του Μάρκου Βογιατζόγλου*
Αυτές τις μέρες το Συμβούλιο Εφετών εξετάζει μια περίεργη υπόθεση. Προ διμήνου, οι δικαστικές αρχές του Μιλάνου εξέδωσαν Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) ζητώντας την έκδοση πέντε Ελλήνων φοιτητών για την υποτιθέμενη συμμετοχή τους σε επεισόδια, κατά την διαδήλωση της Πρωτομαγιάς του 2015 στην ιταλική πόλη. Το Συμβούλιο Εφετων πρέπει να αποφασίσει εάν υφίσταται νομική βάση για την έκδοση των φοιτητών ή εάν θα δικαστούν στη χώρα μας, βάσει των στοιχείων που έχουν συλλέξει οι ιταλικές αρχές.
Ας το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής: οι Πέντε δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να εκδοθούν στην Ιταλία. Σημειώνω περιληπτικά τα κύρια επιχειρήματα που στηρίζουν αυτήν τη θέση:
Πρώτον, οι πράξεις οι οποίες αποδίδονται στους νεαρούς θα αντιμετωπίζονταν, στην Ελλάδα, ως πλημμελήματα (αντίσταση κατά της αρχής, φθορές, διατάραξη κοινής ειρήνης). Στην Ιταλία όμως, διώκονται βάσει του περιθρύλητου μουσολινικού άρθρου 419 του Ιταλικού Ποινικού Κώδικα «Devastazione e Saccheggio» («Ολοκληρωτική Καταστροφή και Λεηλασία»), ενός ιδιώνυμου κακουργήματος που επιφέρει ποινή κάθειρξης 8 έως 15 ετών. Το άρθρο αυτό εισήχθη το 1930 με προφανή στόχο να συνθλίψει οποιαδήποτε πράξη αντίστασης στο φασιστικό καθεστώς, παραμένει όμως εν ισχύ ακόμα και σήμερα.
Δεύτερον, οι πέντε φοιτητές δεν συνελήφθησαν επιτόπου: προσήχθησαν στο σωρό μια μέρα μετά τη διαδήλωση, και αφέθησαν ελεύθεροι δίχως να απαγγελθεί, φυσικά, κάποια κατηγορία. Μήνες μετά, οι Ιταλοί εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι βρήκαν στοιχεία που θεμελιώνουν τις κατηγορίες, στοιχεία όμως που μέχρι στιγμής μοιάζουν το λιγότερο ανεπαρκή.
Τρίτον, μιας και η ιταλική δικαιοσύνη λειτουργεί με ρυθμούς χελώνας (χειρότερους ίσως και από τη δική μας), εάν εκδοθούν οι πέντε θα προφυλακιστούν για πολλούς μήνες μέχρι να γίνει η δίκη τους. Είτε αθωωθούν, είτε καταδικαστούν για κάτι, οι ζωές των παιδιών αυτών θα πληγούν ανεπανόρθωτα – και το οικονομικό κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν οι οικογένειές τους θα είναι δυσβάσταχτο.
Τέταρτον, είναι η πρώτη φορά που το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης χρησιμοποιείται για πολιτική δίωξη. Έως τώρα η επίκλησή του γινόταν μόνο για βαρύτατα κακουργήματα, όπως ανθρωποκτονία, βιασμό, σωματεμπορία και ούτω καθεξής.
Έχει ενδιαφέρον όμως να εξετάσουμε και μιαν άλλη πτυχή του ζητήματος: Γιατί οι ιταλικές αρχές αποφάσισαν να ενεργοποιήσουν το «πυρηνικό όπλο» του ΕΕΣ για μιαν υπόθεση που, από νομικής άποψης, είναι μάλλον μικρής σημασίας και τετριμμένη;
Η απάντηση προϋποθέτει καλή γνώση της ιστορίας και λειτουργίας των ιταλικών κατασταλτικών μηχανισμών. Πρέπει να σημειωθεί, αρχικά, ότι τα «Μολυβένια Χρόνια» και το τραύμα των Ερυθρών Ταξιαρχιών κληρονόμησαν στη γείτονα χώρα ένα ιδιαίτερα αυστηρό νομικό πλαίσιο σε ό,τι αφορά την πολιτική διαμαρτυρία, αλλά και ένα υπερμεγέθες «Πολιτικό» τμήμα της Ιταλικής Ασφάλειας. Το τελευταίο, προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξή του σε εποχές σχετικής νηνεμίας, από καιρού εις καιρόν αναγορεύει διάφορα κινήματα και πολιτικούς χώρους σε -πραγματικούς ή φανταστικούς- κινδύνους για τη σταθερότητα του πολιτεύματος.
Στα χρόνια της κρίσης, ένας από τους εχθρούς που εντόπισαν οι Ιταλικές αρχές ήταν …η χώρα μας και τα κινήματά της. Η ιδιότυπη «ελληνοφοβία» θεμελιώθηκε στον πραγματικό φόβο των κυβερνώντων ότι η κοινωνική αναταραχή λόγω λιτότητας και περικοπών θα μπορούσε να μεταφερθεί και στην έτερη όχθη του Ιονίου, όπου η οικονομική και κοινωνική κατάσταση είναι επίσης δύσκολη. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν όμως για να τεκμηριωθεί το σενάριο δεν ήταν καθόλου αθώα. Από το 2011 και έπειτα, πληθώρα δημοσιευμάτων και διαρροών στον Ιταλικό τύπο έκαναν λόγο για Έλληνες ακτιβιστές που εκπαίδευαν, υποτίθεται, τους Ιταλούς σε δράσεις πολιτικής ανυπακοής, διεθνιστές αναρχικούς που έρχονταν σε συμφωνίες για κοινές δράσεις και ούτω καθεξής. Παρότι το επίπεδο των δημοσιευμάτων – κινούμενο συνήθως μεταξύ τερατολογίας και επιστημονικής φαντασίας – δεν μπορούσε παρά να προκαλεί γέλωτα, ένα κομμάτι της ιταλικής κοινής γνώμης επείσθη όντως ότι η κινηματική δράση έγινε αντικείμενο εισαγωγών-εξαγωγών μεταξύ των δύο χωρών.
Όπως συμβαίνει συχνά, όμως, έτσι και στην περίπτωση αυτή τα σενάρια περί διεθνών συνωμοσιών δεν ήταν παρά το μέσο για να εξυπηρετηθεί το πραγματικά ζητούμενο, δηλαδή η καταστολή των εγχώριων διαδηλωτών και ακτιβιστών. Αυτό ακριβώς έγινε και στην περίπτωση της πρωτομαγιάτικης διαδήλωσης του Μιλάνου. Αμέσως μετά την δίωξη των πέντε φοιτητών, οι Ιταλικές αρχές διέρρευσαν τα ονόματα και τις φωτογραφίες τους στον τύπο, μαζί με την (εντελώς ατεκμηρίωτη) υπόθεση ότι οι πέντε είχαν κάποιας μορφής δικτύωση με τους Ιταλούς διαδηλωτές που επίσης διώκονται για τη συμμετοχή τους στην ίδια πορεία. Η προφανής στόχευση ήταν να επιβαρυνθεί η θέση των τελευταίων ενόψει της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης.
Η εκτίμησή μου, λοιπόν, είναι ότι, παρά τα φαινόμενα, οι Ιταλοί εισαγγελείς ελάχιστα ενδιαφέρονται για τους πέντε Έλληνες. Τυχόν έκδοσή τους, όμως, θα είναι ιδιαιτέρως «χρήσιμη» για την καταστολή του Ιταλικού κινήματος ενάντια στη λιτότητα.
Την ώρα που γράφονται ετούτες οι γραμμές, μάθαμε το ιδιαίτερα ευχάριστο νέο πως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα έκδοσης των τεσσάρων εκ των πέντε φοιτητών. Ευελπιστούμε πως και για τους άλλους τρεις, το Συμβούλιο θα σεβαστεί τον νομικό πολιτισμό της χώρας μας, το νομικό πλαίσιο που διέπει το ΕΕΣ, την κοινή λογική αλλά και το συνταγματικά κατοχυρωμένο (τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία) δικαίωμα του συνέρχεσθαι και θα απορρίψει την έκδοσή τους. Οι δικαστικές αρχές της χώρας μας οφείλουν να αποτρέψουν την μετατροπή των πέντε νέων παιδιών σε αποδιοπομπαίους τράγους και σε μοχλό για την εξυπηρέτηση πολιτικών και δικαστικών σκοπιμοτήτων.
* Ο Μάρκος Βογιατζόγλου είναι πολιτικός επιστήμονας. Από το 2010 έως το 2015 έζησε στην Ιταλία και εργάστηκε ως ερευνητής στα πανεπιστήμια European University Institute και Scuola Normale Superiore και το κείμενο του δημοσιεύεται στον ιστότοπο «Ενθέματα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου