Η σημαντικότητα της βρετανικής επέμβασης οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Αρχικά γιατί η κύρια αιτία του ελληνικού εμφύλιου πολέμου υπήρξε η βρετανική επέμβαση. Επίσης, η επέμβαση των Βρετανών σταμάτησε εν τη γενέσει της μια πρωτοφανή κινητοποίηση και συμμετοχή του ελληνικού λαού στα κοινά, ανεξάρτητα εάν η κύρια δύναμη της Αντίστασης ελεγχόταν από ένα συγκεντρωτικά δομημένο κόμμα, θεολογικής υπόστασης, ενταγμένο σ' ένα διεθνές σύστημα εξάρτησης.
Η κίνηση των πολιτών επί της ουσίας -και ειδικά του ένοπλου τμήματος, όπως εκφράστηκε με τη σύσκεψη των καπεταναίων στη Λαμία- αμφισβητούσε εν δυνάμει τα δομικά και πολιτικά θέσφατα της κομματικής γραφειοκρατίας του ΚΚΕ, τα οποία οδήγησαν το αντιστασιακό κίνημα στη βρετανική παγίδα. Σε ηθικό επίπεδο, η επέμβαση αμφισβήτησε το δικαίωμα του ελληνικού λαού να αποφασίσει ελεύθερα για τη μοίρα του.
Το πιο συμβολικό σημείο αυτής της αμφισβήτησης υπήρξε η χρησιμοποίηση κατά του ΕΑΜικού κινήματος όλων των συνεργατών των προηγούμενων κατακτητών, δηλαδή των Γερμανών ναζί, των Ιταλών και Βούλγαρων φασιστών. Η μετατροπή τής απελευθερωμένης Ελλάδας σε προτεκτοράτο υπήρξε συνειδητή απόφαση των βρετανικών κυβερνήσεων. Η στρατηγική αντίληψη των Βρετανών, πολύ πριν από την Απελευθέρωση από τους ναζί, προέβλεπε τη βίαιη καταστολή της Αντίστασης και τη συντριβή της Αριστεράς, αλλά και τα όσα επακολούθησαν: λευκή τρομοκρατία, επανένταξη των δωσίλογων στη νέα εξουσία και την εκ νέου χρησιμοποίησή τους, παλινόρθωση της μοναρχίας, κυριαρχία της Ακρας Δεξιάς.
Η σημασία των γραπτών μαρτυριών
Η μελέτη των γεγονότων που σχετίζονται με τον Εμφύλιο υπήρξε για δεκαετίες μια υποβαθμισμένη σελίδα στις ιστοριογραφικές ιεραρχήσεις. Μόνο την τελευταία 20ετία ξεκίνησε μια συστηματικότερη μελέτη. Τμήμα των ιστορικών τεκμηρίων αποτελεί η κατάθεση της μαρτυρίας των «αυτοπτών μαρτύρων». Στις μαρτυρίες αυτές η προσωπική ματιά βασίζεται στη μνήμη, η οποία παρ' ότι επηρεάζεται από το πέρασμα του χρόνου αλλά και από το κοινωνικό πλαίσιο που συνεχώς μεταβάλλεται, φέρνει στις μέρες μας τη συλλογική αντίληψη που επικρατούσε, αλλά και τις ιδιαίτερες σκέψεις του συγγραφέα. Είναι προφανές ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ατομικής ματιάς και της συλλογικής αντίληψης καθορίζουν την προσωπική ματιά αυτού που αφηγείται εκείνη την επίμαχη εποχή.
Παρ' όλη την υποκειμενικότητα που αναπόφευκτα χαρακτηρίζει τη γραφή των συγγραφέων αυτής της κατηγορίας, η παρουσίαση συγκεκριμένων γεγονότων προσφέρει πλήθος στοιχείων στον ερευνητή. Ακόμα και η πολιτική τους ανάλυση αναδεικνύει τις συλλογικές εικόνες που είχαν οι πρωταγωνιστές για τα διαδραματιζόμενα στα οποία συμμετείχαν με συγκεκριμένους ιστορικούς ρόλους. Για τη μορφή που παραδίδεται στον ερευνητή μέσω της γραπτής μαρτυρίας, ο Θωμάς Κυριάκης στη μελέτη του «Αυτοβιογραφία και προσωπική ταυτότητα: οι γραπτές μαρτυρίες για τον Εμφύλιο» γράφει: «Οι φορείς προσωπικών τραυματικών βιωμάτων προσπαθούν αν όχι να επανακτήσουν, τουλάχιστον να επαναδομήσουν με την ανάκληση της μνήμης γραπτώς την προσωπική τους ταυτότητα. Ωστόσο, δεν πρόκειται πια για την ταυτότητα που αλλοιώθηκε στον Εμφύλιο, αλλά για την ταυτότητα μέσα στο χρόνο μέχρι τη στιγμή που εκδίδεται η μαρτυρία».
Στο σημερινό αφιέρωμα παρουσιάζουμε δύο κείμενα, τη μαρτυρία του Βρετανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Wilfred Byford-Jones (1907-1997), που τον Δεκέμβρη του '44 υπηρετούσε ως αξιωματικός στην Αθήνα και έζησε την πρώτη μέρα των Δεκεμβριανών, και του αντιστασιακού Χρήστου Κοσμίδη, που άφησε ως παρακαταθήκη στους απογόνους του τις ανέκδοτες χειρόγραφες σημειώσεις.
* Ο
Βλάσης Αγτζίδης είναι Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας και μαθηματικός
Ο βρόμικος ρόλος των Αγγλων ιμπεριαλιστών στα χρόνια της Κατοχής
Του Χρήστου Κοσμίδη
Με τις δόλιες ενέργειες τους εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, οι Άγγλοι πράκτορες δεν προωθούσαν το συμμαχικό αγώνα αλλά έσκαβαν το λάκκο της εθνικής αντίστασης. Έκαναν το παν για να χτυπήσουν τον αγώνα του ελληνικού λαού. Σπάνια στην Ιστορία συναντάμε συμπεριφορά παρόμοια με εκείνη των Αγγλων ιμπεριαλιστών απέναντι στην Εθνική μας Αντίσταση, που ήταν σύμμαχος της χώρας μας και πρόσφερε τα πάντα για την αντιφασιστική συμμαχική νίκη κατά των δυνάμεων του φασισμού.
Η αντάρτικη ομάδα του Χρήστου Κοσμίδη κατά την απελευθέρωση των Σερρών (15.9.1944). Ο Κοσμίδης είναι ο πρώτος αριστερά στην κάτω σειρά Οι Αγγλοι δεν ενδιαφέρονταν για την ενίσχυση της πολεμικής προσπάθειας του ΕΛΑΣ, για τη γρήγορη απελευθέρωση της πατρίδας μας, αλλά κατά κύριο λόγο τους ενδιέφερε η πολιτική τους επικράτηση, στον οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο της χώρας μας μετά το τέλος του πολέμου. Αυτό ήταν που καθόριζε και την όλη στάση τους απέναντι στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, που αγωνίζονταν για εθνική ανεξαρτησία, για λαϊκή κυριαρχία.
Τρία ολόκληρα χρόνια στα ελληνικά βουνά η Εθνική μας Αντίσταση είχε μια ιδιότυπη «συμβίωση» και «συνεργασία» με την αγγλική Συμμαχική Αποστολή, που αποτελούνταν από πολιτικούς πράκτορες ή συνδέσμους με αξιωματικούς Αγγλους. Οι Αμερικανοί ήλθαν αργότερα, ήταν λίγοι και έπαιζαν δευτερεύοντα ρόλο. Οι Σοβιετικοί αξιωματικοί ήταν ένα μικρό κλιμάκιο από τη Σοβιετική Αποστολή που βρίσκονταν στα γιουγκοσλαβικά παρτιζάνικα τμήματα και έφτασαν στα ελληνικά βουνά με αεροπλάνο στο τέλος σχεδόν της Κατοχής και δεν είχαν καμία ανάμιξη.
Οι πρώτοι Αγγλοι αξιωματικοί έπεσαν με αλεξίπτωτο στα ελληνικά βουνά το φθινόπωρο του 1942 και εγκαταστάθηκαν σαν Συμμαχική Αποστολή στις αρχές του 1943, με αρχηγό τον ταξίαρχο Εντι, ο οποίος τάχατες εμφανιζόταν διαλλακτικός στις σχέσεις της Αγγλίας με την Εθνική ΕΑΜική Αντίσταση και γι' αυτό αντικαταστάθηκε από τον έφεδρο συνταγματάρχη Κρις Γούντχαουζ, που ήταν συντηρητικός, αδίστακτος και πολύ σκληρός στις επεμβάσεις του.
Το Λονδίνο ήταν το κέντρο όπου διαμορφωνόταν η βρετανική πολιτική για την Ελλάδα. Υπεύθυνο για την εφαρμογή της ήταν το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και ο Κρις υπεύθυνος στην Ελλάδα.
Η «συμβίωση» (και η συνεργασία) Εθνικής Αντίστασης και Αγγλων μέσα στις πόλεις και στα ελληνικά βουνά τυπικά παρουσιαζόταν σαν συμμαχία. Απολάμβαναν όλες τις περιποιήσεις, τις διευκολύνσεις και την ασφαλισμένη ελευθερία κινήσεων που άρμοζε σε συμμάχους. Οι διαθέσεις τους όμως απέναντι στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν απροκάλυπτα εχθρικές. Με τις δόλιες ενέργειές τους οι Αγγλοι πράκτορες εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν προωθούσαν το συμμαχικό αγώνα, αλλά έσκαβαν το λάκκο της θρυλικής Εθνικής Αντίστασης. Εκαναν το παν για να χτυπήσουν τον αγώνα του ελληνικού λαού. Η πολιτική τους ήταν διπρόσωπη, δόλια, ύπουλη και υποκριτική. Αρχισαν από τη συκοφαντία και την εχθρική προπαγάνδα, την κατασκοπία εις βάρος του ΕΛΑΣ. Συγκρότησαν οργανώσεις ακόμα και ένοπλα τμήματα, όπως τον ΕΔΕΣ, τον ΕΚΑ, τον Τσαούς Αντών, τους ταγματασφαλίτες, την ΠΑΟ, για να τις χρησιμοποιήσουν κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς, Ιταλούς, Βουλγάρους και τα Τάγματα Ασφαλείας, τις καταδόσεις στελεχών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ μέσω αυτών των οργανώσεων στους κατακτητές και την υπονόμευση των διαπραγματεύσεων των αντιστασιακών οργανώσεων για ενότητα και συντονισμό της δράσης τους. Βασικός σκοπός τους ήταν η αποσύνθεση, η διάσπαση του ΕΑΜ και η διάλυση και συντριβή του ηρωικού ΕΛΑΣ.
Οι Αγγλοι τούς ενίσχυσαν με πολλές λίρες για εξαγορά συνειδήσεων και στρατολογία πολλών πρακτόρων τους και σε πολεμικό οπλισμό με ρίψεις, ενώ αρνούνταν παρόμοια βοήθεια στον ΕΛΑΣ και ήθελαν να τον κρατήσουν άοπλο. Να δημιουργήσουν ισχυρές αντιΕΑΜικές δυνάμεις, αυτός ήταν ο σκοπός τους. Οι Αγγλοι πράκτορες της Συμμαχικής Αποστολής δεν αρκέστηκαν μόνο στις παραπάνω οργανώσεις και ένοπλα τμήματά τους, άπλωσαν τον έλεγχό τους και στις δυνάμεις του δωσιλογισμού. Εθεσαν κάτω από τον έλεγχό τους τις κυβερνήσεις των προδοτών της Αθήνας Γ. Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου, Ι. Ράλλη, τα Τάγματα Ασφαλείας, τους Τσολιάδες, την ΠΑΟ, τον ΕΕΣ, τη «Χ», τον Γρίβα και άλλες προδοτικές οργανώσεις που εξόπλισαν οι Γερμανοί κατακτητές.
Ετσι πίστευαν πως μπορούσαν να δημιουργήσουν ντόπιες δυνάμεις μαζί με τους συνεργάτες των Γερμανών ικανές να αντιπαρατάξουν και να συντρίψουν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
Η διοίκηση του αποσπάσματος της ΕΛΑΣ του ΜποζΔαγ Σερρών στις 18.9.1944. Από αριστερά, Ι. Βαφειάδης, λοχαγός, Χρ. Κοσμίδης, διοικητής αποσπάσματος, Ι. Τιμοθεάδης, πολιτικός επίτροπος, Λ. Χατζηελευθέρης λοχαγός, Ζ. Λιάσκος, επιτελάρχης Οι Αγγλοι δεν ενδιαφέρονταν για την ενίσχυσή μας σε πολεμικό οπλισμό, για τη γρήγορη απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους τρεις κατακτητές. Ηξεραν ότι ο πόλεμος κατά του Αξονα θα κριθεί οριστικά στα συμμαχικά μέτωπα και κυρίως στο Ανατολικό, που ήταν και το μεγαλύτερο βάρος. Γι' αυτό στην αρχή ήθελαν μικρές ομάδες σαμποτάζ μόνο και όχι μαζικά παρτιζάνικα τμήματα. Ηλθαν στην Ελλάδα αποκλειστικά να εφαρμόσουν τη σχεδιασμένη πολιτική επικράτησή τους που θα εξασφάλιζε τα στρατηγικά και οικονομικά τους συμφέροντα στη λεκάνη της Μεσογείου, μετά τη συντριβή του φασισμού.
Οι Αγγλοι έδειξαν πανουργία, δολιότητα και φανατισμό στην επιδίωξη των σκοπών τους. Παραβίασαν το δίκαιο και την ηθική που εκφράζονταν με τις αρχές του συμμαχικού αγώνα. Εδειξαν απίστευτη αναξιοπιστία. Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε...
* Ο Χρήστος Κοσμίδης υπήρξε μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Γενννήθηκε το 1912 στον Πόντο. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην περιοχή Σιδηροκάστρου Σερρρών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Κοσμίδης φοίτησε στην Πάντειο. Το 1943 εντάχθηκε στην Αντίσταση και οργάνωσε το 21ο Σύνταγμα Σερρών του ΕΛΑΣ. Το 1948 ανέλαβε διοικητής της 132 Ταξιαρχίας της 6ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Τραυματίστηκε τον Μάρτη του '48 στα Κερδύλλια. Εζησε στην Τσεχοσλοβακία ως πολιτικός πρόσφυγας έως το 1987, που επαναπατρίστηκε.
Πώς είδε τα Δεκεμβριανά ο Βρετανός αξιωματικός Wilfred Byford-Jones
Στις 10 το πρωί κυκλοφόρησαν οι φήμες πως η ηγεσία του ΕΑΜ εργαζόταν ολονυχτίς προετοιμάζοντας τη διαδήλωση, παρά την κυβερνητική απαγόρευση.
Οι νεκροί στην πλατεία Συντάγματος μετά τους πυροβολισμούς της Αστυνομίας, όπως τους περιγράφει ο W. Byford-Jones Πληροφοριοδότες της κυβέρνησης δήλωναν πως το ΕΑΜ καλούσε τον κόσμο χτυπώντας τις καμπάνες και τις σειρήνες και λέγοντας πως θα γίνει η πιο μεγάλη διαδήλωση-διαμαρτυρία ενάντια στην επέμβαση του στρατηγού Σκόμπι και στη διαταγή αφοπλισμού των ανταρτών...
Γύρισα τρέχοντας στη «Μεγάλη Βρετάννια» για να έχω θέα στην πλατεία (...)
Ολο το επόμενο τέταρτο της ώρας παρακολουθούσα τους διαδηλωτές να φτάνουν στην πλατεία ανεμίζοντας τα λάβαρα και τις σημαίες τους, βρετανικές, αμερικάνικες, ρώσικες κι ελληνικές. (...) Καθώς η μεγάλη αυτή συγκέντρωση συγκροτούνταν, οι τηλεβόες συνέχιζαν να φωνάζουν τα συνθήματα: «Κάτω η επέμβαση», «Τιμωρήστε τους δωσίλογους», «Κάτω ο βασιλιάς». (...)
Η κεφαλή της είχε φτάσει μπροστά από την είσοδο των Παλαιών Ανακτόρων, όταν την προσοχή μου απέσπασαν οι φωνές μιας ομάδας αστυνομικών που στέκονταν στο μπαλκόνι του κτηρίου πάνω από το μπαρ. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι αστυνομικοί είχαν προτάξει τα όπλα τους. Μερικοί στόχευαν τη διαδήλωση στο ψαχνό. (...)
Την επόμενη στιγμή οι αστυνομικοί τράβηξαν τη σκανδάλη, όχι ταυτόχρονα σαν ένα πειθαρχημένο σώμα, αλλά διστακτικά, ο ένας μετά τον άλλο, σαν μερικοί να δίσταζαν να υπακούσουν στη διαταγή. Νόμιζα ακόμα πως ήταν ένα προληπτικό μέτρο, και κοίταξα πάλι το πλήθος που πλησίαζε.
Αυτό που έγινε στη συνέχεια ήταν τόσο ασύλληπτα εξωπραγματικό, που ένιωθα σαν να παρακολουθώ ταινία. Η αστυνομική διμοιρία από πάνω μας άδειασε τα όπλα της στη διαδήλωση. Είχα ακούσει ατελείωτες ιστορίες για μαζικές εκτελέσεις Ελλήνων από Γερμανούς, τις οποίες είχα και δεν είχα πιστέψει. Είχα δει ανθρώπους που γνώριζα και αγαπούσα πολύ να σκοτώνονται δίπλα μου στο πεδίο της μάχης, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να με προετοιμάσει γι' αυτό που αντίκρισα σ' εκείνον τον πλατύ, ηλιόλουστο, δεντροστοιχισμένο δρόμο, πλημμυρισμένο από ανθρώπους που αστειεύονταν και γελούσαν, μια αναπνοή από τα αρχαία μνημεία της πρώτης δημοκρατίας, με τη γλυκιά ηχώ της καμπάνας να αιωρείται ακόμα πάνω από το ήσυχο κυριακάτικο αεράκι. Στην αρχή νόμισα ότι η Αστυνομία έριχνε άσφαιρα, ή ότι πυροβολούσε στον αέρα πάνω από το συγκεντρωμένο πλήθος. Το ίδιο πίστεψαν και πολλοί άλλοι.
Εσταζε το αίμα
Ομως το χειρότερο είχε συμβεί. Αντρες, γυναίκες και παιδιά, που λίγο νωρίτερα φώναζαν και γελούσαν, γεμάτοι ψυχή και περηφάνια, κουνώντας τις σημαίες τους και τις σημαίες μας, έπεσαν στο έδαφος, με το αίμα να στάζει από τα κεφάλια και τα σώματά τους στο οδόστρωμα ή στις σημαίες που κρατούσαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη σκηνή. Μια νέα κοπέλα με λευκή μπλούζα, που σιγά σιγά κοκκίνιζε από το αίμα στο στήθος της. Ενας νέος άντρας, με ένα σημάδι σαν από αγκίστρι, να σφαδάζει κι έπειτα από λίγο να ξεψυχάει. Ενα παιδί που ούρλιαζε κρατώντας το κεφάλι του. Οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν πάνω από μισή ώρα, όλοι τους από την πλευρά της αστυνομίας, κι ενώ οι υποστηρικτές του ΕΑΜ παρέμεναν ξαπλωμένοι στο έδαφος...
Οι συγγενείς έτρεξαν στα πτώματα κι άρχισαν να κλαίνε από πάνω τους υστερικά. Πάνω από εκατό διαδηλωτές, γυναίκες και άντρες όλων των ηλικιών, κείτονταν νεκροί ή τραυματίες. Πολλές χιλιάδες κόσμου φώναζαν δυνατά εκτοξεύοντας απειλές και βρισιές στην Αστυνομία.
Ηταν η πιο αποκρουστική σκηνή που έχω ποτέ δει... Οι διαδηλωτές στρίγκλιζαν και ούρλιαζαν, έσκιζαν τα πουκάμισά τους και φώναζαν «Σκοτώστε με, δειλοί, τσιράκια του Παπαντρέου!»...
* W. Byford-Jones, «The Greek trilogy; resistance, liberation, revolution», εκδ. Hutchinson and Co., Λονδίνο, 1945, σελ. 137-139
enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου