Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Πίσω μου σ’ έχω Σαμαρά-Η ΚΡΥΦΗ ΑΤΖΕΝΤΑ ΜΠΑΛΤΑΚΟΥ-ΣΑΜΑΡΑ-ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣΟι περιπτώσεις Μπαλτάκου, Τσιάρα και άλλων στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που αλληθωρίζουν προς τη Χρυσή Αυγή δεν είναι μεμονωμένες. Πίσω τους βρίσκεται ο σχεδιασμός του «αντιαριστερού μπλοκ» που ενέπνευσε στον πρωθυπουργό ο Γιώργος Καρατζαφέρης.
Οι περιπτώσεις Μπαλτάκου, Τσιάρα και άλλων στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που αλληθωρίζουν προς τη Χρυσή Αυγή δεν είναι μεμονωμένες. Πίσω τους βρίσκεται ο σχεδιασμός του «αντιαριστερού μπλοκ» που ενέπνευσε στον πρωθυπουργό ο Γιώργος Καρατζαφέρης
Η Νέα Δημοκρατία θεώρησε ότι με την παραίτηση Μπαλτάκου σκεπάστηκε το μεγάλο σκάνδαλο για τις ιδιαίτερες σχέσεις που διατηρούσε ο στενότερος συνεργάτης του πρωθυπουργού με την ηγεσία της Χρυσής Αυγής. Αλλά από ό,τι φάνηκε με την αποκάλυψη των σχέσεων Παππά-Τσιάρα, η περίπτωση αυτή κάθε άλλο παρά «μεμονωμένο περιστατικό» υπήρξε.
 
Το ζήτημα είναι ότι ο κ. Μπαλτάκος επανήλθε και με δηλώσεις του αποκάλυψε το πραγματικό σχέδιο της ηγεσίας του κόμματός του, «καρφώνοντας» για μια ακόμα φορά τον κ. Σαμαρά. «Πρέπει να επανενωθεί η Δεξιά», είπε ο κ. Μπαλτάκος. «Η ισχύς εν τη ενώσει». Για να εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί ο τέως γενικός γραμματέας της κυβέρνησης πήρε ένα στυλό και έγραψε τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας, των Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής στις εκλογές του 2012. Για να συμπεράνει: «Φτάνουν το 46%. Αν ενωθούμε, θα κυβερνάμε για 50 χρόνια. Αλλιώς θα κυβερνά η Αριστερά» («Real News», 13.4.2014). Σε άλλα μέσα ο κ. Μπαλτάκος θα παραδεχτεί ότι σχεδιάζει τη δημιουργία νέου κόμματος για να προσελκύσει τους «εγκλωβισμένους» ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής.
 
Η ομολογία Μπαλτάκου είναι πραγματική βόμβα. Γιατί με τις δηλώσεις αυτές όχι μόνο διαψεύδει τον εαυτό του, τις δικές του αρχικές αστείες δικαιολογίες (ότι δηλαδή προσέγγιζε την παρέα Κασιδιάρη για να τους αποσπά πληροφορίες), αλλά αποκαλύπτει και την πραγματική στρατηγική του Μαξίμου για τη δημιουργία ενός «αντιαριστερού μπλοκ» με μετεκλογική προοπτική.
 
Σε γραμμή Καρατζαφέρη
 
Είναι αλήθεια ότι η απλοϊκή αυτή σκέψη του κ. Μπαλτάκου δεν είναι καθόλου πρωτότυπη. Την είχε διατυπώσει από το 1998 ο Γιώργος Καρατζαφέρης, όταν ήταν ακόμα βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και επιχειρούσε το περιβόητο «άνοιγμα» προς την Ακροδεξιά. Οι δηλώσεις είναι πασίγνωστες, αλλά σημασία έχουν οι λεπτομέρειες της επιχειρηματολογίας του. Γιατί ο Καρατζαφέρης εξηγούσε ότι «η Χρυσή Αυγή έχει πρωταγωνιστές του αγώνα και μπορεί, η Χρυσή Αυγή, με όσους έχει, πολλούς ή λίγους, να κάνει τόσο θόρυβο και να συμμετέχει, όσο δεν μπορεί σήμερα δυστυχώς να κάνει η ΟΝΝΕΔ, η οποία δεν έχει καμιά σύγκριση βεβαίως με την ΟΝΝΕΔ της δεκαετίας του ’80, την ΟΝΝΕΔ του Μιχαλολιάκου». Και σε μια δεύτερη δήλωση: «Αυτή τη στιγμή ενισχύουμε μία προσπάθεια. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα μπλοκ αντιαριστερό. Ολων των δυνάμεων. Οι Νεοδημοκράτες, η Πολιτική Ανοιξη, οι Χρυσαυγίτες, οι ΕΠΕΝίτες, όλοι».
 
Πού τον θυμηθήκαμε τον καημένο τον Καρατζαφέρη; Μα αυτά που ζούμε τις τελευταίες μέρες είναι αποτελέσματα της θριαμβευτικής επικράτησης της δικής του πολιτικής σκέψης, όσο κι αν ο ίδιος υπήρξε το άμεσο θύμα της. Και οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν είναι μόνον αυτή η περίπτωση που ο δαιμόνιος διαφημιστής-πολιτικός υπήρξε προφητικός. Δεν ξεχνάμε ότι είχε υποδείξει τον Λουκά Παπαδήμο ως κατάλληλη λύση για πρωθυπουργό από τις αρχές του 2009, επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, δυόμισι χρόνια πριν συγκροτηθεί η τρικομματική κυβέρνηση με επικεφαλής τον γνωστό τραπεζίτη. Μια άλλη ανάγνωση αυτής της προφητικής δυνατότητας του κ. Καρατζαφέρη είναι βέβαια ότι έχει ανοιχτά τα αυτιά του και καθώς βρίσκεται στον περίγυρο της πολιτικής και οικονομικής ελίτ –και είναι επιπλέον και μαρτυριάρης– προλαβαίνει να αποκαλύψει κάποιες πίσω σκέψεις και σενάρια που άλλοι κρατούν για τον εαυτό τους.
 
Αλλά τι αποκαλύπτουν οι δηλώσεις Καρατζαφέρη; Οχι μόνο την προσδοκία να επανενταχθούν στη Νέα Δημοκρατία οι εκπρόσωποι της Ακροδεξιάς που είχαν απομακρυνθεί στο πλαίσιο της πολιτικής του μεσαίου χώρου, αλλά και να αξιοποιηθεί η Χρυσή Αυγή. Για ποιο λόγο; Ο Καρατζαφέρης το λέει καθαρά. Οχι βέβαια για να μετακινηθούν οι ψηφοφόροι της προς τη Νέα Δημοκρατία, κάτι εντελώς αδιάφορο εφόσον τότε (το 1998) η ναζιστική οργάνωση είχε μηδαμινές εκλογικές επιδόσεις, αλλά για να κάνει αυτό για το οποίο είχε συγκροτηθεί η ΟΝΝΕΔ. Ο Καρατζαφέρης, μάλιστα εξηγεί ότι εννοεί την ΟΝΝΕΔ Μιχαλολιάκου, δηλαδή Αβέρωφ και Σαμαρά. Και ποιος ήταν αυτός ο ρόλος της παλιάς καλής ΟΝΝΕΔ; Μα να χτυπήσει με τραμπουκισμούς και βία το νεολαιίστικο αριστερό κίνημα, το οποίο ήταν ακόμα τότε ισχυρό. Εκείνη η ΟΝΝΕΔ ήταν μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της προδικτατορικής δικέφαλης νεολαίας της Δεξιάς, δηλαδή της ΕΡΕΝ-ΕΚΟΦ.
 
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο που περιλαμβάνεται στις δηλώσεις Καρατζαφέρη είναι το αίτημα για ένα «αντιαριστερό μπλοκ». Και αυτά λέγονταν εν έτει 1998, όταν το ΠΑΣΟΚ είχε ήδη αποβάλει και τις τελευταίες του αριστερόστροφες καταβολές. Συνεπώς το «αντιαριστερό μπλοκ» στόχευε σε όσα υποτίθεται ότι επρόκειτο να επιβάλουν στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το εργατικό κίνημα, η Αριστερά, η «θολοκουλτούρα», οι ξένοι, οι Εβραίοι, όσοι τελοσπάντων επιβουλεύονται το έθνος. Την πραγματοποίηση αυτού του «αντιαριστερού μπλοκ» τη ζήσαμε λίγους μήνες αργότερα, το 2000, με αφορμή την εκστρατεία των ταυτοτήτων που κινητοποίησε όλους τους μηχανισμούς του ελληνικού βαθέος κράτους εναντίον της τότε κυβέρνησης, που μπορεί να επικράτησε οριακά στις εκλογές του 2000, και να φάνηκε ότι κερδίζει (δηλαδή δεν υποχωρεί) στο ζήτημα των ταυτοτήτων, αλλά είχε ήδη χάσει τον πόλεμο.
 
Το αντιαριστερό μπλοκ
 
Υπάρχει σήμερα καμιά αμφιβολία ότι το διπλό αίτημα, η διπλή ευχή του Καρατζαφέρη πραγματοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια; Οι σημερινές εξελίξεις αποδεικνύουν ότι από τη στιγμή που εμφανίστηκε η δυναμική ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε άτυπα και πάλι εκείνο το περιβόητο «αντιαριστερό μπλοκ», ενώ ανέλαβε ρόλο και αυτή η ριζοσπαστική νεολαία που τόσο θαύμαζε ο κ. Καρατζαφέρης νοσταλγώντας την παλιά ΟΝΝΕΔ των Ρέιντζερς και των Κενταύρων, δηλαδή η Χρυσή Αυγή.
 
Σημείο-κλειδί για τις σημερινές εξελίξεις υπήρξε η ανάδειξη σε κόμμα εξουσίας του ΛΑΟΣ με την τρικομματική κυβέρνηση Παπαδήμου. Παρά το γεγονός ότι δεν την επέβαλαν οι συσχετισμοί στο Κοινοβούλιο, αυτή η συμμετοχή του ΛΑΟΣ υπήρξε όρος για την κυβέρνηση εκείνη, «συγκολλητική ουσία» κατά την έκφραση του ίδιου του Καρατζαφέρη. Αλλά πώς μπορεί να λειτουργεί ως «ενδιάμεσος χώρος» μεταξύ δύο μεγάλων κομμάτων (ενός συντηρητικού και ενός σοσιαλδημοκρατικού) κάποιο πολύ μικρότερο ακροδεξιό κόμμα; Και σ’ αυτό το ερώτημα η απάντηση σχετίζεται με τις πρόσφατες αποκαλύψεις. Το ΛΑΟΣ υπήρξε εξαρχής συνδεδεμένο με το βαθύ κράτος αλλά και με μερίδες του μεγάλου κεφαλαίου που εκείνη την περίοδο, αμέσως μετά το καλοκαίρι των μεγάλων μαζικών κινητοποιήσεων και των πλατειών, επιδίωκαν την εφαρμογή αυταρχικών κατασταλτικών μέτρων, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την επιβολή της πολιτικής τους από την περιστολή της δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος-υβρίδιου, με πολλά χαρακτηριστικά ενός κράτους έκτακτης ανάγκης.
 
Για τη σχέση του ΛΑΟΣ με το βαθύ κράτος θυμίζουμε ότι ο αρχηγός του ήταν ο πιο στενός σύμμαχος του πολιτευόμενου τότε ως Εθνάρχη-Κομματάρχη Αρχιεπισκόπου, αλλά και το ότι μεταξύ των βουλευτών του το 2009 εκλέχτηκε ο Ιωάννης Κοραντής, ο οποίος μέχρι δύο μήνες πριν από τις εκλογές ήταν διευθυντής της ΕΥΠ. Αυτή η ορατή διαπλοκή του κόμματος με τους βαθύτερους κρατικούς μηχανισμούς είναι που επέτρεψε στον αρχηγό του να γίνει ρυθμιστής των εξελίξεων εκείνο το φθινόπωρο του 2011. Μόνο που με την παρουσία του στην κυβέρνηση το ΛΑΟΣ εκπλήρωσε τον προορισμό του και θυσίασε το μέλλον του στον βωμό της πρόσκαιρης νομής ενός μεριδίου εξουσίας.
 
Αλλά εκείνος που διεκδικεί τα πρωτεία στις σχέσεις με το βαθύ κράτος δεν είναι ο Γιώργος Καρατζαφέρης, αλλά ο ίδιος ο σημερινός πρωθυπουργός. Γαλουχημένος στη λογική του «αντιαριστερού μετώπου» από την εποχή που ήταν δελφίνος του Ευάγγελου Αβέρωφ, ο κ. Σαμαράς σε ιδιωτικές στιγμές με τον κ. Βορίδη μπορεί να περηφανεύεται ότι έχει κι αυτός τις δικές του δάφνες σε συγκρούσεις με τους αντιπάλους. Οχι μόνο υπήρξε καθοδηγητής εκείνης της σκληρής ΟΝΝΕΔ που νοσταλγούσε ο Καρατζαφέρης, αλλά έχει καταγραφεί ακόμα και ως μέλος των ομάδων κρούσης που περιστοίχιζαν τον Αβέρωφ, σπάζοντας τζάμια, κατά την περιγραφή του «Ριζοσπάστη» (12.7.1983), ο οποίος τον χαρακτηρίζει «ήρωα πρωτοφανών βίαιων επεισοδίων» στην Καλαμάτα.
 
Βέβαια ο κ. Σαμαράς δεν ακολούθησε στη συνέχεια την κλασική διαδρομή των ακροδεξιών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας. Απέκτησε ένα νεοφιλελεύθερο και φιλοαμερικανικό προφίλ, το οποίο του επέτρεψε λίγα χρόνια αργότερα να αναδειχτεί σε υπουργό της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ομως σε όλη του την καριέρα δεν έπαυσε να τιμά τις απλοϊκές διδαχές του μέντορά του: «Φωτιά και τσεκούρι» στους αριστερούς, γέφυρα με τους ακροδεξιούς, στήριξη στο βαθύ κράτος.
 
Δεν ξεχνάμε ότι μια από τις πιο σκανδαλώδεις εκδηλώσεις αυτού του βαθέος κράτους υπήρξαν τα περιβόητα «μυστικά κονδύλια» του υπουργείου Εξωτερικών, τα οποία εκτινάχτηκαν την περίοδο της υπουργίας Σαμαρά. «Τα χρήματα δόθηκαν κυρίως για προπαγάνδα γύρω από το όνομα της Μακεδονίας. Ομως, αντί η προπαγάνδα να γίνει προς τα έξω, γινόταν προς τα μέσα», θα πει αργότερα ο κ. Μητσοτάκης αφήνοντας να εννοηθεί ότι τα χρήματα διοχετεύονταν σε συγκεκριμένους δημοσιογράφους, προκειμένου να «χτίσει» το πολιτικό του ίματζ ο κ. Σαμαράς.
 
Οπως αποκαλύφθηκε τα επόμενα χρόνια, οι απόρρητες δαπάνες της «Υπηρεσίας Ενημέρωσης» του ΥΠΕΞ επί υπουργίας Σαμαρά εκτινάχθηκαν (από 194 εκατομμύρια δρχ. το 1990 σε 714 εκατομμύρια το 1991 και σε 290 κατά το πρώτο τρίμηνο του 1992), για να ξεφουσκώσουν δραστικά μετά την αποπομπή του (μόλις 35 εκατομμύρια για το υπόλοιπο 1992). Ανάλογη πορεία ακολούθησαν και οι «απόρρητες δαπάνες» που διατέθηκαν «με εντολή του κ. υπουργού», το συνολικό ύψος των οποίων επί Αντ. Σαμαρά έφτασε το 1.981.735.000 δρχ.
 
Την ίδια εποχή της παντοκρατορίας του Αντώνη Σαμαρά οργανώθηκε ο διατεταγμένος εθνικιστικός παροξυσμός, από τη συλλογή υπογραφών των «πατριωτών» διανοουμένων που διεκπεραιωνόταν υπηρεσιακώς, μέχρι τα περιβόητα δήθεν «αυθόρμητα» συλλαλητήρια, που στηρίζονταν παντοιοτρόπως από τον κρατικό μηχανισμό και αξιοποιούνταν από τις ελληνικές κυβερνήσεις ως μοχλός πίεσης στη διπλωματική σκακιέρα.
 
Η δημιουργία της Πολιτικής Ανοιξης στηρίχτηκε κι αυτή στα ερείσματα του βαθέος κράτους. Η προεξαγγελία του κόμματος έγινε από τη Θράκη, με έναν πρωτοφανή συνδυασμό: απ’ τη μια μεριά τις ευλογίες της τοπικής (και γνωστής ακροδεξιάς) μητρόπολης και απ’ την άλλη του δικτύου ορισμένων ενώσεων αποστράτων που άρχιζαν να ξεφυτρώνουν σ’ όλη την Ελλάδα, με τίτλους όπως «Ιερολοχίτες», «Καταδρομείς», οι οποίοι κατά κανόνα διευθύνονταν από οπαδούς ή συνεργάτες του κ. Σαμαρά.
 
Ετσι δίπλα στις μεγαλοστομίες περί «υπερβάσεων» και τη χρήση στίχων του Ελύτη, το νέο κόμμα ήταν γειωμένο στους γνωστούς παλιούς μηχανισμούς. Και χάρη σ’ αυτούς είχε ερείσματα στον εθνικιστικό έως εθνικοσοσιαλιστικό χώρο.
 
«Εδικαιώθη από τα πράγματα ο κ. Σαμαράς», θα διαβάσουμε στην εφημερίδα «Χρυσή Αυγή», μετά την παραίτησή του από την κυβέρνηση Μητσοτάκη (28.2.1993). Και τις παραμονές των εκλογών του Οκτωβρίου 1993, η ναζιστική οργάνωση θα τηρήσει για πρώτη και τελευταία φορά στη διαδρομή της μια γραμμή κριτικής υποστήριξης κάποιου κόμματος: «Μέχρι εδώ συμφωνούμε με τις καθυστερημένες οπωσδήποτε επιλογές του κόμματος του Αντώνη Σαμαρά. […] Η δυσαρέσκεια του λαού απέναντι στο πολιτικό κατεστημένο υπήρξε η δημιουργός αιτία της Πολιτικής Ανοιξης» (24.9.1993).
 
Η υποστήριξη θα γίνει εντονότερη μια βδομάδα πριν από τις εκλογές: «Οι προπηλακισμοί του Αντώνη Σαμαρά στα Ιωάννινα», θα γράψει ανώνυμος χρυσαυγίτης αρθρογράφος, «μου θυμίζουν το 1974, όταν οι προβοκατόρικοι μηχανισμοί της Νέας Δημοκρατίας ‘‘γελοιοποιούσαν’’ τον Πέτρο Γαρουφαλιά» (1.10.1993).
 
Μετά τις εκλογές και μπροστά στην προοπτική καθόδου για πρώτη φορά στις ευρωεκλογές του 1994, η Χρυσή Αυγή άρχισε να ασκεί πιο έντονη κριτική στην Πολιτική Ανοιξη, αλλά πάντοτε από τη σκοπιά του απογοητευμένου συναγωνιστή: «Γιατί η Πολιτική Ανοιξη κρατά χαμηλούς τόνους, αυτούς τους τόνους για τη Μακεδονία που κρατούσε τόσο ψηλά στην προεκλογική περίοδο, όταν κατηγορούσε τους πάντες (και σωστά) σαν προδότες;» (28.1.1994).
 
Η τύχη της Πολιτικής Ανοιξης
 
Γνωρίζουμε ότι η Πολιτική Ανοιξη δεν υπήρξε –ή δεν πρόλαβε να γίνε– ένα κλασικό ακροδεξιό κόμμα, κυρίως επειδή περιόρισε την πολιτική της ατζέντα στο Μακεδονικό. Μπορεί στο συνέδριό της (31.5-1.6.1997) να ζήτησε ο Νικήτας Κακλαμάνης την «αυτονομία της Βορείου Ηπείρου» και να πέταξε το σύνθημα «πρώτα οι Ελληνες, μετά οι ξένοι», κερδίζοντας την επωνυμία του Ελληνα Λεπέν, αλλά αυτή η άποψη δεν επικράτησε. Ηταν, άλλωστε, ήδη αργά.
 
Αλλά από εκείνη την εποχή υπήρξαν στην ηγεσία του κόμματος Σαμαρά στελέχη ταυτισμένα με την Ακροδεξιά. Ομως ταυτόχρονα αυτά τα στελέχη διατηρούσαν σχέσεις μ’ αυτό το περιβόητο βαθύ κράτος. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη του Σάββα Χατζηπαρασκευά, μέλους της Κ.Ε. της Πολιτικής Ανοιξης, ο οποίος επικεφαλής ομάδας στελεχών του κόμματος θα προσχωρήσει το 2000 στην Πρώτη Γραμμή του Κώστα Πλεύρη, μαζί με το Ελληνικό Μέτωπο του Βορίδη. Ο Χατζηπαρασκευάς είναι από το 2001 εκδότης της εφημερίδας «Στόχος», η οποία σήμερα είναι ταυτισμένη με τη Χρυσή Αυγή, αλλά ιστορικά υπήρξε κάτι σαν το κεντρικό όργανο του βαθέος κράτους, με πληροφορίες που οι υπηρεσίες ήθελαν να διοχετεύσουν στη δημοσιότητα αλλά δεν τις άντεχαν τα καθωσπρέπει μέσα ενημέρωσης, με ακραίες προσωπικές επιθέσεις, συκοφαντίες και απειλές. Από την εποχή εκείνη έπαιζε ρόλο στο περιβάλλον Σαμαρά και ο Τάκης Μπαλτάκος. Βέβαια η Χρυσή Αυγή τώρα τον καρφώνει ότι είχε σχέσεις με την ΕΟΚΑ Β΄ και με το εθνικοσοσιαλιστικό «Κίνημα», αλλά αυτά λίγη σημασία έχουν.
 
Οσο η Πολιτική Ανοιξη αποδυναμωνόταν, η δραστηριότητα αυτής της ομάδας γινόταν όλο και λιγότερο εμφανής. Είναι τότε που οι συνεργάτες του Σαμαρά εμφανίζονταν με την ιδιότητα του δικηγόρου, αλλά είχαν ανάμειξη στα πιο λεπτά ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τα οποία οδηγήθηκαν στα όρια σύγκρουσης με γειτονικές χώρες. Από το 1997 η δραστηριότητα αυτή πήρε και οργανωτική μορφή μέσω του Δικτύου 21.
 
Σημειώνουμε εδώ το παράδοξο γεγονός ότι το Δίκτυο 21 άντεξε ως εθνικό λόμπι, και μάλιστα επέβαλε τη σιωπή στους επικριτές του μέσω μιας στοχευμένης βιομηχανίας αγωγών, στις οποίες ξεχωρίζουμε τα ονόματα του Γαρουφαήλ Κρανιδιώτη και του Διονυσίου Καραχάλιου αλλά και του Αντωνίου Σαμαρά. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η επιτυχία του Δικτύου 21 το 1999, μετά το φιάσκο της υπόθεσης Οτζαλάν, πραγματοποιήθηκε παρά την αντίθεση της κυβέρνησης, όλων των κομμάτων, της ΕΣΗΕΑ, της ΠΟΕΣΥ, πανεπιστημιακών, προσωπικοτήτων όπως ο Μίκης Θεοδωράκης κ.λπ.
 
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν δύσκολο να αναγνωρίσουν τις δικές τους θέσεις οι χρυσαυγίτες σε δημόσιες τοποθετήσεις μελών του Δικτύου 21. Ενα χαρακτηριστικό κείμενο συνεργατών του κ. Σαμαρά: «Η συσχέτιση της εγκληματικότητας με τους Αλβανούς δεν είναι ρατσισμός, είναι ρεαλισμός. […] Δεν έχουμε πρόβλημα με τους Πακιστανούς που βρίσκονται και εργάζονται στην Ελλάδα για δεκαετίες. Δεν έχουμε πρόβλημα με τους Πολωνούς, με τους Φιλιππινέζους ή με τους Ουκρανούς, με τους Αιγυπτίους, με τους Αφρικανούς γενικότερα. Το πρόβλημα το έχουμε με εκείνες τις κατηγορίες που προκαλούν το μέγιστο μέρος των εγκλημάτων κατά ζωής και περιουσίας: Τους Αλβανούς και, δευτερευόντως, τους Ρουμάνους. […] Ρατσιστές είναι όσοι κατηγορούν τους Ελληνες που θέλουν να ζήσουν ασφαλείς στον τόπο τους. Μόνο που αυτός είναι ρατσισμός σε βάρος των Ελλήνων».
 
Τύφλα να ’χει ο Παναγιώταρος.
 
Ακολούθησε η περίοδος πολιτικής νηστείας και περισυλλογής του κ. Σαμαρά. Αλλά δέκα χρόνια αργότερα, το 2009, η προσωπική προεκλογική του εκστρατεία για τη διεκδίκηση της ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ανατροφοδότησε τις παλιές σχέσεις. Και όταν χρειάστηκε, αυτές οι σχέσεις πήραν τη μορφή μιας άτυπης συνεργασίας μηχανισμών ή τουλάχιστον ανοχής για τη δράση της Χρυσής Αυγής. Σ’ αυτή την πολιτική δεν είχαν να αντιτάξουν κάτι άλλο ούτε οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ που προηγήθηκαν. Από το 2010 που ανέλαβε η Χρυσή Αυγή σε συνεργασία με τα τοπικά αστυνομικά τμήματα περιοχών του κέντρου της Αθήνας να επιβάλει τη δική της «έννομη τάξη» τα δυο μεγάλα κόμματα συναγωνίζονταν ποιο θα την πρωτοαντιγράψει. Αυτή είναι η πολιτική που μας οδήγησε στη σημερινή «Μπαλτακιάδα».
 
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με μια ακροδεξιά κυβέρνηση όσο με μια κυβέρνηση που εκφράζει και μάλιστα στην ιστορικότητά του το ελληνικό βαθύ κράτος. Απ’ αυτή την άποψη είναι δόκιμη η αναφορά σε παρακράτος και μάλιστα για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση, παρά το γεγονός ότι έχει γίνει κατάχρηση του όρου.
 
Είναι σαφές ότι η σύμπλευση κράτους-παρακράτους οδηγήθηκε σε αδιέξοδο από τα μέσα του περασμένου Σεπτεμβρίου. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, αλλά κυρίως οι δύο επιθέσεις των ταγμάτων Εφόδου που προηγήθηκαν, στο Πέραμα και στον Μελιγαλά, έκαναν ακόμα και τον κ. Σαμαρά να αναφωνήσει το δικό του «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο». Οι δεσμοί κυβέρνησης – Χρυσής Αυγής διερράγησαν. Ο Μπαλτάκος κόπηκε στα δύο. Από δω η κυβέρνηση κι από κει το αίσθημά μου. Ομως τώρα, εν όψει των εκλογών το «αντιαριστερό» μέτωπο είναι και πάλι χρήσιμο για την κυβέρνηση. Και ο κ. Μπαλτάκος αναλαμβάνει και πάλι δουλειά.
 
……………………………………………………….
 
Ο αντιφασισμός του κ. Σαμαρά
 
του Δημήτρη Χριστόπουλου*
 
Εκλεισε μήνας από τότε που δημοσιοποιήθηκε το βίντεο Μπαλτάκου- Κασιδιάρη και είναι σαν να μην έγινε τίποτε. Ή, ακριβέστερα, έγινε κάτι: εκλήθη ο δεύτερος από τον εισαγγελέα για χρήση παράνομου αποδεικτικού υλικού. Για την ταμπακιέρα όμως; Τίποτε… Oπως έχω υποστηρίξει, ήδη από την επόμενη μέρα της δημοσιοποίησης του βίντεο, η χρήση της candid camera είναι μεν κολαστέα, αλλά υπάρχει ένα πιο κρίσιμο νομικοπολιτικό ζήτημα: Οι δύο φίλοι δεν κάνουν μια ιδιωτική συζήτηση, αλλά συνομιλούν «στα πλαίσια των ανατιθεμένων σ’ αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων [που] υπόκεινται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική», επιτρέποντας τη χρήση ακόμα και παράνομου αποδεικτικού υλικού, κατά την ίδια τη νομολογία του Αρείου Πάγου.
 
Αρα, εδώ χρειάζεται άλλος εισαγγελέας να καλέσει τον κ. Μπαλτάκο, να θεμελιώσει αυτά που λέει. Οχι απλώς εισαγγελικές παρεμβάσεις μην τυχόν βγουν κι άλλα βίντεο… Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός της χώρας μεταθέτει διαρκώς την προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή για το δυσάρεστο θέμα και φυσικά κάποια ερωτήματα μένουν ανοιχτά. Ωστόσο, το θεμελιώδες δεν αλλάζει: ο κυβερνήτης της σύμπλευσης Δεξιάς-Aκρας Δεξιάς δεν είναι ο υποπλοίαρχος που εγκατέλειψε το σκάφος, αλλά αυτός που τον τοποθέτησε και συνεχίζει να κυβερνά.
 
Είναι γεγονός ότι η Δεξιά, σε κρίσιμες ώρες της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, στοιχήθηκε πίσω, δίπλα ή μπροστά από την Ακροδεξιά κάθε φορά που έδειχνε ότι –ή νόμιζε πως– αμφισβητούνταν το καθεστώς της. Αυτό δείχνει να κάνει και τώρα, αλλάζοντας τη μεταπολιτευτική της συμπεριφορά. Η προσωπικότητα του αρχηγού της, άλλωστε, δεν της αφήνει πολλά περιθώρια. Ακόμη και σε πιο «εύκολες» συγκυρίες, ο κ. Σαμαράς αυτό εκπροσωπούσε: Το 1989 (στη γνωστή πλέον συνέντευξη στην «Εποπτεία») μιλώντας για τη μειονότητα της Θράκης είπε πως όταν ο ίδιος θα φτάσει εξήντα χρόνων, αν κυβερνάει, θα μας έχει εν τω μεταξύ απαλλάξει από την παρουσία της: «οι Τούρκοι [της Θράκης] θα ’χουν εγκατασταθεί στη Φρανκφούρτη ή τη Μασσαλία», έλεγε. Εθνοκάθαρση α λά Σαμαρά: Αυτή είναι η απόλυτη είδηση της συνέντευξης, και όχι τόσο ότι μιλούσε για «Τούρκους». Πριν από λίγους μήνες, ο κ. Σαμαράς, μιλώντας στην Εβραϊκή Συναγωγή της Θεσσαλονίκης, για να δείξει πόσο αντιρατσιστής είναι, είπε ότι ο «αντιρατσισμός είναι στο DNA του Ελληνα». Δεν το έχει ο άνθρωπος…
 
Ενας δεξιός πολιτικός που στους καλούς καιρούς κοιτάει δεξιά του τι κάνει στα σημερινά μποφόρια της κρίσης; Κάνει το ίδιο, και πιο εμμονικά, διότι εκεί ανήκει. Η πάγια ολίσθηση προς τον ιδεολογικό αυταρχισμό και την «πολιτική της πυγμής», η πυκνή αναφορά σε «εθνικώς» και «αντεθνικώς δρώντες», που γνώρισε νέες δόξες τις τελευταίες μέρες στον δρόμο για τις ευρωεκλογές, έχουν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στον τρόπο με τον οποίο η παρούσα κυβέρνηση διαχειρίζεται την οδύνη στην οποία έχει περιέλθει η χώρα.
 
Το ότι αυτοί που κυβερνούν την Ελλάδα έχουν πλέον εγκαταλείψει την προσπάθεια εύρεσης κοινωνικών συναινέσεων και υφαίνουν δεσμούς με το βαθύ τους κράτος δεν πρέπει να εκπλήσσει όσους έχουν, στοιχειώδη έστω, γνώση της ελληνικής πολιτικής ιστορίας του 20ού αιώνα. Κυρίως όμως δεν πρέπει να αφήνει αδιάφορους όλους όσοι παρακολουθούμε μια πολιτική τερατογένεση «στη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία», όπως συνηθίζουμε να επαιρόμαστε.
 
Αν δεν τους σταματήσουμε, δεν θα σταματήσουν.
 
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
 
* O Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
 
Διαβάστε
 
* Dimitris Christopoulos, Dimitris Kousouris, Dimosthenis Papadatos-Anagnostopoulos, Clio Papapantoleon, Alexandros Sakelariou
«Mapping Ultra-Right Extremism, Xeno-phobia and Racism within the Greek State Apparatus» (Rosa Luxemburg Foundation, Brussels 2014)
 
Η πρώτη επιστημονική διερεύνηση των θυλάκων της Ακροδεξιάς στο ελληνικό βαθύ κράτος, την Αστυνομία, τον Στρατό, τη Δικαιοσύνη και την Εκκλησία.
 
Προσβάσιμη στο διαδίκτυο: http://goo.gl/rOJ0bc. Σύντομα θα κυκλοφορήσει και στα ελληνικά.
 
* Αγγελος Μπρατάκος
«Η ιστορία της Νέας Δημοκρατίας» (εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2002)
Λεπτομερής εξιστόρηση της πολιτικής διαδρομής του κόμματος, με συχνές αναφορές στον Σαμαρά.
 
Ο συγγραφέας διατέλεσε στέλεχος και γενικός διευθυντής της Νέας Δημοκρατίας, ενώ υπηρέτησε και στις κυβερνήσεις της. Πριν από τη δικτατορία υπήρξε στέλεχος της παρακρατικής ΕΚΟΦ.
 
Συνδεθείτε
* www.diktyo21.gr
 
Ο ιστότοπος του Δικτύου 21 έχει εξαφανιστεί, χωρίς να ανακοινωθεί επίσημα η διάλυση της οργάνωσης. Ωστόσο μπορεί καθένας να ανακτήσει το περιεχόμενό του από το γνωστό διεθνές ηλεκτρονικό αρχείο www.archive.org, το οποίο αποθηκεύει στιγμιότυπα όλων των ιστοτόπων του κόσμου.
 
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς ios@efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου