H πρώτη απεργία γυναικών
Η πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα», καταγράφοντας διάφορες απεργιακές κινητοποιήσεις, σημειώνει ότι στην απεργία των εργατών των καρεκλοποιών «προσετέθη μεγαλυτέρα απεργία εν τοις μεγάλοις εργοστασίοις της νηματοκλωστικής και υφαντικής».
Οι δραματικές απώλειες των λαϊκών εισοδημάτων από την ένταξη του εθνικού νομίσματος στη «ζώνη» του γαλλικού φράγκου, μια προδρομική του ευρώ νομισματική ένωση του 19ου αιώνα, προκάλεσαν «έκρηξη» εργατικών κινητοποιήσεων και τις πρώτες απεργίες γυναικών στην Ελλάδα.
Το μεγάλο απεργιακό «κύμα» εκδηλώθηκε, τον Νοέμβριο του 1882, κυρίως στο αναπτυσσόμενο, τότε, βιομηχανικό κέντρο του Πειραιά και στην Πάτρα, αμέσως μετά την αιφνιδιαστική απόφαση της κυβέρνησης Χ. Τρικούπη να κυκλοφορήσουν νέες δραχμές, υποτιμημένες κατά 12% σε σχέση με τις παλαιές.
Ετσι, παρότι δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα γι’ αυτή την πρώτη απεργία των εργατριών σε κλωστοϋφαντουργίες και ραφτάδικα, πέραν από τις εκβιαστικές πιέσεις των εργοδοτών για να την σταματήσουν, πληροφορούμαστε, από τις εφημερίδες της εποχής, ότι αίτημά τους ήταν να πληρώνονται «εις νέας δραχμάς».
Αυτό ήταν πολύ σημαντικό, διότι μετά την υποτίμηση, η αξία των πενιχρών ημερομισθίων τους είχε μειωθεί, με αποτέλεσμα να γίνεται δύσκολη ακόμα και η αγορά βασικών καταναλωτικών αγαθών.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να πούμε ότι η υποτίμηση έγινε επειδή με Διάταγμα, που εκδόθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1882, ορίστηκε το εξής: Από την 1η Νοεμβρίου θα εφαρμοζόταν ένα νέο νομισματικό σύστημα βασισμένο στην ταύτιση της δραχμής με το χρυσό γαλλικό φράγκο, με ισοτιμία ένας προς ένα.
Για τον σκοπό αυτό η νέα δραχμή περιείχε 0,29 γραμμάρια χρυσού, όσο και το γαλλικό φράγκο, ενώ κάθε παλαιά δραχμή υπολογιζόταν πλέον προς 0,89 λεπτά της νέας. Ετσι, οι εργαζόμενοι, που το μεροκάματό τους ήταν λίγες δραχμές, έχαναν περισσότερα από 55 λεπτά στις 5 δραχμές και τα είδη πρώτης ανάγκης, που κόστιζαν μερικά λεπτά, γίνονταν πλέον ακριβότερα γι’ αυτούς.
Αυτό το σύστημα υπαγορευόταν από τη Λατινική Νομισματική Ενωση, η οποία συγκροτήθηκε, με βάση τη συμφωνία που υπέγραψαν, στις 23 Δεκεμβρίου 1865, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ιταλία και η Ελβετία. Ξεκίνησε να εφαρμόζεται από την 1η Αυγούστου 1866 και σταδιακά εισήλθαν σε αυτήν πολλές χώρες της Ευρώπης αλλά και της Νοτίου Αμερικής.
Η Ελλάδα συνυπέγραψε, το 1868, τη Σύμβαση και την κύρωσε με νόμο τον Νοέμβριο του 1869. Ομως, με διάφορες προφάσεις καθυστερούσε την έναρξη εφαρμογής της, προφανώς διότι γινόταν αντιληπτό ότι θα προκαλείτο μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία.
Ωστόσο, η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπ, προχώρησε αιφνιδιαστικά στην άμεση εφαρμογή του νέου συστήματος. Αυτό έγινε διότι, όπως αναγνώρισε, στις 31 Οκτωβρίου, στη Βουλή, ο υπουργός Οικονομικών Π. Καλλιγάς, με τη μετατροπή της παλαιάς δραχμής σε νέα, «ήτοι διά της προσθήκης 12%» επί των εσόδων σε συνδυασμό με μια σειρά νέων φόρων, που έπλητταν πρωτίστως τα λαϊκά εισοδήματα (στον καπνό, στα τσιγαρόχαρτα, στο κρασί και στα άλλα οινοπνευματώδη ποτά), θα διαμορφωνόταν πλεονασματικός προϋπολογισμός.
Ο ίδιος ο Τρικούπης αναφέρθηκε, όπως γίνεται πολλές φορές και στις μέρες μας, σε «διεθνείς υποχρεώσεις», τις οποίες «δεν εξετελέσαμεν, αλλά πολλάκις παρατείναμεν την αναβολήν της εκπληρώσεως αυτών» και, παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, επέμεινε στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής.
Μάλιστα, όταν με πρωτοβουλία βουλευτών της αντιπολίτευσης κατατέθηκε ρύθμιση για να αναβληθεί η νομισματική αλλαγή, έδωσε στο «όχι» χαρακτήρα ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, πετυχαίνοντας να απορριφθεί η πρόταση με 117 ψήφους κατά και 100 υπέρ.
Σε αυτή την ψηφοφορία φάνηκε ότι τουλάχιστον τότε οι λεγόμενοι «δημοκρατικοί» βουλευτές δεν αποτελούσαν συγκροτημένη ομάδα. Ετσι, ο Πατρινός Α. Ρηγόπουλος, που φαίνεται ότι είχε γνωρίσει τον Καρλ Μαρξ στο Λονδίνο, ψήφισε υπέρ της πρότασης, ενώ οι Αλ. Πετσάλης και Γ. Φιλάρετος, ο πρώτος που αμφισβήτησε και τυπικά τη μορφή του πολιτεύματος (βασιλευομένη δημοκρατία), συμπορεύτηκαν με την κυβερνητική παράταξη, ψηφίζοντας κατά.
Τελικά, αυτή η πολιτική θα οδηγήσει σε μεγάλη οικονομική κρίση, που διήρκεσε δύο χρόνια, ξεκινώντας, ουσιαστικά, από τους πρώτους μήνες του 1883, οπότε άρχισαν να πολλαπλασιάζονται οι πτωχεύσεις βιομηχανιών και εμπορικών επιχειρήσεων ενώ μέσα σε έναν χρόνο δεκάδες εργοστάσια αναγκάστηκαν να κλείσουν [Πηγή: «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τ. ΙΔ΄, Εκδοτική Αθηνών 1977, σσ. 20-21].
Βέβαια, τα «δείγματα» φάνηκαν από τις πρώτες μέρες της νομισματικής αλλαγής, καθώς, σε συνδυασμό με τις… συνήθεις κερδοσκοπικές κινήσεις, τα είδη πρώτης ανάγκης αυξήθηκαν ακόμα και κατά 30%, επιβαρύνοντας τους εργαζόμενους που τα μεροκάματά τους έμεναν καθηλωμένα. Ετσι, από την πρώτη μέρα εφαρμογής της «νέας δραχμής» εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιδράσεις.
Στην Πάτρα το πρωί της Δευτέρας 1η Νοεμβρίου γίνεται συγκέντρωση και πορεία στη Νομαρχία, ενώ το απόγευμα της ίδιας μέρας συνεδριάζει εκτάκτως το Δημοτικό Συμβούλιο και ζητάει από την κυβέρνηση την ανάκληση της απόφασής της. Θα ακολουθήσει ανάλογο διάβημα του τοπικού Εμπορικού Συλλόγου [Πηγή: εφημ. της Πάτρας «Επί τα Πρόσω» και «Εργάτης»].
Στην αχαϊκή πόλη θα γίνουν τις επόμενες μέρες και άλλα συλλαλητήρια και μάλιστα σε ένα από αυτά θα απειληθεί αιματοχυσία καθώς θα υπάρξει παρέμβαση των «οργάνων της εξουσίας» για να διαλύσουν την συγκέντρωση. Οι πολίτες θα αντισταθούν «προτείναντες όπλα», αλλά ευτυχώς οι χωροφύλακες θα υποχωρήσουν και θα αποφευχθεί η συμπλοκή [Πηγή: εφημ. «Εθνικό Πνεύμα»].
Επίσης, έφιπποι χωροφύλακες και αστυνομικοί θα διαλύσουν, βίαια, συλλαλητήριο φοιτητών στα προπύλαια του Πανεπιστημίου «κατά των οικονομικών μέτρων της κυβέρνησης», όπως έγραφε η αντιπολιτευόμενη εφημερίδα «Εθνικό Πνεύμα» (φ. 9.11.1882).
Παράλληλα, θα ξεκινήσουν και μια σειρά από απεργιακές κινητοποιήσεις. Από διάφορες πηγές πληροφορούμαστε ότι προχώρησαν σε απεργία οι οικοδόμοι, οι καρεκλοποιοί, οι βιβλιοδέτες, οι καπνεργάτες, οι τεχνίτες στα μεγάλα μηχανουργεία του Πειραιά, οι τυπογράφοι και οι εργάτες των υποδηματοποιών (τσαγκάρηδες). Ολοι απαιτούσαν αυξήσεις, το λιγότερο κατά 12%, ώστε να πληρώνονται σε «νέες δραχμές».
Οι πρώτοι που αποδέχτηκαν να πληρώσουν τους εργάτες σε νέες δραχμές ήταν οι ιδιοκτήτες των μηχανουργείων του Πειραιά Γ. Βασιλειάδης, Τζων Μακ Δούαλ, Αχ. Κούπας και του σιδηροδρόμου Αθηνών - Πειραιώς. Ακολούθησαν οι ατμοπλοϊκές εταιρείες.
Σε αυτούς τους κλάδους οι απεργοί επέστρεψαν στις εργασίες τους δικαιωμένοι.
Αντίθετα, σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις οι εργοδότες ακολούθησαν εκβιαστικές μεθοδεύσεις είτε απολύοντας τους εργάτες που ήταν μέλη του Σωματείου τους, όπως στα υποδηματοποιεία, είτε προχωρώντας σε ανταπεργία, κλείνοντας τις επιχειρήσεις τους όπως έγινε στα βιβλιοδετεία.
Οι πρώτες απεργίες εργατριών
Μέσα σε αυτό τον απεργιακό «πυρετό» γίνονται και οι πρώτες απεργίες των εργατριών.
Η πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα», καταγράφοντας (φ. 16.11.1882) διάφορες απεργιακές κινητοποιήσεις, σημειώνει ότι στην απεργία των εργατών των καρεκλοποιών «προσετέθη μεγαλυτέρα απεργία εν τοις μεγάλοις εργοστασίοις της νηματοκλωστικής και υφαντικής».
Παρακάτω αναφέρεται ότι «αι εργάτριαι των ανωτέρω καταστημάτων ζητούσι την πληρωμήν των ημερομισθίων εις νέας δραχμάς, άλλως δεν εννοούσι να εργάζονται». Από το ίδιο δημοσίευμα μαθαίνουμε πως οι περισσότεροι εργοστασιάρχες προσανατολίζονταν να απορρίψουν το αίτημα των εργατών και των εργατριών με το πρόσχημα ότι δεν είχαν αυξήσει τις τιμές των παραγόμενων προϊόντων.
Η συγκεκριμένη εφημερίδα –όπως και οι περισσότερες της εποχής– στρέφεται κατά των απεργών, δικαιολογεί τη στάση των εργοδοτών, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Κακήν οδόν ετράπησαν αι εργατικαί τάξεις εν Ελλάδι».
Πραγματικά, στην καλύτερη περίπτωση, οι εφημερίδες παρουσίασαν ασχολίαστη την είδηση, γράφοντας μόνο ότι «[…] και αι εργάτριαι των εν Πειραιεί εργοστασίων εκήρυξαν απεργίαν, ζητούσαι να πληρώνονται εις νέας δραχμάς» [εφημ. «Νέα Εφημερίς», φ.16.11.1882 και «Στοά» φ.17.11.1882].
Το αποτέλεσμα της απεργίας δεν είναι γνωστό. Αντίθετα, από τις τοπικές εφημερίδες της Πάτρας φαίνεται ότι θετικά αποτελέσματα είχε η απεργία στα ραφτάδικα. Σε αυτές (εφημ. «Επί τα Πρόσω») διαβάζουμε ότι οι ραπτοεργάτες ξεκίνησαν απεργία, ζητώντας αυξήσεις κατά 25%. Μάλιστα, φαίνεται ότι υπήρξαν και επεισόδια, που οδήγησαν σε επέμβαση της αστυνομίας, όταν σε κάποιο ραφείο ο εργοδότης επιχείρησε να απασχολήσει απεργοσπάστη.
Στα δημοσιεύματα δεν αναφέρεται ξεκάθαρα εάν συμμετείχαν στην απεργία και οι ράφτρες αλλά αυτό προκύπτει από δύο στοιχεία: α) οι απεργοί, αφού έκαναν περιφρούρηση, δεν θα δέχονταν απεργοσπασία ούτε από τις γυναίκες και β) η εφημερίδα θεωρώντας αδικαιολόγητη την απεργία… δεν εξαιρούσε τις γυναίκες διερωτώμενη «τι θα γίνει εάν φέρουν οι εργοστασιάρχες ράπτες και ράπτρες από τη Βιέννη;» Τελικά, η απεργία τελείωσε με τη νίκη των εργαζόμενων, που πήραν αυξήσεις 12%, καλύπτοντας έτσι την υποτίμηση του νομίσματος.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να πούμε ότι εκείνα τα χρόνια οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, ενώ αποκλείονταν από εμπορικές εργασίες.
Στην ουσία η συντριπτική πλειονότητά τους παρέμενε, υποχρεωτικά, στο σπίτι και μόνο κορίτσια φτωχών οικογενειών, κυρίως από επαρχία, αναζητούσαν, αναγκαστικά, δουλειά σε κάποιο εργοστάσιο, κυρίως κλωστοϋφαντουργίες ή μεταξουργεία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1875 από το σύνολο των εργατών των ατμοκίνητων βιομηχανιών της χώρας το 16,7% ήταν ενήλικες γυναίκες και το 7,3% ανήλικες, δεδομένου ότι τότε η παιδική εργασία ήταν κάτι συνηθισμένο για τα παιδιά των φτωχών οικογενειών, καθώς, μάλιστα, δεν είχε θεσπιστεί υποχρεωτική εκπαίδευση.
Συγκεκριμένα, στα ατμοκίνητα εργοστάσια εργάζονταν, τότε, συνολικά 7.342 εργάτες. Από αυτούς ήταν οι 4.959 άνδρες (ποσοστό 67,5%), 1.231 γυναίκες (ποσοστό 16,7%), 629 παιδιά (αγόρια) (ποσοστό 8,5%) και 524 κορίτσια (7,3%).
Οι περισσότερες γυναίκες, ενήλικες και ανήλικες (515 ενήλικες και 304 ανήλικες, σύνολο 819) εργάζονταν στα 12 μεταξουργεία της χώρας. Ακολουθούσαν τα 18 κλωστήρια, όπου εργάζονταν 608 γυναίκες (447 ενήλικες και 161 ανήλικες) και τα δύο υφαντήρια, όπου εργάζονταν 184 ενήλικες γυναίκες.
Λιγότερες γυναίκες εργάζονταν σε υαλουργεία, εκκοκκιστήρια, αλευρόμυλους κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι τρία χρόνια νωρίτερα, οπότε εγκαινιάστηκε στον Πειραιά η μεγάλη κλωστοϋφαντουργία των αδελφών Ρετσίνα, εργάζονταν 100 εργάτριες και 50 εργάτες.
Μάλιστα, η τοπική εφημερίδα «Ποσειδών» (φ. 8.12.1872) έγραφε ότι Πειραιώτες βιομήχανοι αναζητούσαν να προσλάβουν εργάτριες αλλά δεν έβρισκαν.
Από το σύνολο των ενήλικων εργατριών, μόλις οι 278 (22,5%) ήταν εγγράμματες και οι 953 αγράμματες (ποσοστό 77,5%), ενώ από τις ανήλικες εργάτριες οι 437 (ποσοστό 83,3%) ήταν αγράμματες [Τα στοιχεία από το «Αλέξανδρος Μανσόλας, Απογραφικαί πληροφορίαι περί των εν Ελλάδι ατμοκινήτων βιομηχανικών καταστημάτων», Αθήνα 1876].
Οι συνθήκες δουλειάς ήταν για όλους άσχημες, αλλά για τις γυναίκες ακόμα χειρότερες.
Οπως περιέγραφε το πρώτο γυναικείο περιοδικό, με το όνομα «Εφημερίς των Κυριών», που εξέδιδε η Καλλιρόη Παρρέν, οι εργάτριες στην κλωστοϋφαντουργία των αδελφών Θεόδωρου και Αλέξανδρου Ρετσίνα, που εξελίχτηκε στην κορυφαία του κλάδου, εργάζονταν καθημερινά 12 ώρες (!) [«Εφημερίς των Κυριών», τεύχος αριθμ. 28, 13 Σεπτεμβρίου 1887].
Η βάρδια ξεκινούσε τον χειμώνα στις 6 το πρωί και τελείωνε στις 6.30 το βράδυ με μισή ώρα ανάπαυση. Το καλοκαίρι άρχιζε στις 5 το πρωί και τελείωνε στις 6.30, αλλά με μιάμιση ώρα ανάπαυση. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι κορίτσια από 8 ετών μέχρι γυναίκες 40 ετών παρέμεναν όρθιες, σχεδόν μη κινούμενες, για 12 ολόκληρες ώρες!
Στο υφαντήριο «η συνώθησις είναι όντως ασφυκτική». Υπήρχαν 120 αργαλειοί τοποθετημένοι σε απόσταση μόλις μισού μέτρου ο ένας από τον άλλον, με τρόπο «ώστε η δυστυχής εργάτις μόλις δύναται να κινηθή εν τω περιορισμένω τούτω υπό την κυριότητά της χώρω».
Ο χώρος δεν εξαεριζόταν ενώ και την ώρα της ανάπαυσής τους οι εργάτριες παρέμεναν στη θέση τους καθώς δεν υπήρχε ειδικός χώρος για το διάλειμμά τους.
Μέσα σε αυτές τις ανθυγιεινές συνθήκες, δουλεύοντας εξοντωτικά, έπαιρναν πολύ μικρότερο μεροκάματο από τον άνδρα. Στην αρχή έπαιρναν μεροκάματο 50 λεπτών, ενώ το ψωμί είχε φτάσει να πωλείται μετά τις ανατιμήσεις 35-40 λεπτά.
Δηλαδή, η εργασία μιας ημέρας έφτανε, μετά βίας, για την αγορά μιας οκάδος ψωμί. Επειτα από δύο ή τρία χρόνια, το μεροκάματο έφτανε στη 1 δραχμή και αργότερα στις δύο δραχμές.
Τα ημερομίσθια των ανδρών ήταν σε καλύτερα επίπεδα καθώς ξεκινούσαν από τη 1,50 δραχμή και έφταναν, ανάλογα και με την ειδικότητα, ως τις 10 δραχμές. Οσο για τα ανήλικα παιδιά, εκεί η εκμετάλλευση ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς το μεροκάματο ξεκινούσε από 40 λεπτά και έφτανε μέχρι τη 1,50 δραχμή.
Εκείνα τα χρόνια είχε αρχίσει η συγκρότηση των εργατών σε σωματεία, αδελφότητες ή συντεχνίες και αποκτώντας ταξική συνείδηση ξεκινούσαν να διεκδικούν οργανωμένα τη βελτίωση των συνθηκών δουλειάς τους. Απ’ όσα είναι γνωστά, αυτές οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν δέχονταν τις γυναίκες, ακόμα και εάν εργάζονταν στον ίδιο χώρο με τους άνδρες.
Γι’ αυτό, υποθέτουμε ότι οι πρώτες απεργίες γυναικών, που γίνονται τον Νοέμβριο του 1882, δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας οργανωμένης συνδικαλιστικής δράσης. Πιθανότατα ακολουθήθηκε το παράδειγμα των ανδρών ή ακόμα και των πιέσεών τους, καθώς αυτοί κατείχαν στα εργοστάσια τις θέσεις προϊσταμένων και επιτηρητών των γυναικών.
Αλλωστε, η επόμενη γνωστή απεργιακή κινητοποίηση γυναικών έχει καταγραφεί να γίνεται 10 χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1892, πάλι στην κλωστοϋφαντουργία των αδελφών Ρετσίνα, ύστερα από μια προσπάθεια μείωσης του πενιχρού μεροκάματού τους [βλ. «Εφημερίδα των Συντακτών», «Νησίδες», «Οταν οι γυναίκες μπήκαν στους εργατικούς αγώνες», φ. 4-5/3/2017].
ΕΦΣΥΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου