Ιούλιος 2007. Ο πακιστανικός στρατός καταλαμβάνει, ύστερα από επίθεση, το Κόκκινο Τζαμί του Ισλαμαμπάντ, καταφύγιο ακραίων ισλαμιστών. Λίγους μήνες αργότερα, οργανώνεται στις ζώνες των φυλών το Κίνημα των Πακιστανών Ταλιμπάν, «Tehrit-e-Taliban Pakistan».
Η αμφίσημη πολιτική του τότε προέδρου, στρατηγού Περβέζ Μουσάραφ, ο οποίος είχε γίνει στόχος τρομοκρατικών επιθέσεων το 2003, έστρεψε εναντίον της εξουσίας ένα μέρος των ισλαμικών ένοπλων ομάδων, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι μυστικές υπηρεσίες του στρατού. Κάποιες επωφελούνται από την επίσημη αποκήρυξη του τζιχάντ, μιας και οι απαγορευμένες οργανώσεις μπορούν να ανασυγκροτηθούν με άλλο όνομα. Αλλες εξεγείρονται εναντίον του κρατικού μηχανισμού που βρίσκεται σε διάλογο με την Ινδία από το 2004 και έχει συμμαχήσει με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», τον οποίο διεξάγουν οι ΗΠΑ στο Αφγανιστάν από το 2001. Το καθεστώς παρέδωσε στους Αμερικανούς σημαντικό αριθμό υψηλόβαθμων στελεχών της Αλ Κάιντα, όχι όμως και τους ηγέτες της.
Το Πακιστάν πληρώνει όλο και πιο ακριβά τη στρατηγική της χειραγώγησης ένοπλων ισλαμιστικών ομάδων, τις οποίες δημιούργησε ή διηύθυνε επί τριάντα χρόνια, για την εξυπηρέτηση μιας εξαιρετικά δραστήριας περιφερειακής πολιτικής: αντισοβιετικοί αφγανοί μουτζαχεντίν· αντάρτες από το Κασμίρ της οργάνωσης Hizb ul- Moujahidin· πακιστανοί φανατικοί του ιερού πολέμου της Lashkar-e-Taliba οι οποίοι έχουν παρεισφρήσει στο Κασμίρ και πραγματοποιούν τρομοκρατικές ενέργειες στις ινδικές πόλεις· Ταλιμπάν εκπαιδευμένοι στους μαντρασά για να ανακτήσουν τον έλεγχο του Αφγανιστάν.
Για πολλά χρόνια ο πόλεμος στο εσωτερικό του πακιστανικού Ισλάμ είχε τη μορφή των συγκρούσεων μεταξύ ακραίων ομάδων. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, οι εξτρεμιστές σουνίτες του Lashkar-e-Jhangvi και του Sipah-e-Sahaba Pakistan εντείνουν τις επιθέσεις τους εναντίον σιιτικών τόπων λατρείας καθώς, οι τελευταίοι, κατά την άποψη κάποιων, είχαν επωφεληθεί του χρήματος των αγιατολάχ ύστερα από την ιρανική επανάσταση του 1979. Σύντομα πυροδοτείται ένας νέος κύκλος βίας. Η σουνιτική ριζοσπαστικοποίηση ήταν ανεκτή για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς η πανσπερμία των εξτρεμιστικών οργανώσεων και οι μαχητές τους εξυπηρετούσαν την πολιτική της εξουσίας έναντι της Ινδίας και του Αφγανιστάν. Είναι πλέον, εν μέρει, εκτός ελέγχου: η εξέγερση στις περιοχές των φυλών και στην κοιλάδα του Σουάτ αντιμετωπίστηκε από τους στρατιωτικούς το 2009, όμως οι εκστρατείες επιθέσεων αυτοκτονίας στις μεγάλες πόλεις προκαλούν πλέον πολλές χιλιάδες θανάτους το χρόνο.
ΔΙΑΜΑΧΗ ΣΙΙΤΩΝ-ΣΟΥΝΙΤΩΝ
Η κατάσταση κλιμακώθηκε όταν στον πόλεμο μεταξύ σουνιτών και σιιτών προστέθηκε ένας εμφύλιος μεταξύ της πλειοψηφίας των σουνιτών. Πρόκειται για την αντιπαράθεση εξτρεμιστικών στοιχείων, που ωθούν στις πιο ακραίες συνέπειες την ιδεολογία των ντεομπαντί, οι οποίοι είναι κοντά στον ουαχαμπισμό της Σαουδικής Αραβίας, και είχαν την υποστήριξη του πραξικοπηματία προέδρου, στρατηγού Ζία Ουλ Χακ στη δεκαετία του '80(1), με ένα λαϊκό Ισλάμ, το οποίο οι πρώτοι πιστεύουν ότι έχει μολυνθεί, με το πέρασμα του χρόνου, από τον ινδουισμό -ένα Ισλάμ σουφί που υμνεί τους αγίους και προσεύχεται στα μαυσωλεία τους.
Τα μαυσωλεία αυτά έχουν βρεθεί στο στόχαστρο της Αλ Κάιντα και των πακιστανών Ταλιμπάν: το Ντατά Νταρμπάρ της Λαχώρης, ο πιο σημαντικός από τους ιερούς τόπους του Πακιστάν (σαράντα πέντε νεκροί τον Ιούλιο του 2010)· το μαυσωλείο του Μπαμπά Φαρίντ στο Πεντζάμπ (έξι νεκροί τον Οκτώβριο)· του Αμπντουλά Σαχ Γκαζί στο Καράτσι (δέκα νεκροί τον Οκτώβριο)· αυτό του Γκαζί Μπαμπά στο Πεσαβάρ (τρεις νεκροί τον Δεκέμβριο)· ένα άλλο στο Ντέρα Γκαζί Χαν, κοντά στις περιοχές των φυλών (σαράντα ένας νεκροί τον Απρίλιο του 2011) και τόσα άλλα.
Το αποκορύφωμα: ο νόμος για τη βλασφημία, κατάλοιπο του ποινικού κώδικα των Βρετανικών Ινδιών του 1860, που όμως συνεχώς αλλάζει ως προς τη σοβαρότητα των ποινών φθάνοντας μέχρι την ποινή του θανάτου, μέσω των τροποποιήσεων του 1986 και του 1991. Η νομοθεσία αυτή, μολονότι δεν εφαρμόζεται στην πραγματικότητα, έχει προκαλέσει μεγάλο αριθμό παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το περιστατικό μιας Χριστιανής, της Αζία Μπίμπι(2) -που έτυχε ευρείας δημοσιότητας- η οποία φυλακίστηκε το 2010, προκάλεσε την αντίδραση των πακιστανών μεταρρυθμιστών που καταπολέμησαν αυτόν το νόμο, μεταξύ των οποίων ήταν και ο κυβερνήτης του Πεντζάμπ, Σαλμάν Ταζεέρ και ο μοναδικός χριστιανός υπουργός της κυβέρνησής του, Σαμπάζ Μπατί. Και οι δυο δολοφονήθηκαν, τον Γενάρη και τον Μάρτιο του 2011 αντίστοιχα. Ο δολοφόνος του Ταζεέρ, ένας σωματοφύλακάς του, έγινε αμέσως το ίνδαλμα σημαντικού αριθμού πιστών της μεσαίας αστικής τάξης, που φαίνεται ότι βρίσκουν στον εξτρεμισμό τα στηρίγματα που πλέον πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια αδυνατούν να τους προσφέρουν. Και δεν είναι μόνο οι ντεομπαντί που ακολουθούν το δρόμο του εξτρεμισμού, είναι και οι μπαρελβί, που ανήκουν στους σουφί. Για τους πακιστανούς φιλελεύθερους ο δημόσιος χώρος περιορίζεται συνεχώς, τη στιγμή που η κυβέρνηση παραδίδεται χωρίς όρους στους εξτρεμιστές.
Το Πακιστάν, όταν ιδρύθηκε, παρουσιαζόταν συχνά ως η Γη της Επαγγελίας των μουσουλμάνων της Ινδικής χερσονήσου. Ο ιδρυτής του, Μοχαμάντ Αλί Τζινά, οραματιζόταν ένα κράτος δημοκρατικό και ανεκτικό. Πολύ σύντομα όμως το Ισλάμ έγινε η θεμελιώδης ιδεολογική αναφορά του, καθώς το ψήφισμα του 1949 της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης διακήρυσσε: «Ο παντοδύναμος Αλλάχ, που είναι κυρίαρχος του σύμπαντος, έχει εκχωρήσει την εξουσία του στο κράτος του Πακιστάν».
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΥΦΛΩΣΗ
Το ακανθώδες όμως ζήτημα των σχέσεων του Ισλάμ με το έθνος και η γεωπολιτική τύφλωση που οδήγησε στην ενίσχυση του τζιχάντ πέραν των συνόρων της χώρας, έσπειραν ασυνείδητα τους σπόρους της «φίτνα» - των καταστροφικών επιλογών του χάους που συγκλονίζει την κοινότητα των πιστών(3). Ο πόλεμος υποσκάπτει πλέον το ίδιο το έθνος. Το Ισλάμ, από συνεκτικός κρίκος της χώρας που ήταν, έχει αρχίσει να τη διχάζει. Και εδώ πρέπει να αλλάξει το σημείο αναφοράς.
(1) Ο Μοχαμάντ Ζία Ουλ Χακ (1924 - 1988) ήταν στρατηγός, αρχηγός του στρατού ξηράς, πριν καταλάβει με πραξικόπημα την εξουσία, το 1978. Η ιδεολογία των ντεομπαντί γεννήθηκε στην Ινδία, γύρω στο 1880, κηρύσσει την κάθαρση του Ισλάμ από τις ινδικές πολιτισμικές επιρροές και την επιστροφή στις ρίζες του. Πιο εξτρεμιστική στο Πακιστάν από ό,τι στην Ινδία, συμπλέει με τον ουαχαμπισμό, που εμφανίστηκε στην Αραβία τον 18ο αιώνα και διαδόθηκε στο Πακιστάν από τους μαχητές που είχαν έρθει από τον αραβικό κόσμο για να συμμετάσχουν στον αγώνα κατά των σοβιετικών στο Αφγανιστάν.
(2) Η νεαρή αυτή γυναίκα φυλακίστηκε ύστερα από έναν καβγά με μια γειτόνισσά της.
(3) Gilles Kepel, «Fitna, Guerre au c―ur de l'islam», Gallimard, Παρίσι, 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου