Του Άρη Χατζηστεφάνου
Οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες δεν έχουν κανένα κίνητρο να συνεργαστούν για τη δημιουργία εμβολίων και φαρμάκων για τον κορονοϊό. Κάποιος πρέπει να τους το επιβάλει.
Η ζωή είναι σαν ένα σούπερ μάρκετ σε περίοδο πανδημίας. Κάποιοι μπορεί να αγοράζουν τρόφιμα όχι μόνο για τον εαυτό τους, αλλά και για έναν γείτονα που δεν είναι σε θέση να κάνει τα καθημερινά του ψώνια. Κάποιοι άλλοι αδειάζουν τα ράφια με τα απολυμαντικά μαντιλάκια αφήνοντας απροστάτευτη ολόκληρη τη γειτονιά.
Το πρόβλημα, όπως εξηγούσε προ ημερών ο Βρετανός πρώην υφυπουργός Υγείας, Αρα Ντάρζι, είναι ότι στη μάχη της παρασκευής φαρμάκων για τον κορονοϊό ορισμένες από τις μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες του πλανήτη συμπεριφέρονται σαν εκείνο το γείτονά σου που καβάτζωσε χαρτί τουαλέτας για την επόμενη δεκαετία.
Περιμένοντας τις δοκιμές εμβολίων που μπορεί να διαρκέσουν έως και 18 μήνες, εξηγούσε ο Ντάρζι στον Guardian, οφείλουμε να στηριχτούμε σε δοκιμασμένα σκευάσματα τα οποία με μικρές τροποποιήσεις θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα του κορονοϊού. Αυτή η μάχη με τον χρόνο μπορεί να κερδηθεί χάρη σε εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ), οι οποίες με τη βοήθεια υπερυπολογιστών θα εξετάζουν τρομακτικό όγκο δεδομένων από εργαστηριακές μελέτες σε υπάρχοντα φάρμακα.
Το πρόβλημα είναι ότι κάποιες εταιρείες αρνούνται να προσφέρουν αυτές τις πληροφορίες, τις οποίες έχουν κατοχυρώσει με ευρεσιτεχνίες. Η ανθρωπότητα δηλαδή έχει και τον εγκέφαλο (υπερυπολογιστές) και τον τρόπο σκέψης (ΑΙ) για να λύσει ένα από τα πιο επείγοντα ζητήματα στη σύγχρονη ιστορία της, αλλά το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα της απαγορεύει την πρόσβαση στα δεδομένα που χρειάζεται να επεξεργαστεί.
Τα προβλήματα όμως δεν αφορούν μόνο τα εργαστηριακά δεδομένα. Οι πατέντες ουσιαστικά αποτρέπουν κάθε συνεργασία μεταξύ των ερευνητικών κέντρων μεγάλων εταιρειών, οι οποίες κρατούν τις ανακαλύψεις τους σαν επτασφράγιστο μυστικό για να αποκτήσουν μονοπωλιακό έλεγχο στην αγορά συγκεκριμένων φαρμάκων.
Θεωρητικά βέβαια οι φαρμακοβιομηχανίες δεν μπορούν να δρουν ανεξέλεγκτα. Σειρά διεθνών συνθηκών εμπορίου δίνει τη δυνατότητα σε κράτη να προσφέρουν σε τοπικές φαρμακοβιομηχανίες την άδεια παραγωγής γενόσημων, παρακάμπτοντας τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας των μεγάλων
φαρμακοβιομηχανιών. Το 2012 η κυβέρνηση της Ινδίας έδωσε στην εταιρεία Natco την άδεια παρασκευής αντικαρκινικού σκευάσματος, όταν έκρινε ότι η Bayer δεν έκανε αρκετά για να το προσφέρει στον πληθυσμό της Ινδίας σε λογική τιμή.
Αρκετές χώρες της Δύσης διαθέτουν ήδη από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σχετική νομοθεσία με την οποία μπορούν να ακυρώσουν τις πατέντες των εταιρειών για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, αλλά δεν την έχουν χρησιμοποιήσει σχεδόν ποτέ στην ιστορία τους. Η λύση του προβλήματος λοιπόν δεν αφορά μόνο τους επιστήμονες, αλλά (ίσως) πρωτίστως τους πολιτικούς.
Ήδη οι κυβερνήσεις της Χιλής και του Ισημερινού υιοθέτησαν προτάσεις νόμων που επιτρέπουν την άδεια παρασκευής γενόσημων φαρμάκων για την αντιμετώπιση του κορονοϊού ενώ οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και του Καναδά σκέφτονται να περιορίσουν τη δυνατότητα κατοχύρωσης δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας σχετικά με τον ιό. Προχωρώντας ένα βήμα περισσότερο το Ισραήλ επέτρεψε την εισαγωγή από την Ινδία του γενόσημου του kaletra, ενός φαρμάκου για τον ιό HIV που πιστεύεται ότι μπορεί να βοηθήσει ασθενείς του κορονοϊού. Το αποτέλεσα ήταν ότι η κατασκευάστρια εταιρεία AbbVie αναγκάστηκε να τερματίσει τη χρήση της πατέντας που είχε κατοχυρώσει για το συγκεκριμένο φάρμακο.
Σε ανάλογη υποχώρηση, ύστερα από διεθνή κατακραυγή, τράπηκε και ο αμερικανικός κολοσσός των φαρμάκων Gilead ο οποίος είχε προσπαθήσει να παρατείνει τη μονοπωλιακή εκμετάλλευση του Remdesivir – φάρμακο το οποίο χορηγείται σε ασθενείς του κορονοϊού και στη χώρα μας.
Το δεύτερο σημαντικό πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα είναι ο πολύτιμος χρόνος που χανόταν εδώ και δεκαετίες για την παραγωγή σχετικών εμβολίων λόγω των χαμηλών ποσοστών κέρδους που προσφέρουν στις φαρμακοβιομηχανίες.
Ως γνωστόν κάθε φάρμακο που χρησιμοποιείται μία φορά και δεν απαιτεί λήψη σε τακτά χρονικά διαστήματα προσφέρει πολύ χαμηλές δυνατότητες απόσβεσης της έρευνας σε μια εταιρεία – τουλάχιστον σε σχέση με τα μυθικά ποσοστά κέρδους στα οποία έχουν συνηθίσει οι μέτοχοί τους. Οι φαρμακοβιομηχανίες λοιπόν για να συνεχίσουν να έχουν αυτά τα κέρδη πρέπει είτε να προσφέρουν το εμβόλιο σε αστρονομική τιμή (γεγονός που μειώνει το μέγεθος της αγοράς στη οποία απευθύνονται) είτε να στρέψουν την έρευνά τους σε άλλα φάρμακα.
Όλα αυτά συμβαίνουν μάλιστα ενώ ένα πολύ μεγάλο τμήμα του κόστους για τη έρευνας που απαιτείται προσφέρεται απευθείας από τις τσέπες των φορολογούμενων. Σύμφωνα με υπολογισμούς του ερευνητή Τζέραλντ Πόσνερ, από το 1930 το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ έχει προσφέρει 900 δισεκατομμύρια δολάρια για έρευνες φαρμάκων τα οποία στη συνέχεια κατοχυρώθηκαν από ιδιωτικές εταιρείες. Στο διάστημα 2010 με 2016 οι σχετικές έρευνες δημόσιων φορέων των ΗΠΑ έφτασαν τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της οργάνωσης Patients for Affordable Drugs.
Το σύστημα λοιπόν αποθαρρύνει τη διεπιστημονική συνεργασία, ενώ ύστερα από κάθε μεγάλη ανακάλυψη (που συχνά στηρίζεται σε έρευνες δημόσιων φορέων) δίνει αγώνα ταχύτητας για τη μονοπωλιακή εκμετάλλευσή της. Με κάθε του κίνηση καθυστερεί την αντιμετώπιση της πανδημίας.
ΠΗΓΗ: Efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου