Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
Είναι Χριστούγεννα του 1977. Σε μία απομονωμένη παραλίμνια έπαυλη που λειτουργεί σαν ξενοδοχείο, περνά τις μέρες της μια ομάδα κυνηγών, που απαρτίζεται από μέλη της αστικής τάξης· ένας εργολάβος, ένας βιομήχανος, ένας ξενοδόχος, ένας πολιτικός καριερίστας, ένας ακροδεξιός… Σε μια εξόρμηση για θήραμα βρίσκουν το πτώμα ενός αντάρτη του εμφυλίου πολέμου θαμμένο στο χιόνι. Το μαζεύουν και το μεταφέρουν στη σάλα χορού του ξενοδοχείου. Κάποιος καλεί την αστυνομία και μια άτυπη δίκη ξεκινάει που θα ξεσκεπάσει έναν-έναν τους κατηγορούμενους για τα εγκλήματα του παρελθόντος.
Το πτώμα παίρνει το ρόλο της Ιστορίας και ανασύρει μνήμες και ενοχές στους συνδαιτυμόνες, αυτούς που νίκησαν στον Εμφύλιο πουλώντας τη συνείδηση, την ανθρωπιά, το κορμί τους και τις ιδέες τους. Καθώς περνάει η ώρα και εξελίσσεται η ανάκριση, το πτώμα ξεπαγώνει και το αίμα από την πληγή της σφαίρας ξαναρχίζει να κυλά, μαρτυρώντας την ιστορία που κλέψανε από τους ηττημένους.
Έρχεται η σειρά του εργολάβου, πρώην κομμουνιστή, που είχε μπει στη φυλακή και σταλεί στην εξορία για τη συμμετοχή του στους αριστερούς αγώνες. Κουρασμένος από τις κακουχίες, αποσύρθηκε από το κίνημα για «να ζήσειλίγο». Μέσα από τη φυλακή προδίδει έναν συναγωνιστή για να κερδίσει την ελευθερία του, αποφυλακίζεται, χτίζει σπίτια και βγάζει λεφτά. Η Ιστορία όμως δεν ξεχνιέται και όσο κι αν οι νικητές προσπαθούν να θάψουν τις ντροπές τους, τα φαντάσματα του παρελθόντος επιστρέφουν με μένος. Στη δίκη της σάλας ο εργολάβος εξαναγκάζεται να θυμηθεί το παρελθόν του και η κάμερα τον βρίσκει λίγο μετά την αποφυλάκισή του στο κρεβάτι μιας πόρνης, απαθή, να λαμβάνει τους καρπούς μιας ελευθερίας κερδισμένης με προδοσία. Χωρίς μοντάζ, βλέπουμε τον εργολάβο να παραμερίζει τη γυμνή γυναίκα και, κρύβοντας τη δικιά του γύμνια, συρρικνωμένος από ντροπή, να ψελλίζει τις λέξεις «δεν μπορώ άλλο». Η κάμερα στρέφεται εκεί που ο εργολάβος απευθύνεται και βρίσκει τους ανακριτές να παρατηρούν αμήχανα και σιωπηλά, μόνο για να μεταφερθούν αμέσως λίγα μέτρα πιο δίπλα, σε γιορτινό τραπέζι και να αρχίσουν το τραγούδι («σκληρή καρδιά γιατί να σ’ αγαπήσω…»).
Η κάμερα δεν κάνει αναπαράσταση γεγονότων, αλλά καταγράφει τις αναμνήσεις, σαν να παρευρισκόταν εκεί που δεν μπορεί παρά να απουσιάζει. Μέσα σε δύο λεπτά, γινόμαστε μάρτυρες δεκαετιών ιστορίας ενός απογοητευμένου, μετανοημένου, θλιβερού πρώην κομμουνιστή, τον βλέπουμε να συντρίβεται από τις ενοχές του – βλέπουμε όμως και την παρούσα άρχουσα τάξη να κοιτάζει με αδιαφορία, τραβώντας το βλέμμα μακριά από τη χυδαιότητα που οι ίδιοι βοήθησαν να επικρατήσει. Κανένας τους δε θέλει να τιμωρήσει το νικητή.
Και όλα αυτά σε ένα μονοπλάνο, σαν εφιάλτης. Η μεγάλη διάρκεια του πλάνου αυτού των «Κυνηγών» αγχώνει το θεατή καθώς τον ακινητοποιεί μπροστά στο αισχρό θέαμα. Η οπτική συνέχεια τον αναγκάζει να συνδέσει παρελθόν και παρών, αμαρτία και συγχώρεση, νίκη και ενοχή.
Αργότερα, ο εργολάβος πάνω από το πτώμα του αντάρτη απολογείται με αυτολύπηση: «Εμείς που βγήκαμε έξω, κοιτάξαμε να μπαλώσουμε τη ζωή, τίποτα άλλο. Εργολαβία, δουλειές…Περνούν τα χρόνια. Πες μου…Η επανάσταση, πότε θα γίνει;» Αντιμέτωπος με την πράξη του αυτοκτονεί πριν οι δικαστές δώσουν την ετυμηγορία τους.
Η δίκη της σάλας όμως είναι στημένη. Δεν υπάρχει δικαίωση για τους ηττημένους. Στο τέλος της ταινίας οι κυνηγοί ξαναθάβουν το νεκρό σώμα και απομακρύνονται στο ομιχλώδες τοπίο της Ιστορίας. Ο εφιάλτης τελείωσε, όλα ήταν ένα όνειρο. Το απεχθές αυτό επεισόδιο, όπου οι παρευρισκόμενοι μπουρζουαζοί αποδέχονται κάθε ταπείνωση για να εξορκιστούν οι φόβοι τους και να τελειώσει αυτή η θεατρική περιπέτεια, αποτέλεσε μόνο μια μικρή ενόχληση στη θύμησή τους. Η ομίχλη στην Ελλάδα δεν είναι μετεωρολογικό φαινόμενο, είναι ιστορικό.
Η εν λόγω σκηνή βρίσκεται εδώ (στο 1:26:26), αν και η ποιότητα της εικόνας είναι κάκιστη και η συγκεκριμένη κόπια λογοκριμένη.
Είπαν για τους Κυνηγούς:
«Η εθνική συνείδηση των νεοελλήνων είναι ομιχλώδης. Ο Αγγελόπουλος μας το έδειξε αυτό καθαρά στους Κυνηγούς, τη μεγάλη του ταινία για μένα. Εκεί, δεν είναι το φάντασμα της ιστορίας που ενεργεί απ’ το παρασκήνιο ως συνήθως στην Ελλάδα, είναι το φάντασμα της ιστορίας που έρχεται στο προσκήνιο και παίρνει τη θέση της κυρίως ειπείν ιστορίας. (Σε τούτον τον τόπο, υπάρχει πάντα ένα θαμμένο μέσα στα χιόνια πτώμα αντάρτη, που τρομοκρατεί από κει σταθερά της ιστορίας που δημιούργησαν με τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ, του Δόγματος Τρούμαν, του στρατηγού Βαν Φλητ και γενικά όλων των συμμάχων, παλιότερων και νεότερων, που ανέλαβαν να συντηρούν με ενέσεις την πάντα ασθενούσα «εθνική μας συνοχή»).
Το ιστορικό τοπίο των Κυνηγών λοιπόν είναι κι αυτό ένα τοπίο στην ομίχλη. Μόνο που εκεί το θαύμα δε γίνεται και το παραπέτασμα της ομίχλης δε σχίζεται.»
Βασίλης Ραφαηλίδης, «Η ομιχλώδης Ελληνικής ιστορία στις ταινίες του Αγγελόπουλου»
«Μικροαστοί και μεσοαστοί όλοι τους. Το κυνήγι έχει προαχθεί σε σπορ. Δεν έχει σημασία η πρότερη κοινωνική προέλευση ούτε η ιδεολογία του καθενός απ’ τους συνοδοιπόρους και συνδαιτυμόνες. Στρατιωτικοί, νεόπλουτοι, μετανοιωμένοι κομμουνιστές, πολιτικοί καριερίστες, κεντροδεξιοί, φασίστες και βασιλόφρονες.»
«Ο ταξικός εχθρός ηττήθηκε ιστορικά αλλά είναι παρών κοινωνικά. Οι Κυνηγοί είναι μια εμπειρική ταινία όχι μια ψυχαναλυτική. Τα ονόματα των ανθρώπων συμπίπτουν με την ιδιότητά τους. Ξενοδόχος, βιομήχανος, γυναίκα του βιομήχανου…»
«Τα λόγια που τους ξεφεύγουν είναι ελάχιστα. Κάτι ανάμεσα σε μονόλογο, κραυγή, διαταγή, υπαγόρευση ή ψίθυρο. Διάλογοι δεν υπάρχουν ουσιαστικά.»
Θόδωρος Κολοβός, «Θόδωρος Αγγελόπουλος»
«Οι ‘Κυνηγοί’ αντικατοπτρίζουν το πώς ένας άντρας της γενιάς μου βλέπει την ελληνική ιστορία, μια ιστορία η συνέχιση της οποίας δένεται με τα χρόνια της ζωής μου. Είναι μια μελέτη της ιστορικής συνείδησης της ελληνικής μπουρζουαζίας. Στην Ελλάδα, η άρχουσα τάξη φοβάται την ιστορία και, γι’ αυτόν τον λόγο, την κρύβει. Οι ‘Κυνηγοί’ ξεκινούν από αυτόν τον συλλογισμό.»
Θόδωρος Αγγελόπουλος από το “Theo Angelopoulos: The Films”
«Οι Μέρες του 36, μαζί με τον Θίασο και τους Κυνηγούς είναι για μένα μια προσπάθεια να καταλάβω (την ιστορία).»
Θόδωρος Αγγελόπουλος από το «Το παρελθόν ως ιστορία, το μέλλον ως φόρμα» του Κωνσταντίνου Θέμελη
«Οι Κυνηγοί του τίτλου συναντούν την Ιστορία. Η Ιστορική ενοχή, παρόλο που δεν αναγνωρίζεται από την Ιστορία τους για να μην ταράξει τη φαινομενική ηρεμία του παρόντος, εμφανίζεται σαν φάντασμα που τους στοιχειώνει στο πρόσωπο του νεκρού αντάρτη, που του κλέψανε τη δικιά του Ιστορία.»
Βασίλης Ραφαηλίδης «Ταξίδι στο Μύθο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου