Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

αφιέρωμα στην 28η Οκτωβρίου 1940: Το μεγάλο «Όχι» – Κώστας Βάρναλης


Για την 28η Οκτωβρίου, σκέφτηκα να βάλω ένα επετειακό άρθρο, γραμμένο όμως όχι τώρα αλλά τότε, ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν. Βέβαια, κατά σύμπτωση, ο συγγραφέας του άρθρου είναι ο Κώστας Βάρναλης, στον οποίο αναφερθήκαμε και στο χτεσινό μας φιλολογικό άρθρο -αλλά χτες είχαμε τον Βάρναλη τον ποιητή, ενώ σήμερα τον δημοσιογράφο. Του Νίκου Σαραντάκου.


Το χρονογράφημα του Βάρναλη που θα δούμε σήμερα με μια πρώτη ματιά δεν διαφέρει πολύ από τα εκατοντάδες άλλα που γράφτηκαν σε κάθε λογής έντυπα εκείνες τις μέρες για να εμψυχώσουν τον λαό στην πολεμική προσπάθεια. Ωστόσο, υπάρχουν διαφορές και όχι μόνο στις λογοτεχνικές αναφορές σε Καβάφη (σήμερα κυκλοφορεί στα τρόλεϊ, αλλά τότε δεν ήταν καθόλου συχνό φαινόμενο να παρατίθενται στίχοι του σε άρθρα) και Σολωμό (και μάλιστα σε ένα όχι πολύ γνωστό έργο του που σχετικά πρόσφατα είχε δει το φως της δημοσιότητας).
Θα προσέξατε επίσης ότι ο Βάρναλης αποφεύγει να παινέψει τον δικτάτορα Μεταξά, αναγνωρίζοντας μόνο ότι είπε το Όχι “εν ονόματι του λαού”, και μάλιστα μην κατονομάζοντάς τον: ο κ. Πρόεδρος. Ένα ενδιαφέρον στο χρονογράφημα του, επίσης, είναι ότι εξετάζει τι θα γινόταν αν η Ελλάδα επέλεγε να αποφύγει τον πόλεμο. Βέβαια, το εξετάζει παραθέτοντας έναν μύθο, αλλά οι αναγνώστες του, που θυμούνταν οι περισσότεροι τι είχε συμβεί στον Πρώτο Πόλεμο (όταν η ουδέτερη Ελλάδα είχε χάσει τον έλεγχο σχεδόν της μισής επικράτειάς της και στο τέλος ακόμα και οι ευνοούμενοι από αυτή την ουδετερότητα, οι Κεντρικές δυνάμεις, εισέβαλαν στα εδάφη της) ήξεραν τι εννοούσε. Βέβαια, τα σενάρια εναλλακτικής ιστορίας δεν μπορούν να δοκιμαστούν ποτέ, αλλά και η δική μου πεποίθηση είναι ότι, και να συμφωνούσε με το ιταλικό τελεσίγραφο η Ελλάδα δεν θα απέφευγε την υποδούλωση και τον διαμελισμό -μάλιστα, τον διαμελισμό δεν θα τον απέφευγε ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που θα κατέβαινε στον πόλεμο με τη μεριά του Άξονα.
Στο χρονογράφημα ο Βάρναλης σχολιάζει ειρωνικά τις καυχησιολογίες κάποιου κ. Γκάυντα, που σήμερα είναι ξεχασμένος. Το 1940 όμως ο Virginio Gayda ήταν πασίγνωστος αρθρογράφος, που εξέφραζε πιστά τις θέσεις του Μουσολίνι και του φασιστικού κόμματος, ένα είδος Ιταλού Γκέμπελς. Το συγκεκριμένο άρθρο που παραθέτει ο Βάρναλης (στο οποίο ο Γκάυντα μνημονεύει τις Θερμοπύλες) είχε γραφτεί δυο βδομάδες περίπου μετά τον τορπιλισμό της Έλλης τον Δεκαπενταύγουστο του 1940.
Αλλά πολλά έγραψα εγώ, ας δούμε το άρθρο του Βάρναλη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πρωία στις 22 Δεκεμβρίου 1940. Έχω μεταφέρει την ορθογραφία στα σημερινά.
Το μεγάλο «όχι»!
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι
να πούνε…
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
«όχι» θα ξαναέλεγε.
Είναι στίχοι από ένα παλιό ποίημα του πιο ιδιότυπου και πιο διανοητικού ποιητή μας, του αλεξανδρινού Κ. Καβάφη. Πολύ καλά συνέλαβε και πολύ τεχνικά διατύπωσε με την επιγραμματική συντομία του ύφους του το εσωτερικό δράμα, που συμβαίνει σε μερικούς ανθρώπους, όταν πρόκειται να πάρουν τη μεγάλη υπεύθυνη απόφαση ζωής ή θανάτου. Αλλ’ αυτό το τραγικό δίλημμα δεν «έρχεται» μονάχα σε «μερικούς» ανθρώπους. Έρχεται σχεδόν σε όλους, και πιο συχνά σ’ ολάκερους λαούς.
Έτσι στον ελληνικό λαό εδώ και πολλούς μήνες είχε προβληθεί το μέγα δίλημμα ή να πει «ναι» στους εκβιασμούς της μουσολινικής Ιταλίας και στο τελευταίο της κυνικό τελεσίγραφο και να παραδοθεί χωρίς αντίσταση ή να πει το αντρίκιο «όχι» και να σηκώσει τ’ άρματά του να υπερασπίσει την ελευθερία του.
Το «όχι» αυτό το είπε εν ονόματι του ελληνικού λαού ο κ. Πρόεδρος, Κι όλος ο λαός φώναξε μαζί του χίλιες φορές αυτό το όχι. Και πρόταξε τα στήθη του για να φράξει το δρόμο στον επίβουλο εχθρό. Κι από τη στιγμή εκείνη όλη η Ελλάδα μεταμορφώθηκε. Η μικρή αυτή χώρα, που την περιφρονούσε ο Τσιάνο και τη θεωρούσε ζήτημα ενός περιπάτου, και την κορόιδευε ο Γκάυντα εθάμπωσε τον κόσμο με τον ηρωισμό της και με την περιφρόνηση των κινδύνων, που έδειξε ίσαμε σήμερα. Κι εξευτέλισε τη μεγάλη Ιταλία, που εσάρωνε με την υλική της δύναμη όλα τα μικρά κι ανυπεράσπιστα έθνη, που βρεθήκανε στο ιμπεριαλιστικό της ξάπλωμα, γιατί ήταν ανοργάνωτα.
Τα παθήματα των μικρών αυτών λαών γενήκανε μαθήματα στην Ελλάδα. Είδε τι τραβήξανε οι Αβησσυνοί, οι Άραβες της Λιβύης και οι Αρβανίτες. Κι ήξερε τι θα είχε να τραβήξει αν εδείλιαζε και δεχότανε να παραχωρήσει «μερικά» στρατηγικά σημεία του εδάφους της. Θα πάθαινε ό,τι ο αφελής χωριάτης έπαθε από μιαν γκαμήλα. Η γκαμήλα τον παρακάλεσε να την αφήσει να βάλει το κεφάλι της μονάχα μέσα στο καλύβι, γιατί κρύωνε. Ο χωριάτης βρέθηκε μπόσικος και την άφησε να βάλει το κεφάλι της. Κι η γκαμήλα σιγά σιγά έβαλε και το ένα μπροστινό της πόδι. Ο χωριάτης μαζώχτηκε λιγάκι να της αφήσει τόπο. Ύστερα η γκαμήλα έβαλε και το άλλο της πόδι. Ο χωριάτης μαζώχτηκε περισσότερο. Στο τέλος η γκαμήλα μπήκε ολάκερη μέσα και στρογγυλοκάθισε. Φυσικά ο χωριάτης δε χωρούσε πια και βγήκε έξω! Αυτόν τον μύθο προσπάθησε να εφαρμόσει εις βάρος της μικρής Ελλάδος με το τελεσίγραφό της η μεγάλη Ιταλία. Αλλά δεν έπιασε.
Στο ότι ενίκησαν οι Έλληνες δεν οφείλεται στην αριθμητική ή την ποσοτική υπεροχή τους. Οφείλεται στην ηθική υπεροχή τους. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Έλληνες πολεμώντας «υπέρ βωμών και εστιών» ενίκησαν πολυπληθέστερους εχθρούς. Και δεν είναι η πρώτη φορά που η νίκη των Ελλήνων είναι νίκη ολόκληρης της Ανθρωπότητας, είναι νίκη του πολιτισμού. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη βαρβαρότητα από την επιβολή της δύναμης του ισχυροτέρου σε λαούς ελεύθερους και πιο πολιτισμένους. «Ο μικρός κύκλος μέσα εις τον οποίον κινιέται η πολιορκημένη πόλη (το Μεσολόγγι) ξεσκεπάζει εις την ατμόσφαιρά του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας και τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητας», λέγει στους «Στοχασμούς» του ο Σολωμός.
Ύστερα από το ρεζιλίκι της Ιταλίας στα βουνά της Αλβανίας, ο περίφημος Γκάυντα, που κορόιδευε την Ελλάδα στην «Εφημερίδα της Ιταλίας», γιατί θυμότανε τη δόξα και τα κατορθώματα των μεγάλων προγόνων της για να παραδειγματίζεται, άρχισε να τρίβει τα μάτια του, άμα είδε πως οι απόγονοι ήσαν αντάξιοι μιας τόσο μοναδικής στον κόσμο ηθικής και πνευματικής κληρονομίας. Και νά τι έγραφε λίγους μήνες πρωτύτερα ο Γκάυντα: «Και εάν θέλει να επεκτείνει (η Ελλάς) εις τα 1940 την ένδοξον ανάμνησιν των Θερμοπυλών και των ακοντίων των, οφείλομεν να της υπομνήσομεν ότι ο πόλεμος σήμερον διεξάγεται και νικάται μάλλον με άρματα μάχης, με αεροπλάνα και μεγάλα πυροβόλα».
Απ’ όλα αυτά είχε η Ιταλία. Αλλά δεν είχε ηθικό εξοπλισμό. Είχε άρματα μάχης, αεροπλάνα και μεγάλα πυροβόλα, αλλά δεν είχε δίκιο. Οι Έλληνες δεν χρησιμοποιήσανε τα ακόντια των Θερμοπυλών, όμως χρησιμοποιήσανε ένα άλλο επίσης «αναχρονιστικό και απάνθρωπο όπλο», την ξιφολόγχη, που επανέφερε στον πόλεμο τον παράγοντα της προσωπικής ανδρείας. Και ανδρεία έχουν μονάχα οι ελεύθεροι λαοί ενώ οι αδικητές λαοί έχουν θράσος μονάχα.
Στο ίδιο άρθρο του ο Γκάυντα συνεχίζει ως εξής τις φοβέρες του: «Εις την πολεμικήν αυτήν την ανωφελή (των ελληνικών εφημερίδων) δεν θα έπρεπε να λείπουν το μέτρον και η ισορροπία, των οποίων η Ελλάς καυχάται ότι από τριών χιλιετηρίδων είναι ο θεματοφύλαξ.
Αποδείχτηκε όμως πως η Ελλάδα είχε αυτές τις δυο αρετές και στα λόγια της και στις πράξεις της. Ήτανε πραγματικά ο «θεματοφύλαξ» αυτών των δυο μεγάλων αρετών. Χάρις στις αρετές αυτές, που δεν τις είχανε οι καυχησιολογίες, οι φοβέρες και οι δολοφονικές επιθέσεις των Ιταλών ηγετών, η Ελλάδα δεν βρέθηκε απροετοίμαστη και είπε με πίστη το μεγάλο «Όχι» –το «μολών λαβέ» των προγόνων. Και δεν μετάνιωσε.
Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ
sarantakos.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου