Ενώ η παγκόσμια κοινή γνώμη παρακολουθούσε τα τραγικά γεγονότα στο Παρίσι, η επίσπευση της προαναγγελίας ενός νέου πολέμου κατά της τρομοκρατίας από τον γάλλο πρόεδρο, Φρανσουά Ολάντ, εκτόξευσε τις μετοχές των κατασκευαστών όπλων στη Wall Street και σε άλλα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο. Η πρώτη Δευτέρα μετά τις επιθέσεις στη γαλλική πρωτεύουσα είδε τις μετοχές της Lockheed Martin, εταιρίας αμυντικών εξοπλισμών και ασφάλειας, να κερδίζουν 3,5%. Η μετοχή της Raytheon έπιασε υψηλό τριετίας, αυξάνοντας την αξία της κατά 4%. Η Northrop Grumman κέρδισε κι αυτή 4%. Οι παραπάνω επιχειρήσεις και η στροφή των παγκόσμιων επενδυτών στα όπλα, μόνο τυχαία δεν είναι.
Ο πόλεμος φέρνει νέες δουλειές για τη βιομηχανία άμυνας και ασφάλειας, και οι κατασκευαστές μερικών από τις λεγάμενες «έξυπνες» βόμβες, που ήδη εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα χρησιμοποιούνται από τις αμερικανικές δυνάμεις για να βομβαρδίσουν τις θέσεις των τζιχαντιστών στη Συρία, αναμένεται να επωφεληθούν ξανά από έναν πιθανό νέο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας- αυτή τη φορά από την Ευρώπη. Άλλωστε, βόμβα της Lockheed Martin ήταν αυτή που σκότωσε τον δήμιο των τζιχανιστών με την κωδική ονομασία Jihadi John, ενώ οι ρουκέτες, που βλέπουμε από τις οθόνες των τηλεοράσεών μας να εκτοξεύονται από πολεμικά πλοία έως και 1.000 μίλια μακριά από το στόχο τους, είναι προϊόντα της Raytheon.
Οι «χαρές» των μετόχων της πολεμικής βιομηχανίας δεν αφορούν φυσικά μόνο τις ΗΠΑ. Η μετοχή της γαλλικής κατασκευάστριας όπλων Thales ανέβηκε, τρεις μέρες μετά τις επιθέσεις, κατά 3%, ενώ η ιταλική εταιρία αμυντικών συστημάτων Finmeccanica κέρδισε στο χρηματιστήριο του Μιλάνο 10%. Κι όλα αυτά, την ώρα που ακόμη συγγενείς και φίλοι των θυμάτων της τρομοκρατικής επίθεσης στο Παρίσι έβλεπαν το στρατό και την αστυνομία να αναζητά στους δρόμους της πόλης τους δολοφόνους των δικών τους ανθρώπων, σε μια άνευ προηγουμένου στρατιωτική επιχείρηση σε αστικό ευρωπαϊκό έδαφος.
Η Ευρώπη βρήκε ξαφνικά λεφτά για όπλα
Το μήνυμα του γάλλου προέδρου ότι θα συντρίψει τους τζιχαντιστές και η άμεση έναρξη βομβαρδισμών στην πόλη Ράκα της Συρίας -τη λεγάμενη και «πρωτεύουσα» του Ισλαμικού Κράτους- συνοδεύτηκε από την εντολή του Φρανσουά Ολάντ να μην προχωρήσουν οι προαναγγελθείσες περικοπές θέσεων στην Άμυνα, αλλά αντίθετα να αυξηθούν. Κι αυτό, διότι μέχρι το Σεπτέμβριο του 2015 η συμβολή των γαλλικών ενόπλων δυνάμεων στους συμμαχικούς βομβαρδισμούς στη Συρία αποτελούσε μόλις το 2% του συνόλου των επιχειρήσεων. Πλέον το ποσοστό αυτό εκτοξεύτηκε, με το αεροπλανοφόρο «Σαρλ ντε Γκωλ» να πλέει στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου, αποτελώντας τη βάση για τις σχεδόν καθημερινές επιθέσεις των γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών.
Στην είδηση της ενίσχυσης του προϋπολογισμού για τη γαλλική αμυντική πολιτική και ασφάλεια, οι Βρυξέλλες ξεκίνησαν την προσπάθεια τους να καταλήξουν στο συμπέρασμα εάν τα έξοδα αυτά θα πρέπει να περιοριστούν, με βάση το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ, ή όχι. Όπως είναι γνωστό, η Γαλλία παραβιάζει ήδη συστηματικά, και με την ανοχή της Γερμανίας, τον περιορισμό του ποσοστού των ελλειμμάτων της στο 3%.
Όμως ήδη ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, κατέστησε σαφές ότι οι κανόνες για τα ελλείμματα των κρατών-μελών της ΕΕ δεν θα ισχύ-σουν τουλάχιστον για τη Γαλλία, ενώ στο άκουσμα της πρότασης αυτής έσπευσε να απαντήσει ο ιταλός πρωθυπουργός, Μα-τέο Ρέντσί, ζητώντας κι εκείνος την ίδια πολιτική για τη δική του χώρα.
Έτσι λοιπόν, η ανάγκη των δυτικών ηγετών να δείξουν στους φανατικούς ισλαμιστές τη στρατιωτική πυγμή της Δύσης, την ώρα που επί μήνες επιχειρούν να λύσουν το τεράστιο ζήτημα των προσφυγικών ροών με «ασπιρίνες», ίσως τελικά προσθέσει στα ταμεία της αμυντικής βιομηχανίας περίπου 50 δισ. δολάρια. Το ποσό αυτό που υπολόγισε το πρακτορείο Bloomberg, προκύπτει από τις εξαγγελίες ορισμένων ευρωπαίων ηγετών για την ενεργή συμμετοχή τους στους βομβαρδισμούς κατά του ISIS, αλλά και την εφαρμογή έκτακτων μέτρων ασφάλειας εντός των τειχών τους, μετά τα γεγονότα στο Παρίσι.
Εκτός από τις περίπου 10.000 θέσεις εργασίας στη γαλλική αμυντική βιομηχανία, που τελικά δεν θα περικοπούν, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την ενίσχυση των αμυντικών της κονδυλίων κατά 8,5 δισ. δολάρια, ενώ η Βρετανία θα ξοδέψει επιπλέον 18 δισ. δολάρια για την πολεμική της μηχανή και 1 δισ. ευρώ για την ασφάλεια στο εσωτερικό της. Ήδη, από τον Ιανουάριο του 2015 και τις επιθέσεις στο γαλλικό περιοδικό Charlie Hebdo, η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία είχαν αυξήσει σημαντικά τα κονδύλια για την άμυνα και την ασφάλεια. Η Γαλλία είχε θέσει από τότε σε εφαρμογή ένα τετραετές σχέδιο αύξησης αμυντικών δαπανών, ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ ανά έτος, ενώ στα πλαίσια ενός πενταετούς σχεδίου, το οποίο γνωστοποίησε η Βρετανία μετά τα γεγονότα στο Παρίσι η χώρα θα προμηθευτεί μια σειρά από νέα πολεμικά τζετ τύπου F-35 των 100 εκατ. δολαρίων έκαστο, αλλά και τα αμερικανικά drones Reaper, με σκοπό να δημιουργήσει ένα νέο στόλο από δεκάδες αεροσκάφη που θα επιχειρούν σε ολόκληρο τον κόσμο. Εταιρίες όπως η Lockheed Martin, η General Dynamics, η Boeing και η ΒΕΑ System αναμένουν τεράστια κέρδη από το νέο βρετανικό πλάνο. Επιπλέον, η βρετανική κυβέρνηση θα ρίξει εντός των επόμενων πέντε ετών ακόμη 1,9 δισ. λίρες στο ψηφιακό πεδίον των μαχών εναντίον του ISIS, επενδύοντας χρήμα και τεχνογνωσία για τις ψηφιακές απειλές και τις επιχειρήσεις εξαφάνισης των δραστήριων τζιχαντιστών από το διαδίκτυο.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, στο άκουσμα των ειδήσεων αυτών, η μετοχή της βρετανικής εταιρίας αεροναυπηγικής, άμυνας και έρευνας Qinetiq Croup Pic κέρδισε 10% σε μια μόνο συνεδρίαση του χρηματιστηρίου.
ΗΠΑ και Ρωσία απλώνουν ένα χαλί δισεκατομμυρίων στο όνομα της ασφάλειας
Ο πόλεμος κατά του ISIS -με τα εξαιρετικά αμφισβητούμενα αποτελέσματά του μέχρι σήμερα- δεν αποτελεί μόνο ευρωπαϊκή υπόθεση. Για την ακρίβεια, πρώτες οι ΗΠΑ ήταν εκείνες που μπήκαν στο «γαϊτανάκι» των συστηματικών βομβαρδισμών των θέσεων των τζιχαντιστών, και τα χρήματα που έχουν πέσει σε αυτό το μπαράζ επιθέσεων έχουν φέρει τεράστια κέρδη στη βιομηχανία όπλων. Τον Ιούλιο του 2015, το αμερικανικό Πεντάγωνο γνωστοποίησε ότι ο πόλεμος των ΗΠΑ κατά του Ισλαμικού Κράτους είχε κοστίσει μέσα σε έναν χρόνο το ποσό των 3 δισ. δολαρίων. Αυτό σήμαινε ότι καθημερινά ξοδεύονταν 9,4 εκατ. δολάρια, ενώ περισσότερα από 2 δισ. δολάρια δόθηκαν αποκλειστικά για τις ανάγκες της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας.
Επιπλέον, στα τέλη Νοεμβρίου του 2015, οι ΗΠΑ ήρθαν σε συνεννόηση με τη Σαουδική Αραβία για την πώληση οπλικών συστημάτων αμερικανικών εταιριών, συνολικής αξίας 1,9 δισ. δολαρίων. Στόχος της κίνησης αυτής ήταν η συνέχιση των σαουδαραβικών επιχειρήσεων στην Υεμένη. Φυσικά, τα χρήματα αυτά μοιάζουν ελάχιστα μπροστά στα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν στους πολυετείς πολέμους σε Αφγανιστάν (685,6 δισ. δολάρια) και Ιράκ (814,6 δισ. δολάρια), όμως αρκούν για να δώσουν τεράστια ώθηση στις πωλήσεις των κατασκευαστών όπλων και πυρομαχικών αλλά και στην αξία των μετοχών τους στα παγκόσμια χρηματιστήρια. Αξιοσημείωτο είναι ότι, από το 2013, η μετοχή της Northrop Crumman ενισχύθηκε κατά 160%, της Lockheed Martin κατά 150% και της Thales κατά 160%.
Εκτός από οπλισμό, αμερικανικές εταιρίες στέλνουν στην περιοχή χιλιάδες στρατιωτικούς συμβούλους και ειδικούς σε θέματα ασφαλείας, φυσικά με το αζημίωτο. Σύμφωνα με την εφημερίδα Wall Street Journal, εντός του 2014 μόνο στο Ιράκ υπολογίζεται ότι δρούσαν περίπου 5.000 ειδικοί απεσταλμένοι των αμερικανικών επιχειρήσεων άμυνας και ασφάλειας, με σκοπό να εκπαιδεύσουν τις ιρακινές ένοπλες δυνάμεις στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους. Όμως και η Ρωσία ρίχνει δεκάδες εκατομμύρια στον δικό της πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους αλλά και της συριακής αντιπολίτευσης, που μάχεται ταυτόχρονα τα στρατεύματα του Μπασάρ αλ Άσαντ και των τζιχαντιστών. Σύμφωνα με στοιχεία της υπηρεσίας παροχής στρατιωτικών πληροφοριών σε κυβερνήσεις και αμυντική βιομηχανία, IHS Jane’s, έως τα τέλη Οκτωβρίου το Κρεμλίνο είχε ξοδέψει 80-115 εκατ. δολάρια. Συγκριτικά με το συνολικό αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας, που φτάνει τα 50 δισ. δολάρια, το ποσό αυτό είναι πολύ μικρό, όμως όλα δείχνουν ότι η παρουσία της στην περιοχή, ιδιαίτερα μετά το θερμό επεισόδιο με την Τουρκία και την κατάρριψη ενός ρωσικού αεροσκάφους, πιθανότατα θα συνεχιστεί.
Χρυσές δουλειές και για τους λαθρέμπορους
Στις μπίζνες του πολέμου, ένα γενναίο κομμάτι της πίτας των κερδών καταλήγει στα χέρια των λαθρεμπόρων όπλων. Πολίτες, αντάρτες, παραστρατιωτικές οργανώσεις, μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, σκορπισμένες φυλές και αποκομμένες υπηρεσίες ασφαλείας αναζητούν διαρκώς όπλα και πυρομαχικά. Και οι διάφοροι λαθρέμποροι είναι εκεί για να τους τα παρέχουν. Ιδιαίτερα στο Ιράκ, σχεδόν κάθε σπίτι έχει τουλάχιστον ένα όπλο, είτε για προστασία είτε για συμμετοχή των κατοίκων του σε ένα από τα πολλά μέτωπα που έχουν ανοίξει εδώ και χρόνια στην περιοχή. Μάλιστα, οι τιμές των όπλων στη μαύρη αγορά κινούνται διαρκώς ανοδικά μετά την επέκταση των τζιχαντιστών.
Υπολογίζεται ότι ένα καλάσνικοφ κοστίζει περίπου 600-700 δολάρια, ενώ πριν δύο χρόνια πωλούνταν για 300 δολάρια. Τα αμερικανικά πυροβόλα όπλα Μ-16Α2 και Μ-4 carbine κοστίζουν 2.700 και 6.000 δολάρια αντίστοιχα. Στη Συρία οι δουλειές των εμπόρων όπλων πάνε τόσο καλά, όπου υπολογίζεται ότι τους δέκα τελευταίους μήνες του 2014 οι τιμές αυξήθηκαν κατά 90% και τα κέρδη περίπου κατά 60%.
Η προέλευση των συγκεκριμένων όπλων, που καταλήγουν κυριολεκτικά σε όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές, παραμένει ένα σκοτεινό μυστικό. Επισήμως, τα περισσότερα είναι περισσευούμενος οπλισμός κυρίως από τις δυτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη πριν την πτώση και το θάνατο του Μουαμάρ Καντάφι κι από τους αμερικανικούς πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, μεγάλο μέρος του οποίου διοχετεύεται στα μέτωπα μέσω Τουρκίας και Αιγύπτου. Όμως, δυστυχώς για την Ευρώπη, μερικούς μήνες πριν τους δεκάδες νεκρούς στο κέντρο του Παρισιού, είδε τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ να παραδέχεται μέσω του βιβλίου του δημοσιογράφου Ξαβιέ Πανόν «Στα παρασκήνια της γαλλικής διπλωματίας», ότι η Γαλλία έστειλε οπλισμό στη συριακή αντιπολίτευση το 2012, παραβιάζοντας στην ουσία το ευρωπαϊκό εμπάργκο εξοπλισμών που επιβλήθηκε ένα χρόνο πριν. Και με βάση τις μαρτυρίες ανθρώπων που βρίσκονται στην περιοχή, αρκετά από τα όπλα, που δόθηκαν για τη μάχη κατά του Άσαντ, κατέληξαν τελικά στα χέρια τζιχαντιστών, όπως εκείνων που σκόρπισαν το θάνατο στις 13 Νοεμβρίου στο Παρίσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου