Από Armyvoice News
Το καθεστώς της μη διάδοσης των πυρηνικών καταρρέει – τα κράτη πρέπει να καταβάλουν επείγουσα προσπάθεια για να αναζωογονήσουν την συμφωνία NPT
Των Toby Dalton and Ariel Levite*
Το παγκόσμιο σύστημα για την πρόληψη της διάδοσης των πυρηνικών [όπλων] και την προώθηση του αφοπλισμού αρχίζει να ξεφτίζει. Μολονότι το καθεστώς μη διάδοσης διατηρείται για πάνω από μισό αιώνα, περισσότερες χώρες αποκτούν ευαίσθητα πυρηνικά υλικά και τεχνολογία μέσω της παράνομης αγοράς και του προνομιακού εμπορίου.
Τον Μάιο του 2021, για παράδειγμα, η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Agency, IAEA) ανέφερε ότι το Ιράν είχε συγκεντρώσει δέκα κιλά υψηλά εμπλουτισμένου ουρανίου και είχε περιορίσει αυστηρά την πρόσβαση στις πυρηνικές του εγκαταστάσεις.
Και τον Οκτώβριο του 2021, η Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν μια νέα στρατηγική συνεργασία (AUKUS), η οποία θα κάνει την Αυστραλία το πρώτο μη πυρηνικό κράτος στην ιστορία που θα λάβει καύσιμα υψηλού εμπλουτισμού για πυρηνικά υποβρύχια. Είναι απίθανο η Αυστραλία να εκτρέψει αυτό το ουράνιο για να φτιάξει βόμβες, αλλά δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμεν
Αυτές οι δύο περιπτώσεις είναι αντιπροσωπευτικές των αυξανόμενων προκλήσεων που αντιμετωπίζει το σύστημα μη διάδοσης. Ιστορικά, το πλαίσιο που τέθηκε σε ισχύ από την Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (Nuclear Non Proliferation Treaty, NPT) του 1970, για να πετύχει βασιζόταν στα όρια ανάπτυξης και στην διεθνή παρακολούθηση του εμπλουτισμού ουρανίου και της επανεπεξεργασίας πλουτωνίου.
Αλλά η εξάπλωση αυτών των ευαίσθητων πυρηνικών υλικών και τεχνολογιών υποβαθμίζει ουσιαστικά και τις δύο διαδικασίες. Είναι ολοένα και πιο δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ των πυρηνικών προγραμμάτων που έχουν σχεδιαστεί για ειρηνικούς σκοπούς και εκείνων που στοχεύουν να παραγάγουν βόμβες.
Η εργαλειοθήκη της ΙΑΕΑ για να ανιχνεύει την ανησυχητική δραστηριότητα, να την επισημαίνει, και να την αντιμετωπίζει διπλωματικά κινδυνεύει να αχρηστευθεί.
Για να αποκατασταθεί ο ρόλος του καθεστώτος μη διάδοσης [των πυρηνικών όπλων] ως προπύργιο της παγκόσμιας σταθερότητας, οι διεθνείς θεσμοί για τη μη διάδοση και τα κράτη χρειάζονται νέους τρόπους παρακολούθησης και αντιμετώπισης της ανάπτυξης πυρηνικών όπλων.
Αυτό απαιτεί μια καινοτόμο προσέγγιση για την παρακολούθηση και τον περιορισμό της επικίνδυνης δραστηριότητας. Δεδομένου όμως ότι περισσότερες χώρες αποκτούν ή παράγουν ουράνιο υψηλού εμπλουτισμού, οι περιορισμοί του υλικού δεν είναι από μόνοι τους αρκετοί.
Οι επιτηρητές θα χρειαστούν νέα εργαλεία για να παρακολουθούν αξιόπιστα επιπρόσθετους δείκτες δυνητικής δραστηριότητας βομβών που είναι δύσκολο να πλασαριστούν ως ειρηνικού χαρακτήρα, όπως η οπλοποίηση: η ανάπτυξη και η κατασκευή πυρηνικών κεφαλών για πυραύλους ή άλλα οχήματα παράδοσης.
Η παρακολούθηση αυτού του είδους της δραστηριότητας, ειδικότερα, υπερβαίνει την παραδοσιακή εστίαση των πυρηνικών παρατηρητών, αλλά μπορεί τώρα να προσφέρει τον καλύτερο, πιο αξιόπιστο τρόπο για να γνωρίζουμε εάν τα κράτη προσπαθούν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα.
Δεδομένης της παγκόσμιας αύξησης της πυρηνικής δραστηριότητας, ο κόσμος θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα για να δημιουργήσει ένα τέτοιο σύστημα. Όταν οι υπάρχουσες δυνάμεις είναι λιγότερο ικανές να αποτρέπουν τον εμπλουτισμό ουρανίου —και ακόμη και να παραδίδουν υλικό υψηλού εμπλουτισμού σε άλλες χώρες— αυτό δίνει κίνητρο στους ανταγωνιστές να εντείνουν τα προγράμματά τους.
Όταν νέα κράτη αναπτύσσουν βόμβες, αυτό ενθαρρύνει περαιτέρω την διάδοση [των πυρηνικών όπλων]. Ειδικά σε μια εποχή αυξανόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού [1], η διεθνής κοινότητα χρειάζεται περισσότερες ενδεικτικές πληροφορίες για την εξάπλωση των πυρηνικών όπλων, ώστε η διπλωματία να κόψει την αποσταθεροποιητική διάδοση και την κούρσα των εξοπλισμών.
ΘΩΡΑΚΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Η NPT είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της τάξης της μη διάδοσης [των πυρηνικών όπλων]. Απαιτεί από τα μη πυρηνικά κράτη να αποφεύγουν την απόκτηση όπλων (άρθρο II), επιτρέπει σε όλα τα κράτη την πρόσβαση στην πυρηνική τεχνολογία για ειρηνικούς σκοπούς (άρθρο IV), και δεσμεύει τους υπογράφοντες που έχουν πυρηνικά όπλα —την Κίνα, την Γαλλία, την Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και τις Ηνωμένες Πολιτείες— τελικά να αφοπλιστούν. (άρθρο VI).
Στην πράξη, αυτό το καθεστώς περιορίζει την κρατική κατοχή και την λειτουργία της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή των σχάσιμων υλικών που απαιτούνται για τα πυρηνικά όπλα: υψηλά εμπλουτισμένο ουράνιο και πλουτώνιο.
Και δίνει την εξουσία στην ΙΑΕΑ να ελέγχει εξονυχιστικά τα προγράμματα πυρηνικής έρευνας και ενέργειας, να επιβάλλει πυρηνικά προστατευτικά μέτρα, και να ανιχνεύει την μυστική παραγωγή.
Μολονότι οι εξουσίες επιβολής της είναι περιορισμένες, η NPT έχει αντέξει λόγω ενός συνδυασμού παρακολούθησης από την ΙΑΕΑ, αυστηρών κανονισμών για το πυρηνικό εμπόριο από πολυμερείς θεσμούς και δεσμεύσεων από μεμονωμένα κράτη-μέλη να συμμορφώνονται με τους κανόνες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ιστορικά διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ηγεσία και στην ενίσχυση αυτού του καθεστώτος, κυρίως με την Σοβιετική Ένωση και αργότερα με την Ρωσία [2].
Για να διατηρήσει την συμφωνία NPT, η Ουάσιγκτον συνεργάστηκε με πολλές χώρες εταίρους, μέσω του προγράμματος Άτομα για την Ειρήνη (Atoms for Peace), μοιραζόμενη τεχνολογία και υλικά για την προώθηση της πυρηνικής ενέργειας και της έρευνας σε κράτη που αποκήρυτταν τα ατομικά όπλα.
Οι υπηρεσίες των ΗΠΑ λειτούργησαν επίσης προγράμματα για να περιορίσουν την εξάπλωση του εμπλουτισμένου ουρανίου και της τεχνολογίας πυρηνικής παραγωγής, να προωθήσουν την διαφάνεια στο μη στρατιωτικό πυρηνικό υλικό και να μετατρέψουν τους ερευνητικούς αντιδραστήρες [ώστε να λειτουργούν] με καύσιμα χαμηλού εμπλουτισμού αντί με [καύσιμα] υψηλού εμπλουτισμού.
Με αυτόν τον τρόπο, η Ουάσιγκτον επιβράδυνε περαιτέρω την συγκέντρωση σχάσιμης και ευαίσθητης τεχνολογίας. Άλλα πυρηνικά κράτη υποστήριξαν ή τουλάχιστον προσχώρησαν σε αυτές τις προσπάθειες, περιορίζοντας αυστηρά την ροή βασικών υλικών και τεχνολογιών.
Το σύστημα δεν είναι τέλειο. Υπάρχουν εγγενείς εντάσεις στην συμφωνία NPT, η οποία επιτρέπει σε ορισμένα κράτη να κατέχουν όπλα ενώ απαγορεύει σε άλλα να τα αποκτήσουν.
Ο κόσμος έχει βιώσει περιοδικές κρίσεις διάδοσης [των πυρηνικών όπλων] που εξέθεσαν τα μεγάλα κενά στο καθεστώς, όπως [συνέβη] το 1991, όταν παρατηρητές ανακάλυψαν ότι το Ιράκ είχε ένα μυστικό πρόγραμμα για την παραγωγή πυρηνικών όπλων.
Μερικές φορές, η NPT απέτυχε εντελώς να σταματήσει την ανάπτυξη όπλων, όπως συνέβη στην Βόρεια Κορέα, η οποία αποχώρησε από την συνθήκη όταν εξετέθη το πρόγραμμά της. Και τρία πυρηνικά κράτη -η Ινδία, πιθανώς το Ισραήλ, και το Πακιστάν- δεν προσχώρησαν ποτέ στη NPT.
Αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι αυτό το πακέτο έχει γενικά διατηρηθεί για δεκαετίες. Οι περισσότερες χώρες που κάποτε είχαν φιλοδοξίες για πυρηνικά όπλα τις απέσυραν, όπως η Νότια Κορέα, η Σουηδία, και η Ελβετία.
Η Νότιος Αφρική αφοπλίσθηκε οικειοθελώς, διαλύοντας τις έξι πυρηνικές βόμβες που είχε κατασκευάσει μυστικά, και εντάχθηκε στη NPT ως μη πυρηνικό κράτος.
Ο κόσμος απέτρεψε παρ’ ολίγον [κρίσεις], συμπεριλαμβανομένης μιας που προέκυψε από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία θα μπορούσε εύκολα να αποφέρει τέσσερα πυρηνικά κράτη αντί για ένα, και μια άλλη στο Ιράν, η οποία εμποδίσθηκε εν εξελίξει το 2003.
Αν μη τι άλλο, ο κανόνας κατά της διάδοσης [των πυρηνικών όπλων] έχει δυναμώσει με τον καιρό. Σήμερα, μόνο έξι κράτη χωρίς πυρηνικά όπλα έχουν την εγχώρια ικανότητα να παραγάγουν σχάσιμα υλικά –η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Γερμανία, το Ιράν, η Ιαπωνία, και η Ολλανδία– μια απόδειξη της αποτελεσματικότητας του καθεστώτος. Αλλά υπάρχουν πολλαπλά σημάδια ότι αυτό το ιστορικό μπορεί να μην συνεχιστεί.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ
Μερικά από τα πρόσφατα προβλήματα με το σύστημα της μη διάδοσης πηγάζουν από την κωλυσιεργία για τον πυρηνικό αφοπλισμό από τα κράτη με πυρηνικά όπλα. Αφότου η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες περιέκοψαν δραματικά τα πυρηνικά τους οπλοστάσια του Ψυχρού Πολέμου, αποσύροντας απαρχαιωμένα συστήματα, οι μειώσεις όπλων έχουν σταματήσει σε αμφότερες τις χώρες την τελευταία δεκαετία.
Τώρα, εκσυγχρονίζουν τα οπλοστάσιά τους, όπως κάνουν και η Κίνα, η Ινδία, το Πακιστάν, και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό έχει ενθαρρύνει πολλά μη πυρηνικά κράτη να προωθήσουν μια κατ’ όνομα συμπληρωματική, αλλά πρακτικά ανταγωνιστική, Συνθήκη του ΟΗΕ για την Απαγόρευση των Πυρηνικών Όπλων (Treaty on the Prohibition of Nuclear Weapons).
(Η συνθήκη απαιτεί την κατηγορηματική απαγόρευση της κατοχής πυρηνικών όπλων από τους υπογράφοντες και έχει απορριφθεί από όλα τα κράτη με πυρηνικά όπλα και τους συμμάχους τους).
Άλλα ζητήματα προέρχονται από την συμπεριφορά πυρηνικών κρατών εκτός του συστήματος, με πιο προβληματική την Βόρεια Κορέα. Αλλά το πιο ανησυχητικό πρόβλημα είναι ότι το φράγμα μεταξύ της ειρηνικής πυρηνικής δραστηριότητας και της ανάπτυξης όπλων διαβρώνεται.
Η περισσότερη καταστροφική διάβρωση έχει γίνει από τα ίδια τα κράτη με όπλα, μέσω ad hoc διακανονισμών για την προώθηση άλλων στρατηγικών συμφερόντων. Ιδιαίτερα η πυρηνική συμφωνία ΗΠΑ-Ινδίας του 2005, που εγκρίθηκε το 2008 από την Ομάδα Πυρηνικών Προμηθευτών (Nuclear Suppliers Group) —ένας από τους κυριότερους θεσμούς που ρυθμίζουν τις πωλήσεις πυρηνικών— επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλους να εμπορεύονται τεχνολογία με την Ινδία, παράλληλα με εξαιρέσεις που επέτρεπαν την χωρίς διασφαλίσεις πυρηνική δραστηριότητα της Ινδίας για την ανάπτυξη όπλων.
Στην συνέχεια, η Διάσκεψη Αναθεώρησης (Review Conference) της NPT το 2010 επιβεβαίωσε ότι τα κράτη που επιδιώκουν την πυρηνική ενέργεια είχαν ένα άνευ όρων δικαίωμα να έχουν πλήρη πρόσβαση στην πυρηνική τεχνολογία, ανεξάρτητα από την αναγκαιότητά της.
Η πυρηνική συμφωνία του Ιράν του 2015, το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (Joint Comprehensive Plano of Action), έβαλε ανώτατο όριο στο πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου του Ιράν, αλλά απέσυρε μια προηγούμενη συμφωνία (στο προκαταρκτικό Κοινό Σχέδιο Δράσης [Joint Plan of Action] του 2013)
ότι οι δραστηριότητες εμπλουτισμού του Ιράν θα περιορίζονταν σε αυτό που χρειαζόταν η Τεχεράνη για το ειρηνικό της πρόγραμμα. Έκτοτε, τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το Ιράν έχουν υπονομεύσει την συμφωνία, αφήνοντας το Ιράν, σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της ΙΑΕΑ, Rafael Grossi, να εμπλουτίζει ουράνιο σε συγκεντρώσεις που «φτάνουν μόνο οι χώρες που κατασκευάζουν βόμβες».
Υπάρχουν και άλλες εξέχουσες εξαιρέσεις στο σύστημα. Το 2010, η Κίνα [3] παραβίασε τους κανόνες προμηθευτή, συμφωνώντας να κατασκευάσει επιπλέον αντιδραστήρες ενέργειας στο Πακιστάν και, το 2010 και το 2017, η Ρωσία υπέγραψε πυρηνικές συμφωνίες με την Τουρκία και την Αίγυπτο, αντίστοιχα, χωρίς να απαιτεί (από όσο είναι δημοσίως γνωστό) από την Άγκυρα ή το Κάιρο να απόσχουν από την ανάπτυξη σχάσιμων υλικών.
Οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον να προωθήσει ένα «χρυσό πρότυπο» για το πυρηνικό εμπόριο, με το οποίο οι αποδέκτες παραιτούνται από την ικανότητα παραγωγής εμπλουτισμένου πλουτωνίου και ουρανίου, κατέρρευσαν μετά την παρουσίαση του, το 2009, λόγω της αντίθεσης από τους περισσότερους υποψήφιους πελάτες, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, και της επιθυμίας της ίδιας της κυβέρνησης των ΗΠΑ να ανανεώσει την εγχώρια πυρηνική βιομηχανία μέσω των εξαγωγών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής.
Συλλογικά, αυτή η αποσύνθεση των κανόνων της NPT έχει διευκολύνει τα μη πυρηνικά κράτη να αποκτήσουν σχάσιμα υλικά, θολώνοντας την κύρια διάκριση μεταξύ των ειρηνικών πυρηνικών προγραμμάτων και των στρατιωτικών. Οι χώρες με προσδοκίες για [κατασκευή] όπλων μπορούν τώρα να κρύψουν ευκολότερα τις φιλοδοξίες τους —και την πρόοδό τους— σε κοινή θέα.
ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
Για να σταματήσει η διάδοση και να αποκατασταθεί ένα μονοπάτι για την απόσυρση των πυρηνικών όπλων, τα κράτη και οι θεσμοί για τη μη διάδοσή τους θα πρέπει να κάνουν πολλαπλά βήματα. Μπορούν να ξεκινήσουν προωθώντας καλύτερους κανόνες σχετικά με την απόκτηση εμπλουτισμένου ουρανίου.
Οι υπεύθυνες χώρες θα πρέπει να δεσμευθούν μονομερώς να αποφύγουν την προμήθεια ή τον εμπλουτισμό πυρηνικών υλικών που δεν είναι απαραίτητα για ειρηνικούς σκοπούς.
Τα κράτη που επιμένουν να ασκούν το «αναφαίρετο δικαίωμά» τους να κατέχουν ευαίσθητα πυρηνικά υλικά και τεχνολογίες για ειρηνικούς σκοπούς θα πρέπει να επιβεβαιώσουν την φερεγγυότητά τους, αναλαμβάνοντας πρόσθετα μέτρα διαφάνειας και επαλήθευσης, όπως η εφαρμογή του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΙΑΕΑ (IAEA Additional Protocol), το οποίο απαιτεί από τα κράτη να παρέχουν στην υπηρεσία πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση και πληροφορίες για τις πυρηνικές δραστηριότητές τους.
Θα πρέπει επίσης να συναινέσουν και να εφαρμόσουν σωστά κάθε πυρηνική σύμβαση και βέλτιστη πρακτική στους τομείς της πυρηνικής προστασίας, ασφάλειας, ευθύνης, και προστασίας του περιβάλλοντος.
Για την επιβολή αυτών των πρακτικών, η διεθνής κοινότητα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει θετικά και αρνητικά κίνητρα, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών ανταμοιβών και ποινών, για να προκαλέσει την συμμόρφωση.
Με την πάροδο του χρόνου, τα κράτη θα μπορούσαν να κωδικοποιήσουν μια τέτοια συμπεριφορά σε διμερείς συμφωνίες συνεργασίας και στα αποτελέσματα πολυμερών συναντήσεων, όπως στις ανακοινώσεις του G-20, στις δηλώσεις της Διάσκεψης Αξιολόγησης της NPT ή στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Μολονότι μπορεί να φαίνεται ότι έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους της μη διάδοσης [των πυρηνικών όπλων] συνολικά, η νέα συμφωνία AUKUS προσφέρει μια ευκαιρία να ενδυναμωθεί το σύστημα της μη διάδοσης.
Η Αυστραλία είναι ένα κράτος που είχε παλαιότερο ενδιαφέρον για τα πυρηνικά όπλα, αλλά έχει εξελιχθεί με τα χρόνια σε υποστηρικτή της μη διάδοσής τους, με αψεγάδιαστο ιστορικό. Ως εκ τούτου, θα ήταν πολύ σύμφωνο με τον χαρακτήρα και το ενδιαφέρον της Αυστραλίας να αναλάβει πρωτόγνωρους επίσημους περιορισμούς και μέτρα διαφάνειας στις εγχώριες πυρηνικές επιδιώξεις της, τόσο εντός όσο και εκτός της συμφωνίας για τα υποβρύχια, με αντάλλαγμα τις νέες εγγυήσεις ασφαλείας που παρέχει η συμφωνία.
Αυτοί οι περιορισμοί όχι μόνο θα καθησύχαζαν άλλα κράτη σχετικά με τις αποκλειστικά ειρηνικές πυρηνικές προθέσεις της Αυστραλίας, αλλά θα καθιέρωναν επίσης μια προσέγγιση που θα μπορούσαν και άλλοι να μιμηθούν εάν επιδιώξουν [να αποκτήσουν] πυρηνοκίνητα υποβρύχια.
Οι κανόνες, ωστόσο, φτάνουν μόνο μέχρι ενός σημείου. Κάποιες χώρες θα θελήσουν να διαφύγουν από τα αυξημένα πρότυπα, και οι εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών και οι διεθνείς θεσμοί —πρωτίστως η ΙΑΕΑ αλλά και τα καθεστώτα προμηθευτών πυρηνικών (όπως η Ομάδα Πυρηνικών Προμηθευτών)—
χρειάζονται καλύτερους τρόπους για να αξιολογήσουν τον σκοπό των πυρηνικών προγραμμάτων, ειδικά τώρα που η κατοχή των σχάσιμων υλικών δεν είναι πλέον επαρκής ή έγκαιρος δείκτης πρόθεσης [κατασκευής] όπλων.
Ευτυχώς, υπάρχουν πολλά υποσχόμενες εναλλακτικές μέθοδοι μέτρησης. Για τις χώρες που αποκτούν σχάσιμα υλικά, το εναπομείναν κύριο τεχνικό εμπόδιο για την απόκτηση πυρηνικών όπλων είναι η δημιουργία μιας λειτουργικής κεφαλής. Αυτό σημαίνει ότι οι θεσμοί για τη μη διάδοση [των πυρηνικών όπλων] πρέπει να αυξήσουν την παρακολούθηση της οπλοποίησης και της ανάπτυξης οχημάτων παράδοσης.
Υπάρχουν προηγούμενα για το πώς μπορούν να το κάνουν αυτό. Για παράδειγμα, το 2006, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξουσιοδότησε μια συνολική προσπάθεια της ΙΑΕΑ για να εξακριβώσει την φύση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.
Ως μέρος του έργου της, η υπηρεσία ερεύνησε διεξοδικά ολόκληρο το πρόγραμμα της Τεχεράνης για τον σχεδιασμό, την ανάπτυξη, την κατασκευή, και την δοκιμή των μηχανισμών που συσκευάζουν σχάσιμα υλικά σε μια κεφαλή.
Μελλοντικές, παρόμοιες προσπάθειες θα μπορούσαν να ενσωματωθούν φυσικά στην Προσέγγιση της ΙΑΕΑ σε Επίπεδο Κράτους (IAEA’s State-Level Approach): μια μεθοδολογία για την αξιολόγηση της πυρηνικής, και της σχετικής με την πυρηνική, δραστηριότητας σε μια συγκεκριμένη χώρα, χρησιμοποιώντας ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών.
Ανεξάρτητες προσπάθειες των εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών θα συμπλήρωναν και θα ενημέρωναν τις δραστηριότητες της ΙΑΕΑ, και αμφότερες θα μπορούσαν να προωθήσουν ειδικά εργαλεία εξόρυξης δεδομένων και ανάλυσης για να βοηθήσουν στην ενδυνάμωση της παρακολούθησης και της ανάλυσης, ακόμη και όταν η επιτόπια παρακολούθηση είναι περιορισμένη.
Οι κεφαλές δεν είναι το μόνο αντικείμενο που χρειάζονται τα κράτη για να μετατρέψουν τα σχάσιμα υλικά σε παραδοτέα πυρηνικά όπλα.
Πρέπει επίσης να κατασκευάσουν ή να αποκτήσουν προηγμένους πυραύλους, και οι διεθνικοί θεσμοί μπορούν να εστιάσουν στον εντοπισμό των κρατών που φαίνεται να επιδιώκουν πυρηνικά ικανούς [πυραύλους], επικεντρώνοντας ιδιαίτερα σε χαρακτηριστικά που τους διακρίνουν από άλλους τύπους οχημάτων εκτόξευσης, συμπεριλαμβανομένων αυτών για τους δορυφόρους.
Ένα αποτελεσματικό σύστημα ανίχνευσης θα αποδεικνυόταν αμέσως πολύτιμο, δεδομένου ότι ένας αριθμός κρατών, από την Σαουδική Αραβία έως τη Νότια Κορέα, κατασκευάζουν ή αποκτούν τα μέσα για να παραγάγουν βαλλιστικούς [πυραύλους] και πυραύλους κρουζ, ικανούς να παραδώσουν πυρηνικές βόμβες. Πολλά από αυτά τα ίδια κράτη έχουν επίσης φλερτάρει με την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων.
Υπάρχουν επιπλέον δείκτες που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι επιτηρητές για τη μη διάδοση [των πυρηνικών όπλων] για να διακρίνουν τα ειρηνικά πυρηνικά προγράμματα από τα στρατιωτικά.
Ένα λειτουργικό πυρηνικό οπλοστάσιο απαιτεί μια εγκατάσταση πέρα από τις κεφαλές και τους πυραύλους, συμπεριλαμβανομένου ενός πολύπλοκου συστήματος διοίκησης και ελέγχου˙ σχολαστικό έλεγχο του προσωπικού˙
διαδικασίες πυρηνικής ασφάλειας και ικανοτήτων αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης˙ εξαιρετικά μέτρα ασφαλείας˙ δόγματα απασχόλησης και χρήσης˙ εκπαιδευμένο προσωπικό˙ και αποκλειστικές εγκαταστάσεις που μπορούν να αποθηκεύουν, να συντηρούν, και να εκτοξεύουν όπλα.
Όλες αυτές οι δραστηριότητες αφήνουν ίχνη, και καθώς οι διεθνείς επιτηρητές αξιολογούν τα πυρηνικά προγράμματα, θα πρέπει να επιδιώκουν να εκτιμήσουν εάν οι κυβερνήσεις προωθούν επίσης αρκετές από αυτές τις ικανότητες.
ΘΕΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ
Το να λειτουργήσει αυτό το βελτιωμένο σύστημα μη διάδοσης [των πυρηνικών όπλων] δεν θα είναι εύκολο. Η Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει πρώτα να υιοθετήσουν νέα, συγκεκριμένα μέτρα πυρηνικής παρακολούθησης που υπερβαίνουν την AUKUS.
Στην συνέχεια θα χρειαστεί να εξασφαλίσουν την συνεργασία της Κίνας [4], της Ρωσίας, και άλλων χωρών που έχουν πυρηνικά όπλα για να εξασφαλίσουν ότι όλες θα υιοθετήσουν τις ίδιες σχολαστικές πρακτικές και θα υποστηρίξουν τις διεθνείς προσπάθειες για την θεσμοθέτησή τους.
Και θα είναι δύσκολο να πειστούν τα μη πυρηνικά κράτη να συμφωνήσουν σε νέες προσδοκίες διαφάνειας, πόσω μάλλον να δώσουν την εξουσία σε οποιοδήποτε διεθνές σώμα να συλλέγει συστηματικά περισσότερες πληροφορίες για προγράμματα με πιθανούς στόχους [κατασκευής] όπλων.
Αυτό όμως δεν το καθιστά αδύνατο. Τα κράτη ίσως θεωρήσουν αποδεκτή την περισσότερη παρακολούθηση, εάν αυτή ενσωματωθεί στην Προσέγγιση της ΙΑΕΑ σε Επίπεδο Κράτους και χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει τις εργασίες ρουτίνας της υπηρεσίας σχετικά με τις διασφαλίσεις, με επιπλέον έρευνες μόνο κατά περίπτωση.
Όλα αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν τελικά να κατοχυρωθούν από το Συμβούλιο της ΙΑΕΑ, την ετήσια Διάσκεψη Αξιολόγησης της NPT, το G-20, και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Για να κερδίσουν την προθυμία των μη πυρηνικών κρατών που ενδέχεται να υποστούν ακόμα περισσότερους ελέγχους, οι ηγέτιδες πυρηνικές δυνάμεις θα μπορούσαν να εγγυηθούν ότι δεν θα πιέσουν για νέα διεθνή νομικά όργανα ή θεσμούς˙ ότι το αναθεωρημένο καθεστώς θα ασκείται εξ ολοκλήρου μέσω των υφιστάμενων πλαισίων. Θα πρέπει επίσης να καταστήσουν σαφές ότι τα κράτη που δεν διαθέτουν όπλα δεν θα υπόκεινται σε νέες προσδοκίες, εφόσον δεν αυξήσουν τον εμπλουτισμό ουρανίου.
Για τα κράτη που επιλέγουν να χρησιμοποιούν εμπλουτισμένο ουράνιο, οι προσδοκίες για μεγαλύτερη ανεκτικότητα και διαφάνεια θα συνδέονται με το εύρος και την κλίμακα των δραστηριοτήτων τους στην διάδοση [των πυρηνικών όπλων].
Τέλος, οι ηγέτιδες πυρηνικές δυνάμεις θα μπορούσαν να παράσχουν νέα κίνητρα για την τήρηση του βελτιωμένου πλαισίου, επεκτείνοντας τις εξαγωγικές πολιτικές και τα προγράμματα αρωγής σε κράτη που αναζητούν πυρηνική τεχνολογία για ειρηνικούς σκοπούς.
Η απελευθέρωση των εξαγωγών πυρηνικού υλικού μπορεί να φαίνεται ότι έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους της μη διάδοσης [των πυρηνικών όπλων], αλλά θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ισχυρό κίνητρο για την συμμόρφωση με τη μη διάδοση και επίσης να ενισχύσει την διεθνή απάντηση στην κλιματική κρίση [5].
Η πυρηνική ενέργεια έχει αναγνωριστεί ως ένα σημαντικό στοιχείο στη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά παρουσιάζει δύσκολα οικονομικά και τεχνολογικά εμπόδια για πολλές χώρες.
Προτού το πυρηνικό καθεστώς ξεφτίσει περαιτέρω, τα κράτη πρέπει να καταβάλουν επείγουσα προσπάθεια για να αναζωογονήσουν την συμφωνία NPT. Αυτή η δουλειά είναι απαραίτητη τόσο για την αναστολή και τη μείωση της μελλοντικής διάδοσης [των πυρηνικών όπλων] όσο και για τον τελικό αφοπλισμό —με άλλα λόγια, για έναν κόσμο στον οποίο η πυρηνική τεχνολογία δεν θα συμβάλλει στην γεωπολιτική αστάθεια
** Η ανάλυση αναδημοσιεύεται από το Foreign Affairs.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου