί να έκλιναν προς την παραμονή του στην εξουσία. Τώρα είναι πολύ αργά, αλλά ο κρατικός μηχανισμός που τον εγκατέλειψε έχει δηλώσει έτοιμος να συνεργαστεί με τον οποιονδήποτε. Θα κάνει το ίδιο ο Ερντογάν; Ο «Σουλτάνος των Γαϊδουριών» σίγουρα θα θέλει τους δικούς του ανθρώπους, που έχουν ανατραφεί στο Ιντλίμπ από τότε που ήταν παιδιά-στρατιώτες, να τεθούν επικεφαλής, βρισκόμενοι υπό τον έλεγχο της Άγκυρας. Αν καταφέρει να επιβάλει ένα τουρκικό καθεστώς-μαριονέτα, θα βρεθούμε απέναντι σε μια ακόμη εκδοχή αυτού που συνέβη στη Λιβύη.

Είναι απίθανο ο Ερντογάν να καταφέρει να ελέγξει πλήρως την κατάσταση. Παρά τη ρητορική του δεινότητα, παραμένει αδύναμος στις πράξεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, παρ’ ότι χρησιμοποίησαν τους τζιχαντιστές για την αντιμετώπιση του Άσαντ, ίσως θέσουν βέτο σε μια «εξευγενισμένη» κυβέρνηση Αλ Κάιντα για τους δικούς τους λόγους. Σε κάθε περίπτωση, είναι ελάχιστα πιθανό το νέο καθεστώς που θα αντικαταστήσει τον Άσαντ να καταργήσει τους Μουχαμπαράτ (τη μυστική αστυνομία), να απαγορεύσει τα βασανιστήρια ή να προσφέρει υπεύθυνη διακυβέρνηση.

Πριν από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ο αραβικός εθνικισμός και η ενότητα στηρίζονταν σε δύο βασικούς πυλώνες: το Κόμμα Μπάαθ, που κυβερνούσε τη Συρία και είχε ισχυρή βάση στο Ιράκ, και την κυβέρνηση του Νάσερ στην Αίγυπτο. Στη Συρία, ο μπααθισμός της προ-Άσαντ περιόδου χαρακτηριζόταν από σχετικό διαφωτισμό και ριζοσπαστισμό. Όταν συνάντησα τον πρωθυπουργό Γιουσέφ Ζουαγιέν στη Δαμασκό το 1967, μου είχε εξηγήσει ότι η μοναδική προοπτική για τη Συρία ήταν να ξεπεράσει τον συντηρητικό εθνικισμό, μετατρεπόμενη σε «την Κούβα της Μέσης Ανατολής». Ωστόσο, η ισραηλινή επίθεση εκείνης της χρονιάς οδήγησε στην ταχεία συντριβή των αιγυπτιακών και συριακών στρατών, σηματοδοτώντας το τέλος του νασερικού αραβικού εθνικισμού.

Μετά την ήττα, ο Ζουαγιέν εκδιώχθηκε, και ο Χαφέζ αλ-Άσαντ ανήλθε στην εξουσία με τη σιωπηλή υποστήριξη των ΗΠΑ – μια διαδικασία παρόμοια με την άνοδο του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, όπου η CIA είχε παραδώσει λίστα με τα ηγετικά στελέχη του Ιρακινού Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι ριζοσπάστες μπααθιστές στις δύο χώρες εξοστρακίστηκαν, ενώ ο ιδρυτής του κόμματος, Μισέλ Άφλακ, παραιτήθηκε απογοητευμένος από την πορεία που είχε πάρει το κίνημα.

Οι νέες μπααθικές δικτατορίες, παρά τη σκληρότητά τους, κέρδισαν την υποστήριξη τμημάτων του πληθυσμού, καθώς παρείχαν ένα βασικό κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας. Το Ιράκ υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν και η Συρία υπό τον Άσαντ πατέρα, και κατόπιν γιο, ήταν βίαια αλλά με κοινωνικό πρόσωπο καθεστώτα. Ο Άσαντ ο πρεσβύτερος, προερχόμενος από τη μεσαία αγροτική τάξη, εισήγαγε αρκετές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις για να εξασφαλίσει την ικανοποίηση αυτής της κοινωνικής βάσης, μειώνοντας τη φορολογική επιβάρυνση και καταργώντας την τοκογλυφία. Το 1970, τα περισσότερα συριακά χωριά δεν είχαν ηλεκτρικό, με τους αγρότες να ζουν ακολουθώντας τον κύκλο του ήλιου. Λίγες δεκαετίες αργότερα, η κατασκευή του φράγματος του Ευφράτη επέτρεψε την ηλεκτροδότηση του 95% των χωριών, με το κόστος της ενέργειας να επιδοτείται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος.

Αυτές οι πολιτικές, και όχι μόνο η καταστολή, εξασφάλιζαν τη σταθερότητα του καθεστώτος. Η πλειονότητα του πληθυσμού ανεχόταν τις πρακτικές βασανιστηρίων και φυλακίσεων πολιτών στις πόλεις, θεωρώντας ότι η ικανοποίηση βασικών αναγκών ήταν προτεραιότητα. Ο Άσαντ και οι συνεργάτες του πίστευαν ακράδαντα ότι ο άνθρωπος είναι κυρίως ένα οικονομικό ον, και ότι αν οι οικονομικές του ανάγκες καλύπτονταν, μόνο μια μικρή μειοψηφία θα εξεγειρόταν. Όπως είχε πει ο Άσαντ, «το πολύ εκατό ή διακόσιοι ήταν αυτοί για τους οποίους προοριζόταν αρχικά η φυλακή Mezzeh».

Η τελική εξέγερση κατά του Μπασάρ αλ-Άσαντ το 2011 πυροδοτήθηκε από τη στροφή του καθεστώτος στον νεοφιλελευθερισμό και τον αποκλεισμό της αγροτικής τάξης. Όταν η δυσαρέσκεια μετατράπηκε σε έναν πικρό εμφύλιο πόλεμο, υπήρχε η επιλογή συμβιβαστικής διευθέτησης με μια συμφωνίας διαμοιρασμού της εξουσίας. Ωστόσο, οι γραφειοκράτες που σήμερα διαπραγματεύονται με τον Ερντογάν απέτρεψαν οποιαδήποτε τέτοια ρύθμιση.

Κατά τη διάρκεια μιας από τις επισκέψεις μου στη Δαμασκό, ο Παλαιστίνιος διανοούμενος Φαϊσάλ Νταράτζ μου εκμυστηρεύτηκε μια ασυνήθιστη απαίτηση από τον πράκτορα των Μουχαμπαράτ που του έδινε άδεια να ταξιδεύει στο εξωτερικό για συνέδρια: «Φέρε πίσω τα τελευταία έργα του Μποντριγιάρ και του Βιριλιό». Ίσως, όπως θα έλεγε ο σπουδαίος Άραβας μυθιστοριογράφος Αμπντελραχμάν Μουνίφ, «είναι πάντα καλό να έχεις μορφωμένους βασανιστές». Ο Μουνίφ, ένας Σαουδάραβας στην καταγωγή και κορυφαίος διανοούμενος του Κόμματος Μπάαθ, περιέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο τα πολιτικά βασανιστήρια και τις φυλακίσεις στο μυθιστόρημά του Sharq al-Mutawassit (Η Ανατολή της Μεσογείου) το 1975. Ο Αιγύπτιος κριτικός λογοτεχνίας, Σάμπρι Χάφεζ, το χαρακτήρισε ως «βιβλίο εξαιρετικής δύναμης και φιλοδοξίας, που καταγράφει την απόλυτη φυλακή πολιτικών κρατουμένων σε όλες της τις παραλλαγές». Όταν μίλησα με τον Μουνίφ τη δεκαετία του 1990, μου είπε με θλιμμένη έκφραση ότι αυτά ήταν τα θέματα που κυριαρχούσαν στην αραβική λογοτεχνία και ποίηση – ένα τραγικό σχόλιο για την κατάσταση του αραβικού έθνους. Σήμερα, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει. Ακόμα και αν οι αντάρτες έχουν απελευθερώσει μερικούς κρατούμενους του Άσαντ, αυτοί σύντομα θα αντικατασταθούν με νέους κρατούμενους του δικού τους καθεστώτος.

Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ και η πλειονότητα της ΕΕ πέρασαν τον τελευταίο χρόνο υποστηρίζοντας και υπερασπίζοντας με επιτυχία μια γενοκτονία στη Γάζα. Όλα τα κράτη-πελάτες των ΗΠΑ στην περιοχή παραμένουν άθικτα, ενώ τρία μη-πελατειακά κράτη – το Ιράκ, η Λιβύη και η Συρία – έχουν αποκεφαλιστεί. Η πτώση της Συρίας αφαιρεί μια κρίσιμη γραμμή ανεφοδιασμού που συνέδεε αρκετές αντισιωνιστικές παρατάξεις. Από γεωστρατηγική άποψη, είναι ένας μεγάλος θρίαμβος για την Ουάσινγκτον και το Ισραήλ. Αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε. Ομως, η απόγνωση είναι άχρηστη.

Το μέλλον της αντίστασης θα εξαρτηθεί από την επερχόμενη σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και ενός πολιορκημένου Ιράν. Το Ιράν βρίσκεται ήδη σε άμεσες, υπόγειες συνομιλίες με τις ΗΠΑ και ορισμένα μέλη της ομάδας του Τραμπ, ενώ παράλληλα επιταχύνει την ανάπτυξη του πυρηνικού του προγράμματος. Η κατάσταση, γεμάτη κινδύνους και αβεβαιότητα, παραμένει ανοιχτή σε νέες εξελίξεις.

*Πακιστανικής καταγωγής βρετανός διανοούμενος, ακτιβιστής, συγγραφέας και ιστορικός. Μέλος της συντακτικής επιτροπής των New Left Review, όπου δημοσιεύτηκε στην αγγλική και το παρόν άρθρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου