Το αποξενωμένο Θέαμα του Mundial-ο φετιχισμός του εμπορεύματος |
Πίσω από το θέαμα-η παραγωγή του εμπορεύματος "Mundial'' |
To φετινό Μουντιάλ και οι εκατόμβες νεκρών σαν λίπασμα για τον PitBull, τη Jeniffer Lopez και τους ποδοσφαιριστές-εκατομμυριούχους ''αστέρες'' που κυνηγάνε μια μπάλα , δεν μας θυμίζει απλώς τις αναλύσεις του Debord για τηνΚοινωνία του Θεάματος, το Θέαμα που αποξενώνει τους ανθρώπους από τη δραστηριότητά τους στερεώνοντας ένα σύστημα ψευδούς αναπαράστασης και κυριαρχίας. Μας φέρνει ξανά στο μυαλό τους προβληματισμούς γύρω από το σύγχρονο αθλητισμό γενικότερα, και το ποδόσφαιρο ειδικότερα. Οι προβληματισμοί αυτοί δεν περιστρέφονται (μόνο) γύρω από τη λειτουργία του ''νόμου της αξίας'' στον καθορισμό του μισθού του Μήτρογλου, αλλά αφορούν τη δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης στο καλλιτεχνικό και το ποδοσφαιρικό ειδικά πεδίο σήμερα. | |||
Βασικό και συνοπτικό έργο για το θέμα είναι το:
Για πληροφορίες σχετικά με το συγγραφέα, κλικ εδώ
Ο συγγραφέας βασίζεται στις αναλύσεις των Μάρξ-Βέμπερ-Λούκατς-Αντόρνο-Μαρκούζε, αντλώντας τις θεμελιώδεις κατηγορίες της πραγμοποίησης και της αλλοτρίωσης, του εργαλειακού λόγου και των ορθολογικών συστημάτων. Διαγιγνώσκει την τάση ''βιομηχανοποίησης'' του ποδοσφαιρικού παιχνιδιού, με την οργάνωση του καταμερισμού εργασίας μεταξύ των παικτών (που χωρίζονται σε ''απλούς-ανειδίκευτους'' και ''τεχνικά ειδικευμένους'', προπονούνται για να βελτιστοποιούν τη φυσική τους κατάσταση κ.α), τη συλλογική παραγωγή έργου έναντι αμοιβής, την μετατροπή των ποδοσφαιρικών ομάδων σε ανώνυμες εταιρίες κ.α. Όλα αυτά εμφανίζονται κατά τη θεμελιώδη μετάβαση από τον ερασιτεχνικό στον επαγγελματικό αθλητισμό. Το ερασιτεχνικό ''παιχνίδι'', εξ ορισμού αντίθετο με τους κανόνες του οικονομικού υπολογισμού και της κερδοφορίας, μεταμορφώνεται σταδιακά σε μπίζνες. Όπως σημειώνει ο Π.Μπουρντιέ στους Πρακτικούς Λόγους, στο δοκίμιο του για την οικονομία των συμβολικών αγαθών, κάθε μη οικονομικό πεδίο τείνει να απαρνείται τον όποιο οικονομισμό το διατρέχει και να απωθεί, με διάφορους ευφημισμούς, τον οικονομικό χαρακτήρα του. Έτσι, θα λέγαμε, και το ποδόσφαιρο, πάντα θα αρνείται πως έχει γίνει μπιζνες, ακόμη και στη πιο εμπορευματοποιημένη του μορφή. Όπως λέει ο Γάλλος κοινωνιολόγος, αυτή η απάρνηση και αυτή η απώθηση δεν είναι απλώς ένα ψεύδος, αλλά συστατική για τη συγκρότηση του πεδίου συλλογική παραγνώριση. Έτσι, όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτό (ποδοσφαιριστές, προπονητές, φίλαθλοι κλπ), οφείλουν να μην αναγνωρίζουν την επιχειρηματοποίηση του ποδοσφαίρου, για να μπορεί αυτό να είναι μια επιτυχημένη επιχείρηση (πουλώντας θέαμα, γκολ, ντρίμπλες, αθλητικά είδωλα). Έτσι ακριβώς τα μοναστήρια, οι πολιτικές οργανώσεις, τα πανεπιστήμια κ.α οφείλουν να απαρνούνται και να απωθούν τις οικονομικές-επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, ώστε να υπάρχουν σε διάκριση από την οικονομία-αυτή η διάκριση δεν είναι ''ψευδής'', αλλά πραγματική διαφορά των μη οικονομικών από τα οικονομικά πεδία. Το θέμα είναι πως, όσο προχωρά και βαθαίνει η διαδικασία της επιχειρηματικοποίησης και τηςυπαγωγής στο Κεφάλαιο,τόσο λιγότερο δυνατή είναι αυτή η παραγνώριση-όταν πια δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ούτε να εξωραίσουμε τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις που έχουν αλλάξει τον τρόπο που λειτουργεί το εκάστοτε πεδίο, αυτό αποτελεί σύμπτωμα πως το πεδίο, πλέον, δεν είναι παρά μέρος της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας.
Αυτό έχει αρχίσει ήδη να γίνεται με το ποδόσφαιρο, και τον επαγγελματικό αθλητισμό γενικότητα.
Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, κατά την ''ενήλικη'' φάση διαμόρφωσής του, προχωρά επιθετικά προς την υπαγωγή όλων των μη κεφαλαιοκρατικών πεδίων στον ψυχρό κύκλο της συσσώρευσης κεφαλαίου.Φυσικά, οι τάσεις αυτές εξειδικεύονται σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό. Όσο όμως δεν ανατρέπεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, τόσο η βαθύτερη επιχειρηματικοποίηση των πάντων, είναι η ακριβής εικόνα του μέλλοντος.
Η σχέση του αθλητικού πεδίου και του ποδοσφαιρικού υπο-πεδίου με το κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό σύστημα συνολικά, αφορά βασικά την εξωτερική λειτουργία του ποδοσφαίρου στην παραγωγή και την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων. Η εσωτερική λειτουργία του ποδοσφαίρου, που με έναν ειδικό τρόπο διαθλά το εξωτερικό κοινωνικοιστορικό περιβάλλον διατηρώντας μια ''σχετική αυτονομία'', ασφαλώς ομοιάζει όλο και περισσότερο με τη λειτουργία μιας καπιταλιστικής επιχείρησης. Ωστόσο, λόγω του ''διπλού'' χαρακτήρα του ποδοσφαίρου, δηλαδή τηνταυτοχρονία, στο ποδοσφαιρικό παρόν, της μη παραγωγικής όψης (παιχνίδι, ερασιτεχνικό παρελθόν) με την παραγωγική όψη (ιδιαίτερο είδος παραγωγικού συστήματος, επαγγελματικό μέλλον), πρέπει να εξετάσουμε με ειδικό τρόπο το ποδόσφαιρο, ως κάτι διακριτό από την επιχείρηση. Όπως είπαμε, η απάρνηση του οικονομικού-επιχειρηματικού χαρακτήρα είναι συστατική της εσωτερικής συγκρότησης του πεδίου-Είναι ξεκάθαρο ωστόσο, πως στο ποδοσφαιρικό παρόν ηγεμονεύει ήδη η κεφαλαιοκρατική συνιστώσα του μέλλοντος-το παρόν δεν είναι παρά η διαφορά παρελθόντος-μέλλοντος.
Όσον αφορά λοιπόν την εσωτερική λειτουργία του ποδοσφαίρου, αφενός θα μεταφέρουμε τα εργαλεία ανάλυσης των επιχειρήσεων και του management (ό,τι προείπαμε ως καταμερισμό εργασίας, παραγωγικότητα κ.ο.κ), αφετέρου θα πρέπει να δούμε κάποια ειδικά χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου.
Ειδικά στο ποδόσφαιρο, η παραγωγικότητα των παικτών μετριέται με ειδικούς δείκτες, όπως ο μετρητής χιλιομέτρων που έχει ''καταπιεί'' ο ποδοσφαιριστής (εισήχθη αν δεν κάνουμε λάθος πρώτη φορά στο Champions League), τα goal που έχει σκοράρει συνολικά ή που σκοράρει κατά μέσο όρο ανά παιχνίδι, οι επιτυχημένες πάσες του και το passing accuracy του, τα τάκλιν του, κ.α.
Χοντρικά, μπορούμε να διακρίνουμε τρία επίπεδα ανάλυσης. Το ''φυσικό'', το ''ψυχικό'' και το ''κοινωνικό''. Αρχικά το ποδό-σφαιρο παίζεται με τα πόδια, και μια μπάλα, σε όλη την υλικότητά τους. Έπειτα, το ποδόσφαιρο παιζόταν κάποτε σε αλάνες, στο χώμα, αργότερα σε γήπεδα που ήταν στρωμένα χαλίκια, αργότερα σε γκαζόν, τελικά σε τεράστια, υπερσύχρονα ποδοσφαιρικά στάδια. Οι παράμετροι του χώρου, του χρόνου (ποιά εποχή, κάθε πότε, κλπ), της σύστασης του ποδοσφαιρικού ''εδάφους'', το γεωφυσικό δηλαδή περιβάλλον του παιχνιδίου, ανήκουν στο ''φυσικό'' ή ''γεωφυσικό'' επίπεδο ανάλυσης. Παιρνόντας από τους αβιοτικούς στους βιοτικούς παράγοντες του παιχνιδιού, η φυσική κατάσταση των παικτών και οι τεχνικές της παράμετροι,η σωματική τους διάπλαση, οι ηλικίες τους κ.α, ανήκουν επίσης σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης. Όσο το ποδόσφαιρο ''επιχειρηματικοποιείται'', τόσο οι ''φυσικές'' παράμετροι γίνονται αποτέλεσμα μιας παραγωγικής διαδικασίας, αντί να είναι δοσμένες εξ αρχής. Έτσι λοιπόν, την αλάνα οι παίκτες τη βρίσκαν έτοιμη, ενώ τώρα τα γήπεδα κατασκευάζονται, είναι προιόν μιας παραγωγής. Η μπάλα μπορεί να ήταν μια αυτοσχέδια μπάλα, ενώ τώρα παράγεται αφενός με σύγχρονες τεχνικές μεθόδους που υπολογίζουν τη βέλτιστη ''ανατομία'' της, αφετέρου με τον ιδρώτα εκμεταλλευόμενων γυναικών και παιδιών από το Πακιστάν και αλλού. Η ίδια η φυσική κατάσταση των παικτών, δεν είναι άμεσα δοσμένη, αλλά προιόν σκληρής εργασίας, πριν και μετά το κάθε μάτς, για την οποία φροντίζουν ο προπονητής, ειδικοί εκπαιδευτές, φυσιοθεραπευτές κ.α, ένα ολόκληρο επιτελείο, μέσα σε ειδικές εγκαταστάσεις. Όπως συμβαίνει νομοτελώς με όλα τα πεδία της ανθρώπινης κοινωνίας, οι γεωφυσικές προυποθέσεις, με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μετασχηματίζονται σε κοινωνικά προιόντα-αποτελέσματα.
Στο ''ψυχικό'' επίπεδο, έχουμε τα συναισθήματα, τις συνήθειες, το ''φρόνημα'' των παικτών. Η ''ψυχολογία'' είναι κάτι για το οποίο μιλούν πολύ στο ποδόσφαιρο και στο στρατό. Η ζωή των επαγγελματιών παικτών είναι κανονισμένη έτσι ώστε να διατηρούν τη φυσική τους κατάσταση και τη ψυχολογία τους ''ανέπαφη'' από εξωτερικούς παράγοντες. Τα ΜΜΕ υμνούν τους ποδοσφαιριστές που αφήνουν ''έξω από τον αγωνιστικό χώρο'' τα προβλήματά τους και ''ματώνουν τη φανέλα''. Οι οπαδοί είναι ο ''δωδέκατος παίκτης'' και συμβάλλουν στη ψυχολογική ανάταση της ομάδας ή στην ψυχολογική καθίζηση της αντίπαλης ομάδας, ειδικά αν η ομάδα παίζει εντός έδρας. Ο προπονητής ενθαρρύνει τους παίκτες ή τους κατσαδιάζει, κανονικός manager συναισθημάτων, πατέρας (καθότι συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας) των παικτών του, προσπαθεί να δημιουργεί στα αποδυτήρια ένα ''οικογενειακό κλίμα'', να επιλύει τις εντάσεις μεταξύ των παικτών, κ.ο.κ.
Στο ''κοινωνικό'' επίπεδο, πρώτα από όλα το παιχνίδι έχει κανόνες, δηλαδή Νόμους, και διαιτητή, δηλαδή ένα μικροκράτος. Για την ακρίβεια, το μικροκράτος αυτό είναι η συνάρθρωση των κανόνων και της αναγκαστικής εφαρμογής τους, όπως κάθε κράτος. Το μικροκράτος αναδύεται για να κατευνάσει τις αντιθέσεις μεταξύ των ομάδων και των παικτών, και τη βία-γιατί, όπως μας διδάσκει ο Hobbes, η ''φυσική'' κατάσταση είναι ένας ''πόλεμος όλων εναντίον όλων'', όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα και ο συσχετισμός των (φυσικών) δυνάμεων. Έτσι το παιχνίδι ''εκπολιτίζεται'' και επισημοποιείται και η βία απωθείται, όπως και ο,τιδήποτε ''ζωώδες'' (παράλογοι συναισθηματισμοί, έκτροπα κλπ) σε αντίθεση με τη μπάλα που παίζουμε στη γειτονιά μας και ο καθένας είναι διαιτητής ή μπορεί να είναι διαιτητής, χωρίς να ορίζεται από ανεξάρτητες Αρχές όπως η FIFA. Ως γνωστόν, το ποδόσφαιρο είναι μια σύγκρουση, και μια προσομοίωση του γεγονότος της κοινωνικής σύγκρουσης. Εκτός από τον διαιτητή-κράτος, οι ποδοσφαιρικές ομάδες αναπαριστούν κοινωνικές ομάδες, ή και ολόκληρα έθνη-κράτη στην περίπτωση των εθνικών ομάδων, βοηθώντας στην στερέωση ενός εθνικού δεσμού. Όλα αυτά σίγουρα έχουν ταξικό χαρακτήρα-κυρίως μέσα από την αταξική επίφασή τους.
Από τη μεριά της κάθε ποδοσφαιρικής ομάδας, ο ''κοινωνικός'' χαρακτήρας εκφράζεται, πέρα από τη ''προετοιμασία πριν τον πόλεμο'' (προπόνηση κλπ) στις στρατηγικές και τις τακτικές (με τί σύστημα κατεβαίνουμε;) στην κατανομή των ρόλων και των δομικών θέσεων (αμυντικός χαφ, επιθετικός κ.α), στην επικοινωνία μεταξύ των παικτών κ.ο.κ. Εκφράζεται στο όνομα και τη φανέλα της ομάδας, στους οπαδούς της, στο budget και τις μεταγραφές, στη συνολική της διοίκηση.
Πάνω από όλα, όμως, ο κοινωνικός χαρακτήρας του παιχνιδιού εκφράζεται στη Μπάλα. Ένα κομμάτι πανί, αλλά και μια στρογγυλή Θεά, διφυής ο χαρακτήρας της, υλικός και συμβολικός, όπως και του Χρήματος. Η Μπάλα και η Ομάδα, οι δύο βασικές διαστάσεις του ποδοσφαίρου που απορροφουν την ιδιαιτερότητα του Εγώ σε συλλογικές διεργασίες, συστήματα και σκοπούς, είναι το αποκορύφωμα της κοινωνικότητας του ποδοσφαίρου. Τηςαλλοτριωμένης κοινωνικότητας, όταν ο δεσμός μεταξύ των συνεργατών και ο δεσμός όλων τους με τη μπάλα είναι επιχειρηματικός. Η ποδοσφαιρική Ομάδα είναι μια κοινωνία ανθρώπινων σωμάτων, η Μπάλα είναι ο συμβολικός δεσμός (ο Θεός) αυτής της κοινωνίας.
Ας παραθέσουμε μερικά από όσα γράφει σχετικά ο Michel Serres στο βιβλίο του το Παράσιτο, εκδόσεις Σμίλη.
σελ 452
''Μια μπάλα δεν είναι ένα συνηθισμένο αντικείμενο, εφόσον είναι μπάλα μόνο αν την έχει στο χέρι του ένα υποκείμενο.Όταν είναι αφημένη κάπου, δεν είναι τίποτε, είναι ένα ζώο, δεν έχει ούτε νόημα ούτε λειτουργία ούτε αξία. Δεν παίζουμε μπάλα τελείως μόνοι μας. Όσοι το κάνουν, όσοι την κρατάνε ή, όπως λέμε, τη μονοπωλούν δεν θεωρούνται καλοί παίκτες, πολύ γρήγορα αποκλείονται από το παιχνίδι. Τους λέμε ατομιστές. Το συλλογικό παιχνίδι δεν έχει καμία ανάγκη από άτομα και πρόσωπο. Ας εξετάσουμε εκείνον που κρατάει την μπάλα. Αν την κάνει να γυρίζει γύρω του, είναι αδέξιος, κακός παίκτης. Η μπάλα δεν είναι εκεί χάριν του σώματος, ισχύει ακριβώς το αντίθετο: το σώμα είναι αντικείμενο της μπάλας, το υποκείμενο στρέφεται γύρω από αυτόν τον ήλιο. Αναγνωρίζουμε την επιδεξιότητά του από αυτό το σημάδι που δεν ξεγελά ποτέ κανέναν, ο παίκτης ακολουθεί την μπάλα και την υπηρετεί, αντί να την κάνει να ακολουθεί τον ίδιο και να του είναι χρήσιμη. Η μπάλα είναι υποκείμενο του σώματος, υποκείμενο των σωμάτων, κάτι σαν υποκείμενο των υποκειμένων. Παίζω σημαίνει: καθιστώ τον εαυτό μου κατηγόρημα της μπάλας ως υπόσταση. Οι νόμοι γράφονται για την μπάλα, ορίζονται σε σχέση με την μπάλα, και εμείς υποκύπτουμε σε αυτούς τους νόμους. Η επιδεξιότητα στην μπάλα προυποθέτει μια πτολεμαική επανάσταση για την οποία ελάχιστοι θεωρητικοί είναι ικανοί, καθώς έχουν συνηθίσει να είναι υποκείμενα, σε έναν κοπερνίκειο κόσμο όπου τα αντικείμενα είναι δούλοι.
[...] Όσο καλύτερη είναι η ομάδα τόσο πιο γρήγορα γίνεται η μεταβίβασή της (σ.σ εννοεί της μπάλας). Λένε καμιά φορά πως αυτή η μπάλα είναι ένα πυρωμένο κάρβουνο που καίει τόσο πολύ στα χέρια σου ώστε πρέπει να το ξεφορτωθείς όσο πιο γρήγορα μπορείς [...] Η μπάλα είναι το υποκείμενο της κυκλοφορίας, οι παίκτες είναι απλώς οι σταθμοί και οι αναμεταδότες της, οι σκυταλοδρόμοι της. Η μπάλα μπορεί να μεταμορφωθεί σε σκυτάλη των σκυταλοδρόμων.
Στα πιο πολλά παιχνίδια ο άνθρωπος που κρατάει την μπάλα είναι ο επιθετικός, όλη η άμυνα θα οργανωθεί κατά κύριο λόγο με βάση αυτόν και τη θέση του. Η μπάλα είναι το κέντρο του αναφερόμενου όσον αφορά το εν κινήσει παιχνίδι. Εκτός εξαιρέσεων-αμερικάνικο φουτμπολ, φερ'ειπείν-η άμυνα επιτρέπεται μόνο σε όποιον κρατάει την μπάλα. Τον προσδιορίζει αυτό το οιωνεί αντικείμενο που το ονομάζω όπως θέλω, αρσενικό-θηλυκό. Κάποιος λοιπόν σημαδεύεται με το σημείο της μπάλας. Εμπρός, πάνω του!
Ο επιθετικός που κουβαλάει την μπάλα σημαδεύεται ως θύμα. Κρατάει τη σκυτάλη και είναι ο μάρτυρας. Σε αυτό τον τόπο, αυτή τη στιγμή, πάνω του ακριβώς συμβαίνει και πέφτει ο,τιδήποτε σημαντικό. Ο ουρανός τού πέφτει στο κεφάλι. Εδώ και τώρα αποτελεί τον κόμβο για το σύνολο των ταχυτήτων, των δυνάμεων, των γωνιών, των πληγμάτων και των στρατηγικών σκέψεων. Ξαφνικά, όμως, αυτό δεν ισχύει πια. Ό,τι έπρεπε να αποφασιστεί δεν είναι πια ζήτημα έριδας, η μπάλα χάνεται, ο ενεργός κόμβος ξηλώνεται λόγω μετάθεσης. Η ιστορία και η προσοχή διχαλώνονται. [...] Το παιχνίδι είναι αυτή η αναπλήρωση (σ.σ εννοεί των παικτών διαδοχικά ως κατόχων της μπάλας).Είναι το γράφημα των υποκαταστάσεων. Ιερείς, θύματα με γαλάζιες, κόκκινες ή πράσινες στολές; Όχι. Αυστηρά και μόνο αυτό: αναπληρωτές. Αναπληρωτές με την κινητικότητα των αναπληρώσεων, την ταχύτητα των υποκαταστάσεων. Θυσιαστής τώρα, σύντομα θύμα, γρήγορα εξουδετερωμένο, αλλάζοντας με ταχύτητα την μπάλα καθώς τρέχει μέσα στο γήπεδο που οριοθετείται όπως άλλοτε ένας ναός. Ο θυσιασμένος κατά το δοκούν, με την πονηριά ή την ικανότητά του, μπορεί να καταστήσει μεμιάς τον διπλανό του στόχο βολής, σε ένα σκοπευτήριο που στήνεται στη θέση που εκείνος βρίσκεται, επιτόπου. Ο διπλανός του μπορεί το ίδιο κ.ο.κ κατά το δοκούν. Με την μπάλα είμαστε όλοι μας στο εξής δυνάμει θύματα, είμαστε εκτεθειμένοι σ'αυτήν, της ξεφεύγουμε. Όσο πιο πολύ τρέχει η μπάλα τόσο πιο αστραπιαία είναι η αναλαμπή της αναπλήρωσης, τόσο πιο πολύ σασπένς υπάρχει. Η μπάλα [...] τρέχει σαν σαίτα και εξυφαίνει τη συλλογικότητα θανατώνοντας δυνάμει κάθε άτομο. Το γιατί το θύμα κατευνάζει την κρίση είναι αυτή η ασύλληπτη γνώση που φέρουμε όλοι μας με τη φωνή που λέει ''εγώ'', εφόσον αυτό το θύμα μπορεί κάλλιστα να είναι το εγώ, όπως θελήσε η τύχη. Η μπάλα είναι αυτό το οιωνεί αντικείμενο, οιωνεί υποκείμενο μέσω του οποίου είμαι υποκείμενο, δηλαδή υπόκειμαι.
455 [...] Αυτό το οιωνεί αντικείμενο που σημαδεύει το υποκείμενο, όπως λέμε σημαδεύω ένα αρνί προορίζοντάς το για τον βωμό ή το σφαγείο, είναι εκπληκτικός κατασκευαστής διυποκειμενικότητας. Χάρη σε αυτό ξέρουμε πώς και πότε είμαστε υποκείμενα, πώς και πότε δεν είμαστε. Εμείς, τι σημαίνει όμως; Είμαστε αυτή η ρευστή αναλαμπή του εγώ, με κάθε ακρίβεια. Το εγώ [je] είναι μια μάρκα [jeton] που ανταλλάσσουμε στο παιχνίδι. Και αυτή η μετάβαση, αυτό το δίκτυο με τις μεταβιβάσεις, αυτές οι αναπληρώσεις υποκειμένων πλέκουν τη συλλογικότητα. Είμαι εγώ τώρα, είμαι υποκείμενο, δηλαδή εκτεθειμένος να ριχτώ από το ύψος μου καταγής, εκτεθειμένος να πεθάνω, να μπω κάτω από τη συμπαγή μάζα των άλλων. Και επειδή τη σκυτάλη θα την πάρεις εσύ, υποκαθιστάς το εγώ και γίνεσαι εγώ, αργότερα τη σκυτάλη θα σου τη δώσει αυτός εκεί, αφού έκανε τη δουλειά του, αφού επωμίστηκε τον κίνδυνό του, αφού έφτιαξε το δικό του μερίδιο της συλλογικότητας. Το εμείς φτιάχνεται με τις εκλάμψεις και τις αποκρύψεις του εγώ. Το εμείς φτιάχνεται με τις μεταβιβάσεις του εγώ. Με την ανταλλαγή του εγώ. Με την υποκατάσταση, την αναπλήρωση του εγώ.
Αυτό αμέσως μοιάζει εύκολο να το σκεφτούμε. Ο καθένας βάζει το λιθαράκι του και υψώνεται ο τοίχος. Ο καθένας φέρνει το εγώ του και κατασκευάζεται το εμείς. Αυτή η πρόσθεση είναι ανόητη και μοιάζει με υπουργικό λόγο. Όχι. Όλα συμβαίνουν σαν να ήταν το εγώ και το εμείς αδιανέμητα σε μια δεδομένη ομάδα. Εκείνος έχει την μπάλα, δεν την έχουμε πια εμείς. Αυτό που πρέπει να καταφέρουμε να σκεφτούμε, έτσι ώστε να υπολογίσουμε το εμείς, είναι η μεταβίβαση. Αυτό όμως σημαίνει εγκατάλειψη, παράδοση του εγώ. Μπορούμε άραγε να δώσουμε το εγώ που μας ανήκει; Για να το κάνουμε αυτό, υπάρχουν αντικείμενα, οιωνεί αντικείμενα, οιωνεί υποκείμενα, δεν ξέρουμε αν είναι όντα ή αν είναι σχέσεις, κομμάτια όντων ή απολήξεις σχέσεων. Με αυτά η αρχή της εξατομίκευσης μπορεί να μεταδοθεί ή να αποσβεστεί. Υπάρχει εν προκειμένω κάποιο πράγμα και κάποια χειρονομία που μοιάζει με παραίτηση κυριαρχίας.Το εμείς δεν είναι ένα σύνολο εγώ, αλλά μια καινοτομία που παράγεται από κληροδοσίες του εγώ, από παραχωρήσεις, απεκδύσεις, παραιτήσεις από το εγώ. Το εμείς δεν είναι τόσο ένα σύνολο εγώ, όσο το σύνολο των συνόλων των μεταδόσεων του εγώ. Εμφανίζεται βάναυσα στη μέθη και στην έκσταση, τους μηδενισμούς της αρχής της εξατομίκευσης. Αυτή η έκσταση παράγεται αβίαστα από το οιωνεί αντικείμενο, που το σώμα του έγινε δούλος ή αντικείμενο. Θυμόμαστε πώς περιστρέφεται γύρω από την μπάλα, πώς το σώμα την ακολουθεί και την κυβερνά. Θυμόμαστε την πτολεμαική επανάσταση. Αυτή μας δείχνει ότι είμαστε ικανοί για έκσταση, για απόκλιση από την ισορροπία μας, ότι μπορούμε να θέσουμε το κέντρο μας έξω από εμάς τους ίδιους. Το οιωνεί αντικείμενο είναι επενδεδυμένο με αυτήν την αποκέντρωση. Στο εξής όποιος κρατά το οιωνεί αντικείμενο έχει το κέντρο και κυβερνά την έκσταση. Η ταχύτητα της μεταβίβασης το επιταχύνει και κάνει να υπάρχει. Η συμμετοχή είναι ακριβώς αυτό, δεν έχει σχέση με τη μοιρασιά, τουλάχιστον έτσι όπως τη σκέφτονται, ως διαίρεση σε μερίδια. Είναι ακριβώς η εγκατάλειψη του ατόμου μου ή του Είναι μου σε ένα οιονεί αντικείμενο που είναι παρόν μόνο για να κυκλοφορεί. Είναι η μετουσίωση του Είναι σε σχέση, τίποτε παραπάνω. Το Είναι καταργείται υπέρ της σχέσης. Η συλλογική έκσταση είναι εγκατάλειψη των εγώ στον ιστό των σχέσεων. Αυτή η στιγμή είναι ένας υπέρτατος κίνδυνος. Ο καθένας είναι στο χείλος της ανυπαρξίας του. Όμως το εγώ ως εγώ δεν καταργείται. Κυκλοφορεί πάντοτε μέσα σ'αυτό το οιονεί αντικείμενο και μέσα απ'αυτό. Μπορούμε να το ξεχάσουμε: είναι καταγής, όποιος το μαζεύει και το κρατάει για τον εαυτό του γίνεται το μόνο υποκείμενο, κύριος, δεσπότης, θεός.''
Αυτό που περιγράφη ο Serres είναι το επαγγελματικό, συστηματοποιημένο ποδόσφαιρο στον ιδεότυπό του, το λεγόμενο ''ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο'', σπέρματα του οποίου εμφανίζονται από πολύ νωρίς, αναπτύσσεται ραγδαίαστον ολοκληρωτικό καπιταλισμό.
Το περίφημο ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο, το σύστημα στο οποίο κάθε ποδοσφαιριστής ανά πάσα στιγμή μπορεί να παίξει σχεδόν σε όλες τις θέσεις. Αν δηλαδή σε κάποιο χρονικό σημείο κάποιος παίκτης βρεθεί εκτός θέσης, κάποιος άλλος σε χρόνο ρεκόρ θα πάει στη θέση του ώστε η ομάδα να συνεχίσει να διατηρεί τον σχηματισμό που θέλει ο προπονητής.
Ουσιαστικά πρόκειται για ένα “ρευστό” σύστημα στο οποίο όλοι οι ποδοσφαιριστές (πλην φυσικά του τερματοφύλακα) μπορούν να αναλάβουν οποιοδήποτε ρόλο μέσα στον αγωνιστικό χώρο, κάτι που απαιτεί παίκτες με υψηλή τεχνική κατάρτιση αλλά και άριστη φυσική κατάσταση.
[...]
Εχοντας στο μυαλό του να αναπτύξει το σύστημα του Τζακ Ρέινολντς, ο Ρίνους Μίχελς κάθισε στον πάγκο του Άγιαξ το 1965. Έξι χρόνια αργότερα άφησε τον Αίαντα για την Μπαρτσελόνα έχοντας κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1971, φτιάχνοντας μια εκπληκτική ομάδα που βασίστηκε πάνω στο Totaal Voetbal, ονομασία που το σύστημα πήρε εκείνα τα χρόνια.
[...]
Ουσιαστικά το “ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο” ζούσε και ανέπνεε μόνο μέσα από τους κενούς χώρους. Συγκεκριμένα το σύστημα απαιτούσε να καλύπτονται άμεσα οι κενοί χώροι από την μετακίνηση κάποιου παίκτη αλλά και ανά πάσα στιγμή να δημιουργούνται νέοι. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Μπάρι Χουλσόφ, αμυντικού της ομάδας των τριών Πρωταθλητριών: ”Συζητούσαμε για τον κενό χώρο συνέχεια. Ο Κρόιφ πάντα μας έλεγε πού έπρεπε να τρέξουμε και που να σταματήσουμε και πότε δεν έπρεπε να κινηθούμε. Οι κουβέντες μας ήταν πώς να δημιουργούμε χώρους, να μπαίνουμε σε χώρους και να οργανώνουμε το χώρο, κάτι σαν αρχιτεκτονική μέσα στο γήπεδο
Το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο κυριαρχεί όλο και περισσότερο, όσο περισσότερο κυριαρχεί ο καπιταλισμός-το ποδόσφαιρο γίνεται κοσμικό και τεχνολογικό, η ομάδα λειτουργεί ρολόι, όλοι τους εναλλάσσουν και τους αναπληρώνουν όλους ταχύτητα χωρίς a priori δεσμεύσεις, η μπάλα κυκλοφορεί γρήγορα, μετά το Θεό ο Λόγος, αφού η μαγεία μειώνεται, επικρατεί ο ορθολογισμός. Η Ομάδα-Μοντέλο (αυτό που υπήρξε αρκετά τον Άξιαξ και πριν μερικά χρόνια η Μπαρτσελόνα) αποτελεί το μέτρο όλων των άλλων ομάδων, αφού τείνει να πραγματώσει την ιδεατή αφαίρεση του Συστήματος και των λειτουργικών ρόλων, όπου η ατομική ιδιαιτερότητα αναιρείται διαλεκτική στη συλλογική δραστηριότητα.
Το ''ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο'' αντανακλά μια ορισμένη τεχνική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, υπό αλλοτριωτικές σχέσεις παραγωγής. Την στιγμή που πρόκειται για ένα ποδόσφαιρο κοινωνικοποιημένο, συνεργατικό, όπου η ομάδα λειτουργεί σαν συλλογικό παραγωγικό σώμα, την ίδια στιγμή όλη αυτή η δυναμική υποτάσσεται στους νόμους της αγοράς, την ιδιωτική ιδιοκτησία της Α.Ε, επιχειρηματικοποιείται και εξυπηρετεί την κερδοφορία και την καλοπέραση μαφιόζων προέδρων και μερικών δισεκατομμυριούχων παικτών, μέσα στην κοινωνία των τεράστιων ανισοτήτων, των μισθών πείνας, των ανέργων, της εκμετάλλευσης.
Πρόκειται για την εκρηκτική αντίφαση μέσα στα σπάχλα του καπιταλισμού που αναδεικνύουν οι Μάρξ-Ένγκελς, ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση (του καταμερισμού) της εργασίας/παραγωγής και την ατομική (ιδιωτική) ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγής. Η ίδια αντίφαση ανακλασμένη στο χώρο του ολοκληρωτικού, επιχειρηματικού ποδοσφαίρου.
Όπως συμβαίνει όμως και στο εργοστάσιο και στην επιχείρηση, έτσι και στην Ομάδα-Μοντέλο παραμένει ανεξάλειπτη η ιδιαίτερη ανθρώπινη διάσταση και επινοητικότητα. Μια (πολιτική) κρίση μέσα στο κεφαλαιοκρατικό-επαγγελματικό αθλητικό και ποδοσφαιρικό σύστημα έρχεται όταν ο άνθρωπος επαναστατεί ενάντια στο ρόλο του και το Σύστημα. Η πιο επαναστατική τροπικότητα μιας τέτοιας ''κρίσης'' και ''αναλαμπής'' της ανθρωπινότητας είναι το ποδόσφαιρο που προβάλλει ένα πρόταγμα αντικαπιταλιστικό, αντιεπιχειρηματικο-αντιεμπορευματικό, αντιφασιστικό, συνειδητά χειραφετητικό.
Όμως υπάρχουν πολλές τροπικότητες, πολλές μικρές ''αναδύσεις'' αυτού του ''πάρα πολύ ανθρώπινου'' μη αφομοιώσιμου από το κεφαλαιοκρατικό ποδοσφαιρικό σύστημα. Το fair-play δεν είναι παρά μια ψευτοεκδοχή, αφού κανονικοποιείται επανεντασσόμενο στη λογική του συνήθους και του αναμενόμενου. Οι ''παρεκτροπές'' των ανθρώπων-παικτών που ''οφείλουν να είναι επαγγελματίες'' όπως η θρυλική κουτουλιά του Ζιντάν (μαζί με τα αμαρτωλά λογάκια και τα βλέμματα που συλλαμβάνουν οι κάμερες), είναι στιγμές του Πραγματικού που εισβάλλει στο κατασκευασμένο και ραφιναρισμένο Θέαμα. Μια άλλη τροπικότητα είναι οι ''αυτοσχεδιασμοί'' ενός παλιού Ronaldinho,τα ''μαγικά'' που σπανίζουν και δεν αποτελούν παρά ''φαντεζί παρενθέσεις'' στο σύγχρονο ποδοσφαιρικό μηχανισμό-πριν προλάβουν και αυτά να εμπορευματοποιηθούν, αφού η επινοητικότητα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο αναγκαστικά αιχμαλωτίζεται και εμπορευματοποιείται, όπως η επινοητικότητα στο πεδίο της παραγωγής (''καινοτομία'').
Και πάλι όμως, ο Zidane και ο Ronaldinho, επινοώντας αναπάντεχες ντρίμπλες ή κουτουλιές, θύμισαν σε μερικές στιγμές τί μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Το μικροκράτος-διαιτητής επεμβαίνει, όταν κάτι είναι παράνομο, για να επιβάλλει την τάξη (εκπολιτίζοντας την ''αλάνα'' που αναδύθηκε), και ο προπονητής επιπλήττει τον ποδοσφαιριστή όταν επιδίδεται σε αχρείαστες ντρίπλες, αφού καμιά φορά χάνεται η μπάλα-ντρίμπλες επιτρέπονται μόνο στο βαθμό που πρέπει να πωληθεί θέαμα και σωβρακοφανέλα του μεγάλου άσου. Όμως Τέχνη, ακόμα και στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, είναι καμιά φορά δυνατή, αφού η πλήρης πραγμοποίηση των ανθρώπων είναι αδύνατη-Τέχνη είναι όταν η σχέση του ποδοσφαιριστή με τη μπάλα δεν είναι εξωτερική-εργαλειακή, αλλά εσωτερική και δημιουργική, τόσο που αναδύεται με αβίαστο και φυσικό τρόπο το Ωραίο. Ο αγωνιστικός χώρος και η μπάλα γίνονται το ανόργανο σώμα του ποδοσφαιριστή, είναι οι στιγμές που στο γήπεδο και σε μια ορισμένη διάταξη των παικτών, ο παίκτης και η μπάλα ενώνονται εις σάρκα μία για να ''ζωγραφίσουν''.
Όμως το ποδόσφαιρο, και ο αθλητισμός ευρύτερα, δεν μπορούν να είναι καλλιτεχνική δραστηριότητα στον καπιταλισμό, παρά μόνο κατ'εξαίρεση, και πάντα πάνω στα νεκρά ή ψόφια από την κούραση σώματα των εργατών του καπιταλιστικού κόσμου. Μόνο κοινωνικά συνειδητοποιημένοι αθλητές σε αντικαπιταλιστική αντιεπιχειρηματική κατεύθυνση, όπως θα λέγαμε και για όλους τους ''καλλιτέχνες'', μπορούν να αντισταθούν στην ολοκλήρωση ενός απανθρωποποιημένου ταξικού συστήματος. Οι υπόλοιποι το πολύ να μας δίνουν, όλο και σπανιότερα, στιγμές ανθρώπινης δημιουργικότητας και τέχνης που εξατμίζονται στην έρημο του ποδοσφαιρικού ωφελιμισμού.
http://bestimmung.blogspot.gr/2014/06/blog-post_8428.html
Υπάρχει λοιπόν καμιά ελπίδα και προοπτική από το ποδόσφαιρο και από ποιό ποδόσφαιρο άραγε;
-...ΕΥΓΕ στο φούλ για την ως άνω ανάρτηση, για την αναφορά στο πόνημα του VINNAI (τό'χω διαβάσει΄ Βιβλιαράρα!...) και για την ενδελεχή, περί το μπαλοθέαμα, ανάλυση...
ΑπάντησηΔιαγραφή