Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας καταθέτει στεφάνι στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, αμέσως μετά την άφιξή της στην Αθήνα (18/10/1944). Με το βέλος, οι υπουργοί του ΕΑΜ· στο βάθος δεξιά, το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία»
Συντάκτης: Τάσος Κωστόπουλος
«Μωρέ πού καταντήσαμε!»
Γιάννης Ζέβγος, μέλος της 4μελούς Γραμματείας του Π.Γ. της του ΚΚΕ
(2/9/1944, προσερχόμενος σε κυβερνητική δεξίωση στο Κάιρο)
Για πρώτη φορά υπουργούς της Αριστεράς η Ελλάδα γνώρισε ως γνωστόν το φθινόπωρο του 1944, με τα πέντε χαρτοφυλάκια του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας που σχηματίστηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1944: Οικονομικών (Αλέξανδρος Σβώλος), Εθνικής Οικονομίας (Ηλίας Tσιριμώκος), Εργασίας (Μιλτιάδης Πορφυρογένης), Γεωργίας (Γιάννης Ζέβγος) και Δημοσίων Εργων (Νίκος Ασκούτσης).
Η βραχύβια αυτή εμπειρία κατέληξε ως γνωστόν σε κρίση για τη διαδικασία αποστράτευσης του αντάρτικου, αποχώρηση του ΕΑΜ από την κυβέρνηση Παπανδρέου και εμφύλιο πόλεμο.
Από την ιστορική έρευνα γνωρίζουμε πολύ καλά τους σχεδιασμούς της βρετανικής κυβέρνησης και της εγχώριας Δεξιάς για μια ένοπλη αναμέτρηση με προδιαγεγραμμένη έκβαση.
Το πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Μαριόλη για την «αδύνατη ταξική ανακωχή» εκείνων των ημερών έχει επίσης αποτυπώσει μ’ εξαιρετική σαφήνεια την παγίδευση των ΕΑΜικών υπουργών σε μιαν αντιλαϊκή οικονομική πολιτική που υπαγορεύθηκε από τους Βρετανούς, ως προϋπόθεση για τη συνέχιση της επισιτιστικής βοήθειας.
Μετά τη Βάρκιζα, η κυβερνητική αυτή εμπειρία έμελλε ως γνωστόν να καταγγελθεί εσωκομματικά ως σοβαρό «δεξιό λάθος», ισοδύναμο με τη συνθηκολόγηση του Λιβάνου και της Καζέρτας.
Ουσιαστικά ασχολίαστη έχει περάσει, αντίθετα, μια άλλη πτυχή αυτής της ίδιας εμπειρίας, που αποτυπώνεται στα απομνημονεύματα γυναικείων κυρίως στελεχών του κινήματος: ο προβληματισμός για μια σειρά από αρνητικά φαινόμενα σύμφυτα με την άσκηση εξουσίας, όπως η ευνοιοκρατία, ο νεποτισμός ή το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ κομμουνιστικής ηγεσίας και βάσης.
Τα φαινόμενα αυτά ουδόλως αναιρούν φυσικά το βασικό ηθικό πλεονέκτημα της ΕΑΜικής παράταξης απέναντι στους αντιπάλους αλλά και τους κυβερνητικούς της εταίρους.
Το γεγονός, δηλαδή, ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν η μόνη αντιστασιακή οργάνωση που παρέμεινε μέχρι τέλους αντιμέτωπη με τα χιτλερικά στρατεύματα κατοχής και τους συμμάχους τους, πληρώνοντας έναν απίστευτο φόρο αίματος στον βωμό της απελευθέρωσης.
Παρέλαση για τα τρίχρονα του ΕΑΜ στην Καισαριανή, λίγο πριν από την απελευθέρωση (27/9/1944) | ΓΑΚ - ΑΡΧΕΙΟ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗ
Παρόμοιοι προβληματισμοί δεν ήταν άλλωστε δυνατό ν’ αναπτυχθούν παρά μόνο στο εσωτερικό ενός κινήματος που έθετε ως στρατηγικό στόχο του μια κοινωνία όχι μόνο ελευθερίας αλλά και ισότητας.
Ο,τι για τους αριστερούς της εποχής φάνταζε προβληματικό (η διαφορά π.χ. στο επίπεδο διαβίωσης απλών μαχητών και στελεχών), για τους υπόλοιπους ήταν κάτι το απόλυτα λογικό, αναμενόμενο κι αναπόφευκτο.
Το ίδιο «εξωτική» φαινόταν σε κάθε δεξιό, ακροδεξιό ή κεντρώο αστό η αμηχανία κάποιων κομμουνιστών, που είχαν περάσει τη μισή τουλάχιστον ζωή τους σε βαθιά παρανομία ή σε φυλακές κι εξορίες, απέναντι στην απότομη κοινωνική «αναβάθμισή» τους.
Φυσικά, όπως θα δούμε παρακάτω, η δυσανεξία αυτή δεν χαρακτήριζε τους πάντες.
Οπως σε κάθε μεταβατική περίοδο, έτσι και τότε μια μερίδα στελεχών όχι μόνο απόλαυσε αυτή τη σύντομη άσκηση εξουσίας, αλλά θεωρούσε και αυτονόητα τα προνόμιά της έναντι των κοινών θνητών.
Παρόμοιες διαφορές (σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα) περιλάμβανε άλλωστε, έστω και χωρίς να το πολυδιαφημίζει, το κοινωνικό σύστημα που είχε επιβληθεί στην ΕΣΣΔ μέσα στη δεκαετία του 1930· ένα σύστημα που δεν αποτελούσε μονάχα μοντέλο αλλά και βιωμένη εμπειρία για όσους είχαν αποφοιτήσει από τις εκεί σχολές της Κομιντέρν.
Από τη γιάφκα στην «Grand Bretagne»
Η γλαφυρότερη μαρτυρία για τις δυσκολίες της προσαρμογής κάποιων παλαίμαχων αγωνιστών στα καινούργια κοινωνικά τους καθήκοντα προέρχεται από τηνΚαίτη Ζεύγου, μέλος τότε της Κ.Ε. του ΚΚΕ και σύντροφο τουΓιάννη Ζέβγου, μέλους της ηγετικής τετράδας του κόμματος και υπουργού Γεωργίας στην κυβέρνηση Παπανδρέου.
Το πρώτο σοκ, γράφει, ήταν η αναγκαστική μετακόμιση από το παράνομο κρησφύγετό της («σε δική μας οικογένεια») στο αριστοκρατικότερο ξενοδοχείο της πρωτεύουσας:
«Οταν ήρθε ο Γιάννης στην Αθήνα φρόντισε να με βρει.
- Ξέρεις Καίτη, έχουν παραχωρήσει στα μέλη της Κυβέρνησης και τις οικογένειές τους καθώς και στους γύρω από την Κυβέρνηση, Σπηλιωτόπουλο, Κατσώτα κ.λπ. για σιγουριά, έναν όροφο στη “Μεγάλη Βρετανία”. Οι άλλοι πήγαν κιόλας με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ξέρουν πως είμαι παντρεμένος, πρέπει να έρθεις και συ μαζί μου.
- Τι είπες; Δεν είμαστε καλά. Και τι δουλειά έχω εγώ στη “Μεγάλη Βρετανία”! Δεν το κουνάω από δω. Δεν πάω πουθενά
- Βρε παιδί μου, βρε καλή μου, δεν γίνεται αλλιώς! Οι άλλοι με ρωτάνε τι γίνεται η γυναίκα σου; Γιατί δεν έρχεται κι αυτή εδώ; Βρίσκουμαι σε δύσκολη θέση. Αλλωστε όλο τον καιρό με τις φυλακές, τις εξορίες και τις παρανομίες βρισκόμασταν χώρια, χώρια νάμαστε και τώρα που μπορούμε νάμαστε μαζί!
– Δεν ξέρω, μια φορά εγώ στη “Μεγάλη Βρετανία” δεν πάω!
Λίγες φορές είδα τον Γιάννη τόσο θυμωμένο και πρώτη φορά μαζί μου. Πήρε το καπέλο του και χωρίς να πει ούτε ένα “γεια σου” σηκώθηκε κι έφυγε. Υστερα από λίγο πήρα μιαν ειδοποίηση από το Κόμμα: “Να πάρω το βαλιτσάκι μου και να πάω εκεί που είναι ο άντρας μου και ν’ αφήσω κατά μέρος αυτές τις ανόητες αντιρρήσεις”.
Τι νάκανα; Εδώ δε χωρούσε άρνηση. Αναγκάστηκα να συμμορφωθώ»
(«Με το Γιάννη Ζέβγο στο επαναστατικό κίνημα», Αθήνα 1980, σ.294-5).
Ακολούθησε η άβολη συνεστίαση με τους υπουργούς και -κυρίως- τις συζύγους τους, που προέρχονταν όλοι τους από ένα πολύ διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον:
«Μαζί με το Ζέβγο, στο ίδιο τραπέζι καθότανε και η Κα Εμμανουηλίδη, η Κα Θ. Τσάτσου και δεν ξέρω ποια ακόμα με τους άντρες τους. Ολες φρεσκοβγαλμένες από το κομμωτήριο, μακιγιαρισμένες, ντυμένες για την περίσταση με τα χρυσαφικά τους [...]. Κάθισα, μα ένιωθα σαν ξένο σώμα μέσα σε κείνο το περιβάλλον.
Μα τα βάσανά μου είχαν και συνέχεια. Σε λίγο, παρουσιάστηκε το γκαρσόνι με μια πιατέλα μακαρόνια λαχταριστά μεν, άκοπα δε. Ημουνα ή τουλάχιστον φαινόμουνα μεγαλύτερη από τις άλλες κυρίες, ίσως και η πρόθεση του γκαρσονιού να τιμήσει τη “δική μας”, ήλθε σε μένα να σερβιριστώ πρώτη.
Τρέχανε τα σάλια μου από τη μυρουδιά και τη θέα των μακαρονιών, ύστερα από τις στερήσεις της Κατοχής. Πώς όμως να σερβιριστώ έτσι άκοπα καθώς ήταν; Για σκέψου να κάνω καμιά αδεξιότητα και να γίνω ρεζίλι μπροστά σε τούτους τους Κολωνακιώτες και να σκεφτούν τι απολίτιστοι είναι αυτοί οι κομμουνιστές!
– Ευχαριστώ, λέγω στο γκαρσόνι. Δε θα πάρω μακαρόνια.
– Μα είναι πολύ ωραία, με φρέσκο βούτυρο, να σας σερβίρω λίγα να δοκιμάσετε.
Φαίνεται ότι το γκαρσόνι μπήκε στο νόημα. Είχε καταλάβει την πραγματική αιτία της άρνησής μου και χωρίς να περιμένει απάντηση μου γέμισε το πιάτο. Και γω που “δεν ήθελα”, βάζοντας στην τσέπη το φιλότιμο τα καταβρόχθισα μέχρις ενός» (σ.302-3).
Το τέλος των «βασάνων» ήρθε με τη μετακόμιση του υπουργικού ζεύγους σε πιο οικείο περιβάλλον:
«Μας πήρε ο Μανόλης Σιγανός, που ήταν ένα είδος συνοδός του Γιάννη, στο σπίτι της πεθεράς του. Εκεί μείναμε μέχρι το Δεκέμβρη» (σ.306).
Εκτός από καλούς τρόπους, τα υπουργικά πόστα απαιτούσαν ωστόσο και την ανάλογη αμφίεση:
● «Με κάλεσε ο Λευτέρης Βουτσάς, ταμίας της Ε.Π. της Αθήνας τότε.
–Με ειδοποίησαν οι “από πάνου” ότι δεν μπορεί, έτσι όπως ήλθαν τα πράγματα να γυρνάς με την γκαμπαρντίνα, ότι πρέπει να συμμορφωθείς για την περίσταση και ότι πρέπει να ντυθείς ανάλογα. [...] Σε δυο-τρεις μέρες μού παρουσιάστηκε η Θέτιδα, η γυναίκα του Σπύρου Κωτσάκη, μοδίστρα τότε, και με ένα ύφος πολύ κατηγορηματικό μού είπε ότι πήρε εντολή να με “συμμορφώσει”. Χωρίς και να με ρωτήσει πήγε μόνη της στα μαγαζιά, ψώνισε ύφασμα για ένα μαύρο ταγέρ, ένα μαύρο μαντώ, μια άσπρη μπλούζα, δε θυμάμαι αν και τίποτε άλλο και μία μαύρη τσάντα. Με πήρε σχεδόν από το χέρι και με πήγε στη μοδίστρα να μου πάρει μέτρα» (σ.303).
● «Και για τον εξωραϊσμό του Ζέβγου έγινε κάποια ανάλογη ιστορία με τη δικιά μου.
Αμα από το Κόμμα είδαν ότι παρουσιαζόταν παντού και πάντα με τα ρούχα της Κατοχής, του σύστησαν επανειλημμένα να φροντίσει για την περιβολή του. Αμα είδαν κι απόειδαν ότι τίποτε δε γίνεται πήγαν κι εδώ να εκβιάσουν την κατάσταση. Μίαν ωραίαν πρωίαν παρουσιάστηκε στο Γραφείο του Ζέβγου στο Υπουργείο ένας ράφτης με δείγματα από υφάσματα και μεζούρες για να του κόψει μια μαύρη φορεσιά.
Ο Γιάννης αγρίεψε. Μόνο που δεν τον έδιωξε. Δε δέχτηκε. Και επειδή δε βρέθηκε κανείς να τον πάρει από το χέρι, ο Ζέβγος έμεινε χωρίς βελάδα» (σ.305).
Συγγενείς και «προστατευόμενες»
Διαφορετικής τάξης απ’ αυτές τις χαριτωμένες τριβές υπήρξαν τα φαινόμενα οικογενειοκρατίας στη συγκρότηση των μεσαίων καθοδηγητικών οργάνων.
Χαρακτηριστικό δείγμα η 5η Αχτίδα της Αθήνας (Καλλιθέα-Ν. Σμύρνη και πέριξ): η γραμματέας της Ελένη Μανουσάκη («Κατσαρίδα») ήταν σύζυγος του δεύτερου γραμματέα, Τάσου Χαλκιαδάκη· στις συσκέψεις δε της Αχτιδικής Επιτροπής με τους επικεφαλής των συνοικιακών οργανώσεων μετείχε επίσης η αδερφή της, Βέτα Μανουσάκη, γραμματέας της ΚΟΒ Παλαιού Φαλήρου (Θωμάς Κουγιαγκάς, «Κόντρα στη φτώχεια και το φασισμό», Αθήνα 1989, σ.178 & 223· Μίκης Θεοδωράκης, «Οι δρόμοι του Αρχαγγέλου», Αθήνα 1986, τ.Α', σ.215-6).
Οι αυξημένες συνωμοτικές ανάγκες του αντικατοχικού αγώνα δικαιολογούσαν, βέβαια, σ’ έναν βαθμό τη στήριξη σε συγγενικά δίκτυα και την αυξημένη εχεμύθεια που αυτά συνήθως διασφάλιζαν.
Εξίσου αυτονόητη ήταν επίσης η τάση ζευγαρώματος μεταξύ αγωνιστών, ανθρώπων που μοιράζονταν την ίδια ιδεολογία, τις ίδιες φροντίδες και τους ίδιους κινδύνους.
Αυτές οι επιλογές μπορούσαν ωστόσο να οδηγήσουν σε καταστάσεις, όπως αυτή που περιγράφει στα απομνημονεύματά του ο Μίκης Θεοδωράκης:
«Στη γραμματεία του τομέα είμαστε τέσσερεις. Ο γραμματέας, η γυναίκα του, ο αδερφός του κι εγώ. Κάθε φορά που γινόμουν ενοχλητικός με διαφωνίες ή αντιρρήσεις, έλεγε ο γραμματέας: “Ψηφοφορία” και σήκωναν και οι τρεις, οικογενειακώς, το χέρι τους. Και έληγε η συζήτηση» (όπ.π., τ.Β', σ.38).
Εκτός από την ιδιάζουσα δυναμική της παρανομίας, οι συγγενικοί αυτοί δεσμοί μπορούσαν να οφείλονται και σε δομικότερους αρχαϊσμούς, κυρίαρχους τότε στην ελληνική κοινωνία.
Το διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, από μια παρεμπίπτουσα αναφορά της Μαρίας Καραγιώργη στα οικογενειακά κάποιων άλλων στελεχών:
«Κατά το τέλος του Νοέμβρη [1944] κατέβηκα κι εγώ στην Αθήνα. Το Πολιτικό Γραφείο βρήκε κάποιο αυτοκίνητο, έβαλαν μέσα τη μάνα του Μπαρτζιώτα και την αδερφή του τη Μαρία, εμένα με το μωρό και τον αδερφό του Καραγιώργη, που είχε απολυθεί από τον ΕΛΑΣ, και πήγαμε όλοι μαζί στην Αθήνα. Η Μαρία Μπαρτζιώτα παντρεύτηκε εκεί με τον Λουλέ, ο αδερφός της το είχε κανονίσει όσο ήταν στην Ακροναυπλία»
(«Από μια σπίθα ξεκίνησε», Αθήνα 2001, σ.277).
Απείρως σοβαρότερο πρόβλημα αποτέλεσε η τάση κάποιων ηγετικών στελεχών να συγκροτούν ολόκληρη «αυλή», από υφισταμένους που δεν δίσταζαν να κάνουν επίδειξη εξουσίας στον κομματικό, ΕΑΜικό αλλά και κοινωνικό τους περίγυρο.
Ως κατ' εξοχήν επιρρεπής σε αυτά καταγγέλλεται ο Βασίλης Μπαρτζιώτας (ή «Φάνης»), γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας από τον Απρίλη του 1943.
Η πιο καυστική από τις σχετικές μαρτυρίες προέρχεται από την πρόσφατα εκλιπούσα ΕΑΜίτισσα συγγραφέα Βούλα Δαμιανάκου. Η σκηνή που της έδωσε την αφορμή τοποθετείται χρονικά τον Γενάρη του 1945, κατά την αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα μετά τα Δεκεμβριανά:
«Συνεχίζοντας την πορεία μας προς τον Δομοκό είδαμε σταματημένο στον δρόμο ένα αυτοκίνητο ημιφορτηγό, φορτωμένο βαλίτσες και κιβώτια.
Οι επιβάτες του εχτός απ’ τον οδηγό ήταν όλοι κι όλοι δυο κοπέλες δεκαπεντάχρονες που έτυχε να τις γνωρίζω απ’ την Αθήνα: ήταν ακόλουθες της μαντάμ Μαίρης, που ήταν το πιο ευνοούμενο στέλεχος του Φάνη. Κι αυτήν την ήξερα.
Ηταν λιγνή, ικανή να ελίσσεται και να ξεσκονίζει, είχε κάμει φυλακή κάμποσα χρόνια και τώρα είχε μεγάλη εξουσία: ήταν γραμματίνα μιας τρανής αχτίδας της Αθήνας κι απανωτού προερχόταν απ’ την εργατική τάξη, αφού είχε κάμει υπηρέτρια κι είχε και την εύνοια του παντοδύναμου Φάνη.
Φορούσε ένα ωραίο πουλόβερ και μιλώντας το χάιδευε για να προκαλέσει την προσοχή, κι όταν έλεγες:
- Τι ωραίο του πουλόβερ σου! Απαντούσε:
- Δεν είναι δικό μου, είναι του Φάνη... της γυναίκας του.
Κι αφού το πουλόβερ που φορούσε ήταν του Φάνη... της γυναίκας του, τρέμε κόσμε, γιατί κρατάμε τα ιερά σύμβολα της εξουσίας»
(«Υπεύθυνη δήλωση», Αθήνα 1963, σ.527).
Συσσίτιο δύο ταχυτήτων
Συσσίτιο των συνέδρων στη 2η Πανθεσσαλική Συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ (1944) | ΑΣΚΙ - ΣΥΛΛΟΓΗ ΦΩΦΗΣ ΛΑΖΑΡΟΥ
Οι αυτοκριτικότερες επισημάνσεις αφορούν τις υλικές προεκτάσεις αυτών των σχέσεων εξουσίας.
Η πιο ενδιαφέρουσα μαρτυρία ανήκει κι εδώ στην Καίτη Ζεύγου και αφορά την ανισότητα του συσσιτίου μαχητών και στελεχών στην προσωρινή πρωτεύουσα του ΕΑΜ, ανάμεσα στον Δεκέμβρη και τη Βάρκιζα:
«Στα Τρίκαλα ο [οργανωτικός γραμματέας του ΚΚΕ, Γιάννης] Ιωαννίδης και ο Φάνης, με τις οικογένειές τους, εγκαταστάθηκαν στη Μητρόπολη. Αυτού ήταν η έδρα του κομματικού επιτελείου.
Τέθηκε και το Σχολείο στη διάθεση της [αθηναϊκής] προσφυγιάς. Σε μια μεγάλη αίθουσα στο ισόγειο εγκαταστάθηκε το εστιατόριο. Στον πρώτο όροφο τα Γραφεία. Εκεί έτρωγαν και τα μέλη της Κ.Ε. και ορισμένα άλλα ανώτατα στελέχη.
Οι αντιστασιακές οργανώσεις των Τρικάλων έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για ν’ ανταποκριθούνε στις ανάγκες των προσφύγων, μα δεν μπορούσανε να εξοικονομήσουνε για το καθημερινό συσσίτιο τίποτε καλλίτερο από φασόλια και φακές. Και να σκεφτεί κανείς πως ανάμεσα σ’ αυτούς τους πρόσφυγες ήταν και προσωπικότητες, επιστήμονες, καλλιτέχνες, συγγραφείς με πανελλήνιο κύρος.
Δεν ήταν ίδια τα πράγματα στο τραπέζι του πρώτου ορόφου. Εκεί και του πουλιού το γάλα, που λέει ο λόγος, για την εποχή που περνούσαμε. Και κοτόπουλα στο φούρνο, και τηγανητά αυγά και τυρί και κρασί...
Δε μπορούσα να χωνέψω αυτή την κατάσταση και μάλιστα όταν η διαφορά στη σίτιση ανάμεσα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο γινόταν αντιληπτή από τους συντρόφους που ανεβοκατέβαιναν και, παρ’ όλο που τότε δεν σχολίαζαν εύκολα τα τρωτά της ηγεσίας, τα ψου-ψου έπαιρναν και έδιναν.
Επιασα τη Δόμνα, τη γυναίκα του Ιωαννίδη, που ήταν αρχιτρίκλινος σ’ ό,τι αφορούσε το σιτισμό των μελών της Κ.Ε. και της είπα πως δεν είναι σωστό αυτό που γίνεται, αυτή η χτυπητή διαφορά ανάμεσα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο. Δεν ξέρω τι επακολούθησε, την άλλη μέρα όμως με κάλεσε ο Φάνης. Το ύφος του δεν προμηνούσε τίποτε το καλό.
Μούκανε μια μακροσκελή διάλεξη περί της ανάγκης του σεβασμού των στελεχών και της ιεραρχίας, της φροντίδας για την ηγεσία του Κόμματος και κάτι τέτοια, που μα την αλήθεια δεν καταλάβαινα γιατί μου τόλεγε (στο συγκεκριμένο γεγονός δεν είχε αναφερθεί), όταν καιόταν ο τόπος ένα γύρω από τα προβλήματα της προσφυγιάς. Μα δεν άργησα να μπω στο νόημα. Από την ίδια μέρα κιόλας όλα άρχισαν ν’ αλλάζουνε γύρω μου από την πλευρά του κύκλου του Ιωαννίδη».
Η τελική «τιμωρία» της ήρθε κατά το 7ο συνέδριο, τον Οκτώβριο του 1945, όταν ο οργανωτικός γραμματέας τη διέγραψε από τον κατάλογο των υποψήφιων μελών της Κ.Ε., με το σκεπτικό πως «είναι αντιηγετικό στοιχείο» (όπ.π., σ.341-3).
Η ανισότητα αυτή φαίνεται πάντως πως ήταν δομικότερο χαρακτηριστικό, όπως με ειρωνεία σχολιάζει στις αναμνήσεις της ομηρίας της η αριστοκράτισσα Αλεξάνδρα Κριεζή:
«Μας έδιδαν μίαν φοράν την ημέραν συσσίτιον από την “Λέσχην των Αξιωματικών”. Διεπιστώσαμε από τα λόγια μιας καθαρίστριας και ενός ελασίτου, όταν μας έφεραν ένα πιάτο σούπα και είπα “Τι καλή που είναι”, ότι το φαγί των αξιωματικών διέφερε από το φαγί των ελασιτών: “Α! Η δική σας έχει λάδι ενώ η δική μας είναι σκέτη”. Αυτή είναι η ισότης που διαλαλούσαν»
(«Μια μαρτυρία από τον εμφύλιο», Αθήνα 2015, σ.65).
Παρατηρούνταν δε όχι μόνο σε έκτακτες πολεμικές συνθήκες αλλά και σε «κανονικές», όπως η νόμιμη λειτουργία του κόμματος στα μεγάλα αστικά κέντρα μετά τη Βάρκιζα.
Το περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ένα απλό μέλος τού τότε κομματικού μηχανισμού, η ηθοποιός Καλή Καλό, στα δικά της απομνημονεύματα:
«Οσοι εργαζόμασταν εσωτερικά στο κόμμα τότε, τρώγαμε το συσσίτιο, το οποίο συνήθως ήτανε όσπρια, ελιές, σαρδέλες κ.λπ. Ημασταν πολύ ευτυχισμένοι, γιατί δουλεύαμε όλοι μαζί για ένα σκοπό, για ένα ιδανικό. Κι αν στερούμασταν γευστικές ή άλλες απολαύσεις, ούτε που μας ένοιαζε, γιατί τότε δεν σκεφτόμασταν τίποτε άλλο έξω απ’ το όνειρο της πανανθρώπινης ισότητας κι ελευθερίας.
Οταν, λοιπόν, έβλεπα την ώρα που εμείς τρώγαμε τις φακές και τα ρεβίθια, να φεύγουνε μεγάλοι δίσκοι με μπιφτέκια, σαλάτες, μπύρες, γλυκά κ.λπ. και να πηγαίνουν στα γραφεία του τελευταίου ορόφου, όπου ήτανε τα στελέχη της κεντρικής επιτροπής, Φάνης Μπαρτζιώτας, “Σωτήρης”, Ζαχαριάδης και άλλοι, ήταν επόμενο να μου γεννιούνται ερωτηματικά.
Και όταν έλεγα τις απορίες μου στον μπαρμπα-Λυκούρη, “γιατί εμείς τρώμε φακές και οι επάνω μπιφτέκια”, μου απαντούσε ήρεμα: “Μικρή συντρόφισσα, για να είσαι καλός κομμουνιστής, κάνε μέσα σου τις διεργασίες, βρίσκε σωστές απαντήσεις και... άκου, βλέπε, σώπα”»
(«Οσα δεν πήρε ο άνεμος. Η αυτοβιογραφία μιας θεατρίνας», Αθήνα 1998, σ.62-3).
Διευθυντικά διλήμματα
Κλωστοϋφαντουργοί της Νάουσας στις παραμονές του 8ου συνεδρίου της ΓΣΕΕ (1946) |
Εκτός από τα πολιτισμικά ή άλλα ζητήματα που γέννησε η μετατροπή των παλιών αγωνιστών σε φορείς δημόσιας εξουσίας, ακόμη σοβαρότερη πηγή προβληματισμού κατά τη σύντομη «λαοκρατία» του 1944 αποτελούσαν τα πρακτικά προβλήματα διαχείρισης μιας διαλυμένης ουσιαστικά οικονομίας.
Στις επαρχιακές ιδίως πόλεις, όπου από την απελευθέρωση μέχρι τη Βάρκιζα ο κρατικός μηχανισμός ταυτίστηκε με τις διοικητικές επιτροπές του ΕΑΜ, οι τελευταίες ήταν αναγκασμένες να αντιμετωπίσουν όχι μόνο μια δύσκολη επισιτιστική κατάσταση, αλλά και τις αντιθέσεις μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών συνιστωσών του αντιστασιακού κινήματος.
Αντιθέσεις (και συνακόλουθες αντιλήψεις και στρατηγικές) που μέχρι τότε είχαν τεθεί στο περιθώριο από τις συνθήκες και τις προτεραιότητες του κοινού αγώνα, αλλά μετά τη νίκη απαιτούσαν επίλυση προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Το ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε σήμερα, από το τμήμα του αρχείου του ΚΚΕ που φυλάσσεται στα ΑΣΚΙ (τ.κ. 408, έγγραφο φ:23/1/93), αποτυπώνει εξαιρετικά εύγλωττα αυτά τα διλήμματα.
Πρόκειται για επιστολή ανώτερου κομματικού στελέχους προς τον γραμματέα του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, Λεωνίδα Στρίγγο, συνταγμένη περίπου σαράντα μέρες μετά την απελευθέρωση της Νάουσας από τον ΕΛΑΣ (9/9/1944), με αντικείμενο τα προβλήματα λειτουργίας της εκεί εριουργίας Λαναρά-Κύρτση.
Το εργοστάσιο στη διάρκεια της Κατοχής παρήγαγε κυρίως για τη Βέρμαχτ και μετά την απελευθέρωση επαναλειτούργησε με καθεστώς εργατικής αυτοδιαχείρισης (Στέργιος Αποστόλου, «Η συμβολή της Νάουσας στην Εθνική Αντίσταση», Νάουσα 2006, σ. 280-281).
Σε αντίθεση με τις μετέπειτα εξιδανικευτικές περιγραφές, κατανοητές βάσει της σύγκρισης με όσα δραματικά ακολούθησαν, το περιεχόμενο της επιστολής καταγράφει με αφοπλιστική σαφήνεια τον πραγματικό προβληματισμό των ημερών, μεταξύ των παλαίμαχων επαναστατών που βρέθηκαν επιφορτισμένοι με τα καθήκοντα μιας δύσκολης διαχείρισης.
Υποσημειώνεται ότι το έγγραφο εντοπίστηκε σε δακτυλογραφημένο αντίγραφο, γεγονός που εξηγεί τόσο την ύπαρξη κάποιων κενών στη μεταγραφή του, όσο και την εμφανώς προβληματική αναπαραγωγή κάποιων σημείων του πρωτοτύπου από τον αντιγραφέα.
«Νάουσα 17-10-44
Αγαπητέ Αλέκο, γεια σου
Βρίσκομαι στη Νάουσα. Πέρασα από την Κόκοβα [Σφηκιά Ημαθίας, προσωρινή έδρα του Μ.Γ.] νύχτα και το πρωί έφυγα κι έτσι δεν πρόλαβα να σε δω. Τον Μάρκο [Βαφειάδη] τον είδα και μιλήσαμε.
Σχετικά με το εργοστάσιο θα σου είπε ο Αλέκος [Θόδωρος Παπαπαναγιώτου]. Ηρθα και γω εδώ και είδα τι γίνεται. Δυσκολίες μεγάλες, που πρέπει να τις υπερπηδήσουμε. Οπως καταλαβαίνεις μέχρι τώρα σ’ όλη μας τη ζωή κάναμε αγώνα κατά της κεφαλαιοκρατίας και τώρα έχουμε εργοστάσια που πρέπει να τα διευθύνουμε. Αυτό δεν είναι εύκολο, ούτε για μας ούτε, πολύ περισσότερο, για τους εργάτες.
Το εργοστάσιο το διευθύνει η Διοίκηση της Επαρχιακής Ε.Τ.Α. [Επιμελητείας του Αντάρτη] Βεροίας. Συναγωνιστές με ελάχιστη πείρα που μέχρι πριν λίγο καιρό την έδρα τους την είχαν στα βουνά. Διευθυντές δικοί μας είναι ο Κόκκινος, με λίγες τεχνικές γνώσεις εν σχέσει με άλλους και με ελάχιστη πολιτική πείρα. Επίσης υπάρχει ένας τεχνικός διευθυντής, ο Τάσος Κουσακτίδης -ήτανε και πρώτα- που έχει μεγάλες τεχνικές γνώσεις, που δείχνει ενδιαφέρον στο οποίο όμως δεν πρέπει να βασιζόμαστε, πάντως τον εκμεταλλευόμαστε και τον κολακεύουμε.
Υπάρχει επίσης η Επιτροπή των εργατών η οποία σχεδόν έχει περισσότερα δικαιώματα απ’ όλους. Αυτοί οι συναγωνιστές είναι πρόθυμοι, τρέχουν, αλλά δεν έχουν πείρα πολιτική και δυσκολεύονται να πειθαρχήσουν τους εργάτες ο οποίοι είναι μαθημένοι τόσα χρόνια να μη δουλεύουν και όταν δούλευαν -κατά περιόδους- κάνανε σαμποτάζ, όχι οργανωμένο και συνειδητό. Ετσι παρουσιάζονται πολλές απειθαρχίες, αδικαιολόγητες απουσίες και αρκετά σοβαρό τεμπέλιασμα. Πάντως καταβάλλονται μεγάλες προσπάθειες, ιδίως από την Π.Ε. του Κόμματος.
Επειδή εδώ οι συνδικαλιστικές και άλλες οργανώσεις νομίζουν ότι θα λύσουν το κοινωνικό πρόβλημα σε βάρος του εργοστασίου, καθημερινά έχουμε απ’ αυτές διάφορα αιτήματα και συνδυασμούς. Ετσι παραδείγματι χτες φέρανε 4 αρτεργάτες στο φούρνο του εργοστασίου για να απορροφηθούν οι άνεργοι και ζητούν να παίρνουν 12 κ. σιτάρι την ημέρα σύμφωνα με το νόμο. Δε ρώτησαν κανένα και σήμερα θα έχουν πόλεμο με το σωματείο.
Εγώ είμαι υποχρεωμένος -και όλη η Ε.Τ.Α.- να κάνουμε και πολιτική και συνδικαλισμό και απ’ όλα. Θα σου πω τη γνώμη μου και να μου πεις και συ: Οι εργάτες του εργοστασίου πλεονάζουν. Εαν δούλευαν κανονικά θα περίσσευαν πολλοί.
Επίσης από τους 1.400 περίπου οι 300 είναι συνταξιούχοι, [κενό] και αποσπασμένοι σε διάφορες οργανώσεις. Αυτοί όλοι, που δε δουλεύουν, παίρνουν τα [κενό (συσσίτιά;)] τους από το εργοστάσιο και όπως είναι φυσικό τρώνε και στις οργανώσεις και στο στρατό.
Απ’ την άλλη μεριά το εργοστάσιο δεν έχει έσοδα γιατί ο μόνος πελάτης του είναι ο Ε.Λ.Α.Σ. Τέλος, για να συνεχίσει το εργοστάσιο τη δουλειά χρειάζεται μαλλί και μαλλί δεν υπάρχει παρά ελάχιστο. Μαζεύουμε λίγο λίγο. Αν δεν έρθει θα σταματήσει και έτσι θα μείνει μόνο το βάρος της τροφοδοσίας των εργατών που και αυτή αρχίζει να γίνεται δύσκολη.
Ενέργειες για μαλλί κάναμε και στείλαμε τηλεγραφήματα παντού μέσω της Ο.Μ.Μ. [Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας]. Ρώτησε στην Ομάδα αν τα πήρανε και αν τα στείλανε, το ζήτημα επείγει.
Δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, σχετικά με το εργοστάσιο περνάμε μια μεταβατική και ασταθή περίοδο. Απ’ τη μια μεριά τροφοδοσία των εργατών με μεγάλη δυσκολία και από την άλλη παραγωγή για τον Ε.Λ.Α.Σ. χωρίς έσοδα. Αυτό πολλοί δεν θέλουν να το καταλάβουν και, όπως σου λέω στην αρχή, θέλουν να λύσουν το κοινωνικό πρόβλημα και να εφαρμόσουν κατά γράμμα τους εργατικούς νόμους.
Πάντως θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συμβιβάσουμε τα πράγματα. Βαμβάκι υπάρχει επί του παρόντος και [κενό] κανονίσαμε να ανταλλαχτεί με είδος για να καλυφθεί μέρος της τροφοδοσίας των εργατών.
Και τώρα ένα ζήτημα ατομικής σχεδόν φύσης. Στο ραδιόφωνο άκουσα ότι κατελήφθη η Αθήνα, καθημερινά ακούω νέα για την Αθήνα, και καταλαβαίνεις ότι το μυαλό μου τρέχει προς τα κει. Θα μου πεις ότι το καθήκον και οι ανάγκες επιβάλλουν να βρίσκομαι εδώ. Ναι αλλά σκέψου ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα στην Αθήνα, ότι είναι φυσικό να έχω πάρα πολλές γνωριμίες και μεγάλη επιρροή λόγω της προηγούμενης δράσης μου και της μακροχρόνιας εξορίας μου.
Αυτά νομίζω ότι θα συμβάλλουν πολύ στην πολιτική μου δράση αν είμαι εκεί. Σκέψου και κάνε ό,τι νομίζεις. Εγώ θα πειθαρχήσω στο κόμμα. Ο Αρκούδιος [;] τι λέει για την Αθήνα; Πέστου χαιρετίσματα καθώς και στον Δάμη, Ανθούλα, Μαρίκα κ.λπ..
Γεια σου
Νίκος Νικηφόρος
Δεν σου γράφω για την διανομή των ειδών του Εργοστασίου γιατί θα συζητήσουμε με τον Αλέκο, ο οποίος έγραψε και συνεννοηθήκαμε. Για τα γράμματα [πράματα;] που προορίζονται για την Κεντρική Μακεδονία φροντίζω να βρω δρόμο διά ξηράς και πιστεύω να το πετύχουμε. Είπα και στον Αλέκο να φροντίσει για δρόμο απ’ τη θάλασσα.
Σου στέλνω αντίγραφο των τηλεγραφημάτων που έστειλα προ ημερών στην Ο.Μ.Μ. να τα διαβιβάσει. Ρώτησε αν τα έστειλε και, αν όχι, δώσε να τα στείλουν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου