Απόσπασμα από δημοσίευμα του «Ιου» στην εφημερίδα των Συντακτών 26/4/2014
… Για τους εθνικόφρονες πολιτικούς δημοσιογράφους, η μειονοτήτων «Ελλήνων μουσουλμάνων» και οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι της είναι φορείς αμφισβητούμενης ή ελιπούς νομιμότητας, κάτι σαν «κομμουνιστικά μιάσματα» των μετεμφυλιακών χρόνων. Ο αρχιτέκτονας των διακρίσεων σε βάρος της μειονότητας κατά τη δεκαετία του 1980, Γιάννης Καψής, είχε φροντίσει άλλωστε από τα μαύρα προδικτατορικά χρόνια να επιβεβαιώσει αυτή την αναλογία: «Οι σωβινισταί [μειονοτικοί] είναι όπως οι κομμουνισταί. Θέλουν να ανατρέψουν το καθεστώς», διαβάζουμε σε παλιό ρεπορτάζ του («Εθνος» 6.8.1959). φωτοτυπίες του οποίου διανέμονταν το 1983 από την ΠΑΣΟΚική Γενική Γραμματεία Τύπου στους δημοσιογράφους ωςκείμενο «γραμμής».
Η μετωπική επίθεση του βαθέος κράτους για την προκαταβολική συμμόρφωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (και πιθανής αυριανής κυβέρνησης) στις επιθυμητές προδιαγραφές για το μειονοτικό (και, προφανώς, τα υπόλοιπα «εθνικά μας θέματα») επιβεβαιώνεται από την κλιμακούμενη στοχοποίηση του πανεπιστημιακού καθηγητή Δημήτρη Χριστόπουλου. Η ελαφρότητα με την οποία ακόμη και «σοβαρά» ΜΜΕ έσπευσαν να συκοφαντήσουν τον συγκεκριμένο υποψήφιο του ΣΥΡΙΖΑ, συνιδρυτή του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (ΚΕΜΟ) και αντιπρόεδρο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποδίδοντάς του ακόμη και προθέσεις ανατροπής της … Συνθήκης της Λωζάνης, είναι κάτι παραπάνω από εύγλωττη.
Η «τρισυπόστατη» μειονότητα
Τι συμβαίνει όμως ακριβώς με τον «αυτοπροσδιορισμό» της μειονότητας και των συνιστωσών της; Πώς γίνεται να ξεσπαθώνουν υπέρ αυτού, εγκαλώντας μάλιστα την Αριστερά για «ρατσισμό», όσοι συνήθως αντιμετωπίζουν τα μειονοτικά δικαιώματα (και τη συζήτηση γι” αυτά) σαν πρόβλημα εθνικής ασφάλειας;
Η αντίφαση δεν είναι καθόλου καινούργια. Αποτελεί, αντίθετα, τη σπονδυλική στήλη της εθνικόφρονος επιχειρηματολογίαςγια το μειονοτικό εδώ και 23 ολόκληρα χρόνια. Αφότου, δηλαδή, η πολιτική των ανομολόγητων «διοικητικών ενοχλήσεων», η οποία εφαρμοζόταν από το 1966 με σκοπό την εκδίωξη της μειονότητας, αντικαταστάθηκε από την τωρινή «ισονομία-ισοπολιτεία». Αιτία της μεταστροφής αυτής υπήρξε η παταγώδης αποτυχία των πιέσεων, που κατάφεραν μεν να μειώσουν τη μειονότητα κατά 50.000 άτομα, έσπρωξαν όμως τα εναπομείναντα μέλη της να υπερψηφίσουν μαζικά το 1989-90 το τουρκικόεθνικιστικό ψηφοδέλτιο του γιατρού Αχμέτ Σαδίκ.
Η ανεπιθύμητη αυτή «εθνική ομοιογενοποίηση» διατηρήθηκε και στις εκλογές του 1993, παρά τον φραγμό του 3% που θεσπίστηκε για ν” αποκλειστούν οι μειονοτικοί συνδυασμοί. Μόνο στις επόμενες κάλπες, το 1996, οι μουσουλμάνοι ψηφοφόροι στράφηκαν στους «ομογενείς» τους υποψηφίους των μεγάλων κομμάτων.
Η αλλαγή πολιτικής συμφωνήθηκε στις 31.1.1990 από τους τρεις πολιτικούς αρχηγούς (Παπανδρέου, Μητσοτάκη, Φλωράκη) κι εξαγγέλθηκε δημόσια από τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη στις 13•5•1991• Μαζί με την «ισονομία-ισοπολιτεία» περιλάμβανε, ωστόσο, ένα ακόμη σκέλος: την επίσημη διακήρυξη πως «η μειονότητα αποτελείται από τρεις σαφώς διαφορετικές εθνοτικές ομάδες» (Πομάκους, «Αθιγγάνους» και «τουρκογενείς»), οι «ιδιαιτερότητες» των οποίων «πρέπει να γίνονται σεβαστές απ” όλους».
Ουσιαστικά, επρόκειτο για επικύρωση μιας στρατηγικής που εκκολαπτόταν στο εσωτερικό των κρατικών υπηρεσιών (κι εν μέρει εφαρμοζόταν ήδη άτυπα, με την μορφή επιλεκτικής άμβλυνσης των «διοικητικών ενοχλήσεων») ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Η επίσημη όμως υιοθέτησή της από τα πρωθυπουργικά χείλη τής προσέδωσε πολύ διαφορετική βαρύτητα και συνέχεια. Οπως διαβάζουμε σε άκρως απόρρητο υπηρεσιακό σημείωμα του αρμόδιου τμήματος του ΥΠΕΞ (17.7.996), «η υπογράμμιση αυτής της «διαφορετικότητας» των τριών ομάδων απορρέει από την επιθυμία μας να αποφύγουμε την απορρόφηση των Πομάκων και των Αθιγγάνων από το τουρκογενές στοιχείο της μειονότητας και την κατ” αυτόν τον τρόπο δημιουργία μιας συμπαγούς τουρκογενούς μειονότητας».
Στην πράξη ενθαρρύνθηκε η «εθνοτική αφύπνιση» των Πομάκων και των (μουσουλμάνων) Ρομά, με την επίσημη αναγνώριση και παντοειδή στήριξη των συλλόγων που προωθούν τη διαφοροποίησή τους από τον «τουρκογενή» κορμό της μειονότητας, ενώ οι σύλλογοι του τελευταίου κρίνονται παράνομοι από από τα δικαστήρια, με το σκεπτικό ότι η Συνθήκη της Λωζάννης δεν αναγνωρίζει εθν(οτ)ικά χαρακτηριστικά στη «θρησκευτική» μειονότητα! Οπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η πολιτική δυο μέτρων και δύο σταθμών όξυνε αφάνταστα την κατάσταση στο εσωτερικό της τελευταίας, με τους φορείς του τουρκικού εθνικισμού να εκδηλώνουν ενάντια στους «διασπαστές» την ίδια ακριβώς υστερία που οι Ελληνες ομόλογοι τουςεπιδεικνύουν απέναντι στις αντίστοιχες μειονοτικές κινήσεις μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού. Με το ίδιο, επιπλέον, αποτέλεσμα: η εμβέλεια των «διασπαστών» στους κόλπους της μειονότητας δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να διαφέρει και πολύ από την απήχηση του «Ουράνιου Τόξου» μεταξύ των σλαβόφωνων Μακεδόνων της Βόρειας Ελλάδας.
Η πολυμορφία της μειονότητας είναι βέβαια δεδομένη και δεν περιορίζεται στο «εθνοτικό» πεδίο. Οπως κάθε κοινωνική ομάδα, έτσι κι αυτή διαπερνάται από ποικίλες αντιθέσεις: κοινωνικοοικονομικές, επαγγελματικές, τοπικές κ.λπ. Τουρκικός και ελληνικός εθνικισμός τις στριμώχνουν στο («εθνικό» ή «εθνοτικό») καλαπόδι που τους βολεύει, επιστρατεύοντας μια ευρύτατη γκάμα μέσων, από την προπαγάνδα και την ψυχολογικά βία ως τον απροκάλυπτο χρηματισμό.
Η εθνική διαπάλη στους κόλπους της μειονότητας καθοδηγείται σε σημαντικό βαθμό από τα αντίστοιχα υπηρεσιακά κέντρα: τοτουρκικό προξενείο της Κομοτινής και την Υπηρεσία Πολιτικών Υποθέσεων (ΥΠΥ) του ελληνικού ΥΠΕΞ που εδρεύει στην Ξάνθη. Κατά την δεκαετία του 1990, τα «μυστικά κονδύλια» που διέθετε η ΥΠΥ ανέρχονταν σε 3,8 εκατ. ευρώ τον χρόνο, οι αντίστοιχες δε δαπάνες του τουρκικού προξενείου υπολογίζονταν από τις ελληνικές υπηρεσίες σε 7 εκατ. ευρώ…..
Η αδύνατη χειραφέτηση
Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ να αποκτήσουν οργανικές ρίζες σιη μειονότητα της Θράκης και η συχνή αστοχία τους δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Ο λόγος είναι ότι ακόμα και σήμερα παραμένει ζητούμενο η πολιτική χειραφέτηση των Ελλήνων πολιτών που ανήκουν σ” αυτή τη μειονότητα.
Από την εποχή που υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάννης, η μειονότητα παραμένει εγκλωβισμένη στις συμπληγάδες δυο εθνικισμών, του τουρκικού και του ελληνικού, ενώ τα μέλη της καλούνται να αναπτύξουν πελατειακές σχέσεις με το κομματικό σύστημα δύο διαφορετικών κρατών.
Με μεγάλη ευκολία μιλάμε σήμερα για «πράκτορες» του τουρκικού προξενείου ή -από την άλλη πλευρά- για «δούρειους ίππους» των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών. Η αλήθεια είναι ότι με κύρια ευθύνη του ελληνικού κράτους -εφόσον η Θράκη ανήκει στην επικράτειά του- επί χρόνια προσφερόταν στους κατοίκους της περιοχήςμόνο αυτή η διέξοδος, η προσκόλληση δηλαδή στους σχεδιασμούς της Αγκυρας.Και δεν φταίει το τουρκικό προξενείο που το ελληνικό κράτος αποθάρρυνε, μέσω των λεγόμενων «διοικητικών διακρίσεων», την πραγματική ένταξη της μειονότητας στην ελληνική κοινωνία με όρους ισονομίας. Αποτέλεσμα αυτής της κοντόθωρης πολιτικής ήταν να αναπτυχθούν οι πελατειακές σχέσεις των μειονοτικών με το κομματικό σύστημα της Τουρκίας.
Η συνήθης πρακτική των μεγάλων κομμάτων ήταν να περιλαμβάνουν στους συνδυασμούς τους στην Ξάνθη και την Κομοτηνή και κάποιον εκπρόσωπο της μειονότητας και μέσω αυτού το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα διαχειριζόταν όπως- όπως τα τοπικά προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και για τους δημοτικούς άρχοντες της περιοχής. Πολύ σπάνια αυτοί οι πολιτευτές μακροημέρευαν. Γιατί ο ρόλος τους ήταν ακριβώς να ισορροπούν ανάμεσα στις επιδιώξεις των δυο αντιτιθέμενων εθνικισμών, με αποτέλεσμα συνήθως να μην ικανοποιούν τον έναν από τους δύο και να απορρίπτονται.
Παράλληλα, όμως, από τη δεκαετία του ’80 άρχισε να δημιουργείται και στο πλαίσιο της μειονότητας κάποιο ρεύμα πολιτικών στελεχών με διάθεση αποστασιοποίησης από τη διπλή ασφυκτική πίεση. Το ρεύμα αυτό παρουσιάστηκε κυρίως στο χώρο των επιστημόνων της μειονότητας και βέβαια προσέγγισε την Αριστερά, γιατί σ” αυτήν αναζητούσε το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των διεθνών συνθηκών. Ισως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της πρώτης προσπάθειας πολιτικής χειραφέτησης της μειονότητας είναι ο γιατρός Μουσταφά Μουσταφά, ο οποίος εξελέγη βουλευτής με τον Συνασπισμό το 1996, και ήταν αυτός που κατόρθωσε να πολιτευθεί επιχειρώντας να μην κοπούν οι γέφυρες μεταξύ των δύο πληθυσμιακών ομάδων.
Oπως έλεγε ο ίδιος, «επιχειρήσαμε πάντα να κάνουμε το πρόβλημα του μειονοτικού πληθυσμού, πρόβλημα του πλειονοτικού, και αντίστροφα». Μάλιστα δεν δίσταζε να θίξει ακόμα και τα θέματα-ταμπού της μειονότητας, χωρίς να υπολογίζει το προσωπικό κόστος: «Είναι παράλογο να εξακολουθούν και σήμερα να δικάζουν οι μουφτήδες. Αν κάποιος προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, θα ακυρώνονταν οι αποφάσεις τους. Δεν είναι δυνατόν ο μουφτής να επιδικάζει σήμερα το 1/4 στην κόρη και τα 3/4 στο αγόρι – γιατί αυτό λέει η σαρία, το ιερό δίκαιο. Πρέπει, λοιπόν, να αποψιλωθούν οι αρμοδιότητες του μουφτή, και ταυτόχρονα να εκλέγεται με έναν αντιπροσωπευτικό τρόπο».
Στον αντίποδα αυτή ms τάσης είχαν παρουσιαστεί το 1989, μέσα στις συνθήκες κρίσης εκείνης της περιόδου, δυο «ανεξάρτητα» μειονοτικά ψηφοδέλτια, η «Εμπιστοσύνη» στη Ροδόπη και το «Πεπρωμένο» στην Ξάνθη, τα οποία κατόρθωσαν να εκλέξουν βουλευτέ5. Η ταύτιση με τους σχεδιασμού5 της Τουρκίας ήταν εξόφθαλμη, αλλά η αντίδραση του ελληνικού κράτους υπήρξε κι αυτή έντονη, με θεσμικές επεμβάσεις (την επιβολή του ορίου 3% για την είσοδο στη βουλή), αλλά και δικαστικές διώξεις. Είναι η λάθος συνταγή, όπως παραδέχτηκε εκ των υστέρων σύσσωμη η ελληνική πολιτική ηγεσία.
Για τη δυσκολία να κατανοήσει κανείς ακριβώς τον τρόπο που πολιτεύονται οι εκπρόσωποι της μειονότητας σημειώνουμε εδώ ότι οι βουλευτές των «ανεξάρτητων» πρόλαβαν την άνοιξη του 1990 να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και να στηρίξουν την υποψηφιότητα Κωνσταντίνου Καραμανλή για την προεδρία της χώρας. ΠΗΓΗ ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου