Υστερα από την αμερικανική στρατιωτική επιχείρηση και την εκτέλεση του Μπιν Λάντεν, η οποία αποκάλυψε τις αδυναμίες του στρατού του, το Πακιστάν πέτυχε να ανακοινώσουν οι ΗΠΑ την αποχώρηση των διακοσίων αμερικανών στρατιωτικών, που, επισήμως, στάθμευαν στο έδαφός του.
Το μέτρο αυτό είναι ενδεικτικό των θυελλωδών σχέσεων μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Ισλαμαμπάντ.
Η αμερικανική επιδρομή στο Πακιστάν, τη νύχτα της 1ης προς τη 2α Μαΐου, μολονότι έφερε στο φως ένα μέρος του μυστικού πολέμου μεταξύ των αμερικανικών και των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών, δεν αποκάλυψε όλα τα μυστικά του.
Το 2004, επί προεδρίας Τζορτζ Μπους, το Πακιστάν έγινε δεκτό στην προνομιούχο ομάδα των «μειζόνων συμμάχων των ΗΠΑ εκτός του ΝΑΤΟ», ένα κλαμπ λιγότερων από δεκαπέντε εθνών (μεταξύ των οποίων είναι η Αυστραλία, η Ιαπωνία και το Ισραήλ). Επτά χρόνια αργότερα, εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για την πραγματική κατάσταση των αμερικανο-πακιστανικών σχέσεων, καθώς ο Οσάμα Μπιν Λάντεν εκτελέστηκε στην Αμποταμπάντ, μια πόλη με σημαντικές στρατιωτικές βάσεις, δίπλα στη μεγαλύτερη στρατιωτική ακαδημία της χώρας. Στην ίδια ακαδημία, μια εβδομάδα νωρίτερα, ο στρατηγός Ασφάκ Περβέζ Καγιάνι, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, διακήρυττε ενώπιον των νεοεισελθόντων ευέλπιδων ότι «είχε τσακίσει τη ραχοκοκαλιά των τρομοκρατών»(1).
Ο Λίον Πανέτα, διευθυντής της CIA, ήταν σαφέστατος: «Η Ουάσιγκτον δεν ενημέρωσε τις πακιστανικές αρχές πριν από την επιδρομή», διαβεβαίωσε, γιατί υπήρχε κίνδυνος «να καταδικάσουν την επιχείρηση σε αποτυχία, ενημερώνοντας τον στόχο»(2). Ετσι πήρε την απόφαση να προβεί σε στρατιωτική επιχείρηση σε μια κυρίαρχη χώρα, χωρίς την έγκριση της τελευταίας.
Ο διάλογος μεταξύ των δύο χωρών ήταν εδώ και μήνες σε ένταση. Οι αμερικανοί στρατιωτικοί ήταν όλο και περισσότερο δυσαρεστημένοι από την «ανικανότητα» των πακιστανών ομολόγων τους να παρέμβουν στην περιοχή των φυλών(3) του βορείου Βαζιριστάν, απ' όπου το δίκτυο Χακάνι, διάδοχος των Αφγανών Μουτζαχεντίν, επιχειρεί εναντίον των δυνάμεων του ΝΑΤΟ που εδρεύουν στο ανατολικό Αφγανιστάν. Οι δηλώσεις του Λίον Πανέτα και, κυρίως, η ένταση μεταξύ των πακιστανών στρατιωτικών και της CIA από τις 2 Μαΐου αποδυναμώνουν την υπόθεση μιας συγκαλυμμένης συμπαιγνίας μεταξύ των δύο μερών, κατά την οποία ο πακιστανικός στρατός, είτε εκούσια είτε υπό πίεση, είχε εγκαταλείψει τον Μπιν Λάντεν -ο οποίος ήταν πλέον άχρηστος- σε περίοδο μυστικών επαφών για την έναρξη διαλόγου μεταξύ της Ουάσιγκτον και των Αφγανών Ταλιμπάν.
Η επίσημη πακιστανική άποψη είναι ότι η παρουσία του ηγέτη της Αλ Κάιντα στην Αμποταμπάντ, η οποία εντούτοις δεν ήταν πρόσφατη, ήταν αποτέλεσμα της αποτυχίας του συνόλου των μυστικών υπηρεσιών των χωρών που εμπλέκονταν στο κυνήγι του Μπιν Λάντεν και όχι μόνο των υπευθύνων της Inter-services Intelligence (ISI) η οποία βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο του στρατού. Ο στρατηγός Αχμέντ Σούζα Πασά, αρχηγός της ISI, εξέφρασε αυτοπροσώπως τη λύπη του ενώπιον του Κοινοβουλίου για την ολική αποτυχία του συστήματος ασφαλείας της χώρας, ψέγοντας ταυτοχρόνως την περιφερειακή κυβέρνηση και την τοπική αστυνομία(4). Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να πιστέψει ότι ένας οργανισμός τόσο ισχυρός όσο η ISI ήταν δυνατόν να αγνοεί την ταυτότητα των κατοίκων ενός τόσο παράταιρου κτίσματος καταμεσής μιας πόλης γεμάτης στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Η CIA ΚΑΙ Η ISI
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η CIA δεν διασταύρωσε τις πληροφορίες της με αυτές της ISI, ιδίως προκειμένου να επαληθεύσει ότι ο Αμπού Αχμέντ Αλ-Κουβεϊτί, ένας Πακιστανός που γεννήθηκε στο Κουβέιτ και είχε ταυτοποιηθεί μέσω μιας πηγής του Γκουαντάναμο, ήταν πράγματι ο σύνδεσμος του Μπιν Λάντεν, πριν ακόμα η παρακολούθησή του οδηγήσει στην Αμποταμπάντ. Ηδη στις 3 Μαΐου, ο πρόεδρος Ασίφ Αλί Ζαρντάρι εξέφραζε στην «Washington Post» την ικανοποίησή του: υπενθύμιζε -δικαίως- ότι η τρομοκρατία έχει προκαλέσει δεκάδες χιλιάδες θύματα στο Πακιστάν και εξέφραζε τη χαρά του που «η αρχική συνεργασία του Πακιστάν στην ταυτοποίηση του ταχυδρόμου της Αλ Κάιντα απέδωσε τελικά καρπούς»(5). Εκτοτε, η επίσημη θέση άλλαξε.
Μερικοί θαρραλέοι δημοσιογράφοι διακινδύνευσαν να ζητήσουν εξηγήσεις από τον στρατό(6) ή να θέσουν δημόσια το ερώτημα που πολλοί σκέφτονταν χωρίς να τολμούν να το διατυπώσουν: «Αν δεν γνωρίζαμε, είμαστε ένα αποτυχημένο κράτος. Αν γνωρίζαμε, είμαστε ένα κράτος τρομοκράτης»(7). Με την εξαίρεση, ωστόσο, μερικών προσωπικοτήτων που απηύθυναν εκκλήσεις για επαναπροσδιορισμό της πακιστανικής στρατηγικής, ο δημόσιος λόγος, τόσο της εξουσίας όσο και της πλειονότητας των πολιτικών ηγετών και των ΜΜΕ, σύντομα εστιάστηκε στο ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας και περιορίστηκε στην καταγγελία της αμερικανικής παρέμβασης. Το ερώτημα μιας ενδεχόμενης διπλοπροσωπίας του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών παραμερίστηκε προς όφελος ενός πιο εύπεπτου προβληματισμού, για τις ατέλειες των μηχανισμών ασφαλείας που επέτρεψαν σε έναν αερομεταφερόμενο ξένο κομάντο να επιχειρήσει στην καρδιά της χώρας και μόλις ολοκληρώσει το καθήκον του να την εγκαταλείψει χωρίς απώλειες.
Γεγονός εξαιρετικά σπάνιο, ο στρατός αποφάσισε να δώσει εξηγήσεις στο Κοινοβούλιο. Ομως οι ευθείες επικρίσεις μερικών βουλευτών -όπως του Νισάρ Αλί Χαν, βουλευτή της Μουσουλμανικής Ενωσης του Πακιστάν-Ναουάζ (PML-Ν) και ηγέτη της αντιπολίτευσης στην Εθνοσυνέλευση(8)- εξαφανίστηκαν από το ομόφωνο ψήφισμα της 13ης Μαΐου, το οποίο καταδίκασε «τη μονομερή ενέργεια των ΗΠΑ», καθώς και τις επιθέσεις των αμερικανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών στις περιοχές των φυλών. Ομόφωνα πάντα, το Κοινοβούλιο επανέλαβε «την απόλυτη εμπιστοσύνη του στις ένοπλες δυνάμεις του Πακιστάν»(9).
Ο στρατός, από την πλευρά του, ασχολείται περισσότερο με την καταγγελία της «δυσφημιστικής εκστρατείας κατά του Πακιστάν» παρά με την παρουσία του ηγέτη της Αλ Κάιντα σε μια πόλη γεμάτη στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Ο αρχηγός της ISI έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση της πολιτικής ηγεσίας, όμως ούτε ο πρόεδρος, ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε το Κοινοβούλιο έκριναν κάτι τέτοιο απαραίτητο. Ενδέχεται εντούτοις να αντικατασταθεί σύντομα, καθώς η θητεία του έχει παραταθεί ασυνήθιστα.
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΡΕΥΝΑΣ
Οσο για την ανεξάρτητη επιτροπή έρευνας η συγκρότηση της οποίας προαναγγέλθηκε, ούτε έχει συσταθεί ακόμη, ούτε οι αρμοδιότητές της έχουν προσδιοριστεί. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να αμφιβάλλει κανείς για το εύρος των αρμοδιοτήτων της. Μερικές κακές γλώσσες επιμένουν να υπενθυμίζουν ότι οι προηγούμενες έρευνες για τις δολοφονίες του πρωθυπουργού Λιακάτ Αλί Χαν, το 1951, και της Μπεναζίρ Μπούτο, το 2007, δεν κατέληξαν πουθενά.
Κανείς δεν τρέφει αυταπάτες, οι αντιδράσεις αυτές αποσκοπούν πρωτίστως στην προστασία της «τιμής του έθνους» έναντι ενοχλητικών ερωτήσεων και κριτικών προερχόμενων από το εξωτερικό. Ο Ναουάζ Σαρίφ, ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης του PML-Ν (που κυβερνάει το Πεντζάμπ και κέρδισε εξήντα έξι έδρες επί συνόλου διακοσίων πενήντα εννέα στις εκλογές του 2008), μπορεί μεν να ζήτησε την αναθεώρηση των σχέσεων του Ισλαμαμπάντ με την Ουάσιγκτον, όμως ζήτησε επίσης να συζητούνται στο εξής στο Κοινοβούλιο οι προϋπολογισμοί του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών. Επιπλέον, υπογράμμισε ότι η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας είναι καθήκον της κυβέρνησης και όχι των μυστικών υπηρεσιών. Εχοντας απομακρυνθεί από την εξουσία εξαιτίας του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1999, ο Σαρίφ δηλώνει έτσι «παρών». Οσο για τους στρατιωτικούς, η θέση των οποίων είναι εξαιρετικά λεπτή, επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους τον αντιαμερικανισμό που κυριαρχεί στην πακιστανική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένου κι ενός τμήματος του στρατού.
Με εξαίρεση τον Πανέτα, ωστόσο, οι υπόλοιποι αμερικανοί πολιτικοί υπήρξαν πολύ προσεκτικοί στις δηλώσεις τους. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα μίλησε μονάχα για «δίκτυα» που παρείχαν βοήθεια στον Μπιν Λάντεν, χωρίς να συγκεκριμενοποιήσει τις υποψίες ή τις κατηγορίες του. Επιθυμεί να συγκρουστεί με τους Ρεπουμπλικάνους αλλά και τους Δημοκρατικούς στο Κογκρέσο -μεταξύ των οποίων η Ντάιαν Φάινσταϊν, πρόεδρος της Επιτροπής Μυστικών Υπηρεσιών της Γερουσίας- που θέλουν να περικόψουν τα σημαντικά ποσά τα οποία έχουν χορηγηθεί στο Πακιστάν (20 δισεκατομμύρια δολάρια τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ πολλά δισεκατομμύρια ακόμα προβλέπονται στον επόμενο προϋπολογισμό). Το θέμα είναι ότι οι δύσκολες αμερικανοπακιστανικές σχέσεις αναπτύσσονται σε δύο αποφασιστικές, για την αμερικανική διπλωματία, σκακιέρες: Δεν μπορεί να διακόψει τις σχέσεις με το Πακιστάν, ούτε να είναι βέβαιη πως θα στηριχθεί σε αυτό.
Η πρώτη σκακιέρα είναι προφανώς αυτή του Αφγανιστάν και του Πακιστάν. Από τη διάσκεψη του Λονδίνου, τον Ιανουάριο του 2010, η ιδέα της εθνικής συμφιλίωσης που προώθησε ο αφγανός πρόεδρος, Χαμίντ Καρζάι, έχει γίνει αποδεκτή από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Η απόφαση του Ομπάμα για αύξηση των αμερικανικών στρατευμάτων στοχεύει στην ένταση της πίεσης προς τους Ταλιμπάν. Παράλληλα, η υπουργός Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, αποσαφήνισε, τον Φεβρουάριο του 2011, ότι τα τρία σημεία-κλειδιά μιας πιθανής διαπραγμάτευσης με τους αντάρτες ήταν μάλλον στόχοι παρά προϋποθέσεις: «Πρέπει να εγκαταλείψουν τη βία, να διακόψουν τη συμμαχία τους με την Αλ Κάιντα και να σεβαστούν το αφγανικό σύνταγμα. Αυτά είναι τα προσδοκώμενα αποτελέσματα μιας διαπραγμάτευσης»(10). Μετά την εξόντωση του Μπιν Λάντεν το κύριο σημείο επισημάνθηκε αμέσως: «Το μήνυμά μας στους Ταλιμπάν παραμένει το ίδιο, αλλά με μια ιδιαίτερη έμφαση. Δεν μπορείτε να περιμένετε την αποχώρησή μας. Δεν μπορείτε να μας νικήσετε. Μπορείτε όμως να εγκαταλείψετε την Αλ Κάιντα και να συμμετάσχετε σε μια ειρηνική πολιτική διαδικασία»(11).
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΕΤΡΕΟΥΣ
Αυτή είναι και η ουσία της στρατηγικής κατά των ανταρτών που εφάρμοσε ο στρατηγός Ντέιβιντ Πετρέους πρώτα στο Ιράκ και στη συνέχεια στο Αφγανιστάν, όπου διοικεί τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ (εν αναμονή της ανάληψης των νέων του καθηκόντων στην ηγεσία της CIA), η αποσύνδεση, δηλαδή, των εξεγερμένων, που υπερασπίζονται ένα εθνικό πρόγραμμα, από τη «διεθνή της τρομοκρατίας». Θεωρητικά, ο θάνατος του ιστορικού ηγέτη της Αλ Κάιντα έπρεπε να διευκολύνει τα πράγματα. Μένει να μάθουμε αν η αμερικανοπακιστανική ένταση που ακολούθησε την επιχείρηση της 2ας Μαΐου θα βάλει ή όχι εμπόδια στο δεύτερο σκέλος της αμερικανικής στρατηγικής: τον επηρεασμό των Αφγανών Ταλιμπάν με τη βοήθεια των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών.
Μια μελέτη του 2010 υπογραμμίζει την αμφισημία των δεσμών μεταξύ των Αφγανών Ταλιμπάν και των πακιστανών προστατών τους(12), δεσμοί στενοί -εκπρόσωποι της ISI συμμετείχαν σε συμβούλια Αφγανών Ταλιμπάν σε πακιστανικό έδαφος- αλλά επίσης δεσμοί ενοχλητικοί για μερικούς διοικητές των Ταλιμπάν, που έχουν απαυδήσει από την ηγεμονία του Ισλαμαμπάντ. Το τελευταίο δεν διστάζει να χειραγωγεί τους συνομιλητές του: Είκοσι μέρες ύστερα από τη διάσκεψη του Λονδίνου, τον Γενάρη του 2010, η ISI συνέλαβε στο Καράτσι τον μουλά Αμπντούλ Γκανί Μπαραντάρ, νούμερο δύο των Ταλιμπάν, ο οποίος είχε εμπλακεί στη διαδικασία των έμμεσων επαφών με την Καμπούλ. Το μήνυμα ήταν σαφές: «Δεν τίθεται θέμα παράκαμψής μας ενόσω προετοιμάζεται, με ορίζοντα το 2014 (ή αργότερα) η μετα-ΝΑΤΟϊκή περίοδος στο Αφγανιστάν».
Για τους σχεδιαστές της πακιστανικής στρατηγικής ο μείζων στόχος είναι η διασφάλιση της επιρροής της χώρας τους στο αυριανό Αφγανιστάν. Ενα τέτοιο σενάριο προϋποθέτει ότι οι Παστούν (40% του αφγανικού πληθυσμού) θα είναι και πάλι κυρίαρχοι της χώρας και ότι οι σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί με τους Ταλιμπάν, μέσω του δικτύου Χακάνι και του Γκουλμπουντίν Χεκματιάρ (που τους έχει υποχρέωση από την εποχή του αντισοβιετικού τζιχάντ), είναι επαρκώς ισχυρές για να αποφευχθεί η αναβίωση των εδαφικών διεκδικήσεων επί των περιοχών που κατοικούνται από Παστούν στο Πακιστάν.
Η άσκηση επιρροής στο μελλοντικό Αφγανιστάν σημαίνει επίσης περιορισμό του βάρους των Ινδών. Καλλιεργώντας τις σχέσεις της με τον Καρζάι και υποστηρίζοντας από παλιά τους Τατζίκους της Βόρειας Συμμαχίας, η Ινδία έχει σημειώσει προόδους από το 2002. Εθεσε σε εφαρμογή προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης με έμφαση σε κατασκευές με έντονο το στοιχείο του συμβολισμού (κατασκεύασε το αφγανικό Κοινοβούλιο), σε στρατηγικές υποδομές (ο δρόμος που οδηγεί στο Ιράν, προσφέροντας μια πρόσβαση στη θάλασσα διαφορετική από αυτή του Πακιστάν) και στην εκπαίδευση των ελίτ (υποτροφίες για τους αφγανούς φοιτητές στα ινδικά πανεπιστήμια). Επισκεπτόμενος την Καμπούλ δέκα ημέρες μετά τον θάνατο του Μπιν Λάντεν, ο ινδός πρωθυπουργός, Μανμοχάν Σινγκ, ανακοίνωσε την αύξηση της βοήθειας της χώρας του (περισσότερα από 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια στην τελευταία δεκαετία). Το Νέο Δελχί συμβιβάζεται πλέον με την αρχή της εθνικής συμφιλίωσης, εφ' όσον αυτή οδηγεί «χωρίς παρεμβάσεις ή καταναγκασμούς (...) σε ένα Αφγανιστάν σταθερό και ανεξάρτητο, που θα διατηρεί ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονές του»(13). Το Πακιστάν δεν αναφέρεται, αλλά όλοι καταλαβαίνουν το μήνυμα. Πράγμα που δεν εμποδίζει τους Ινδούς να συνεχίζουν τον διάλογο που ξανάρχισε, εδώ και λίγον καιρό, με το Ισλαμαμπάντ.
Ετσι, η αφγανοπακιστανική σκακιέρα εντάσσεται (τόσο για την Ουάσιγκτον όσο και για τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους παράγοντες) σε μια δεύτερη, πολύ πιο ευρεία, τη σκακιέρα της αναδυόμενης Ασίας. Δύο βασικές λογικές συνυπάρχουν σε αυτόν τον εγκιβωτισμό. Η πρώτη, του αγώνα κατά της τρομοκρατίας, κόλλησε τις ΗΠΑ στο αφγανοπακιστανικό τέλμα. Η Ουάσιγκτον επιθυμεί να αποχωρήσει με αξιοπρεπή τρόπο, ο στόχος αυτός όμως επιβάλλει να διακόψει τις σχέσεις με το Ισλαμαμπάντ. Η έννοια του «Αφπακ»(14) δεν εμφανίζεται πλέον στον επίσημο αμερικανικό λόγο, παραμένει όμως επίκαιρη. Περιλαμβάνει ένα Πακιστάν που δείχνει όλο και περισσότερο να συνιστά ταυτόχρονα μέρος του προβλήματος και μέρος της λύσης. Πολύ περισσότερο μια που η εσωτερική κατάσταση της χώρας είναι πολύ ανησυχητική. Τίποτα δεν εξασφαλίζει ότι η εκτελεστική εξουσία και ο πολιτικός κόσμος θα κατορθώσουν να επιβάλουν στους στρατιωτικούς μια νέα πολιτική στρατηγική, η οποία θα προκαλεί λιγότερες αναταραχές και θα είναι ικανή να επωφεληθεί από τα προσδοκώμενα κέρδη από μια περιφερειακή ομαλοποίηση, αξιοποιώντας τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα μιας χώρας που είναι ταυτοχρόνως παραθαλάσσια και ανήκει στον χώρο των Ιμαλαΐων, βρίσκεται μεταξύ των πόλων παραγωγής ενέργειας της Μέσης Ανατολής και της κεντρικής Ασίας και έχει κοινά σύνορα με τα μεγάλα αναδυόμενα έθνη, όπως η Κίνα και η Ινδία.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ
Η δεύτερη αποφασιστική λογική για τις ΗΠΑ απορρέει από την ισχυροποίηση της Ασίας, χάρη στον οικονομικό δυναμισμό και στο άνοιγμα στα διεθνή εμπορικά, χρηματοοικονομικά και ενεργειακά δίκτυα: η αντίθεση ανάμεσα στις γεωπολιτικές αναταράξεις και τις εσωτερικές κρίσεις που συνταράσσουν τον αφγανοπακιστανικό χώρο. Εκεί διακυβεύεται το μέλλον. Ο Λευκός Οίκος είναι υποχρεωμένος να συμβιβαστεί με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Σε αυτήν τη σκακιέρα δεν μπορεί να αγνοήσει τον ινδικό παράγοντα, προκειμένου να δημιουργήσει ένα αντίβαρο στην Κίνα. Αλλά, στον αφγανοπακιστανικό χώρο, το Πακιστάν παραμένει προσκολλημένο στο ζήτημα του Κασμίρ και επιθυμεί να αποκλείσει την Ινδία από κάθε ρύθμιση του αφγανικού ζητήματος. Ως ποιο σημείο μπορεί η Ουάσιγκτον να τα συμβιβάσει; Γιατί μπορεί μεν τα προανακρούσματα του διαλόγου με τους παράγοντες του Αφγανικού να γίνονται χωρίς το Νέο Δελχί -Ανώτατο Διαφγανικό Συμβούλιο για την Ειρήνη, τριμερείς συναντήσεις Αφγανιστάν, Πακιστάν, ΗΠΑ και, σύντομα, χωρίς αμφιβολία, ένα γραφείο εκπροσώπησης των Ταλιμπάν στον Κόλπο- θα έρθει, όμως, η ώρα που η πρόοδος -αν υπάρξει πρόοδος- θα χρειαστεί τις εγγυήσεις μιας διεθνούς διάσκεψης στην οποία έπρεπε να συμμετέχουν, εκτός από τους μεγάλους διεθνείς παράγοντες, οι άμεσοι ή κοντινοί γείτονες του Αφγανιστάν, μεταξύ των οποίων το Ιράν, η Ινδία και η Κίνα.
Η «ΦΙΛΙΚΗ» ΚΙΝΑ
Η Κίνα συμπεριφέρεται με μεγάλη διακριτικότητα από τις 2 Μαΐου. Το Πεκίνο χαιρέτησε τον θάνατο του Μπιν Λάντεν, συντασσόμενο όμως απροκάλυπτα με το Πακιστάν, του οποίου εξήρε τη συμβολή στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας «στο πλαίσιο των εθνικών του ιδιαιτεροτήτων»(15). Σύμφωνα με ορισμένους πακιστανούς αναλυτές, η φιλία της ισχυρής Κίνας επιτρέπει την αναθεώρηση της πακιστανικής εξωτερικής πολιτικής. Το Πακιστάν έπρεπε να αποδεσμευθεί από τον αμερικανικό εναγκαλισμό και να παίξει περισσότερο το χαρτί της Κίνας, άρα και της Ρωσίας. Κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στη Μόσχα, στις 11 Μαΐου, ο πρόεδρος Ζαρντάρι έριξε την ιδέα της πρόσβασης της Ρωσίας στις «θερμές θάλασσες», αναβιώνοντας ένα παλιό όνειρο των τσάρων. Μια εβδομάδα αργότερα, ο πρωθυπουργός Γιουσούφ Ραζά Γκιλάνι ήταν στην Κίνα. Πρώτος προμηθευτής σε όπλα του Πακιστάν το Πεκίνο, με αυξανόμενα οικονομικά συμφέροντα στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν, όπως άλλωστε και στην κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή, υποσχέθηκε στο Πακιστάν την ταχεία παράδοση πενήντα μαχητικών αεροσκαφών τελευταίας γενιάς JF-17.
Την παραμονή της αναχώρησής του για το Πεκίνο, στις 16 Μαΐου, ο Γκιλάνι δέχτηκε στο Ισλαμαμπάντ τον αμερικανό γερουσιαστή Τζον Κέρι. Το κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε υπογραμμίζει τη σημασία «των εθνικών συμφερόντων» των εταίρων, αναδεικνύοντας την επιθυμία του Πακιστάν «να ανανεώσει την πλήρη συνεργασία του με τις ΗΠΑ». Στην πραγματικότητα, πίσω από το πέπλο των προφανών εντάσεων, ο διμερής διάλογος είναι σε πλήρη ανάπτυξη, καθώς ο αμερικανός υπουργός Αμυνας δηλώνει ότι δεν έχει «καμία απόδειξη» πακιστανικής συνεργασίας υψηλού επιπέδου με τον Μπιν Λάντεν(16). Τρεις μέρες αργότερα, ήταν η σειρά του Μαρκ Γκρόσμαν, εκπροσώπου του προέδρου Ομπάμα για το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, να επισκεφθεί το Ισλαμαμπάντ, προκειμένου να προετοιμάσει την επίσκεψη της Χίλαρι Κλίντον, ενώ ο υπαρχηγός της CIA, Μάικλ Μόρελ, καθόριζε με τον αρχηγό της ISI τις διαδικασίες των μελλοντικών κοινών επιχειρήσεων.
Το χοντρό πόκερ συνεχίζεται επομένως. Είναι αμφίβολο όμως αν οι πακιστανικές πολιτικές δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τις παραμέτρους που έχει καθορίσει το γενικό επιτελείο -το οποίο, ενδεχομένως, ακόμη μία φορά θα αντιμετωπίσει τη θύελλα χωρίς να χάσει την εξουσία του.
(1) «General Kayani says militants' back broken», «Dawn», Καράτσι, 11 Απριλίου 2011.
(2) Massimo Calabresi: «CIA chief: Pakistan would have jeopardized operation», «Time», 3 Μαΐου 2011, στον ιστότοπο: http://swampland.time.com
(3) Στο Πακιστάν, οι ομοσπονδιακές περιοχές των φυλών χωρίζονται σε επτά διοικητικές περιφέρειες.
(4) Κύριο άρθρο, «ISI's admission», «Daily Times», Λαχώρη, 15 Μαΐου 2011.
(5) Asif Ali Zardari, «Pakistan did its part», «Washington Post», 3 Μαΐου 2011.
(6) Sahid Saced, «Grab the reins of power», «Dawn», 5 Μαΐου 2011.
(7) Cyril Almeida, «The emperor's clothes», «Dawn», 6 Μαΐου 2011.
(8) Jane Perlez, «Denying links to militants Pakistan spy chief denounces US before Parliament», «The New York Times», 14 Μαΐου 2011.
(9) Ψήφισμα Νο 44 για τη μονομερή δράση των αμερικανικών δυνάμεων στις 2 Μαΐου, κοινή συνεδρίαση του Κοινοβουλίου, 14 Μαΐου 2011. www.na.gov.pk
(10) Χίλαρι Κλίντον, ομιλία στη μνήμη του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, «Asia Society», Νέα Υόρκη, 18 Φεβρουαρίου 2011.
(11) Hilary Clinton, «Remarks on the killing of Usama Bin Ladin», δελτίο τύπου του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, 2 Μαΐου 2011, (www.state.gov.)
(12) Matt Waldman: «The sun in the sky: The relationship between Pakistan's ISI and Afgan insurgents», Crisis States Research Centre, London School of Economics, Ιούνιος 2010.
(13) Ομιλία του ινδού πρωθυπουργού, Μανμοχάν Σινγκ, στο αφγανικό Κοινοβούλιο, Καμπούλ, 13 Μαΐου 2011.
(14) Ορος που σημαίνει ότι το Αφγανιστάν και το Πακιστάν συνιστούν ένα ενιαίο θέατρο πολέμου. Μετά από τις αντιδράσεις του Ισλαμαμπάντ, οι αμερικανικές αρχές αποφεύγουν τη χρησιμοποίηση του όρου.
(15) Jiang Yu (εκπρόσωπος τύπου της κινεζικής κυβέρνησης), «China urges world to back Pakistan in terror fight», «Dawn», 5 Μαΐου 2011.
(16) «Gates says no signs that top Pakistanis knew of Bin Laden», «The New York Times», 18 Μαΐου 2011.
*Διευθυντής Ερευνών στο Centre National de Recherche Scientifique (CNRS), Centre d'etudes de l'Inde et de l'Asie du Sud de l'Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (EHESS). Συντόνισε την έκδοση «Geopolitique du Pakistan», «Herodote», Νο 139, Παρίσι 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου