Η σύγκρουση στην Υεμένη μεταξύ του συνασπισμού κρατών υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας και των υποστηριζόμενων από το Ιράν δυνάμεων των Χούθι είναι παράγωγο ενός περιφερειακού ανταγωνισμού με κυρίαρχα στρατηγικό χαρακτήρα.
Βασικό διακύβευμα της σύγκρουσης είναι η δυνατότητα άσκησης ελέγχου στον Κόλπο του Άντεν και την Ερυθρά Θάλασσα, δύο γεωγραφικές περιοχές με κεντρικό ρόλο για μία σειρά από εξαιρετικής σημασίας δραστηριότητες όπως η ιρανική διακίνηση οπλισμού για υποστήριξη οργανώσεων και κινημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, οι εξαγωγές πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας και η ελευθερία κινήσεων των ισραηλινών υποβρυχίων. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται πλήρως κατανοητή η ευρεία συμμετοχή αραβικών και μη χωρών στον συνασπισμό παρεμπόδισης της κατάληψης της εξουσίας στην Υεμένη από τους Χούθι, ενώ δεν πρέπει να αποκλείεται και η μελλοντική διεύρυνση του είδους και του χαρακτήρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων πέρα από τις αεροπορικές επιδρομές.
Η υποστήριξη τρομοκρατικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα τόσο της αποτρεπτικής στρατηγικής όσο και των περιφερειακών φιλοδοξιών του Ιράν. Συγκεκριμένα, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου το Ιράν παρέχει στήριξη στην Χεζμπολάχ στον Λίβανο και στην Χαμάς και στην Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ στην Λωρίδα της Γάζας. Η λογική πίσω από αυτήν την παροχή στήριξης είναι εξαιρετικά απλή. Δημιουργώντας με τις οργανώσεις αυτές ένα ευρύ δίκτυο συμμάχων το Ιράν εξασφαλίζει την δυνατότητα να απειλεί αξιόπιστα το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες με αντίποινα σε περίπτωση πλήγματος κατά του πυρηνικού του προγράμματος ή του ιδίου του καθεστώτος και παράλληλα να ασκεί επιρροή στις πολιτικές εξελίξεις στην περιφέρεια αυτή.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρώτος βασικός παράγοντας της στρατηγικής σημασίας της Υεμένης είναι το γεγονός ότι η Ερυθρά Θάλασσα χρησιμοποιείται από τους Ιρανούς για την διακίνηση όπλων που σκοπεύουν στην υποστήριξη των προαναφερθέντων τρομοκρατικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις έχουν διεξαγάγει διαχρονικά μία σειρά από επιχειρήσεις για την παρεμπόδιση της διακίνησης όπλων από το Ιράν. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2002 ισραηλινές ειδικές δυνάμεις κατέλαβαν στην Ερυθρά Θάλασσα το πλοίο Karine A που μετέφερε πενήντα τόνους ιρανικού οπλισμού με κατεύθυνση την Γάζα. Παρόμοιο περιστατικό έχει επαναληφθεί και τον Μάρτιο του 2014 όταν κατελήφθη ανοιχτά του Σουδάν το πλοίο Klos-C με σαράντα τόνους οπλισμού. Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη από το 2009 η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ασκούσε πιέσεις προς την κυβέρνηση του Σουδάν να παρεμποδίσει την διακίνηση όπλων μέσω των λιμανιών του με κατεύθυνση προς την Λωρίδα της Γάζας για να εξοπλιστεί η Χαμάς ή τον Λίβανο με σκοπό την στήριξη της Χεζμπολάχ. Είναι συνεπώς εμφανές ότι δεδομένης της ιρανικής επιδίωξης να χρησιμοποιείται η Ερυθρά Θάλασσα για την μεταφορά όπλων, το Ιράν θα προτιμούσε να έχει μία φιλικά προσκείμενη, αν όχι ελεγχόμενη κυβέρνηση στην Υεμένη, χώρα που βρίσκεται στην δίοδο που συνδέει τον Κόλπο του Άντεν με την Ερυθρά Θάλασσα. Η σημασία της Ερυθράς Θάλασσας και κατ’ επέκταση της Υεμένης αυξάνεται μάλιστα κατακόρυφα στην περίπτωση που το καθεστώς Ασάντ ανατραπεί, γεγονός που θα οδηγήσει σε απώλεια για το Ιράν της διόδου διακίνησης όπλων μέσω Συρίας.
Η απειλή πρόκλησης διαταραχών στο παγκόσμιο εμπόριο ενέργειας αποτελεί επίσης ένα σημαντικό συστατικό στοιχείο της ιρανικής ασφαλείας και της περιφερειακής πολιτικής της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Το Ιράν διαθέτει ένα ευρύ οπλοστάσιο όπως νάρκες, υποβρύχια, ταχεία περιπολικά σκάφη και κατευθυνόμενα βλήματα, κύριος λόγος υπάρξεως του οποίου είναι η δημιουργία προβλημάτων στις εξαγωγές πετρελαίου των χωρών του Περσικού Κόλπου μέσω της παρεμπόδισης της ομαλής διέλευσης τάνκερ από τα Στενά του Χορμούζ.
Με βάση τα παραπάνω, δεύτερος βασικός παράγοντας της σημασίας της Υεμένης είναι το γεγονός ότι η Ερυθρά Θάλασσα είναι σημαντική για την ομαλή διεξαγωγή των εξαγωγών ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας. Εκτός από την μεταφορά με τάνκερ μέσω των Στενών του Χορμούζ, η Σαουδική Αραβία διαθέτει την δυνατότητα να μεταφέρει πετρέλαιο στο λιμάνι Γιανμπού της Ερυθράς Θάλασσας μέσω του συστήματος αγωγών East-West. Το σύστημα αυτό έχει ονομαστική δυνατότηταμεταφοράς 4,8 εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου ημερησίως, δηλαδή περίπου το 41% της με βάση τα στοιχεία του 2013 μέσης ημερησίας παραγωγής της Σαουδικής Αραβίας. Με άλλα λόγια, αν το Ιράν ενισχύσει την δυνατότητά του να επιχειρεί στην Ερυθρά Θάλασσα μέσω της ενδεχόμενης δημιουργίας ναυτικής (και όχι μόνο) βάσης στην Υεμένη, η απειλή του να δημιουργήσει πρόβλημα στο διεθνές εμπόριο ενέργειας καθίσταται πιο αξιόπιστη και η κατάσταση πιο πολύπλοκη για μία σειρά από κράτη, προφανώς και της Σαουδικής Αραβίας συμπεριλαμβανομένης.
Τέλος, ομοίως με αυτά που έχουμε ξαναγράψει για την σημασία της διώρυγας του Σουέζ, η Ερυθρά Θάλασσα και ο Κόλπος του Άντεν αποτελούν και σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης για την αξιοπιστία της πυρηνικής αποτρεπτικής στρατηγικής του Ισραήλ. Τα ισραηλινά υποβρύχια διαθέτουν την δυνατότητα βολής πυραύλου πλεύσης με πυρηνική γόμωση. Για την ακρίβεια, το ισραηλινό πολεμικό ναυτικό φέρεται να έχει πραγματοποιήσει το 2000 στον Ινδικό Ωκεανό δοκιμαστική βολή από υποβρύχιο πυραύλου πλεύσης με βεληνεκές 1500 χιλιόμετρα. Το βεληνεκές αυτό επαρκεί οριακά για να χτυπηθεί η Τεχεράνη, αν η βολή πραγματοποιηθεί από τα ανοιχτά της Χάιφα. Δεδομένου όμως ότι με βάση αυτό το προφίλ βολής το βλήμα θα χρειαστεί να διασχίσει μία σειρά από χώρες μη φιλικά προσκείμενες προς το Ισραήλ και δεδομένου ότι το οριακό βεληνεκές δεν δίνει μεγάλη ελευθερία για χάραξη της πορείας με τρόπο που να παρακαμφθούν οποιαδήποτε πλέγματα αντιαεροπορικών συστημάτων παρεμβάλλονται ανάμεσα στο σημείο βολής και τον στόχο, η αξιοπιστία της πυρηνικής αποτροπής ενισχύεται αναλογικά με την δυνατότητα των ισραηλινών υποβρυχίων να πραγματοποιήσουν την βολή όσο πιο κοντά στις ιρανικές ακτές γίνεται. Σε αυτό το πλαίσιο είναι εύκολα κατανοητός ο λόγος για την αυξημένη παρουσία ιρανικών υποβρυχίων στην Ερυθρά Θάλασσα και κατ’ επέκταση η στρατηγική σημασία της Υεμένης.
Με βάση την παραπάνω ανάλυση είναι εύκολο να εξηγηθεί η άμεση και συντονισμένη αντίδραση στην επεκτατική στρατηγική των Χούθι ενός τόσο μεγάλου αριθμού περιφερειακών παικτών. Δύσκολα μπορεί να δει κανείς πως θα άφηναν χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και οι ΗΠΑ να επεκτείνει το Ιράν εύκολα και χωρίς αντίδραση το εύρος και το βάθος του ελέγχου που μπορεί να ασκεί στις δύο αυτές θαλάσσιες περιοχές. Σε αυτό το πλαίσιο και παρά την πρότερη αρνητική εμπειρία τόσο της Σαουδικής Αραβίας όσο και της Αιγύπτου δεν πρέπει να αποκλείεται ακόμη και η διεξαγωγή χερσαίων επιχειρήσεων, αν οι αεροπορικές επιδρομές φανούν αδύναμες να αλλάξουν την στρατηγική κατάσταση στην Υεμένη προς όφελος των συμφερόντων των κρατών του συνασπισμού.
Ευριπίδης Τσακιρίδης – www.tsakiridis.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου